Συνέντευξη της Κατερίνας Μάτσα* στη Λίτσα Φρυδά**
«Τα παιδιά που παίρνουν ουσίες δεν το κάνουν για να πεθάνουν, αλλά για να επιβιώσουν μέσα σε μια αβίωτη πραγματικότητα»
ΣΕΛΙΔ.: Ένα από τα θέματα που απασχολούν ιδιαίτερα τη σχολική κοινότητα, εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές, είναι η αύξηση της χρήσης ψυχοδραστικών ουσιών από τους εφήβους, κυρίως η χρήση χασίς. Ποιοι είναι οι λόγοι που ωθούν τους εφήβους στη δοκιμή ψυχοδραστικών ουσιών και ποιοι παράγοντες θα συντελέσουν στην συστηματική χρήση και εξάρτησή τους από αυτές;
Κ.Μ.: Οι λόγοι που μπορούν να ωθήσουν ένα παιδί στην εφηβεία να δοκιμάσει ουσίες είναι πάρα πολλοί. Είναι η περιέργεια, η αναζήτηση νέων εμπειριών, οι συναναστροφές, η μόδα – επειδή είναι πάρα πολύ “in” το να χρησιμοποιούνται ουσίες. Είναι η αίσθηση της δύναμης, της παντοδυναμίας που δίνει η ουσία, η αναζήτηση ενός αισθήματος ευφορίας που θα βγάλει το παιδί από τη θλίψη του, η αναζήτηση ενός χώρου στον οποίο να αισθάνεται ότι μπορεί να ανήκει, ενός χώρου που να είναι σε σύγκρουση με το κοινωνικό κατεστημένο. Γιατί η αμφισβήτηση του κοινωνικού κατεστημένου – και του κατεστημένου της οικογένειας επίσης – είναι ένας παράγοντας που θα κάνει ένα παιδί να στραφεί στις ουσίες.
Όλα αυτά μπορεί να το κάνουν να δοκιμάσει. Όμως δεν θα εξαρτηθεί επειδή δοκίμασε. Είναι ένας μύθος αυτός. Πάρα πολλά παιδιά δοκιμάζουν. Το παιδί που θα εξαρτηθεί είναι αυτό που δεν θα μείνει στην απλή δοκιμή, θα επανέλθει, θα ξαναπάρει και θα αισθανθεί ότι εκεί, στις ουσίες, βρίσκει την «λύση» των προβλημάτων του – έστω και σε εισαγωγικά. Που έχει δηλαδή τους λόγους του για τους οποίους καταφεύγει στη χρήση. Κι αυτοί οι λόγοι πρέπει να αναζητηθούν σε πολλά επίπεδα. Και στο επίπεδο το κοινωνικό, και στο ψυχολογικό, το οικογενειακό, το πολιτιστικό, το ιδεολογικό, παντού. Σε όλα τα επίπεδα πρέπει κανείς να αναζητήσει τους λόγους, γιατί το φαινόμενο έχει μεν μια κοινωνική φύση, αλλά είναι πολυδιάστατο, πολυπαραγοντικό, δεν εξαντλείται σε κάποιους γενικούς αφορισμούς.
Πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως κάθε άνθρωπος, ιδιαίτερα σ’ αυτήν την ηλικία της εφηβείας, είναι μια ιδιαίτερη, μια ξεχωριστή περίπτωση· και αυτή τη μοναδικότητα του καθενός θα πρέπει να την αναζητήσουμε και στον ψυχισμό του, τον τρόπο δηλαδή που αυτός λειτουργεί, αλλά και στα ελλείμματα αυτού του ψυχισμού. Γιατί οι ουσίες έρχονται να καλύψουν ελλείμματα: έλλειμμα τρυφερότητας, αγάπης, σχέσεων, επικοινωνίας, εμπιστοσύνης.
Είναι μοναχικά αυτά τα παιδιά, πάρα πολύ μοναχικά, κι αν θέλετε, πολύ απελπισμένα. Είναι η βαθειά τους απελπισία που εκφράζεται με αυτήν την κίνηση της απόγνωσης· γιατί ξέρουν πού οδηγούν οι ουσίες, ξέρουν πάρα πολύ καλά. Και έχουν δει φίλους να πεθαίνουν στο δρόμο, έχουν διαβάσει, έχουν ακούσει, δεν είναι όπως πριν κάποιες δεκαετίες που έλεγαν «δεν ήξερα που θα καταλήξω». Τώρα ξέρουν, αλλά είναι αυτό που λένε κάποιοι ψυχαναλυτές ότι ουσιαστικά είναι μια παράδοξη στρατηγική επιβίωσης. Τα παιδιά αυτά δεν αντέχουν τον εαυτό τους και τους άλλους. Δεν μπορούν να κάνουν σχέσεις. Ζουν στην απόλυτη αποξένωση. Και αυτή η αδυναμία τα κάνει να κλείνονται στον εαυτό τους σαν το σαλιγκάρι σε καιρό ξηρασίας· και αυτό τους οδηγεί σε αυτόν τον τρόπο ζωής που εντέλει οδηγεί στο θάνατο, σε ποσοστό πολύ υψηλότερο από των άλλων ανθρώπων. Κάποιοι λένε ότι έχουν 20% περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν πρόωρα από το γενικό πληθυσμό. Αλλά δεν το κάνουν για να πεθάνουν. Το κάνουν για να μπορέσουν να επιβιώσουν, να αντέξουν μία αβίωτη πραγματικότητα.
«Τα ναρκωτικά είναι ένα μέσον κοινωνικού ελέγχου για τη βιοεξουσία (…) Το ζητούμενο είναι ο κοινωνικός έλεγχος των πιο απείθαρχων στοιχείων…»