*Θεόδωρος Παντούλας
Κάθε φορά που κοντοζυγώνει η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου με ζώνουν τα φίδια. Σκέφτομαι το οπτικοακουστικό υλικό που θα κυκλοφορήσει στα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης», στο οποίο οι μαθητές θα απαντούν άλλα αντί άλλων σχετικά με τον εορτασμό, και… δαιμονίζομαι. Παλιότερα τους έκανα χάζι τους νεολαίους, υποθέτοντας ότι παίρνουν στο ψιλό τους ρεπόρτερ. Μετά βεβαιώθηκα ότι είναι τωόντι άγευστοι της γιορτής και ανυποψίαστοι του περιεχομένου της.
Και κοντά στα σχολιαρούδια πολλοί νταβραντισμένοι ενήλικοι που, έχοντας δυσανεξία σε οτιδήποτε ούτως ειπείν εθνικό, στρογγυλεύουν με δικολαβισμούς την αποστροφή τους βρίσκοντας παρωχημένες τις παρελάσεις (τις συγκεκριμένες) ή θεωρώντας καλύτερο να γιορτάζουμε τη λήξη του πολέμου και όχι το ξεκίνημά του!
Εχουν τα δίκια τους οι άνθρωποι. Οι πόλεμοι είναι, πράγματι, αγριευτικές καταστάσεις και οι παλιοί ήσαν ακάτεχοι από τις σημερινές μετωνυμίες των «ανθρωπιστικών επεμβάσεων», χώρια ότι δεν είχαν και κουμπιά να πατήσουν. Εφ’ όπλου λόγχη, δηλαδή με σώμα με σώμα, έγραφαν ιδίαις χερσί και εκ του σύνεγγυς τις εποποιίες τους. Μολαταύτα οι κοινωνίες που σέβονται τον εαυτό τους και τη διαδρομή τους στον χρόνο τιμούν όσους αγωνίστηκαν – πάντως όχι για να απλώνουμε εμείς μερακλίδικα τις αρίδες μας. Θέλω να πω ότι η απόδοση τιμών δεν είναι μια επετειακή ρητορεία. Είναι μια ανανεούμενη δέσμευση των επιγόνων ότι θα σταθούν ισοϋψείς με τους προγόνους. Είναι δέσμευση ότι θα πουν κι αυτοί, σαν έρθει η δική τους ώρα, τα δικά τους «όχι».
Δεν είναι προφανέστατα η δική μας περίπτωση αυτή. Εμείς ως πολιτεία παριστάμεθα αγγαρεμένοι από το πρωτόκολλο σε ξέπνοες εκδηλώσεις κι ως κοινωνία οι περισσότεροι ανησυχούμε αν βγαίνει τριημεράκι με την αργία κολλητή για να εκδράμουμε στις ανά την επικράτεια εξοχικές ταβέρνες.