Του Γεωργίου Παπασίμου
Οι θεαματικές και παράλληλα δραματικές εξελίξεις στην διεθνή σκηνή, με πρωταγωνιστή τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Donald Trump, ο οποίος μέσα σε λίγες ημέρες αποδόμησε την πάγια αμερικανική στρατηγική, από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο έως σήμερα, που ασκούνταν στα πλαίσια της αμερικανικής ηγεμονίας, αρχικά στον Δυτικό κόσμο και στη συνέχεια σε παγκόσμιο επίπεδο μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Στα πλαίσια αυτά της αμερικανικής ηγεμονίας εμπεριέχονταν ως αυτονόητη προϋπόθεση την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και στη συνέχεια ως απότοκος αυτού, μέχρι και σήμερα, η αμυντική προστασία και ομπρέλα της Ευρώπης από τις ΗΠΑ, μέσω του ΝΑΤΟ.
Στη βάση αυτής της σταθερής και πάγιας στρατηγικής, υπήρξε η ομόθυμη ευρωπαϊκή στήριξη της Ουκρανίας, παρά τα αντίθετα άμεσα οικονομικά συμφέροντα των ευρωπαϊκών χωρών, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ στον καταστρεπτικό πόλεμο με την Ρωσία, που μετά από τρία χρόνια σφαγής, διάλυσης των υποδομών και διάθεση εκατοντάδων εκατομμύριων δολαρίων και στρατιωτικού υλικού για την άμυνα της, κυριαρχεί η απογοήτευση και το βάλτωμα. Ο πόλεμος αυτός, που ως βασική αιτία ήταν η επιδίωξη της Ουκρανίας, να εισέλθει στο ΝΑΤΟ το οποίο με τον τρόπο αυτό θα επεκτείνονταν μόλις λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα από την Μόσχα, παρά τις περί του αντιθέτου υποσχέσεις των δυτικών, όταν διαλυόταν η Σοβιετική Ένωση, ότι δεν θα επεκτείνονταν προς τα σύνορα της Ρωσίας, σεβόμενοι τις ευαισθησίες της για την άμυνά της. Η βίαιη αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής, επί Trump, όπου επιχειρείται η εντυπωσιακή απόψυξη των αμερικανορωσικών σχέσεων και η μακροπρόθεσμη οικονομική συνεργασία τους για την εκμετάλλευση του τεράστιου φυσικού πλούτου, συνολικά της Ουκρανίας, αλλά και του αρκτικού κύκλου, που φαίνεται να είναι το νέο πλανητικό Eldorado, στέλνει στο καναβάτσο την Ουκρανία και συνολικά την Ε.Ε. H τελευταία που ενώ είναι ο μεγάλος χαμένος από την διάσπαση των σχέσεων με τη Ρωσία, που αποτελούσε πριν τον πόλεμο τον βασικό ενεργειακό αιμοδότη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, έχει παραμείνει σε αντιρωσική ρητορική, εξ αιτίας της ανάγκης υποστηρίξεως της Ουκρανίας, μετατρεπόμενη έτσι ως ένας εν δυνάμει παγκόσμιος πόλος, ως «Ιφιγένεια» στους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς και στη ρευστότητα του υπό διαμόρφωση πολυπολικού κόσμου. Και αυτό γιατί δεν φρόντισε έγκαιρα λόγω των ασθενικών πολιτικών ηγεσιών που διαθέτει, από τη δεκαετία του 2000, που ήδη είχε αρχίσει να εισέρχεται η αμερικανική ηγεμονία στο λεγόμενο «φθινόπωρό της» και παράλληλα να αναδύονται ισχυρότατοι οικονομικοί και στρατιωτικοί πόλοι, όπως Κίνα, Ρωσία, Ινδία, να ενδυναμωθεί εσωτερικά και να ομογενοποιηθεί, διεκδικώντας το δικό της γεωπολιτικό αποτύπωμα, που αποτελεί προϋπόθεση στη σημερινή, παγκόσμια συγκυρία για κάποιον να μετέχει των νέων παγκοσμίων ρυθμίσεων, που θυμίζει αναλογικά την περίοδο της Γιάλτας μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Η βίαιη στροφή της Αμερικής, ανεξαρτήτως της αισθητικής και του στυλ του νέου «σερίφη» της πόλης Trump και του βοηθού «σερίφη» Veins, δεν είναι και τόσο παράδοξη, βάσει των αντικειμενικών αναλύσεων, αφού αποτελεί την πλήρη συνειδητοποίηση, όχι μόνο της αποδοχής της απώλειας της ηγεμονίας των ΗΠΑ, αλλά και του κινδύνου να απωλεσθεί η μέχρι τώρα «πρωτοκαθεδρία» σε πλανητικό επίπεδο από την Κίνα (η οποία οικονομικά την έχει ξεπεράσει). Αυτό προϋποθέτει την διάσπαση του άξονα Κίνας-Ρωσίας, που φαίνεται να ενδυναμώνεται λόγω του Ουκρανικού και της περιθωριοποίησης της Ρωσίας, από το σύνολο του Δυτικού κόσμου. Είναι προφανές, ότι η μέχρι τώρα ασκηθείσα αμερικανική στρατηγική των ΗΠΑ, της λεγόμενης διπλής ανάσχεσης, δηλαδή η περιθωριοποίηση και ο περιορισμός των δυνατοτήτων της Ρωσίας σε πρώτη φάση και στη συνέχεια η προσπάθεια εγκλωβισμού της Κίνας, πέραν του γεγονότος ότι έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τα ευρωπαϊκά πραγματικά συμφέροντα, αφού τόσο η Ρωσία, όσο και η Ουκρανία αποτελούν οργανικά τμήματα της ευρωπαϊκής ηπείρου και βασικές συνιστώσες μια ευρύτερης ευρωπαϊκής ομπρέλας ασφαλείας, αποδείχθηκε στην πράξη στο πεδίο του πολέμου στην Ουκρανία και μία μεγάλη παταγώδη αποτυχία για τις ΗΠΑ. Αντί της περιθωριοποίησης της Ρωσίας η εξέλιξη αυτή την έσπρωξε στην αγκαλιά της Κίνας, παρά τις μακροχρόνιες διαφορές των δύο αυτών παγκοσμίων πόλων, με συνέπεια την παροχή της απαιτούμενης γιγάντιας ενέργειας, που απαιτεί η κινεζική οικονομία και την σταδιακή, αλλά ουσιαστική μετατροπή της Ρωσίας, λόγω της μετατροπής της εξαιτίας του πολέμου σε πολεμική βιομηχανία, ως μελλοντικής «οικονομικής αποικίας» της κινεζικής οικονομίας, που λειτουργεί ως παγκόσμιος «τίγρης».
Έτσι η Ευρώπη που ως ήπειρος αποτέλεσε, το θέατρο παγκοσμίων πολέμων και ανταγωνισμών, και θα έπρεπε να είναι μια νησίδα ομαλότητας και σταθερότητας σ’ αυτόν τον νέο κόσμο που βρίσκεται υπό διαμόρφωση, αναλαμβάνοντας σχετικές πρωτοβουλίες, λόγω της στενόμυαλης μονεταριστικής οικονομικής πολιτικής και των στενών εθνικών επιδιώξεων των ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών (βλ. Γερμανία), έχει καταστεί ένας από τους πιο αδύναμους παγκόσμιους κρίκους με έντονες εσωτερικές περιδινήσεις και τη σημαντική άνοδο της ακροδεξιάς, που πριμοδοτείται ευθέως από το σύστημα Trump.