Δημήτρης Γ. Ιωάννου
Η ενασχόληση του σύγχρονου φιλοσοφικού λόγου με την Ηθική είναι αξιοσημείωτη, και γι’ αυτό κρίνεται σημαντική η κριτική στάση απέναντι σε όλη αυτή την φιλοσοφική γραμματεία. Είναι λοιπόν για την σημερινή φιλοσοφική διανόηση σημαντική η διάκριση μεταξύ των προτάσεων του «είναι» και αυτές του «πρέπει». Την διάκριση εισήγαγε στην νεώτερη φιλοσοφία ο Ντέιβιντ Χιουμ, ο οποίος έγραψε ότι «σε κάθε σύστημα ηθικής που γνώρισα μέχρι σήμερα, παρατήρησα πάντοτε ότι για ένα χρονικό διάστημα ο συγγραφέας προχωρεί κατά τον συνήθη τρόπο του σκέπτεσθαι και εισάγει το ον του Θεού ή κάνει παρατηρήσεις σχετικά με τα ανθρώπινα ζητήματα. Ξαφνικά , όμως, διαπιστώνω μετ’ εκπλήξεως ότι όλες οι προτάσεις σχετίζονται με το ‘πρέπει’ ή το ‘δεν πρέπει’, αντί με τα συνήθη συνδετικά ρήματα των προτάσεων ‘είναι’ και ‘δεν είναι’… Επειδή το ‘πρέπει’ ή το ‘δεν πρέπει’ εκφράζουν κάποια νέα σχέση ή απόφανση, είναι ανάγκη ν’ αποτελέσουν αντικείμενο ερεύνης και να ερμηνευθούν∙ συγχρόνως , είναι απαραίτητο να δοθεί κάποια εξήγηση για κάτι που είναι εντελώς ακατανόητο, πώς αυτή η νέα σχέση μπορεί να συναχθεί από άλλες σχέσεις, οι οποίες είναι τελείως διαφορετικές από εκείνη» (στο Θ. Πελεγρίνης, Ηθική Φιλοσοφία, Αθήνα 2015, σ. 26-7). Οι στοχαστές στους οποίους αναφέρεται ο Χιουμ έχουν πέσει στην λεγόμενη «φυσιοκρατική πλάνη», όπως την αποκάλεσε αργότερα ο φιλόσοφος Τζ. Μουρ, η οποία έγκειται ακριβώς στην σύγχυση μεταξύ των προτάσεων του «είναι» και αυτών του «πρέπει».
Για να γίνουμε πιο σαφείς πρέπει να πούμε ότι «ως πρόταση του ‘είναι’ θεωρούμε κάθε πρόταση που περιγράφει ένα γεγονός και μπορούμε να της δώσουμε μια τιμή αληθείας, να πούμε δηλαδή αν είναι αληθής ή ψευδής. Η πρόταση, παραδείγματος χάριν, ‘αυτό το μήλο είναι κόκκινο’ αποτελεί μια πρόταση του ‘είναι’, δεδομένου ότι περιγράφεται σ’ αυτήν ένα γεγονός και η περιγραφή αυτή μπορεί να είναι είτε αληθής είτε ψευδής. Στις προτάσεις του ‘πρέπει’, όμως, ο ομιλητής δεν προβαίνει σε περιγραφές γεγονότων, που μπορεί να είναι αληθείς ή ψευδείς, αλλά σε αξιολογήσεις στις οποίες δεν μπορεί να δοθεί μια από τις δύο αυτές τιμές αληθείας» (ό.π. σελ. 27). Αν πω για παράδειγμα, «δεν πρέπει να λέω ψέματα», τότε δεν διαπιστώνω κάποιο γεγονός που μπορεί να κριθεί αληθές ή ψευδές, αλλά κάνω κάποια αξιολόγηση, η οποία και ρυθμίζει την συμπεριφορά μου και τις πράξεις μου. Μεταξύ αυτών των προτάσεων του «είναι» και του «πρέπει» υφίσταται, κατά τον Χιουμ και τους οπαδούς του, τεράστιο οντολογικό χάσμα. Είναι όμως πράγματι έτσι; Υφίσταται αυτό το χάσμα; Έχουν καταβληθεί διάφορες προσπάθειες για να δειχθεί ότι οι προτάσεις του «πρέπει» μπορούν να αναχθούν σε προτάσεις του «είναι», από τις οποίες στο βιβλίο του Καθηγητή Πελεγρίνη αναλύεται διεξοδικά αυτή του αμερικανού φιλοσόφου Σερλ, που όμως κρίνεται ανεπιτυχής. Ωστόσο, στο μικρό μέτρο των δυνάμεών μας, θα θέλαμε να συμβάλουμε περαιτέρω στην προσπάθεια αυτή, να αναχθούν οι προτάσεις του «πρέπει» σε αυτές του «είναι». Καταρχήν, οι διάφορες προτάσεις του «πρέπει» γνωρίζουν μεταξύ τους μια ιεραρχία. Όταν λέμε π.χ. «δεν πρέπει να καπνίζω», τότε η πρόταση αυτή υποτάσσεται ιεραρχικά στην πρόταση «πρέπει να έχω καλή υγεία». Η πρόταση τώρα «πρέπει να έχω καλή υγεία» εμπεριέχει καταχρηστικά τον όρο «πρέπει», γιατί το «πρέπει» εδώ είναι με μια έννοια περιττό. Είναι αυτονόητο ότι ως άνθρωπος, βιολογικό ον, που αγαπώ την ζωή, απολαμβάνω και την καλή υγεία. Εδώ το «πρέπει» μπορεί να μεταφραστεί στο ότι «εφόσον εκτιμώ τόσο πολύ την υγεία, θα κάνω ό,τι μπορώ για να την κρατήσω σε καλά επίπεδα» κ.λπ. Μπορώ βέβαια, αν είμαι πιστός, να θεωρώ ότι πρέπει να έχω καλή υγεία γιατί ο Θεός μου την έδωσε για να την χρησιμοποιήσω προς το αγαθό, και οφείλω κατά συνέπεια να μην αντιταχθώ στο θείο θέλημα.