Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΛΕΜΑΝ ΟΛΙΒΙΕ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΛΕΜΑΝ ΟΛΙΒΙΕ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2024

O. Clement-S. Rougier: Ο Θάνατος και η Ανάσταση του Έρωτα




από Olivier Clement
-15 Ιανουαρίου 2024

Είναι θλιβερό να σκεφτούμε ότι οι Χριστιανοί, συχνά στον τομέα αυτόν, εκφράστηκαν ηθικολογικά, με λύπη και ενοχή. Ενώ διαθέτουν απεριόριστα αποθέματα, για να αποκατασταθεί η σεξουαλικότητα σαν μυστήριο της αγάπης.

Διάβαζα τελευταία σε μια επιθεώρηση, που μάλιστα είναι αντιθρησκευτική, αυτό το κείμενο του Giraudoux: «Το ζευγάρι υπήρχε από πάντα. Ο Θεός δεν εδημιούργησε τον άνδρα και την γυναίκα τον ένα μετά τον άλλον… Δημιούργησε δύο σώματα δίδυμα, ενωμένα με σαρκικά δεσμά που τα χώρισε σε μια έξαρση εμπιστοσύνης την ημέρα που δημιούργησε την τρυφερότητα».

Αντηχεί εδώ ο θεμελιώδης λόγος: «Και ο Θεός ἐποίησεν τόν ἂνθρωπο κατ’ εικόνα εαυτοῦ· ἂρσεν και θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς».

Το ζευγάρι είναι ίσως η ομορφότερη εικόνα του Θεού. Αυτός που αναρωτιέται πάνω στο πρόβλημα της Φύσης του Θεού και της Ουσίας του, αν ζήσει μια μεγάλη αγάπη δεν του μένουν πια ερωτήματα. Μέσα σ ’αυτή την ανταλλαγή βλεμμάτων, που το ένα βυθίζεται στο άλλο μέχρι το κέντρο που ονομάζουμε ψυχή, υπάρχει μια ολοζώντανη εικόνα της Τριάδος του Θεού- Αγάπη για τον οποίο μιλά ο Δάντης: «η Αγάπη που κινεί τον ήλιο, και τ’ άλλα αστέρια.»

Ο Θεός χρησιμοποιεί την ανθρώπινη αγάπη για να εισέλθει απαρατήρητος μέσα στη ζωή των ανθρώπων. Η χαρά που δίνει κανείς στο αγαπημένο πρόσωπο, είναι τόσο δυνατή γιατί μέσαθέ της, δίνεται ο ίδιος ο Θεός… γιατί μέσα απ’ αυτήν οι αγαπημένοι χορταίνουν την αιωνιότητα του Θεού.

Ίσως γι’ αυτό η βεβήλωση της αγάπης είναι κάτι σαν ιεροσυλία… Η λατρεία της σάρκας για την σάρκα είναι σαν την λατρεία του χρυσού μόσχου. Ο Μωυσής τρελός από οργή κομματιάζει το μόσχο και τον δίνει σ’ αυτούς που τον λατρεύουν, να τον φάνε.

Δεν πιστεύω πως είναι απαραίτητο να μιμηθούμε το Μωυσή: αυτός που φτάνει σε κορεσμό σάρκας, αηδιάζει. Και η μεγάλη του δυστυχία, χρειάζεται οπωσδήποτε άπειρη ευσπλαχνία…

Κυριακή 13 Μαρτίου 2022

«Στὴν ἄθρησκη παιδεία, ποὺ μοῦ ἔδιναν...»

Στὴν Εὐρώπη τοῦ 20οῦ αἰώνα: Ἡ ἀπώλεια ἑνὸς πολιτισμοῦ


Aντίφωνο / Olivier Clement (1921 - 2009, Γάλλος θεολόγος, μεταστραφείς στην Ορθοδοξία)



Μ’ ἀρέσει ν’ ἀκούω τοὺς ἄλλους νὰ μιλοῦν γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Δὲ μ’ ἀρέσει νὰ μιλάω ἐγὼ γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Μοῦ φαίνεται, πὼς μετράει θετικὰ μονάχα κεῖνο τὸ γύρισμα τῆς καρδιᾶς πρὸς τὸ παρελθόν, ποὺ ἀνοίγει τὸν δρόμο γιὰ τὸ μέλλον.

«Ὕπαγε καὶ μηκέτι ἁμάρτανε», εἶπε ὁ Χριστὸς στὴν ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ἀφοῦ τὴν ἔσωσε ἀπ’ τὸ λιθοβόλημα. Ὅλα εἶναι ξανὰ καινούργια. Δὲν ὑπάρχει πιὰ θάνατος. Λοιπόν, ὁ θάνατος εἶναι ὁ καθρέφτης, ποὺ μέσα σ’ αὐτὸν κυτταζόμαστε ἀδιάκοπα. Γι’ αὐτὸ μοῦ φαίνεται ἀδύνατο νὰ μιλήσω γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Ὁ καθρέφτης εἶναι σπασμένος. Ὅμως, θάθελα νὰ προσπαθήσω νὰ μιλήσω γιὰ Κεῖνον, Μὲ ποιό τρόπο μᾶς ἀναζητάει. Μὲ ποιό τρόπο μὲ ἀναζήτησε καὶ μὲ βρῆκε. […]


Ὅταν εἴμουνα παιδί, δὲν μοῦ μιλοῦσαν ποτὲ γιὰ τὸν Θεό. Δὲν μοῦ ἀπαντοῦσαν, ὅταν ρωτοῦσα, ὅπως ρωτοῦν ὅλα τὰ παιδιά, γιατί ζοῦμε καὶ γιατί πεθαίνουμε. Μοῦ ἔκοβαν τὴν ἐρώτηση, ἔτσι, ὅπως κάνουν καὶ σήμερα, προσπαθώντας νὰ σταματήσουν ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τὴ διατύπωσή της. Ποτὲ δὲ μιλοῦσαν γι’ Αὐτόν. Καὶ ποτὲ δὲν τοῦ μιλοῦσαν. Ἐξὸν ἀπὸ μερικὲς γυναῖκες – κι αὐτὸ ἴσως γιὰ μιὰ μονάχα φορά – ποὺ εἶχαν ἔρθει ἀπ’ τὴν τραγικὴ περιοχὴ τῶν Σεβαίν, κουβαλώντας πάνω τους τὴν ἐπανάσταση, σὰ μιὰ λάβα κρυωμένη ἀφύσικα καί, πού, μπροστὰ στὸν πρόωρο θάνατο κάποιου δικοῦ τους, ξεσποῦσαν σ’ ἀσταμάτητη βλαστήμια, μὲ τρόπο, ποὺ νὰ ἐξαρθρώνεται ἡ ὕπαρξη.


Δὲ μιλοῦσαν γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὸν ζωντανὸ Θεό. Ὅμως, ὁ Θεός, ἡ λέξη «Θεὸς» ἦταν συχνὰ αὐτό, ποὺ ἔχει πάψει νἆναι σήμερα: ἕνα θέμα συνομιλίας. Γιατὶ σήμερα δὲν ἔχουν πιὰ ντροπή, ὅταν μιλοϋν γιὰ τὸ σέξ, ὡστόσο ἔχουν ντροπή, ὅταν μιλοΰν γιὰ τὸν Θεό.

Τὴν Κυριακὴ μαζευόταν ἡ πατριά. Τουλάχιστο αὐτὰ τὰ μέλη της, ποὺ ἦταν καθηλωμένα στὴν πόλη. Κι ἂν δὲ γινόταν αὐτὸ κάθε Κυριακή, πραγματοποιόταν ὁπωσδήποτε κάθε δεύτερη. Τὴν ἑπομένη, ἡ οἰκογένειά μου, μὲ τὴ στενὴ ἔννοια, πήγαινε στὸ χωριό. Λοιπόν, κάθε δεκαπέντε, οἱ ἀδελφὲς τῆς μάνας μου, ποὺ ἦταν δασκάλες, ἔρχονταν νὰ δειπνήσουν στὸ σπίτι (δεῖπνο ἐκεῖ κάτω εἶναι αὐτό, ποὺ στὸ Παρίσι τὸ λένε γεῦμα). Ἐρχόταν κι ὁ θεῖος μου ὁ καμιονέρης, ποὺ εἶχε περάσει τὴ ζωή του περπατώντας μὲ τὸ ξύλινο πόδι του στοὺς δρόμους τοῦ Λάνγκετοκ, γιατὶ τὰ καμιόνια του τὰ ἔσερναν ἄλογα κι ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τραβάει ἀπ’ τὸ χαλινάρι τὸ ζῶο, ποὺ πήγαινε μπροστά. Αὐτὸς ἤξερε ἀπὸ κουζίνα. Εἶχε μάθει στὰ πανδοχεῖα τῶν καμιονέρηδων. Καὶ συχνά, γιὰ νὰ γίνει δεκτός, ἔφερνε ἕνα βουβὸ καναρίνι. Κεῖνα ποὺ δὲ μιλοῦν, ἔλεγε, εἶναι καλύτερα. Ἐρχόταν, ἀκόμα κι ὁ θεῖος μου, ὁ ὑπάλληλος τοῦ σταθμοῦ. Πολλοὶ χώνονταν στὴν «παρέα» ἐκείνων, ποὺ κατέβαιναν ἀπ’ τὶς Σεβαίν.

Ἡ συζήτηση ἦταν ζωντανή, εἰλικρινής. Οἱ γυναῖκες, διανοούμενες καὶ χειραφετημένες, κυριαρχοῦσαν. Περίμενα μὲ εὐχαρίστηση τὸ ἐπιδόρπιο καὶ τὴ συζήτηση πάνω στὸ πρόβλημα τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ. Οἱ θεῖες μου ἦταν ὑπέρμαχες τοῦ θεϊσμοῦ, στὴ γραμμὴ τῆς παράδοσης τοῦ Ἰουλίου Φερρύ. Ἐνῷ οἱ γονεῖς μου, διευθυντὲς σχολείου κι αὐτοί, εἶχαν γίνει ἄθεοι μὲ τὴ μορφὴ τῆς στράτευσης. Κανένας δὲ θύμωνε. Κανένας δὲν προσπαθοῦσε νὰ πείσει. Ἡ συζήτηση ἔμοιαζε περισσότερο μὲ φιλικὴ μουσική. Κι ὁ Θεὸς παράμενε ὁ πιὸ ξένος στὸ βάθος τοῦ διαλόγου.

Σάββατο 25 Μαΐου 2019

Ὁ Σταυρός, σημεῖο νίκης καί Ἀναστάσεως καί ὄχι κολάσεως

Του Ολιβιέ Κλεμάν

Αὐτὸ ποὺ ὁ Χριστιανισμὸς τῆς ἱστορικῆς χριστιανοσύνης, ἡ οἰκογένεια ἢ τὸ χριστιανικὸ περιβάλλον, διατηροῦν ἀκόμα, ἀλλὰ συχνὰ στερημένο ἀπὸ ὅ,τι καλύτερο –τὴ γεύση τῆς γιορτῆς μέσα στὴν καθημερινότητα–, αὐτό, λοιπόν, τὸ ὑπόλειμμα ἀπειλοῦνταν πάντοτε ἀπὸ μιὰ διπλὴ ὀπισθοχώρηση: πρὸς τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ πρὸς τὴ διανοητικότητα. Ἡ μεσαιωνικὴ εὐσέβεια, τὸ εἴπαμε κιόλας, ἐξέφραζε κατὰ ἕνα μέρος μιὰν εἰκονοπλασία πολιτικο–θρησκευτικὴ τοῦ Θεοῦ–βασιλιᾶ, ἐπιστρέφοντας σὲ ἕνα εἶδος ἰουδαϊκῆς μονοθεΐας περισσότερο, παρὰ μετέχοντας στὸ μυστήριο τῆς Τριάδος. Ἂν ὄχι στὴ θεολογία καὶ τὴ λειτουργία, τουλάχιστον στὴ νοοτροπία, ἡ εἰκόνα ποὺ ἐπικρατοῦσε ἦταν ἑνὸς Θεοῦ «τῆς μονοθεΐας», τρομεροῦ, δικαιοδότη. Κι αὐτὴ ἡ οὐράνια μετάδοση τοῦ αὐθαίρετου Βασιλιᾶ, κέρδισε στὴ Δύση τὴν ἴδια τὴ θεολογία μὲ τὴν ὀνοματοκρατία (nominalismus) καὶ ὁρισμένες ἀπόψεις τῆς Μεταρρύθμισης – ἂν καὶ ὁ Λούθηρος, στὴν παρακμὴ αὐτὴ τοῦ Μεσαίωνα, ὅπου ὁ Χριστὸς ἐνέπνεε φόβο, ξαναβρῆκε μὲ μιὰ διαίσθηση ποὺ γρήγορα ἀντικειμενοποιήθηκε, τὴν εὐαγγελικὴ μεγάλη ἀντιστροφὴ τῶν ἀξιῶν.

Κώδικες ἠθικῆς καί μετάνοια

Σὲ σχέση μὲ αὐτὴ τὴν ἀντιστροφή, παρουσιάστηκε ταυτόχρονα μιὰ διανοητικὴ ὀπισθοδρόμηση, «σωκρατίζουσα». Γιὰ τὸ Σωκράτη –σχηματοποιῶ ὣς τὴν ὑπερβολὴ– ἡ ἀνηθικότητα προέρχεται ἀπὸ ἕνα διανοητικὸ λάθος. Φτάνει νὰ γνωρίσουμε τὸ καλὸ γιὰ νὰ τὸ πραγματοποιήσουμε. Ἔτσι, ἀπέσπασαν ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τὸν κώδικα μιᾶς ἀπόλυτης Ἠθικῆς, ποὺ κάνει βαρύτερο τὸ Μωσαϊκὸ Νόμο, μὲ τρόπο, ποὺ ἡ Χαρμόσυνη Εἴδηση, τὸ Εὐ–αγγέλιο, ἀγγελία προπάντων τῆς σωτηρίας τῶν ἁμαρτωλῶν, ξαναστράφηκε στὴν τήρηση κατηγορηματικῶν ἐπιταγῶν, μὲ αἰώνιες ἀμοιβὲς καὶ τιμωρίες. Στὴ ζυγαριὰ τῶν ἀρετῶν καὶ τῶν κακιῶν, σύμβολο φερμένο ἀπὸ τὴν ἀρχαία Αἴγυπτο, τὸ ἁμάρτημα τῆς σάρκας πῆρε μιὰ σημασία τυραννική, ποὺ δὲν τὴν ἔχει στὸ Εὐαγγέλιο, ἐκεῖ ποὺ ὁ Χριστὸς ἐξυψώνει τὶς πόρνες, συγχωρεῖ τὴ μοιχαλίδα καὶ συζητάει εἰρηνικὰ μὲ τὴ Σαμαρείτιδα τὴ συζυγικὴ καὶ ἐξωσυζυγική της κατάσταση, τὴν ἐλάχιστα «ἀστική» (κι ἂς μοῦ συχωρεθῆ ὁ ἀναχρονισμός). Ὁπωσδήποτε, αὐτὴ ἡ τυραννικὰ ἔμμονη ἰδέα δὲν ὑπῆρχε στὶς μεγάλες ἐποχὲς τῆς Χριστιανοσύνης, ὅπου τὸ ἔνστικτο ἦταν δυνατὸ καὶ οἱ μεγάλοι ἁμαρτωλοὶ εἶχαν καὶ μεγάλη μετάνοια. Ἀλλὰ ἔγινε ἐξοντωτικὴ στὴν ἐκκοσμικευμένη κοινωνία, στὰ περιβάλλοντα ποὺ παραμείνανε χριστιανικά, κι ὅπου ὁ κλῆρος καὶ ἡ ἠθική του ἀποκτήσανε ἐπιρροὴ ποὺ δὲν τὴν εἶχαν ὅσο οἱ ἀγροτικὲς γιορτές, οἱ ἀρετὲς ἢ ἡ αὐθάδεια τῶν ἀριστοκρατῶν ἀποτελοῦσαν ἀντίβαρο. Σὲ μεγαλύτερο βάθος, ἡ σκληρὴ καὶ ἀναγκαία μάχη τῶν μεγάλων ἀναστημάτων τοῦ μοναχισμοῦ ἐνάντια στὰ «στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου», ἐνάντια σὲ μιὰν ἀπρόσωπη κοσμικότητα, μὲ σκοπὸ νὰ βεβαιώσουν τὴν ὑπερβατικότητα καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ προσώπου, παραμορφώθηκε συχνὰ σὲ δυαλισμό, σχεδὸν ὀντολογικό, σὲ ἀσκητικὸ μίσος τῆς σάρκας τοῦ κόσμου καὶ τῆς γυναίκας. Ἡ ρήξη ἔγινε περισσότερο σκοπὸς παρὰ στάδιο πρὸς τὴ μεταμόρφωση. […]

Τά ἔσχατα καί ἡ φιλοκαλική παράδοση

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Στὴν Εὐρώπη τοῦ 20οῦ αἰώνα: Ἡ ἀπώλεια ἑνὸς πολιτισμοῦ

Ὀλιβιὲ Κλεμάν
Μ' ἀρέσει ν' ἀκούω τοὺς ἄλλους νὰ μιλοῦν γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Δὲ μ' ἀρέσει νὰ μιλάω ἐγὼ γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Μοῦ φαίνεται, πὼς μετράει θετικὰ μονάχα κεῖνο τὸ γύρισμα τῆς καρδιᾶς πρὸς τὸ παρελθόν, ποὺ ἀνοίγει τὸν δρόμο γιὰ τὸ μέλλον. «Ὕπαγε καὶ μηκέτι ἁμάρτανε», εἶπε ὁ Χριστὸς στὴν ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ἀφοῦ τὴν ἔσωσε ἀπ' τὸ λιθοβόλημα. Ὅλα εἶναι ξανὰ καινούργια. Δὲν ὑπάρχει πιὰ θάνατος. Λοιπόν, ὁ θάνατος εἶναι ὁ καθρέφτης, ποὺ μέσα σ' αὐτὸν κυτταζόμαστε ἀδιάκοπα. Γι' αὐτὸ μοῦ φαίνεται ἀδύνατο νὰ μιλήσω γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Ὁ καθρέφτης εἶναι σπασμένος. Ὅμως, θάθελα νὰ προσπαθήσω νὰ μιλήσω γιὰ Κεῖνον, Μὲ ποιό τρόπο μᾶς ἀναζητάει. Μὲ ποιό τρόπο μὲ ἀναζήτησε καὶ μὲ βρῆκε. […]

Ὅταν εἴμουνα παιδί, δὲν μοῦ μιλοῦσαν ποτὲ γιὰ τὸν Θεό. Δὲν μοῦ ἀπαντοῦσαν, ὅταν ρωτοῦσα, ὅπως ρωτοῦν ὅλα τὰ παιδιά, γιατί ζοῦμε καὶ γιατί πεθαίνουμε. Μοῦ ἔκοβαν τὴν ἐρώτηση, ἔτσι, ὅπως κάνουν καὶ σήμερα, προσπαθώντας νὰ σταματήσουν ἀπ' τὴν ἀρχὴ τὴ διατύπωσή της. Ποτὲ δὲ μιλοῦσαν γι' Αὐτόν. Καὶ ποτὲ δὲν τοῦ μιλοῦσαν. Ἐξὸν ἀπὸ μερικὲς γυναῖκες – κι αὐτὸ ἴσως γιὰ μιὰ μονάχα φορά – ποὺ εἶχαν ἔρθει ἀπ' τὴν τραγικὴ περιοχὴ τῶν Σεβαίν, κουβαλώντας πάνω τους τὴν ἐπανάσταση, σὰ μιὰ λάβα κρυωμένη ἀφύσικα καί, πού, μπροστὰ στὸν πρόωρο θάνατο κάποιου δικοῦ τους, ξεσποῦσαν σ' ἀσταμάτητη βλαστήμια, μὲ τρόπο, ποὺ νὰ ἐξαρθρώνεται ἡ ὕπαρξη.
Δὲ μιλοῦσαν γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὸν ζωντανὸ Θεό. Ὅμως, ὁ Θεός, ἡ λέξη «Θεὸς» ἦταν συχνὰ αὐτό, ποὺ ἔχει πάψει νἆναι σήμερα: ἕνα θέμα συνομιλίας. Γιατὶ σήμερα δὲν ἔχουν πιὰ ντροπή, ὅταν μιλοϋν γιὰ τὸ σέξ, ὡστόσο ἔχουν ντροπή, ὅταν μιλοΰν γιὰ τὸν Θεό. Τὴν Κυριακὴ μαζευόταν ἡ πατριά. Τουλάχιστο αὐτὰ τὰ μέλη της, ποὺ ἦταν καθηλωμένα στὴν πόλη. Κι ἂν δὲ γινόταν αὐτὸ κάθε Κυριακή, πραγματοποιόταν ὁπωσδήποτε κάθε δεύτερη. Τὴν ἑπομένη, ἡ οἰκογένειά μου, μὲ τὴ στενὴ ἔννοια, πήγαινε στὸ χωριό. Λοιπόν, κάθε δεκαπέντε, οἱ ἀδελφὲς τῆς μάνας μου, ποὺ ἦταν δασκάλες, ἔρχονταν νὰ δειπνήσουν στὸ σπίτι (δεῖπνο ἐκεῖ κάτω εἶναι αὐτό, ποὺ στὸ Παρίσι τὸ λένε γεῦμα). Ἐρχόταν κι ὁ θεῖος μου ὁ καμιονέρης, ποὺ εἶχε περάσει τὴ ζωή του περπατώντας μὲ τὸ ξύλινο πόδι του στοὺς δρόμους τοῦ Λάνγκετοκ, γιατὶ τὰ καμιόνια του τὰ ἔσερναν ἄλογα κι ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τραβάει ἀπ' τὸ χαλινάρι τὸ ζῶο, ποὺ πήγαινε μπροστά. Αὐτὸς ἤξερε ἀπὸ κουζίνα. Εἶχε μάθει στὰ πανδοχεῖα τῶν καμιονέρηδων. Καὶ συχνά, γιὰ νὰ γίνει δεκτός, ἔφερνε ἕνα βουβὸ καναρίνι. Κεῖνα ποὺ δὲ μιλοῦν, ἔλεγε, εἶναι καλύτερα. Ἐρχόταν, ἀκόμα κι ὁ θεῖος μου, ὁ ὑπάλληλος τοῦ σταθμοῦ. Πολλοὶ χώνονταν στὴν «παρέα» ἐκείνων, ποὺ κατέβαιναν ἀπ' τὶς Σεβαίν.

Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

Η λησμονιά του θανάτου

Ολιβιέ Κλεμάν

Η μαθητεία στην πολιτική και στον πολιτισμό μού ξανάνοιγαν τον δρόμο για το θεμελιακό. Ξανά πάλι η αγωνία. Ξανά πάλι η κατάπληξη. Και τώρα η πορεία για τη συνάντηση των προσώπων.
Μπροστά στον θάνατο, μπροστά σ’ αυτή την αγωνία, σ’ αυτή την απομόνωση, σ’ αυτό τον πνευματικό θάνατο, που το βιολογικό τέρμα δεν είναι παρά ένα σημάδι του, ο άνθρωπος είναι σήμερα γυμνός. Τόσο γυμνός, όσο δεν ήταν ποτέ άλλοτε. Ο πολιτισμός μας είναι ο πρώτος, φαίνεται, σ’ όλη την ιστορία, που πασχίζει ν’ αγνοήσει τον θάνατο και, μ’ αυτό, ίσως, ξεσκεπάζει την ουσία... Οι επικήδειες τελετές έχουν μικρύνει υπερβολικά ή και χάνονται. Δεν ξέρουν πια τι να πουν και τι να κάνουν. Όταν ήμουνα παιδί, μέσα σ’ ένα κύκλο στερημένο από καιρό από κάθε χριστιανική αναφορά, δεν άφηναν κανένα να πεθάνει στο νοσοκομείο. Όταν δεν απόμενε πια ελπίδα, έφερναν τον άρρωστο στο σπίτι και τότε τον τύλιγαν σε περισσότερη στοργή. Ξαγρυπνούσαν όχι μονάχα εκείνους, που πέθαιναν, αλλά και τους πεθαμένους. Αγρυπνία, σχεδόν ανυπόφορη, μπροστά στο μηδέν. Δεν προσεύχονταν – σε ποιόν να προσευχηθούν και με ποια λόγια; Δε διάβαζαν τους Ψαλμούς και τα Ευαγγέλια. Δεν είχαν ούτε τη χοντροκομμένη ανανέωση του νεκρόδειπνου, που σε μερικές χριστιανικές χώρες αναπτύχτηκε σε «αγάπη». Δεν ήταν πια σε χριστιανικές χώρες. Όλα είχαν ξεχαστεί.

Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

Άνθρωπος και δομές

Ολιβιέ Κλεμάν

Για να σώσουμε το εφήμερο, πρέπει να αγκυροβολήσουμε στο αιώνιο. Για να σώσει τον κόσμο η Εκκλησία, πρέπει να βρεθεί μαζί του σε σχέση ταυτότητας και διάκρισης, γιατί ο κόσμος δεν είναι βέβηλος (τίποτα δεν είναι βέβηλο). Είναι βεβηλωμένος: Έχει σωθεί «δυνάμει» από τον Χριστό, αλλά είναι ακόμα παραδομένος, με τη δική μας συνενοχή, στο μηδέν, που ενεργοποίησε και έγινε «αντιδημιουργός», γοητεύοντας με τις ελευθερίες σε τέτοιο σημείο, ώστε οι μεγάλοι πνευματικοί οδηγοί να αναφέρονται μερικές φορές στα «δαιμονικά θεμέλια του κόσμου τούτου».
Από αυτή την επίγνωση προέρχεται και όλη αυτή η δομή και πειθαρχία των αποκρυφιστικών μυστηρίων, που μπορεί να πηγάζουν από το Ευαγγέλιο: «Μη βάλετε τους μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρων», που λέει ο Κύριος και που το απηχούμε εμείς υποσχόμενοι πριν από τη θεία Κοινωνία : «ου μη γαρ τοις εχθροίς σου το μυστήριον είπω». Από την ίδια επίγνωση πηγάζει και η εμμονή στο διαχωρισμό, ώς ότου έρθει η Παρουσία, του ιερού από το βέβηλο, η μάλλον – αφού πρόκειται για πνευματική μάχη σε μετακινούμενα όρια – του αγιάζοντος από το βεβηλωμένο. Από την ίδια επίγνωση και η σπουδαιότητα που δόθηκε στην πειθαρχία στους κανόνες, για την αναμέτρηση με τις «δυνάμεις» του κόσμου τούτου, αφού αυτή η πειθαρχία «αφορίζει» το λαό του Θεού, για να τον κάνει να ζήσει «κατ’ εικόνα της Τριάδος», της μόνης κοινότητας που καταλήγει να ξεπερνάει τα κοινωνιολογικά ερωτήματα.

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Η αυθεντικότητα που ελευθερώνει


Ολιβιέ Κλεμάν




Η παράδοση, εάν είναι ανοιχτή, στραμμένη και με σκοπό την παγκόσμια μεταμόρφωση, οφείλει να προαγάγει έναν ευαγγελισμό της κοινωνίας και του πολιτισμού. Για να εξηγήσουμε την Ιστορία, θα πρέπει να επεξεργαστούμε μια διαλεκτική της Ενσάρκωνσης, μια διαλεκτική του ανθρώπου που να γίνεται σεβαστός σε όλες τις διαστάσεις του, της γης αλλ’ επίσης και του ουρανού. Μια διαλεκτική κοινωνικοοικονομική, αλλ’ επίσης της χαράς, της ομορφιάς, της λατρείας. Μια διαλεκτική της οποίας το κέντρο δεν μπορεί να είναι παρά το πρόσωπο σε σχέση (=κοινωνία). Έχουμε ανάγκη από ένα ορθόδοξο Σολινταρόνσκ: Καθώς έλεγε ο Ιγνάτιος ο Ν. Αντιοχείας κατά την διάρκεια του περάσματός του από το Παρίσι, πρέπει να πάμε πιο μακριά από τον Μαρξ, τον Νίτσε και τον Φρόυντ: δια μέσου μιας απελευθέρωσης όχι μόνο κοινωνικής αλλά καθολικής, δια μιας δημιουργίας που φωτίζεται από τη χαρά του βασιλείου του Θεού, δια μιας επιθυμίας τελικά αποσπασμένης (χειραφετημένης) από τον θάνατο!

Πρέπει να βρούμε μια καινούργια γλώσσα, άμεση, συμπαγή, παραβολές για την τρίτη χιλιετηρίδα, μια γλώσσα για τους «έξω», και σχεδόν όλοι είναι έξω από την εκκλησία σήμερα ιδίως ανάμεσα στους νέους (και ωστόσο καλύτερα! πρόκειται για ψυχές εύπλαστες που θα ανακαλύψουν το ασύνηθες του Ευαγγελίου). Αντίθετα, η νεοπατερική θεολογία έχει δομηθεί για τους «μέσα στην εκκλησία». Σήμερα όμως, είναι σχεδόν ακατανόητη για τους έξω. Ας μιλήσουμε διαφορετικά. Πρέπει να μιλήσουμε για την αγάπη, για τον θάνατο, για την ανάσταση. Για την ομορφιά και για τα πρόσωπα· για την αγωνία και την χαρά. Για την ελευθερία και την ζωή. Για το ασυνήθιστο μέσα στο συνηθισμένο. Για το υπερλογικό μέσα το λογικό. Η θεολογία θα είναι μια ποιητική ή δεν θα είναι τίποτε (ή τουλάχιστον δεν θα είναι τίποτε περισσότερο από μια τέρψη-διασκέδαση για «αστούς τω πνεύματι»). Μια αληθινή ποιητική, όπου αναπνέει (=ζει) κανείς το πνεύμα. Γι’ αυτό χαιρετώ με αναγνώριση την τελευταία εργασία του Χρήστου Γιανναρά «Το αλφαβητάρι της πίοτης» – αν και δεν με βρίσκει σύμφωνο η “διατριβή” του ενάντια στον «δυτικό άνθρωπο».

Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

O Δυτικός Ορθολογισμός ως πρόβλημα

Ολιβιέ Κλεμάν
 Η μηχανή και το άτομο είναι παγκόσμια αποκτήματα του δυτικού πολιτισμού. Τον ερχομό τους επέτρεψε η βιβλική, και μόνον, αποκάλυψη.
 Η Βίβλος απορρίπτει τις κοσμικές μαγείες. Ο Θεός δημιούργησε τα πάντα «εκ του μηδενός»: πράγμα που σημαίνει πως η δημιουργία προέρχεται από τη θεία βούληση, που της δίνει ταυτόχρονα σύσταση και θεϊκή διαφάνεια. Ο κόσμος δεν είναι μια αυταπάτη, ένας τάφος ή ένα φευγαλέο παιγνίδι του θείου• απαρχής, είναι μια πραγματικότητα ωραία και καλή, μια γλώσσα ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο. 
 Ο τελευταίος έχει ως προορισμό του να γίνει, ταυτόχρονα, βασιλέας και ιερέας της γης. Έχει ως αποστολή του να καλλιεργήσει το περιβόλι του κόσμου και ν' αυξήσει την ομορφιά του. Ν' αποβεί κύριος όλων, αλλά με μια χειρονομία ζωογόνας προσφοράς... Ο Θεός, μέσα στον παράδεισο, προ της πτώσεως, αλλά, μυστικά, και ίσαμε σήμερα, ζητάει από τον άνθρωπο «να ονοματίσει τα ζώντα»: εργασία, ποίηση, ενορατική μελέτη σημαίνουν εδώ το ίδιο, ο άνθρωπος ανακαλύπτει την πνευματική ουσία των πραγμάτων, διακρίνει στο καθένα το θείο λόγο και, αφού τον οικειοποιηθεί, τον επιστρέφει στο Θεό, σφραγίζοντάς τον με τη δική του ιδιοφυία...
Ωστόσο, δεν παύουμε ν' αποτυγχάνουμε σ' αυτό το ρόλο, που μας απομένει ως νοσταλγία. Παρεμβαίνουν οι «δυνάμεις του σκότους», που προξενούν τη φρίκη στον κόσμο. Το ψέμα του Αδάμ και η φυγή του —«Αδάμ, που ει;»—, το κρίμα του Κάιν, η απόκρυψη του παραδείσου, η εμφάνιση του θανάτου ως παράδοξου φαινομένου που οδηγεί στο μηδέν, ιδού ακόμη η κατάστασή μας. Επιλήσμον του Θεού ο άνθρωπος, αλλά πάντοτε διψώντας τη θέωση, θα ήθελε να κατακτήσει τη γη. Τη θεία διαφάνεια των πραγμάτων τη μεταβάλλει σε καθρέφτη του Νάρκισσου. Τότε εισέδυσαν οι μαγείες στον κόσμο, η συμμαχία της βίας και του ιερού, η σύλληψη του κόσμου ως αυταπάτης και ως τάφου.