Ευγενίας Σαρηγιαννίδη*
Είναι πλέον όλο και περισσότερο αντιληπτό πως ζούμε την γενίκευση ενός κατακερματισμένου, έμπρακτου πλέον και όχι πια μόνο συμβολικού εμφυλίου πολέμου. Αυτός ο πόλεμος φαίνεται να παίρνει τις απεχθείς μορφές μιας σύγκρουσης μεταξύ ατόμων, μειονοτήτων ενδεχομένως και πολιτισμών που συμβιώνουν, παρά τις αντιθέσεις τους, επί ενός εδάφους που οι αυτόχθονες μέχρι πρότινος θεωρούσαν αποκλειστικά δική τους πατρίδα.
Σε όλη τη δυτική Ευρώπη προφανώς ένας από τους βασικότερους μοχλούς πυροδότησης τέτοιων συγκρούσεων προέρχεται από την μετανάστευση μουσουλμανικών πληθυσμών προς την Ευρώπη. Γι’ αυτό, θα έπρεπε ίσως να αντιμετωπιστεί το Ισλάμ σαν αυτό ακριβώς που είναι. Τόσο στη χώρα μας, όσο και άλλες δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες: ένας, ας τον ονομάσουμε απρόσκλητο πολιτισμικό επισκέπτη, που μοιάζει εκ των πραγμάτων με προσκεκλημένο, αφού δεν διέρχεται ως φιλοξενούμενος, αλλά εγκαθίσταται και διαμένει δίπλα στους εγχώριους πληθυσμούς. Αξίζει τον σεβασμό μας, ίσως και την συμπάθειά μας. Όμως, για το πως λειτουργεί ο οίκος μας, η χώρα, η ήπειρος που τον φιλοξενεί, δεν θα έπρεπε να έχει λόγο, μέχρι τουλάχιστον να αφομοιωθεί πλήρως, συνεπώς, να πάψει να υφίσταται ως παρείσακτη πολιτικοπολιτισμική μειονότητα. Όπως ξέρουμε κάτι τέτοιο δεν έγινε. Και είναι ίσως πλέον αργά για να γίνει. Διότι, όπως το αναφέρει ο Παπαμιχαήλ στο «Ανυπόφορο Βουητό του Κενού»
(εκδ. Αγγελάκης, 2016, σ.σ. 354-355):«Οι φονταμενταλιστικοί κύκλοι των μειονοτικών ομάδων του μουσουλμανικού κόσμου που ζει στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες δεν κινούνται τρομοκρατικά μόνο για λόγους εκδίκησης ή ως παραδείγματα αυτοθυσίας. Αποσκοπούν πολύ περισσότερο στην εκβιαστική δημιουργία ενός ευνοϊκού για τις ισλαμικές κουλτούρες πολεμικού κλίματος μεταξύ αντίθετων πολιτισμικών παραδειγμάτων. Οι ισλαμιστές στηρίζονται στις καταστάσεις της κοινωνιοοικονομικής περιθωριοποίησης της νεολαίας που κατάγεται από οικογένειες μεταναστών μουσουλμανικής κουλτούρας και που κατοικούν συνήθως στα λίγο ή πολύ υποβαθμισμένα προάστια των δυτικοευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων. Ο πολιτικοθρησκευτικός ισλαμικός ριζοσπαστισμός επιχειρεί σε αυτές τις συνθήκες μια μειονοτική κοινωνική επιρροή. Να ανάψει δηλαδή την σπίθα που θα δημιουργούσε τις κοινωνικές πυρκαγιές που θα μπορούσαν να κατακαύσουν το δυτικό πολιτισμό και τις αξίες του. Στόχος τους είναι να δημιουργήσουν μια πατριωτικού τύπου πολιτισμική αντίδραση στα έγκατα των δυτικών κοινωνιών και της πρώην χριστιανικής – άθεης πλέον κουλτούρας τους στον ισλαμικό νόμο της σαρίας. Μια αντίδραση που θα μπορούσε να αποτρέψει κάθε ειρηνική διαπραγμάτευση του ευρύτερου μουσουλμανικού κόσμου με τον εχθρό - και συνεπώς, θα καταστούσε ανέφικτη κάθε αφομοιωτική πολιτική και πολιτισμική δυναμική της ευρωπαϊκής κουλτούρας. Οι ακραίοι ισλαμιστές επιχειρούν συνεπώς, να δημιουργήσουν με την καθημερινή δράση τους κάποια αγεφύρωτα χάσματα, κάποιες εστίες ρήξης που δεν θα επιδέχονται πλέον διαπολιτισμικούς διαλόγους και εξισορροπιστικούς εξωραϊσμούς. Επιδιώκουν μια σύγκρουση πολιτισμών κάνοντας έκκληση στις θρησκευτικές συλλογικές ταυτότητες που ο κάθε μουσουλμάνος οφείλει να επιβεβαιώνει σε όλες τις συνθήκες, έτσι ώστε η μουσουλμανική κουλτούρα εκείνων που επιδιώκουν να ζήσουν προς το παρόν ειρηνικά, έστω στο περιθώριο των δυτικοευρωπαϊκών πολυπολιτισμικών κοινωνιών να τους εξαναγκάσει εκ των πραγμάτων να ριζοσπαστικοποιηθούν.»