Της Ευγενίας Σαρηγιαννίδη*
«Στο περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι,
Διψάσαμε το μεσημέρι, μα το νερό γλυφό.»
Γιώργος Σεφέρης
Μύρισε καλοκαιράκι… Ήρθε και το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος για να το πιστοποιήσει και τυπικά και οι «Αθηναίοι», όσοι δεν μπόρεσαν να φύγουν σε μακρινούς προορισμούς, έτρεξαν να συνωστισθούν στις παραλίες της Αττικής, εγκαινιάζοντας για φέτος μαζικά το γνωστό μας πλέον… staycation. Επέδειξαν, όπως και πέρυσι, μια ιδιαίτερη προτίμηση για την «Αθηναϊκή Ριβιέρα», περιφρονώντας κάπως τις παραλίες του Αγίου Αντρέα, της Λούτσας, της Ραφήνας, που πριν από κάποια χρόνια κατείχαν πρώτη θέση στις πιο δημοφιλείς επιλογές τους. Αλλά έτσι είναι οι μόδες… έρχονται και παρέρχονται…
Τι άφησαν πίσω τους; Βεβαίως, τα παράγωγα του πολιτισμού και της αισθητικής τους: Βουνά από σκουπίδια, που τα έπαιρνε ο αέρας και τα πέταγε στη θάλασσα, γόπες, σπασμένα μπουκάλια από μπύρες, χάρτινα κυπελάκια του καφέ, μαζί με τα χάρτινα καλαμάκια τους (γιατί είμαστε και οικολόγοι) και διάφορα άλλα παρόμοια που μπορεί κανείς να δει στις επισυναπτόμενες φωτογραφίες ως μια μικρή ένδειξη του τι αφήνουν πίσω τους τα «μπάνια του λαού» στις ελεύθερες παραλίες…
Παράλληλα, όπως διαβάσαμε σε δημοσίευμα στον ιστότοπο newsprime
[1] που καταγγέλλει την «μαφία της ξαπλώστρας» ειδικά στην «Αθηναϊκή Ριβιέρα»: «Η εικόνα των παραλιών θυμίζει ιδιωτικά θέρετρα υψηλών προδιαγραφών. Σε γνωστό ξενοδοχειακό συγκρότημα στο Καβούρι, η ενοικίαση μιας ξαπλώστρας και ομπρέλας αγγίζει τα 320 ευρώ. Αντίστοιχα, στη Γλυφάδα, το κόστος φτάνει τα 140 ευρώ για δύο ξαπλώστρες και ομπρέλα, ενώ οι απαιτήσεις του καταστήματος περιλαμβάνουν ακόμη και dress code, με τον όρο “beach casual” να επιβάλλεται ακόμη και για μια απλή επίσκεψη στην ακτή. Για μία τετραμελή οικογένεια, το κόστος ενός απλού μπάνιου ξεπερνά τα 100 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε σημαντικό μέρος του βασικού μισθού. Η ελεύθερη πρόσβαση δυσχεραίνεται, είτε λόγω φυσικής παρεμπόδισης, είτε λόγω του οικονομικού αποκλεισμού που επιβάλλουν οι υψηλές τιμές. Η μόνη εναλλακτική για τους πολίτες είναι οι ελεύθερες ή χαμηλού κόστους παραλίες. Ακόμη κι εκεί όμως, όπως στη Βουλιαγμένη, η τιμή εισόδου φτάνει τα 15 ευρώ το άτομο, χωρίς ουσιαστικές παροχές. Από τις πρώτες πρωινές ώρες, οι επισκέπτες σπεύδουν με ομπρέλες και καρέκλες για να εξασφαλίσουν μία σκιά κάτω από δέντρο ή βράχο. Η θάλασσα παραμένει τυπικά δημόσιο αγαθό, αλλά η πρόσβαση σε αυτή μοιάζει όλο και περισσότερο με προνόμιο για λίγους. Η τάση ιδιωτικοποίησης των παραλιών, η πλήρης εμπορευματοποίηση του φυσικού τοπίου και η αδιαφάνεια των συναλλαγών συνθέτουν ένα σκηνικό διαρκούς υποβάθμισης του δημόσιου χώρου.»
Και βλέποντας από την μία το παραπάνω δημοσίευμα, γνωρίζοντας από την άλλη προσωπικά τον αγώνα που κάνουν οργανωμένα οι πολίτες της περιοχής Λαγονησίου – Σαρωνικού με το κίνημα «Ελεύθερες Παραλίες» για να μην ξεπουληθούν σε ιδιωτικά συμφέροντα οι ακτές της Αττικής και όχι μόνο, κοιτώντας παράλληλα τους λόφους από σκουπίδια πάνω και παραπλεύρως των ακτών, ενώ οι κάδοι λίγο πιο πέρα είναι άδειοι, σκέφτεσαι πως τούτο τον τόπο, τον πολλαπλώς ξεπουλημένο, τον λυμαίνονται όλοι. Τον θεωρούν τσιφλίκι τους όλοι. Σκέφτεσαι παράλληλα πως οι ιδιωτικοποιήσεις, τα μεγάλα συμφέρονται, αλλά και οι «μαφίες της ξαπλώστρας» έχουν τους πιο εξαιρετικούς συμμάχους και συνεργάτες. Δουλεύει ο ένας για τον άλλο στο πλαίσιο ενός άρρητου και άτυπου συμφώνου συνεργασίας. Οι δε φωνές που αγωνίζονται για τη διατήρηση του δημοσίου αγαθού και την προάσπιση του είναι δυστυχώς μειοψηφικές, όπως συμβαίνει γενικότερα στην Ελλάδα σε πολλά θέματα.