στην εκκλησία να προσκυνήσουμε το Σταυρωμένο.
Μας γύρισε ύστερα στο σχολειό
να μας ξηγήσει τι είδαμε, ποιον προσκυνήσαμε
και τι θα πει Σταύρωση.
Αραδιαστήκαμε στα θρανία,
κουρασμένοι, βαριεστημένοι,
γιατί δεν είχαμε φάει παρά λεμόνι
και δεν ήπιαμε παρά ξύδι,
για να δοκιμάσουμε κι εμείς τον πόνο του Χριστού.
Άρχισε λοιπόν,
με βαριά επίσημη φωνή να μας ξηγάει
πως ο Θεός κατέβηκε στη γη και γίνηκε Χριστός,
κι έπαθε και σταυρώθηκε
για να μας σώσει από την αμαρτία.
Ποια αμαρτία;
Δεν καταλάβαμε, μα καταλάβαμε καλά
πως είχε δώδεκα μαθητές
κι ένας, τον πρόδωσε. Ο Ιούδας.
- Κι ήταν ο Ιούδας, σαν ποιον; Σαν ποιον;
Είχε απλώσει το δείχτη του χεριού του
και τον μετακινούσε από τον έναν μας στον άλλο,
ζητώντας να βρει
με ποιον από εμάς έμοιαζε ο Ιούδας.
Κι εμείς ζαρώναμε και τρέμαμε, μην μπας
και σταθεί το δάχτυλο το φοβερό πάνω μας.
Κι άξαφνα ο δάσκαλος έσυρε φωνή,
και το δάχτυλό του στάθηκε
σ' ένα χλωμό φτωχοντυμένο παιδάκι
με όμορφα ρουσόξανθα μαλλιά.
Ήταν το Νικολιό, που 'χε φωνάξει πέρυσι:
''Σώπα δάσκαλε, ν' ακούσουμε το πουλί''.
Να σαν το Νικολιό! φώναξε ο δάσκαλος.
Έτσι χλωμός, έτσι ντυμένος κι αυτός,
κι είχε κόκκινα μαλλιά,
κόκκινα σαν τις φλόγες της Κόλασης!