
Ο Νικ. Μοσχοβάκης αναφέρει ότι η Πελοπόννησος “εμόρφωσε τελειότερον το της αυτοδιοικήσεως σύστημα[1]“. Στην Πελοπόννησο, ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη Τουρκοκρατία, οι πρόκριτοι υπήρξαν ένας από τους βασικότερους διοικητικούς και δημοσιονομικούς φορείς, με πολιτική εξουσία, οικονομική δύναμη και μεγάλη επιρροή στο λαό.
Οι απαρχές της συγκρότησης του μηχανισμού αυτού τοποθετούνται στην εποχή της δεύτερης Ενετοκρατίας στην Πελοπόννησο (1685-1715), όταν αναδείχθηκε μια ισχυρή αγροτική ολιγαρχία που έτεινε να αντικαταστήσει τους Τούρκους φεουδάρχες. Οι νέοι αυτοί τοπικοί αρχηγοί άντλησαν τη δύναμή τους από το διοικητικό σύστημα των Ενετών, αξιοποιώντας τα προνόμια που τους έδιναν. Έτσι ορισμένες οικογένειες, όπως οι Νοταράδες στην Κόρινθο, οι Ζαΐμηδες στα Καλάβρυτα, οι Μπενάκηδες στη Μεσσηνία, κ.ά., απόκτησαν σημαντική πολιτική και οικονομική δύναμη.
Αυτές οι οικογένειες κατάφεραν να διατηρήσουν και να εδραιώσουν την εξουσία τους και μετά την Οθωμανική ανακατάληψη της Πελοποννήσου το 1715. Σ’ αυτό συνετέλεσε σημαντικά η οικειοθελώς και έγκαιρη υποταγή των προεστών στα οθωμανικά στρατεύματα. Χαρακτηριστικά ο Κανέλλος Δεληγιάννης αναφέρει ότι οι Πελοποννήσιοι προεστοί πέτυχαν “δια σουλτανικού φιρμανίου”, την αναγνώριση προνομίων, κυρίως “δημοκρατικήν διοίκησιν”, δηλαδή δυναμική και διευρυμένη τοπική αυτοδιοίκηση με αντιπροσώπους που αποφάσιζαν “εις τας εκλογάς και εις την διανομήν των επιτοπίων φόρων[2]“.
Οι Πελοποννήσιοι κοτσαμπάσηδες αντλούσαν την οικονομική δύναμή τους από τη μεγάλη γαιοκτησία – σαφώς μικρότερη από αυτήν των Οθωμανών μεγαλογαιοκτημόνων – από την ενοικίαση των φόρων και από το εμπόριο. Δεν ήταν απλοί μεγαλογαιοκτήμονες αλλά ταυτόχρονα μεγαλέμποροι και εισπράκτορες των φόρων. Επίσης, αντλούσαν δύναμη από τις επιγαμίες με άλλες ισχυρές οικογένειες Πελοποννησίων προυχόντων.
Οι προύχοντες της Πελοποννήσου δεν αποτελούσαν ένα ενιαίο σώμα ταξικά και κοινωνικά διαμορφωμένο. Είχαν όμως συνείδηση ότι ήταν ξεχωριστή τάξη, αυτοπροσδιορίζονταν ως “ευγενείς” και άρχοντες, ενώ τα παιδιά τους προσφωνούνταν “αρχοντόπουλα”. Μεταξύ τους υπήρχαν πολλά και αντικρουόμενα συμφέροντα, που οδηγούσαν σε διαμάχες, οι οποίες έφταναν σε δολοπλοκίες ή ακόμα και δολοφονίες, επεκτείνονταν στην πρωτεύουσα του πασά, στην Τρίπολη, και συχνά έφταναν έως την Κωνσταντινούπολη.
Στην Πελοπόννησο προεπαναστατικά υπήρχαν δύο δίκτυα προκρίτων, που βρίσκονταν σε συνεχή και σκληρή αντιπαράθεση. Η μια φατρία, υπό τον προεστό της Βοστίτσας Σωτηράκη Λόντο, είχε οπαδούς τον Ασημάκη Ζαΐμη από τα Καλάβρυτα, τον Γεώργιο Σισίνη από τη Γαστούνη, τον Γρηγόριο Παπαφωτόπουλο από την Αρκαδία, τον Αναγνώστη Κοπανίτσα από τον Μυστρά και τον Γιαννούλη Καραμάνο από τον Άγιο Πέτρο. Έτσι στη διάρκεια της διοίκησης της Πελοποννήσου από τον Βελή, γιο του Αλή Πασά (1806-1812), επειδή η οικογένεια Λόντου είχε εξαιρετικές σχέσεις με αυτόν, όσοι πρόκριτοι ήταν με το πλευρό του Λόντου ευνοήθηκαν.