Κωνσταντίνος Μπλάθρας


«Μήπως ὁ Καθρέφτης δὲν εἶναι πατριωτικὴ ἢ ἠθικὴ ταινία; Μήπως στρέφεται ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου ἤ – Θεὸς φυλάξοι!– ἐναντίον τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης;» (Ἁντρέι Ταρκόφσκι, Μαρτυρολόγιο [1])
 
Οἱ ἐρωτήσεις τοῦ Ἁντρέι Ταρκόφσκι, ὅπως ὁ ἴδιος τὶς ἐννοοῦσε, εἶναι ὁπωσδήποτε ρητορικές, μὲ αὐτονόητη τὴν ἀπάντηση: «ὄχι». Γιὰ τὴν κινηματογραφικὴ ἡγεσία, ὅμως, τῆς τότε Σοβιετικῆς Ἕνωσης οἱ ἐρωτήσεις τέθηκαν ὑπὸ διερεύνηση καὶ ἡ ἀπάντηση ἦταν καταφατική. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ «Καθρέφτης» (1975) κατέβηκε ἄρον-ἄρον ἀπὸ τὶς κινηματογραφικὲς αἴθουσες τῆς χώρας καὶ ἀπαγορεύτηκε ἡ συμμετοχή του τότε στὸ Φεστιβὰλ τῶν Καννῶν.
Πραγματικὴ καὶ καθόλου ρητορικὴ ὑπῆρξε καὶ ἡ διερώτηση γιὰ τὸ τί εἶναι ἠθικὸ ἢ τί ἀνήθικο, ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες τοῦ κινηματογράφου, τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1895. Παιδὶ τοῦ φθηνοῦ λαϊκοῦ θεάματος, τοῦ τσίρκου καὶ τοῦ θεάτρου ποικιλιῶν, στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα, μιὰ ἀξιοπερίεργη ἀνακάλυψη, ὁ κινηματογράφος –κινησιογράφος σὲ σωστότερα ἑλληνικά– γεννήθηκε ὡς μέρος λαϊκῶν θεαμάτων ἀμφισβητούμενης, οὕτως ἢ ἄλλως, «ἠθικῆς ἀξίας» [2]. Ἔτσι, ἡ τεράστια λαϊκὴ ἀπήχηση τῶν ταινιῶν του ἔφεραν ἀπὸ νωρὶς στὴν πόρτα του τὴ λογοκρισία. Μποροῦμε σήμερα νὰ ποῦμε ὅτι ὁ κινηματογράφος σηματοδότησε, κατέγραψε [3] ἀλλὰ καὶ ὁδήγησε ἔν τινι μέτρῳ –ἂν καὶ δὲν τὴ δημιούργησε– τὴν εἴσοδο τῶν μαζῶν στὴν ἱστορία, μετὰ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἥττα τῆς παλιᾶς τάξης τῆς ἀριστοκρατίας στὰ χρόνια τοῦ Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ἡ ἐφεύρεση τοῦ κινηματογράφου συνέπεσε μὲ τὴν ὁλοκληρωτικὴ κατάρρευση παραδεδεγμένων καὶ παραδοσιακῶν ἀξιῶν καὶ κοινωνικῶν σχέσεων καὶ οἱ ταινίες του ὑπῆρξαν ὄχημα καὶ καρπὸς μιᾶς νέας ἠθικῆς, ἐκείνης ποὺ ἔφερε στὴν ἱστορία ὁ 20ὸς αἰώνας.
Ἁκόμα καὶ ὅταν, ἀμέσως μετὰ τὸν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σήμανε ἡ ἀλλαγὴ στὰ σεξουαλικὰ ἤθη, ὁ κινηματογράφος βρέθηκε πάλι στὸ ἐπίκεντρο μὲ τεράστια δύναμη στὴ διάδοση τῶν εἰκόνων του καὶ μὲ βάση πλέον ἕνα παγκόσμιο σύστημα διανομῆς ταινιῶν. Ὁ κινηματογράφος εἶχε ἤδη προϊδεάσει ἂν ὄχι καὶ ἐπιταχύνει μιὰ τέτοια ἀλλαγή, ὅπως τουλάχιστον μπορεῖ νὰ συμπεράνει κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐπικριτὲς τῆς ἠθικῆς του κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 1950 καὶ λίγο ἀργότερα [4]. Ἡ μεταπολεμικὴ «κοινωνία τοῦ θεάματος» εἶχε βρεῖ τὸν καλλίτερο ἱεραπόστολό της. Ὅταν ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 1960 ἡ προσοχὴ τῆς κριτικῆς στράφηκε κυρίως στὴν τηλεόραση, τὸ νέο μέσο μὲ πιὸ ἄμεση τὴν παγκόσμια ἀπήχησή του, καί, κατὰ τὸ πέρασμα στὸν 21ο αἰώνα, στὸ ἴντερνετ, τὸ νέο ὄχημα «χειραφέτησης» τῆς εἰκόνας, τότε ὁ κινηματογράφος εἶχε ἀρχίσει νὰ χάνει μεγάλο μέρος τοῦ λαϊκοῦ του κοινοῦ.