
(…) Μετὰ τὴν λήξη τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου εἴχαμε στὴν Ἑλλάδα μία νέα ἀστικὴ τάξη, ἡ ὁποία διεμορφώθη ἀπὸ τοὺς μαυραγορῖτες. Οἱ μαυραγορῖτες ἀπετέλεσαν τὴν νέα ἀστικὴ τάξη. Ἡ ἀστικὴ τάξη ποὺ ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ τὸν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εἶχε ἑδραιωθεῖ καὶ εἶχε φτιάξει ἕνα προφὶλ κάποιας ψευδο-εὐγένειας θὰ ἔλεγα, κάποιας εὐγένειας ἤ ψευδο-εὐγένειας, ἡ ὁποία ὁμολογουμένως εἶχε κάποιους ἀστικοὺς τρόπους συμπεριφορᾶς παραδεδεγμένους καὶ στὴν εὐρωπαϊκὴ κοινωνία. Βέβαια, ἡ ἔλευσις τῶν μαυραγοριτῶν στὴ θέση τῆς ἡγετικῆς τάξεως ἤτανε μία διάλυσις τοῦ ἰδεώδους τῆς παλαιᾶς ἀστικῆς εὐπρέπειας.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ μποῦμε στὸ ρεμπέτικο, τὸ ὁποῖον ἐθεωρήθη κατὰ κάποιον τρόπο ὅτι εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἐπίτευγμα τῆς πολιτιστικῆς ὑπανάπτυξης τῆς κινήσεως τοῦ Ἀνδρέα Παπανδρέου. Εἶναι ἕνα μοναδικὸ εἶδος λαϊκῆς μουσικῆς τοῦ νεοελληνικοῦ ἀστικοῦ χώρου.
Μετὰ τὸ 1922, δηλαδὴ τὴ διαδικασία ἀστικοποίησης τῆς Ἑλλάδας καὶ τῶν ὑπολοίπων ἑλληνικῶν πόλεων. Ποιῶν πόλεων; Οἱ πόλεις αὐτὲς στὴν πραγματικότητα ἦταν χωριά μὲ κλονιζόμενες τὶς ἰθαγενεῖς ἀξίες. Μετὰ αὐτὸ τὸ τραγούδι, τὸ ρεμπέτικο, ἔχει ἕναν ἀντι-εὐρωπαϊκὸ καὶ ἀσιατικὸ χαρακτῆρα. Τὸ μέγα ἐρώτημα ποὺ προκύπτει ἀπ’ τὸ τραγούδι αὐτὸ εἶναι «ἐκδυτικισμὸς ἤ ἐξανατολισμός;».
Βέβαια, ὑπῆρχε ἕνα λαϊκὸ τραγούδι, τὸ λεγόμενο μαγκίστικο. Οἱ μάγκες ἦταν κουτσαβάκηδες, ὁ ὑπόκοσμος δηλαδὴ τῶν πολιτικῶν κομμάτων τοῦ Μεσοπολέμου, δηλαδὴ οἱ τραμποῦκοι τῶν στενόχωρων καφέ-ἀμᾶν, ποὺ χόρευαν ζεϊμπέκικους, χασάπικους χοροὺς καὶ εἰσέπρατταν καὶ ἀπηύθυναν βρισιὲς καὶ ἀπειλές.