Τα σπάνια φυτά και τα ζώα, τα αρχαιολογικά ευρήματα, οι προτομές, το πάθος της Αμαλίας, οι τουρίστες και οι Αθηναίοι, σε μια αποκαλυπτική ξενάγηση
Επισκέπτες διασχίζουν το ξύλινο γεφυράκι πάνω από τη λίμνη με τις πάπιες. (Φωτογραφίες: Αγγελος Μπαράι)
18.09.2025
«Ούτε ένα ανάγλυφο μέσα στον Εθνικό Κήπο δεν μιλάει για τη γυναίκα που το έχει φυτεύσει», έγραφε το 1934 ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Εάν περπατήσει κανείς στα μονοπάτια του σήμερα, κάτι λιγότερο από έναν αιώνα μετά, δεν θα βρει ούτε τώρα κάποια απεικόνιση της δημιουργού του.
Το ζεστό, όμως, αυτό πρωινό, όταν διασχίζουμε την κεντρική του είσοδο μαζί με αναψοκοκκινισμένους τουρίστες που κρατούν στο ένα χέρι μια βεντάλια και στο άλλο μια βαλίτσα, σχεδόν μπορούμε να τη φανταστούμε μπροστά μας. Κάτω από τους αγαπημένους της φοίνικες, να παρατηρεί γεμάτη ενθουσιασμό τους ναύτες, που άλλοτε σκαρφαλώνουν στον κορμό των φοινίκων, άλλοτε τραβούν τα σχοινιά για να εξισορροπήσουν το φυλλωτό στεφάνι τους.
Ένας από τους κίονες που «ξεφυτρώνουν» σε διάφορα σημεία.
Το ίδιο θα συνέβαινε και καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής μας, όσο θα εξερευνούσαμε τα μυστικά του με τον συνοδό μας, φιλόλογο και συγγραφέα Θανάση Γιοχάλα, και τη σύζυγό του, Ζωή Βαΐου, οι οποίοι υπογράφουν από κοινού το Η Αθήνα τον 19ο αιώνα – Εικόνες μιας οδοιπορίας μέσω του Τύπου (εκδ. Εστία). Τα πάντα, λοιπόν, σε αυτή την όαση, όπου παιδικές αναμνήσεις των Αθηναίων συναντούν τις ιστορικές μνήμες μιας πόλης, γεννήθηκαν από το όνειρο μιας βασίλισσας.
«Σου γράφω με ανοιχτή την πόρτα, αγγελικέ μου πατέρα. Μεθυστική ευωδιά μπαίνει στο δωμάτιο και από το μπαλκόνι φαίνεται η θαυμαστή συστάδα των φοινίκων», έγραφε στις 19 Μαρτίου του 1846 η Αμαλία. Ήταν τόσο ενθουσιασμένη, όσο και ανήσυχη. «Ο τελευταίος μου φοίνικας με ανησυχεί, είναι τόσο τεράστιος και βαρύς, που δεν τον αντέχει καμία άμαξα. Χθες έσπασε μια, μια άλλη βούλιαξε», ανέφερε μία εβδομάδα νωρίτερα, σε άλλο της γράμμα.
«Ούτε ένα ανάγλυφο μέσα στον Εθνικό Κήπο δεν μιλάει για τη γυναίκα που το έχει φυτεύσει», έγραφε το 1934 ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Εάν περπατήσει κανείς στα μονοπάτια του σήμερα, κάτι λιγότερο από έναν αιώνα μετά, δεν θα βρει ούτε τώρα κάποια απεικόνιση της δημιουργού του.
Το ζεστό, όμως, αυτό πρωινό, όταν διασχίζουμε την κεντρική του είσοδο μαζί με αναψοκοκκινισμένους τουρίστες που κρατούν στο ένα χέρι μια βεντάλια και στο άλλο μια βαλίτσα, σχεδόν μπορούμε να τη φανταστούμε μπροστά μας. Κάτω από τους αγαπημένους της φοίνικες, να παρατηρεί γεμάτη ενθουσιασμό τους ναύτες, που άλλοτε σκαρφαλώνουν στον κορμό των φοινίκων, άλλοτε τραβούν τα σχοινιά για να εξισορροπήσουν το φυλλωτό στεφάνι τους.
Ένας από τους κίονες που «ξεφυτρώνουν» σε διάφορα σημεία.Το ίδιο θα συνέβαινε και καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής μας, όσο θα εξερευνούσαμε τα μυστικά του με τον συνοδό μας, φιλόλογο και συγγραφέα Θανάση Γιοχάλα, και τη σύζυγό του, Ζωή Βαΐου, οι οποίοι υπογράφουν από κοινού το Η Αθήνα τον 19ο αιώνα – Εικόνες μιας οδοιπορίας μέσω του Τύπου (εκδ. Εστία). Τα πάντα, λοιπόν, σε αυτή την όαση, όπου παιδικές αναμνήσεις των Αθηναίων συναντούν τις ιστορικές μνήμες μιας πόλης, γεννήθηκαν από το όνειρο μιας βασίλισσας.
«Σου γράφω με ανοιχτή την πόρτα, αγγελικέ μου πατέρα. Μεθυστική ευωδιά μπαίνει στο δωμάτιο και από το μπαλκόνι φαίνεται η θαυμαστή συστάδα των φοινίκων», έγραφε στις 19 Μαρτίου του 1846 η Αμαλία. Ήταν τόσο ενθουσιασμένη, όσο και ανήσυχη. «Ο τελευταίος μου φοίνικας με ανησυχεί, είναι τόσο τεράστιος και βαρύς, που δεν τον αντέχει καμία άμαξα. Χθες έσπασε μια, μια άλλη βούλιαξε», ανέφερε μία εβδομάδα νωρίτερα, σε άλλο της γράμμα.


