Θανάσης Ν. Παπαθανασίου
Εκκλησιαστική εικόνα, δηλαδή εικόνα που αφορά την χριστιανική λατρεία, είναι η απεικόνιση κάποιας μορφής (του Χριστού, της Παναγίας ή αγίων) με οιονδήποτε τρόπο, αρκεί η εν λόγω μορφή να είναι αναγνωρίσιμη – κι έτσι να δηλώνεται η ταυτότητα του συγκεκριμένου προσώπου. Αυτό σημαίνει ότι οι εικόνες μπορούν να φτιαχτούν με οιαδήποτε τεχνοτροπία, παραδοσιακή ή μοντέρνα*. Εδώ ωστόσο θα σταθώ στις εικόνες του βυζαντινού τρόπου, οι οποίες κατεξοχήν βρίσκονται σήμερα στις εκκλησίες.
Ο βυζαντινός τρόπος αποτελεί πλούσια εικαστική γλώσσα. Γλώσσα φτιαγμένη όχι με ήχους ή με γράμματα, αλλά με σχήματα και χρώματα. Εδώ λοιπόν θα στήσω αυτί (για την ακρίβεια: θα στήσω μάτι) σε κάτι που έχει να μας πει η βυζαντινή εικόνα της Γέννησης του Χριστού. Είναι σπουδαία προίκα το ότι ο άνθρωπος δύναται να στήνει αυτί (ή: να στήνει μάτι). Αν παραπετάξει αυτή του την προίκα, τότε χάνονται νοήματα, όπως για παράδειγμα χάνεται ένα τραγούδι όταν συναντά ντουβάρι αντί για αυτιά, όπως χάνεται η ευκαιρία για προβληματισμό όταν προσκρούσει σε αντιθρησκευτικό φανατισμό, όπως χάνεται η δυνατότητα για φως όταν η θρησκοληψία χρησιμοποιεί τις εικόνες σαν μαγικά αντικείμενα…
Αν λοιπόν παρατηρήσουμε την βυζαντινή εικόνα των Χριστουγέννων, θα εντοπίσουμε κάποια στοιχεία που θυμίζουν… πλαστογραφίες! Σύμφωνα με τα ευαγγέλια η γέννηση του Χριστού έγινε σε στάβλο και η Παναγία απίθωσε το νεογέννητο σε παχνί ζώων. Στην εικόνα όμως βλέπουμε σπηλιά, κι αντί για παχνί βλέπουμε μια κτιστή κατασκευή σαν τάφο, με τις φασκιές να θυμίζουν σάβανα! Μπορεί λοιπόν να παραπονεθεί κανείς ότι η εικόνα αυτή δεν αποτυπώνει με ακρίβεια ό,τι έγινε, δηλαδή ότι δεν λειτουργεί σαν φωτογραφία.
Γιατί άραγε αυτές τις αλλαγές; Ο βυζαντινός τρόπος βέβαια διαμορφώθηκε σε μακρά πορεία διαλόγου με την γύρω του κοινωνική συνάφεια, αλλά εδώ θα κάνω μόνο μερικές επισημάνσεις που αφορούν το νόημα της γιορτής.