
ΣΤΟΪΛΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
Η “καρδιά” της Ορθοδοξίας για πάνω από εννιακόσια χρόνια, η “πολυδάκρυτη” Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία ήταν ο επόμενος ιερός τόπος στο κωνσταντινοπολίτικο προσκύνημά μας. Και μόνο με την σκέψη ότι σε λίγο θα βρισκόμασταν μέσα στο μεγαλύτερο και ομορφότερο οικοδόμημα της Χριστιανοσύνης και “Παλλάδιο της Ορθοδοξίας”, στον Ιερό Ναό της Σοφίας του Θεού, ένοιωθα ήδη την “κορύφωση” του προσκυνηματικού μας ταξιδιού στη Πόλη (το άρθρο αποτελεί το Β’ μέρος του αφιερώματος).
Χρυσάργυρα ψηφιδωτά και πολύχρωμα μάρμαρα: Η πρώτη υπέροχη χρυσή ψηφιδωτή προσωπογραφία που αντικρίσαμε στην Αγία Σοφία, σε άριστη κατάσταση, ήταν του άσημου αυτοκράτορα Αλέξανδρου, αδελφού του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού, στο διάχωρο του νότιου “κατηχουμένειου” του υπερώου.Από ψηλά έβλεπα, με μια αρνητική, αλήθεια, διάθεση, κάτι σαν παράταιρο, τα στρωμένα πράσινα χαλιά στο ισόγειο του μεσαίου κλίτους του ναού που σκέπαζαν τα πολύχρωμα αυθεντικά μάρμαρα από οφίτη, ίασπι, αλάβαστρο και πορφυρίτη του δαπέδου. Τις “θαμμένες” πλούσιες χρωματικές εναλλαγές, που επιβεβαίωναν για μια ακόμα φορά την προτίμηση των Βυζαντινών στην πολύτιμη και αστραφτερή πολυχρωμία.
Η πρώτη όμως μεγάλη “ανταμοιβή” ως πνευματικό γεγονός και εσωτερίκευσης μας ήρθε όταν, σχεδόν στο ίδιο ύψος που βρισκόμασταν στον γυναικωνίτη, είδαμε κρυμμένη, πίσω από άσπρες κουρτίνες, την ψηφιδωτή εικόνα της “Πλατυτέρας των Ουρανών”. Η Ένθρονη Θεοτόκος με το Θείο Βρέφος στα γόνατά της, τοποθετημένη στην κεντρική κόγχη της αψίδας του Ιερού Βήματος, δορυφορούμενη από δύο αγγέλους, που με δυσκολία μπορούσα να διακρίνω.

“Η Πλατυτέρα των Ουρανών” με τη βασιλική μεγαλοπρέπεια, αλλά και με τη μητρική, πονεμένη τρυφερότητα, απεικονισμένη με ένα εξαίσιου κάλους ποικιλόχρωμο βυζαντινό ψηφιδωτό από τον 9ο -10ο αιώνα, επί μακεδονικής δυναστείας. Ένα “αριστούργημα της Πίστεως του Γένους” με τα “βγαλμένα” κάποτε μάτια της (και του γιου της) φαντάζει από αιώνες πιο ανθρώπινη στην “τυφλότητα” της. Ίσως γι’ αυτό στο θαυμάσιο έπος “Η Φλογέρα του Βασιλιά”, ο Κωστής Παλαμάς “ζωγραφίζει” την “σημαδεμένη” “Πλατυτέρα”, στην πιο αγνή και αυθεντική μορφή της: «(…) μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά, το χέρι στην καρδιά της, / μια σιταράτη, μια γλυκειά, μια ταπεινή σα χήρα / σαν κουρασμένη, σα φτωχιά, σαν έρμη, σαν κλαϋμένη…».






















