Του Μάνου Λαμπράκη
Είναι από τις πιο σιωπηλές μορφές πένθους της εποχής μας: η μοναξιά των ηλικιωμένων που κάθονται μπροστά σε ένα στρωμένο τραπέζι, χωρίς να ακούγεται πια το τρίξιμο της καρέκλας από την επιστροφή του παιδιού ή το γέλιο του εγγονού. Ζουν ένα είδος «αποσυνδέσεως εντός της εγγύτητας»— βρίσκονται ένα τετράγωνο πιο κάτω ή πιο πάνω, αλλά έχουν χαθεί μέσα στην υπερσυνδεδεμένη ερημία των νέων ρυθμών. Δεν πρόκειται για αδιαφορία μόνο, είναι το σύμπτωμα μιας κοινωνίας που δεν αντέχει πια τη διάρκεια, τη μνήμη, το τραπέζι. Γιατί το οικογενειακό τραπέζι είναι ο κατεξοχήν τόπος όπου συναντιούνται τα σώματα και οι χρόνοι, εκεί όπου η κουζίνα γίνεται θεσμός και το φαγητό, μυστήριο σχέσης. Όταν λείπει το κάλεσμα για φαγητό, λείπει και η αφορμή για συνάντηση — και η απουσία αυτή, με τον καιρό, γίνεται καθεστώς.
Αυτή η απομάκρυνση δεν είναι απλώς προϊόν αμέλειας, είναι μορφή άμυνας. Ο σύγχρονος άνθρωπος, απορροφημένος από την επιτελεστικότητα της καθημερινότητας, φοβάται τον καθρέφτη που του κρατά η τρίτη ηλικία: το πρόσωπο του πατέρα ή της μητέρας του φέρει τη μνήμη του χρόνου, την υπόμνηση της φθοράς, το ανείπωτο της τρυφερότητας που δεν προλαβαίνουμε να εκφράσουμε. Έτσι αποφεύγει τη συνάντηση όχι επειδή δεν αγαπά, αλλά επειδή δεν αντέχει τη συνειδητοποίηση του χρέους της αγάπης.
Της αγάπης ως πράξης, όχι ως συναισθήματος.
Το τηλέφωνο γίνεται μια γρήγορη μετάθεση της ευθύνης — «είμαι καλά;» «είσαι καλά;» — χωρίς να ειπωθεί τίποτα, χωρίς να ακουστεί το κουτάλι μέσα στο πιάτο, χωρίς τη μυρωδιά του μαγειρεμένου φαγητού που δένει τα μέλη της οικογένειας σε κοινό χρόνο.





