Προ ημερών επισκέφτηκα, μετά από μια δεκαετία περίπου, το πατρικό μου σπίτι, στο Παγκράτι. Κτίσμα αστικό της δεκαετίας του 1930 κάποτε έσφυζε από ζωή. Στις γιορτές μαζεύονταν συγγενείς και φίλοι, μαζί με τα παιδιά τους. Πανζουρλισμός. Γέλια, τραγούδια, μεζέδες, και κουβέντα, την ώρα που τα παιδιά παίζαμε στον κήπο, για να μην ενοχλούμε τους ηλικιωμένους. Με την πάροδο του χρόνου μειώνονταν οι κάτοικοι του σπιτιού και οι επισκέπτες του. Τώρα είναι έρημο και άδειο. Περιτριγύρισα το άδειο σπίτι και μου ανέβηκε ένας κόμπος στο λαιμό. Μνήμες. Εδώ καθόταν η δασκάλα γιαγιά μου, που μου έμαθε τα πρώτα γράμματα, εκεί ήταν το γραφείο μου και η βιβλιοθήκη μου, στο χολ, που ήταν και τραπεζαρία, το τηλέφωνο, που μιλούσα ώρες με φίλο και συμμαθητή μου στο γυμνάσιο για μαθήματα και για τα κοινά ενδιαφέροντά μας, ο κήπος με τα ωραία τριαντάφυλλα και με μια ροδιά που θύμιζε στη μητέρα και στη γιαγιά μου τη Μικρά Ασία. Η ταράτσα που μιλούσα με γείτονες συνομηλίκους μου…
Στην απλή κουζίνα έμεινα για λίγο κοιτάζοντας το παράθυρο. Σε αυτό έζησα, με τη βοήθεια ενός πουλιού, ενός κοκκινολαίμη, το τί σημαίνει ελευθερία, τί σημαίνει αυτό που έγραψε ο Ρήγας ο Βελεστινλής «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή». Η μητέρα μου πήγαινε στην εργασία της με τα πόδια, μέσα από τον βασιλικό κήπο. ήταν χειμώνας. Σε ένα δένδρο είδε ένα πουλί, ήταν ο κοκκινολαίμης. Κουρνιασμένο σιγοψιθύριζε κάτι μελωδικά. Η μητέρα μου το πέρασε για είδος καναρινιού, το πλησίασε το χέρι της και το έπιασε. Αυτό κούρνιασε στην αγκαλιά της. Γύρισε στο σπίτι και τόβαλε στο κλούβι, που είχαμε και ήταν άδειο. Τούβαλε φαγητό και νερό και έφυγε. Ήμουν στο σχολείο όταν συνέβησαν αυτά. Όταν γύρισα σπίτι και πήγα στην κουζίνα είδα τον κοκκινολαίμη να κτυπά με δύναμη τα σιδεράκια του κλουβιού. Δεν ήξερα τί συνέβαινε και δεν έπρεπε να κάνω. Πήρα τηλέφωνο τη μητέρα μου και μου είπε ότι έρχεται στο σπίτι. Ώσπου να έρθει ο κοκκινολαίμης καταματωμένος είχε ξεψυχήσει. Μετά πληροφορηθήκαμε ότι το πουλί αυτό δεν είναι το καναρίνι και δεν μπορεί να ζήσει σε κλούβι. Προτιμά τον θάνατο από τη σκλαβιά…
Μνήμες… Είναι πολύ σπουδαίος παράγοντας στη ζωή του ανθρώπου και των εθνών. Ζούμε το παρόν, μας είναι άγνωστο το μέλλον, αλλά συντηρούμεθα από το παρελθόν. Εμείς οι ζωντανοί και όσο ζούμε στη συνέχεια της παράδοσής μας συνδέουμε το παρελθόν με το μέλλον, με την αιωνιότητα. Αυτή τη σύνδεση, με το παρελθόν μας, με τα γεγονότα, τους τόπους και τα πρόσωπα, εμείς οι Έλληνες την νιώθουμε πολύ έντονα και αυτή μας βοηθάει να αντιστέκεται στην εκρίζωση της ιδιοπροσωπίας μας, της ταυτότητάς μας.
Σε όλη την Ελλάδα υπάρχουν προσφυγικά σωματεία, που έχουν σημαντική προσφορά στη διατήρηση των ηθών και των εθίμων μας. Επίσης τα πατριωτικά σωματεία έχουν σημαντική προσφορά στην καλλιέργεια της αγάπης προς την Πατρίδα. Οι πυκνές θρησκευτικές εορτές τρέφουν ψυχικά τους Έλληνες. Τα μνημόσυνα, οι επέτειοι, τα ανεγειρόμενα μνημεία, τα ηρώα, οι προτομές είναι επίσης παράγοντες διατηρήσεως της ταυτότητάς μας. Για να είμαστε ως λαός ζωντανός είναι απαραίτητες οι επαναλαμβανόμενες εκδηλώσεις για τα σημαντικά γεγονότα της μακράς ιστορίας μας. Στις περασμένες γενιές οφείλουμε ευγνωμοσύνη και έχουμε την ευθύνη να συνεχίσουμε την παρακαταθήκη που μας άφησαν. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος της κας Γλύκατζη – Αρβελέρ, πως χάρη στα 1000 χρόνια του Βυζαντίου ζουν ακόμη η Ορθοδοξία και η Γλώσσα και έτσι εξηγείται γιατί ήταν μεγάλη σε αξία. (Βλ. «Εστία της Κυριακής», 8/12/2024, σελ. 23, συν/ξη εις Κατερίνα Λυμπεροπούλου). Την αξία που έχουν οι μνήμες έχουν αντιληφθεί οι κατευθύνοντες κάθε λογής ολοκληρωτισμός και επιχειρούν να τις εξαφανίσουν.