Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2022

Γιώργος Σεφέρης: Θεόφιλος

Του Γιώργου Σεφέρη* από τον νέο Λόγιο Ερμή τ. 17

Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρό, καθὼς λένε, ἕνας φούρναρης παράγγειλε σ᾿ ἕνα φτωχὸ ζωγράφο νά τονε ζωγραφίσει τὴν ὥρα ποὺ φούρνιζε ψωμιά. Ὁ ζωγράφος ἄρχισε νὰ δουλεύει, καὶ ὅταν καταπιάστηκε νὰ εἰκονίσει τὸ φουρνιστήρι, ἀντὶ νὰ τὸ φτιάξει ὁριζόντιο, σύμφωνα μὲ τὴν προοπτική, τὸ ἔφτιαξε κάθετο δείχνοντας ὅλο του τὸ πλάτος· ἔπειτα, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ζωγράφισε πάνω στὸ φουρνιστήρι κι ἕνα καρβέλι. Πέρασε ἕνας ἔξυπνος ἄνθρωπος καὶ τοῦ εἶπε: «Τὸ ψωμὶ ἔτσι ποὺ τὄβαλες, θὰ πέσει». Ὁ ζωγράφος ἀποκρίθηκε, χωρὶς νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι: «Ἔννοια σου· μόνο τὰ ἀληθινὰ ψωμιὰ πέφτουν· τὰ ζωγραφισμένα στέκουνται· ὅλα πρέπει νὰ φαίνουνται στὴ ζωγραφιά!».
Τὸ παραμύθι αὐτὸ μοῦ θυμίζει ἕναν πολὺ μεγάλο τεχνίτη, ποὺ ἐπειδὴ ἀκριβῶς «ὅλα πρέπει νὰ φαίνουνται στὴ ζωγραφιά», ἱστορίζοντας τὴν ἄποψη τοῦ Τολέδου, ἔβγαλε ἀπὸ τὴ μέση μὲ τὸ δικαίωμα τῆς τέχνης του, τὸ νοσοκομεῖο τοῦ Δὸν Χουὰν Ταβέρα καὶ τὸ τοποθέτησε σ᾿ ἕνα χάρτη, Ὁ μεγάλος τεχνίτης, τὸ ξέρετε, εἶναι ὁ Κρητικὸς Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, καὶ ὁ ζωγράφος τοῦ παραμυθιοῦ εἶναι ὁ Μυτιληνιὸς Θεόφιλος Γ. Χατζημιχαήλ, «ἄλλοτε ὁπλαρχηγὸς καὶ θυροφύλαξ ἐν Σμύρνῃ».
Ἡ παραβολή μου δὲν εἶναι ἀσέβεια. Γιατὶ ἡ μεγάλη διάκριση δὲν εἶναι ἀνάμεσα στοὺς πολὺ μεγάλους καὶ στοὺς μικρότερους τεχνῖτες, ποὺ ξεκινᾶ τὶς περισσότερες φορὲς ἀπὸ μιὰ ἐγκυκλοπαιδικὴ ἢ μιὰ τουριστικὴ διάθεση, ἀλλὰ ἀνάμεσα σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφεραν ἔστω καὶ μιὰ σταγόνα λάδι στὸ φάρο τῆς τέχνης καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἡ ὕπαρξή τους εἶναι γιὰ τὴν τέχνη ἀδιάφορη. Τὸ πρῶτο ζήτημα δὲν εἶναι ποιὸς εἶναι μεγάλος καὶ ποιὸς εἶναι μικρός, ἀλλὰ ποιὸς κρατάει τὴν τέχνη ζωντανή. Ἕνας ἀπό τους ἐλάχιστους ἀνθρώπους ποὺ βλέπω σὰ μιὰ πηγὴ ζωῆς γιὰ τὴ σύγχρονη ζωγραφική μας εἶναι ὁ Θεόφιλος. Τὰ ψωμιά του δὲν ἔπεσαν, στέκουνται, γιὰ νὰ μεταχειριστῶ τὰ δικά του τὰ λόγια· στέκουνται καὶ θρέφουν.
Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ χρωστᾶμε χάρη μεγάλη στοὺς λίγους ἐκείνους, πού, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, εἶχαν τὴν ἀρετὴ νὰ διακρίνουν καὶ ν᾿ ἀφοσιωθοῦν σ᾿ αὐτὸ τὸ καταφρονεμένο ἔργο καὶ νὰ τὸ προστατέψουν ὅσο μποροῦσαν καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ εἶχαν τὴν πρωτοβουλία νὰ συγκεντρώσουν σ᾿ αὐτὲς τὶς αἴθουσες, γιὰ τὴν πρώτη δημόσια παρουσίασή τους, τὶς καλύτερες ζωγραφιὲς τοῦ Θεόφιλου ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμη στὴν Ἀθήνα· γιατί μιὰ μεγάλη συλλογή, εἶναι, χρόνια τώρα, στὸ Παρίσι. Ἂν οἱ περιστάσεις ἦταν καλύτερες, θὰ εἶχε βρεθεῖ ἀπὸ καιρὸ μιὰ προστατευτικὴ στέγη γιὰ τὴν κληρονομιὰ ποὺ σὲ ὅλους μας ἄφησε ὁ Θεόφιλος. Δὲν ξέρω ἂν εἶναι ὑπερβολικὸ νὰ ἐλπίζει κανεὶς πὼς ἡ ἔκθεση ποὺ ἐγκαινιάζουμε σήμερα θὰ δώσει ἀφορμὴ σὲ κάποια συστηματικὴ προσπάθεια γιὰ νὰ σωθεῖ ὅ,τι ἀπομένει ἀπὸ τὸ μόνιμο κίνδυνο τῆς καταστροφῆς.
Ἀλλὰ ὅ,τι κι ἂν γίνει, ἡ σημερινὴ ἔκθεση εἶναι μιὰ σημαντικὴ στιγμὴ στὰ χρόνια της ζωγραφικῆς μας. Ἐννοῶ τῆς ζωγραφικῆς χωρὶς ἐπίθετο· ὄχι τῆς λαϊκῆς ζωγραφικῆς.

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

Διαφωτισμός και Παράδοση στην Ελλάδα

του Γιώργου Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 27, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2000

Η σχιζοφρένεια μας με την πλέον βαρύνουσα έννοια του όρου καταδεικνύεται στην κλασική αντιπαράθεση “φωταδισμού”-“σκοταδισμού”, η οποία φαίνεται να διαπερνά την ιστορία των τελευταίων… χιλίων χρόνων και να σφραγίζει κατεξοχήν τη “νεοελληνική” ιστορία των τελευταίων 300 χρόνων. Οι οπαδοί του “διαφωτισμού” θα μιλήσουν για αντίθεση των “φώτων με τον σκοταδισμό”. Αντιστοίχως ο αντίπαλος πόλος, η εκκλησία, και οι διανοούμενοι της ορθοδοξίας, θα μιλήσουν για την “αντιπαράθεση της Ορθόδοξης Ανατολής με τη Δύση και τους εγχώριους υποστηρικτές της”. Το σχήμα αυτής της αντίθεσης μοιάζει ανυπέρβλητο και εδραίο. Ωστόσο πιστεύουμε ότι είναι απολύτως μανιχαϊστικό και φυλακίζει ή συσκοτίζει μια πιο πολύπλοκη και πλούσια πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα στα πλαίσια της οποίας, παράλληλα με το δίπολο που επισημάναμε, θα επιχειρείται και ένα συνθετικό εγχείρημα που, σε ό,τι αφορά στον 17°,18° και 19° αιώνα, θα χαρακτηρίζαμε ελληνικό διαφωτισμό, και στις μέρες μας εναλλακτικό όραμα του ελληνισμού, δηλαδή ένα εγχείρημα διαμόρφωσης ενός πρωτότυπου δρόμου προς την παγκοσμιότητα και την μοντερνικότητα. Δρόμος που δεν εντάσσεται μέσα στα σχήματα του όψιμου δυτικού εργαλειακού ορθολογισμού, ούτε παραμένει εγκλωβισμένος στα σχήματα της παράδοσης, αλλά συνιστά μια εξέλιξη αυτής της παράδοσης, εμπλουτισμένη με όλες τις κατακτήσεις της σκέψης και της επιστήμης άλλων πολιτισμών, και του δυτικού. Αυτο το αίτημα εξακολουθεί να παραμένει ανολοκλήρωτο εν πολλοίς, αλλά όχι και απόν από την ιστορία μας. Αντιθέτως, όπου και όποτε ο νεώτερος ελληνισμός θα επιχειρεί να βαδίσει προς τα μπροστά, σε οποιοδήποτε τομέα, αυτό το σχήμα θα ενεργοποιεί, σε αυτό και θα προσφεύγει.

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020

Εκκλησία και φιλοσοφία στον νεοελληνικό διαφωτισμό: Μία κριτική στον Π. Κονδύλη


του Μιχάλη Μερακλή, ομοτίμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, λαογράφου και φιλόλογου


Έχουν γρα­φει πολ­λα για την κα­ταρ­χήν αρ­νη­τι­κή στά­ση που τή­ρη­σε η Εκ­κλη­σί­α α­πέ­να­ντι στο κί­νη­μα του Δια­φω­τι­σμού, γε­νι­κό­τε­ρα α­πέ­να­ντι στο ά­νοιγ­μα προς τα φώ­τα της Ευ­ρώ­πης. Έ­χουν γρα­φεί τό­σα πολ­λά, ώ­στε έ­χει μάλ­λον δια­μορ­φω­θεί μια πε­ποί­θη­ση, ό­τι η αρ­νη­τι­κή αυ­τή στά­ση υ­πήρ­ξε α­πό­λυ­τη.

Α­ντι­στι­κτι­κά ε­πι­χει­ρώ ε­δώ τον με­τρια­σμό της ε­ντύ­πω­σης αυ­τής, με την πα­ρά­θε­ση τεκ­μη­ρί­ων που συ­νη­γο­ρούν, ό­πως νο­μί­ζω, υ­πέρ μιας δια­φο­ρε­τι­κής (ας μην πω α­ντί­θε­της) εκ­δο­χής.

Έ­χω και σε άλ­λα ση­μεί­α υ­πεν­θυ­μί­σει, ό­τι οι κλη­ρι­κοί υ­πήρ­ξαν ο­πα­δοί ή, κα­λύ­τε­ρα, α­πό τους πρω­τα­γω­νι­στές του νε­ο­ελ­λη­νι­κού δια­φω­τι­σμού. Ο εκ­δό­της του Λό­γιου Ερ­μή (Λ.Ε.), ο Άν­θι­μος Γα­ζής, δεν ή­ταν η μο­να­δι­κή πε­ρί­πτω­ση – κά­θε άλ­λο. 

Ο έ­νας α­πό τους δύ­ο δια­δό­χους του στην έκ­δο­ση του πε­ριο­δι­κού, ο Θε­ό­κλη­τος Φαρ­μα­κί­δης, ή­ταν ε­πί­σης κλη­ρι­κός (ο άλ­λος, ο Κων­στα­ντί­νος Κοκ­κι­νά­κης, ή­ταν έ­μπο­ρος). Α­νά­με­σά τους συ­γκα­τα­λέ­γο­νται και μο­να­χοί. Ο Γα­ζής π.χ. πλη­ρο­φο­ρεί (Λ.Ε., 1814-1815, σ. 93), ό­τι τα μο­να­στή­ρια στην Α­θή­να “ε­σύ­στη­σαν έ­τι και φι­λο­σο­φι­κόν σχο­λεί­ον, των ο­ποί­ων οι η­γού­με­νοι και οι πε­ρί αυ­τούς μο­να­χοί, αι­σθαν­θέ­ντες τα α­πό της φι­λο­σο­φί­ας κα­λά, οι­κεί­α προ­αι­ρέ­σει, πλη­ρώ­νου­σι τον ε­τή­σιον μι­σθόν του φι­λο­σό­φου δι­δά­σκα­λου”. Και κα­τα­λή­γει: “Εί­θε να ε­μι­μού­ντο το κα­λόν τού­το πα­ρά­δειγ­μα και ό­λοι οι η­μέ­τε­ροι Εκ­κλη­σια­στι­κοί! Και τη α­λη­θεί­α τό­τε ευ­δο­κι­μή­σει το γέ­νος, ό­ταν οι Ιε­ρείς φι­λο­σο­φή­σω­σιν ή οι φι­λό­σο­φοι ιε­ρα­τεύ­σω­σιν.” (ό.π., σ. 132)

Η “Εκ­κλη­σί­α της ορ­θο­δό­ξου πί­στε­ως των Γραι­κών”, στο Λι­βόρ­νο, α­πό πα­λιά συ­ντη­ρού­σε “δι’ ι­δί­ων αυ­τής ε­ξό­δων” τρεις νέ­ους ο­μο­γε­νείς για να σπου­δά­ζουν “εις τας κυ­ριω­τέ­ρας και κα­λυ­τέ­ρας της Ι­τα­λί­ας Α­κα­δη­μί­ας”. Αυ­τό κά­νει και το 1816 με τους “εν Λι­βόρ­νω Γραι­κούς της Α­να­το­λι­κής Εκ­κλη­σί­ας” κα­λώ­ντας, σε συ­νε­ννό­η­ση με τις “σχο­λές” της Α­θή­νας, των Ιω­αν­νί­νων και της Χί­ου, α­πό έ­να για κα­θε­μιά, βε­βαιω­μέ­να ορ­θό­δο­ξο χρι­στια­νό νέ­ο, για τε­τρα­ε­τείς σπου­δές, “ό­που θέ­λουν κα­τα­γί­νου­νται για να τε­λειο­ποι­η­θώ­σιν εις τα μα­θή­μα­τα της Γε­ω­γρα­φί­ας, Λο­γι­κής, Με­τα­φυ­σι­κής, Φυ­σι­κής Ι­στο­ρί­ας, Μα­θη­μα­τι­κών, Α­στρο­νο­μί­ας, Βο­τα­νι­κής, Χη­μεί­ας, Α­να­το­μί­ας και Φυ­σιο­λο­γί­ας, εις τους ο­ποί­ους διό­λου δεν α­πα­γο­ρεύ­ο­νται τα της Ια­τρι­κής και Χει­ρουρ­γί­ας μα­θή­μα­τα”. Μπο­ρούν α­κό­μα, αν υ­πάρ­χει η κλί­ση, “να σπου­δά­σω­σιν οι νέ­οι, α­ντί των ει­ρη­μέ­νων ε­πι­στη­μών, την Αρ­χι­τε­κτο­νι­κήν, Γλυ­πτι­κήν και Ζω­γρα­φι­κήν” (Λ.Ε., 1816, σελ. 200-201).

Στη σχε­τι­κή α­να­κοί­νω­ση των ε­πι­τρό­πων της Εκ­κλη­σί­ας δια­βά­ζου­με στην τε­λευ­ταί­α πα­ρά­γρα­φο: “Αύτη, φίλ­τα­τοι ο­μο­γε­νείς, η μι­κρά συ­νει­σφο­ρά γί­νε­ται υ­πέρ την δύ­να­μίν μας δια τα υ­περ­βο­λι­κά της Εκ­κλη­σί­ας μας έ­ξο­δα και α­δια­κό­πους βο­η­θεί­ας και ε­λε­η­μο­σύ­νας, προς τους καθ’ η­μέ­ραν ε­δώ ερ­χο­μέ­νους πτω­χούς και δυ­στυ­χού­ντας ο­μο­γε­νείς μας, ό­μως να βο­η­θή­σω­μεν και εκ του υ­στε­ρή­μα­τός μας α­πε­φα­σί­σα­μεν, ό­χι μό­νον δια να κά­μω­μεν το α­παι­τού­με­νον χρέ­ος μας, αλ­λά και να σας εν­θαρ­ρύ­νω­μεν προς την έν­δο­ξον των κοι­νω­φε­λών α­γώ­νων σας ε­ξα­κο­λού­θη­σιν.” (ό.π., σελ. 103).

“Ο έ­ρως της παι­δεί­ας” δια­βά­ζου­με στο Λ.Ε. (1818, σελ. 463), “α­νά­πτει ε­πί μάλ­λον και δια­δί­δε­ται εις την Ελ­λά­δα, και ο α­ριθ­μός των εις την διά­δο­σιν αυ­τήν συ­ντε­λού­ντων μέ­σων αυ­ξά­νει κα­θη­με­ρι­νώς. τα σχο­λεί­α πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται, οι σο­φοί δι­δά­σκα­λοι πλη­θύ­νο­νται, βι­βλιο­θή­και συ­στή­νο­νται και οι πλού­σιοι έ­μπο­ροι, πα­τριω­τι­κώ κι­νού­με­νοι ζή­λω, α­νοί­γου­σι προ­θύ­μως τους θη­σαυ­ρούς των (…) το ιε­ρα­τεί­ον συ­ντρέ­χει και συμ­βου­λεύ­ει και η κοι­νή Μή­τηρ, η με­γά­λη Εκ­κλη­σί­α, ευ­λο­γεί, ε­φο­ρεύ­ει και διοι­κεί σο­φώς των τέ­κνων της τα έρ­γα”.

Το πε­ριο­δι­κό κη­ρύσ­σει “τα ευαγ­γέ­λια”, πλη­ρο­φο­ρεί ευ­φό­συ­να για τον εν­θρο­νι­σμό, για τρί­τη φο­ρά, στον “οι­κου­με­νι­κόν πα­τριαρ­χι­κόν θρό­νον της Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως” του Γρη­γο­ρί­ου, ο ο­ποί­ος γνώ­ρι­ζε “εκ πεί­ρας” ό­τι “μό­νη η παι­δεί­α στε­ρε­ώ­νει την θρη­σκεί­αν εις τα έ­θνη”, γι’ αυ­τό “ε­φρό­ντι­σε κα­τά τας προ­λα­βού­σας ε­πο­χάς δια την διά­δο­σιν της ελ­λη­νι­κής παι­δεί­ας”. Στην πρώ­τη πα­τριαρ­χί­α του “ε­σύ­στη­σε το ελ­λη­νι­κόν τυ­πο­γρα­φεί­ον της Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως”, στη δεύ­τε­ρη “ε­φρό­ντι­σε πε­ρί συ­στά­σε­ως και α­νε­γέρ­σε­ως σχο­λεί­ων ελ­λη­νι­κών καθ’ ό­λον το γέ­νος” (Λ.Ε., 1819, σελ. 113 κ.ε.). Σε ε­πό­με­νο τεύ­χος της ί­διας χρο­νιάς (του Μα­ΐ­ου) α­φιε­ρώ­νε­ται και “Ω­δή ο­φει­λο­μέ­νη εις τον Πα­να­γιώ­τα­τον, θειό­τα­τον και Οι­κου­με­νι­κόν πα­τριάρ­χην κύ­ριον κύ­ριον Γρη­γό­ριον”, α­πό τον κρυ­πτώ­νυ­μο Ν.Δ. (σελ. 309-310). α­πο­σπώ τους στί­χους:

Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Τα σχήματα ερμηνειών για το ᾽21: το λάθος του Δημαρά

Απόστολος Διαμαντής
Όταν στα 1946 ο Κ. Θ Δημαράς σε ένα κείμενό του για τον Γρηγόριο Κωνσταντά εισήγαγε τον όρο «Νεοελληνικός Διαφωτισμός», ίσως δεν φανταζόταν τις χρήσεις αυτής της, ας πούμε, υπερβολικής έκφρασης. Διότι σύντομα η μεταπολεμική ιστοριογραφία μετατοπίστηκε από το κλασικό ερμηνευτικό σχήμα της εθνικής ιστορικής σχολής- για το οποίο η ιστορία του πολιτισμού είναι η διαδοχή των εθνικών κοινοτήτων- σε ένα νέο σχήμα, μαρξιστικής εν μέρει εμπνεύσεως, το οποίο θεμελιώνονταν στην ιδέα της πάλης των τάξεων, πασπαλισμένης θα λέγαμε από κάποιες αδόκιμες χρήσεις των ιδεών του Διαφωτισμού. 
Σύμφωνα λοιπόν με το πρώτο  ερμηνευτικό σχήμα, της εθνικής ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα,  το οποίο μας πήγε αισίως, μέσες άκρες, μέχρι την δεκαετία του 80, η ελληνική επανάσταση ήταν πρωτίστως μια υπόθεση  αναγέννησης των εθνικών θεσμών, η παλιγγενεσία δηλαδή και σ΄αυτήν την πορεία πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν όλες οι πλευρές του έθνους, κλήρος και λαός, σε μια διαρκή ενότητα πνεύματος και δράσης.