Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΟΝΑΧΙΚΟΤΗΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΟΝΑΧΙΚΟΤΗΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

11 Οκτωβρίου 2025

Η μοναξιά των ηλικιωμένων είναι το σύμπτωμα μιας κοινωνίας που δεν αντέχει πια τη διάρκεια, τη μνήμη, το τραπέζι.

Του Μάνου Λαμπράκη 

Είναι από τις πιο σιωπηλές μορφές πένθους της εποχής μας: η μοναξιά των ηλικιωμένων που κάθονται μπροστά σε ένα στρωμένο τραπέζι, χωρίς να ακούγεται πια το τρίξιμο της καρέκλας από την επιστροφή του παιδιού ή το γέλιο του εγγονού. Ζουν ένα είδος «αποσυνδέσεως εντός της εγγύτητας»— βρίσκονται ένα τετράγωνο πιο κάτω ή πιο πάνω, αλλά έχουν χαθεί μέσα στην υπερσυνδεδεμένη ερημία των νέων ρυθμών. Δεν πρόκειται για αδιαφορία μόνο, είναι το σύμπτωμα μιας κοινωνίας που δεν αντέχει πια τη διάρκεια, τη μνήμη, το τραπέζι. Γιατί το οικογενειακό τραπέζι είναι ο κατεξοχήν τόπος όπου συναντιούνται τα σώματα και οι χρόνοι, εκεί όπου η κουζίνα γίνεται θεσμός και το φαγητό, μυστήριο σχέσης. Όταν λείπει το κάλεσμα για φαγητό, λείπει και η αφορμή για συνάντηση — και η απουσία αυτή, με τον καιρό, γίνεται καθεστώς.

Αυτή η απομάκρυνση δεν είναι απλώς προϊόν αμέλειας, είναι μορφή άμυνας. Ο σύγχρονος άνθρωπος, απορροφημένος από την επιτελεστικότητα της καθημερινότητας, φοβάται τον καθρέφτη που του κρατά η τρίτη ηλικία: το πρόσωπο του πατέρα ή της μητέρας του φέρει τη μνήμη του χρόνου, την υπόμνηση της φθοράς, το ανείπωτο της τρυφερότητας που δεν προλαβαίνουμε να εκφράσουμε. Έτσι αποφεύγει τη συνάντηση όχι επειδή δεν αγαπά, αλλά επειδή δεν αντέχει τη συνειδητοποίηση του χρέους της αγάπης. 

Της αγάπης ως πράξης, όχι ως συναισθήματος. 

Το τηλέφωνο γίνεται μια γρήγορη μετάθεση της ευθύνης — «είμαι καλά;» «είσαι καλά;» — χωρίς να ειπωθεί τίποτα, χωρίς να ακουστεί το κουτάλι μέσα στο πιάτο, χωρίς τη μυρωδιά του μαγειρεμένου φαγητού που δένει τα μέλη της οικογένειας σε κοινό χρόνο.

26 Ιουλίου 2025

Οδυσσέας Ελύτης, Ιδιωτική οδός


Αυτά που μ' αρέσουν είναι η μοναξιά μου. 

Δεν σιμώνει κανένας. 
Χρόνια τώρα περνάω τις ώρες μου συντροφιά με κάτι μεγάλες μισοσβησμένες νωπογραφίες, εικόνες παλιές, αλλά φρέσκες ακόμη από τα χείλη εκείνων που τις ασπάστηκαν, γυναίκες της αμιλησιάς και του κοντού χιτώνα που φυλάγουν το κουτί με τα διαμαντικά του ωκεανού.

 Δεν σιμώνει κανένας.
 Αν δεν είχα κάτι το πολύ δυνατό και αθώο συνάμα να με συντηρεί,
 όπως οι μέντες και οι λουίζες που ευδοκιμούν στον εξώστη μου, 
θα 'χα πεθάνει της πείνας. 

Τόσο μακριά βρίσκομαι από τα πράγματα, τόσο κοντά στο κρυφό τους καρδιοχτύπι. 

Ξυπνάω τις νύχτες ανήσυχος για κάποιαν απόχρωση του μωβ, ποτέ όμως για το τι μπορεί να γίνεται στα εμπορεία της Αγοράς. 

Αλήθεια, δεν έχω ιδέαν. Ακούω πως έχουν πάντα μεγάλη πέραση τα δάκρυα και οι αναστεναγμοί (τ' αντίγραφα, όχι τα πρωτότυπα) όπως και οι διακυμάνσεις του δολαρίου, ο πληθωρισμός, οι συναλλαγές των κομμάτων - αλίμονο. 

Μ' έφαγε, όπως τις καρένες των καϊκιών ο αρμόβουρκος, η μοναξιά. Και τα χρόνια περνούν

Οδυσσέας Ελύτης, Ιδιωτική οδός

ΠΗΓΗ: Ευχαριστώ τον Κώστα Πατλακίδη
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Οικειοθελές αποτράβηγμα...

Γιώργος Τασιόπουλος 

"Ήταν πανταχού παρόν (...) είχε πράγματι βρεθεί σε αντίθετα γεωγραφικά πλάτη, 
την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή".

(Χέρμαν Μέλβιλ από τον 
"Μόμπι Ντικ")

Στη μοναξιά...
στο οικειοθελές αποτράβηγμα στον εαυτό αδερφέ...
 για να μπορείς να δεις πιο πέρα, 
να μπορείς να γίνεις πνευματικόν αγγείον
 και κληρονόμος μιας πανάρχαιας παράδοσης Σοφίας, 
υβρίδιο φωτός κσι θανάτου.


          _____****_____

Γιατί τι είναι ο άνθρωπος;


Αυτή την απάντηση έγραψε στον διαβόητο για την ακόρεστη αναζήτηση κάθε είδους παραδοξότητας Ρωμαίο αυτοκράτορα Ανδριανό, ο Έλληνας φιλόσοφος Σεκούνδος που τηρούσε απαρασάλευτα όρκο σιωπής:

"Νους σεσαρκωμένος, πνευματικόν αγγείον, αισθητικόν χώρημα, επίπονος ψυχή, οικητήριον ολιγοχρόνιον, φάντασμα χρόνου, ωστεωμένον όργανον, κατάσκοπος βίου, Τύχης παίγνιον, απαράμονον αγαθόν, ζωής δαπάνημα, φυγάς βίου, φωτός αποστάτης, γης απαίτημα, αιώνιος νεκρός".

(Σεκούνδος ο Αθηναίος)

 ____***____

ΟΛΟΙ ΒΛΕΠΟΥΝ ΟΡΑΜΑΤΑ
κανείς ωστόσο δεν τ’ ομολογεί·
πηγαίνουν και θαρρούν πως είναι μόνοι.

Το μεγάλο τριαντάφυλλο
ήτανε πάντα εδώ
στο πλευρό σου βαθιά μέσα στον ύπνο δικό σου και άγνωστο.

Αλλά μονάχα τώρα που τα χείλια σου τ’ άγγιξαν
στ’ απώτατα φύλλα
ένιωσες το πυκνό βάρος του χορευτή
να πέφτει στο ποτάμι του καιρού— το φοβερό παφλασμό.

Μη σπαταλάς την πνοή που σου χάρισε
τούτη η ανάσα.

Γιώργος Σεφέρης
 "Θερινό ηλιοστάσι" Β'



ΠΗΓΗ - Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

08 Ιουλίου 2025

Και η πόλη είναι γεμάτη από σχέσεις που δεν συνέβησαν. Από έρωτες που πέρασαν σαν βλέμματα...

Του Μάνου Λαμπράκη 

Τις τελευταίες μέρες, για υποθέσεις που συσσωρεύονταν και δεν μπορούσαν πια να αναβάλλονται, βγήκα ξανά έξω. Είχα καιρό να εμφανιστώ, λόγω εκείνης της σιωπηλής εξάντλησης, της διάχυτης κόπωσης που δεν έχει όνομα, μόνο βαρύτητα. 
Δεν είμαστε πια θύματα του απαγορευμένου, αλλά της υπερβολής δυνατότητας. Όλα μπορούμε να τα κάνουμε, αλλά τίποτα δεν έχει νόημα. Έτσι, μένουμε μέσα. Περιμένοντας κάτι να επιβάλει την έξοδο. Κάτι να μας αναγκάσει να εμφανιστούμε.

Και τελικά εμφανίστηκα. Βγήκα σε μια πόλη που νόμιζα ότι ήξερα. Αλλά μετά από λίγο, κατάλαβα: δεν την αναγνώριζα. Ή, μάλλον, δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου εντός της. Έγινα βλέμμα που δεν ήξερε πού να σταθεί. Έγινα σώμα που δεν θυμόταν πώς να βρίσκεται ανάμεσα σε άλλα σώματα.

Και τότε το είδα: γυναίκες να επιστρέφουν στα σπίτια τους, μόνες. Άντρες, εξίσου μόνοι. Όχι δυστυχισμένοι. Αλλά εκπαιδευμένοι. Εκπαιδευμένοι να μην περιμένουν τίποτα. Να μη διεκδικούν συνάντηση, αλλά επαναφορά. Σαν να ήθελαν απλώς να φτάσουν. Σαν το σπίτι να ήταν το τέλος ενός δρόμου, κι όχι η αρχή μιας σχέσης.

Αυτή η επιστροφή δεν είχε βάρος δραματικό. Δεν είχε μελοδραματισμό. Ήταν ένα ταπεινό καθημερινό adagio, μέσα σε σιωπές, φωτισμένα κουδούνια και αυτόματες πόρτες ασφαλείας. Ήταν ένα συνεχές: έξοδος – σιωπή – επιστροφή. Ένα προφίλ ζωής όπου η επιθυμία δεν έσβησε· απλώς εξορίστηκε στο ενδιάμεσο.

07 Μαΐου 2025

Στο μετρό. Διαδρομή Μοναστηράκι - Εθνική Άμυνα.

            

                                                     
Στο βαγόνι που είναι άδειο έρχεται και κάθεται στο απέναντι μου κάθισμα μια νέα γυναίκα. 
Φοράμε κι οι δύο μάσκες.
Δεν κρατάει τσάντα, αλλά μία βαλίτσα σε έντονο χρώμα.
Υποθέτω πως πηγαίνει στο αεροδρόμιο, αλλά έκανα λάθος τελικά. 
Αμέσως βγάζει ένα παχύ τετράδιο, σαν ημερολόγιο, κι αρχίζει να γράφει.            
Σταματά λίγο, σκέφτεται και ύστερα γράφει μετά μανίας.
Μου κάνουν εντύπωση τα ωραία της γράμματα. 
Συλλογίζομαι πως είναι τυχερή, αφού μπορεί να γεμίζει ακόμα σελίδες ολόκληρες με το χέρι.                        
Εγώ, που κάποτε είχα τον ωραιότερο γραφικό χαρακτήρα και γέμιζα τετράδια με κείμενα και σημειώσεις, σήμερα βαριέμαι να γράψω με το χέρι πάνω από πέντε λέξεις.
Το δοκίμασα μερικές φορές και σε λίγα λεπτά τα ωραία μου γράμματα γίνονταν ορνιθοσκαλίσματα, χειρότερα κι από συνταγή γιατρού.
Δεν μπορούσα να μην πιάσω την κουβέντα μ' αυτή τη γυναίκα. Και τότε ακολούθησε ο εξής πραγματικός διάλογος:
- Μπορώ να ρωτήσω τι γράφετε;

- Τη ζωή μου.

- Πλάκα μου κάνετε;

- Όχι, γράφω τη ζωή μου.

- Τόσο ενδιαφέρον έχει η ζωή σας για να γεμίζετε βιβλίο;

- Έχετε δοκιμάσει να γίνετε υπεραναλυτικός ακόμη και με το πιο απλό πράγμα;

- Δηλαδή;

- Σηκώνομαι το πρωί και λέω να φτιάξω φασολάκια. 
Πέντε σελίδες θα μου πάρει μόνο να γράψω τη σύλληψη της πράξης του μαγειρέματος μέχρι την εκτέλεση του.

- Αν σας ζητούσα να μου διαβάσετε ένα κομμάτι;

- Ντρέπομαι...

- Μόνοι μας είμαστε. 

09 Νοεμβρίου 2024

Arthur Schopenhauer – Η σημαντικότητα του εαυτού μας



Ο καθένας δεν μπορεί να βρίσκεται σε τέλεια αρμονία παρά μόνο με τον εαυτό του και όχι με τον φίλο του ή την ερωμένη του, καθώς οι διαφορές προσωπικότητας και ιδιοσυγκρασίας επιφέρουν σε κάθε περίπτωση μια, έστω και μικρή, δυσαρμονία.

Ως εκ τούτου, την αληθή, βαθιά ψυχική γαλήνη και τέλεια αταραξία του θυμικού δεν την βρίσκει κανείς παρά μόνο στην μοναχικότητα. Εάν, τώρα, η προσωπικότητα κάποιου είναι μεγάλη και πλούσια, τότε ο άνθρωπος αυτός απολαμβάνει την πλέον ευτυχή κατάσταση που είναι δυνατόν να βρεθεί σ’ αυτόν τον πενιχρό κόσμο.

Ναι, ας το πούμε ανοιχτά: όσο στενά και αν συνδέουν τους ανθρώπους η φιλία, ο έρωτας και ο γάμος, απόλυτα ειλικρινής είναι ο καθένας, σε τελική ανάλυση, μόνο με τον εαυτό του ή το πολύ – πολύ και με το παιδί του.

Από όλα τούτα προκύπτει ότι στην καλύτερη κατάσταση βρίσκεται εκείνος που δεν έχει βασισθεί παρά στον εαυτό του και είναι γι’ αυτόν τα πάντα σ’ όλες τις περιστάσεις. Επιπλέον, όσα περισσότερα έχει κανείς καθ’ εαυτόν τόσα λιγότερα μπορεί να βρει εκτός του.

Ένα κάποιο αίσθημα πλήρους αυτάρκειας είναι αυτό που αποτρέπει τους ανθρώπους μ’ εσωτερική αξία κι εσωτερικό πλούτο να κάνουν τις διόλου ασήμαντες θυσίες που απαιτεί η συναναστροφή μ’ άλλους, πόσο μάλλον να την επιδιώξουν απαρνούμενοι τον εαυτό τους.

Το ακριβώς αντίθετο κάνει τους συνηθισμένους ανθρώπους τόσο κοινωνικούς και καλόβολους: γι’ αυτούς είναι ευκολότερο ν’ αντέξουν άλλους παρά τον εαυτό τους. Σε τούτα δε προστίθεται και το γεγονός πως ό,τι έχει πραγματική αξία δεν εκτιμάται από τους ανθρώπους, ενώ ότι εκτιμάται δεν έχει αξία. Τεκμήριο και συνάμα συνέπεια αυτού αποτελεί ο αποτραβηγμένος βίος κάθε αξιοπρεπούς και εξέχοντος ανθρώπου.