Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

Ένα άγνωστο, αντιστασιακό εμβατήριο του Τσιτσάνη

Ένα άγνωστο, αντιστασιακό εμβατήριο του Τσιτσάνη




Ένα τραγούδι που γράφτηκε στη Θεσσαλονίκη, στα χρόνια της Κατοχής και ηχογραφήθηκε 60 χρόνια μετά 

Του Θανάση Γιώγλου


Στα χρόνια της Κατοχής ο Βασίλης Τσιτσάνης ζούσε και δημιουργούσε στη Θεσσαλονίκη. Στην οδό Παύλου Μελά 21 διατηρούσε το θρυλικό «Ουζερί Τσιτσάνης», όπου έγραψε μερικά από τα σημαντικότερα τραγούδια του, που ηχογραφήθηκαν με την επανέναρξη λειτουργίας του εργοστασίου της Columbia, το 1946.

Ένα από τα τραγούδια που γράφτηκαν στη Θεσσαλονίκη, στο οποίο αναφερθήκαμε στο παρελθόν, ήταν «Ο μπλόκος», που εμπνεύσθηκε ο συνθέτης από το φοβερό μπλόκο της Καλαμαριάς, στις 13 Αυγούστου του 1944 και δισκογραφήθηκε σαράντα τέσσερα χρόνια μετά, το 1978, στον δίσκο του Τσιτσάνη «Δώδεκα νέες λαϊκές δημιουργίες».

Περίπου δυο μήνες πριν από την αποχώρηση των κατακτητών και την απελευθέρωση της Ελλάδας, ο Βασίλης Τσιτσάνης έγραψε στη Θεσσαλονίκη ένα ακόμη τραγούδι, ένα εμβατήριο που αναφέρεται στους «χρόνους της σαπίλας», στους «στραγκαλιστές του λαού» και στα «ξερονήσια του διαβόλου Μεταξά». Η ηχογράφηση του τραγουδιού, ακόμα και μετά το τέλος του πολέμου έμοιαζε με ουτοπία, αφού η επιτροπή λογοκρισίας ήταν στα «φόρτε» της. Κι έτσι, το τραγούδι παρέμεινε στο συρτάρι του Τσιτσάνη, ο οποίος, σύμφωνα με μαρτυρίες του Κώστα Βίρβου, αλλά και του Ντίνου Χριστιανόπουλου, το έπαιζε κρυφά, με αποτέλεσμα στόμα με στόμα να γίνει γνωστό και να διαδοθεί στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης.

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

Ο πασάς και ο τσολιάς

Του Περικλή Κοροβέση

Τα ρεμπέτικα τραγούδια ή τώρα με τον νέο τους τίτλο «λαϊκά αστικά τραγούδια» (αμφίβολο αν θα επικρατήσει) στην ουσία ήταν ένας λαϊκός πολιτισμός που τελούσε μέχρι πρόσφατα υπό διωγμόν.
Τραγούδια του υπόκοσμου και του λούμπεν προλεταριάτου, που δεν είχαν καμία σχέση με την καθώς πρέπει κοινωνία η οποία άκουγε όπερες και οπερέτες και ελαφρά τραγούδια (άλλος ένα υποτιμητικός όρος για τραγούδια που ήταν ισάξια της διεθνούς παραγωγής – είναι σαν να λέμε πως η Εντίθ Πιαφ και η Νίνα Σιμόν τραγουδούσαν ελαφρά τραγούδια. Πώς τα ζυγίζουν οι ειδικοί, δεν ξέρω. Να έχει επινοηθεί κάποιο «τραγουδόζυγο» και να μην το ξέρω; Κανείς δεν είναι βέβαιος για τις γνώσεις του).
Εκτός από την περιθωριοποίηση αυτών των τραγουδιών από την καλή κοινωνία, υπήρχε και η ποινική δίωξη από τον φασίστα Ι. Μεταξά και παραδόξως και το ΚΚΕ συμμερίστηκε τις απόψεις του δικτάτορα.
Εντούτοις αυτά τα τραγούδια είχαν ευρύτατη απήχηση στα λαϊκά στρώματα. Σε αυτά αναγνώριζαν τη ζωή τους και τον μόχθο τους. Τα ρεμπέτικα βρήκαν την πλήρη απελευθέρωσή τους μετά την πτώση της στυγνής δικτατορίας των συνταγματαρχών. Και άρχισαν τα ρεμπέτικα να ερευνώνται συστηματικά ακόμα και σε επίπεδο ντοκτορά (αν και κάποιοι πρωτοπόροι είχαν αρχίσει την έρευνα και τη μελέτη πριν από τη δικτατορία).