Του Δημήτρη Μάρτου
Θεωρούν αυτές τις συνομιλίες «διαστρέβλωση της πορείας της ιστορίας για πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους», ότι η «απομάκρυνση των Μαρμάρων από την Αθήνα έγινε για συγκεκριμένους πολιτιστικούς λόγους τους οποίους έχουμε καθήκον να σεβαστούμε και να κατανοήσουμε», ότι δεν αναγνωρίζουν τις έρευνες και τις δημοσκοπήσεις που ζητούν την επιστροφή των Γλυπτών και ακόμη ότι «η μυστικότητα των διαπραγματεύσεων ενδέχεται να συνιστά παραβίαση των θεσμικών καθηκόντων που οι επίτροποι των μουσείων οφείλουν προς το κοινό».
Εν κατακλείδι, καλούν την Κυβέρνηση του Κιρ Στάρμερ και το ΔΣ του Βρετανικού Μουσείου «να αναστείλουν κάθε συζήτηση περί μεταβίβασης, μόνιμου δανεισμού ή αποδέσμευσης των Μαρμάρων του Έλγιν μέχρι να πραγματοποιηθεί πλήρης δημόσια επανεξέταση».
Αν και η λεγόμενη «Συμφωνία του Παρθενώνα» στηρίζεται στη λογική του δανεισμού των Γλυπτών στην Ελλάδα, με ταυτόχρονο δανεισμό άλλων αρχαιοτήτων από την Ελλάδα στο Βρετανικό Μουσείο, οι «36» διαφωνούν ακόμη και σε αυτήν την «κατευναστική», εκτονωτική και μάλλον εκφυλιστική, για το δίκαιο της επιστροφής, συμφωνία των δανειστικών ανταλλαγών.
Την επιχειρηματολογία τους την στηρίζουν κυρίως στο νόμο περί μουσείων του 1963, που ναι μεν ορίζει τη διοίκηση του Βρετανικού Μουσείου σαν αρμόδια για την επιστροφή αρχαιοτήτων, εξαιρεί όμως τα παρθενώνεια, για τα οποία ορίζει ότι δεν μπορούν να επιστραφούν. Επόμενα, η επιστροφή δεν είναι θέμα θέλησης του Βρετανικού Μουσείου αλλά πολιτικής βούλησης για αλλαγή του νόμου.
Η επιστολή, που συντάχθηκε από μέλη συντηρητικών και ακροδεξιών οργανώσεων, φαίνεται καλοδουλεμένη στα πλαίσια του βρετανικού νομικού και πολιτικού συστήματος, απαράδεκτη όμως ηθικά και πολιτισμικά και αντίθετη με το διεθνές αρχαιολογικό δίκαιο, που απαιτεί τα ταυτοποιημένα ιστορικά μνημεία να επιστραφούν στη χώρα προέλευσής τους.
Εντάσσεται στα πλαίσια μιας γενικότερης εκστρατείας για να εμποδιστεί η επιστροφή των παρθενώνειων γλυπτών. Μια εκστρατεία που αναδύεται από τα υπολείμματα του βρετανικού ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας. Αυτό το διαπιστώνει κανείς ενσκήπτοντας σε τοποθετήσεις κάποιων από τους υποστηριχτές της επιστολής.
Ο επικεφαλής του κόμματος Reform UK Νάιτζελ Φάρατζ ανέφερε, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Sun, ότι «Αν τα Γλυπτά του Έλγιν είχαν παραμείνει στην Ελλάδα , σήμερα δεν θα υπήρχαν». Δηλαδή, κατά τον κ. Φάρατζ η αποκόλληση, η καταστροφή και η διασπορά οργανικών τμημάτων του Παρθενώνα, θεωρείται διάσωση; Και ας υποθέσουμε ότι τα διέσωσαν, ότι μεταφέρθηκαν για μελέτη, συντήρηση ή και προστασία τους. αυτός ο χρόνος ‘’διάσωσης’’ δεν θα έπρεπε να είναι πεπερασμένος και να επιστρέφονταν αμέσως μετά; Γιατί αν αυτήν την ‘’προσφορά’’ τη μετατρέπεις σε «εμείς τα σώσαμε, άρα μας ανήκουν» τότε έχουμε εξαπάτηση. Δηλαδή, αν κάποιος διασώσει ένα παιδάκι από πνιγμό δικαιούται να το κρατήσει, να μην το επιστρέψει στους γονείς του; Δεν θεωρείται αυτό απαγωγή;














