του ΚΙΜΠΙ
Το ιστορικό-φιλοσοφικό επεισόδιο είναι γνωστό, πρόσφατα έγινε και ταινία. Η Γερμανοεβραία πολιτική φιλόσοφος Χάνα Άρεντ αναλαμβάνει το 1962, για λογαριασμό του αμερικανικού περιοδικού «New Yorker», να παρακολουθήσει τη δίκη του Άντολφ Άιχμαν, ενός εκ των εμπνευστών και εκτελεστών του Ολοκαυτώματος, στην Ιερουσαλήμ. Η πολύμηνη δίκη και η διεισδυτική παρατήρησή της από την Άρεντ απέδωσαν το κλασικό, αν και αμφιλεγόμενο στην εποχή του, δοκίμιο «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: έκθεση για την κοινοτοπία του κακού». Η άποψη της Άρεντ, που προκάλεσε υστερικές αντιδράσεις από ετερόκλητες πλευρές, ήταν ότι το απόλυτο κακό μπορεί να συντελεστεί από εντελώς «κανονικούς» ανθρώπους, ανθρώπους σαν όλους μας. Αξιοπρεπείς συζύγους, τρυφερούς γονείς, φιλότιμους γραφειοκράτες ή ανθρώπους «σοκαριστικής μετριότητας», όπως λέει η Άρεντ, υποταγμένους ωστόσο στο καθήκον να τηρούν κανόνες, διαταγές, εντολές, όσο παράλογες κι απάνθρωπες κι αν είναι. Ο ίδιος ο Άιχμαν, κατά την ανάκρισή του, δήλωσε πως είχε ζήσει όλη τη ζωή του σύμφωνα με τους ηθικούς κανόνες του Καντ, κι ιδιαίτερα με βάση την καντιανή αντίληψη για το καθήκον.
Η άποψη της Άρεντ σόκαρε τότε, αν και αποτύπωνε με ακρίβεια το φαινόμενο της μαζικής συμμετοχής κανονικών, αξιοπρεπών, μετρίων Γερμανών -και όχι μόνον- στα ανήκουστα εγκλήματα της ναζιστικής μηχανής. Οι άνθρωποι αυτοί -όχι χιλιάδες, αλλά εκατομμύρια- δεν ήταν, σύμφωνα με την Άρεντ, ενσαρκώσεις του απόλυτου κακού, αλλά τρομακτικά φυσιολογικοί άνθρωποι που συμμετείχαν σε τερατώδεις πράξεις κάνοντας απλώς το καθήκον τους: υπακούοντας στον νόμο του ναζιστικού κράτους, στην πιο αποκρουστική «νομιμότητα» που γέννησε ο ανθρώπινος πολιτισμός.
Καθώς βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη το λαϊκό υπερθέαμα «εξάρθρωση της Χρυσής Αυγής», με πλούσιες λεπτομέρειες για το πώς δρούσαν, πώς συζητούσαν στο τηλέφωνο, πώς εξέφραζαν τον φόβο ή τον θυμό τους, πώς βιοπορίζονταν, πώς πέρασαν τα πρώτα βράδια τους στο κρατητήριο, τι έφαγαν, τι ανέβασαν στο Facebook, τι «τουίταραν» πρωταγωνιστές και κομπάρσοι της ναζιστικής οργάνωσης, ερχόμαστε και πάλι αντιμέτωποι με την κοινοτοπία του κακού. Είδαμε την κόρη του «φίρερ» να υπερασπίζεται τον πατέρα της, τη σύζυγό του να αντιδρά σαν πληγωμένη μαινάδα στη σύλληψή του. «Ακούσαμε» μέλη και στελέχη να συνομιλούν στα τηλέφωνα -με φράσεις στραμπουληγμένες-, να εναλλάσσουν τους φόβους τους για το στρίμωγμα της Χ.Α. με κουτσομπολιά για τους αρχηγούς της, σχόλια για γνωστούς τους και εντελώς κοινότοπες πληροφορίες: για την εφορία, για την ουρά στον ΟΑΕΔ, για ένα γεύμα με φίλους, για μια έξοδο σε κλαμπ, για εμπειρίες από τις «θύρες» ποδοσφαιρικών ομάδων.