Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΤΑΝΙΟΛΑΕ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΤΑΝΙΟΛΑΕ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

Ο π. Δημήτριος Στανιλοάε ως ερμηνευτής της πατερικής διδασκαλίας για το πρόσωπο (μέρος 2ο )


Δημήτρης Γ. Ιωάννου
 
Ποιες είναι ωστόσο οι διαφορές της περί προσώπου θεολογίας του πατρός Δημητρίου από την αυγουστίνεια-σχολαστική παράδοση; Το θέμα είναι πολύ δύσκολο, και τελείως επιγραμματικά, μάλλον ανιχνευτικά, θα αποτολμήσω, προς χάριν του διαλόγου, να ψελλίσω κάποιες σκέψεις. Ίσως κλειδί για την ορθόδοξη ερμηνεία περί προσώπου, και μάλιστα του προσώπου ως διυποκειμενικής πραγματικότητας, αποτελεί η φράση του αγίου Αθανασίου, που, προσπαθώντας να εξουδετερώσει την άποψη των Αρειανών ότι ο Υιός προήλθε από την βούληση του Πατρός (αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο Υιός θὰ ήταν κτίσμα), υποστήριξε την «εκ της ουσίας του Πατρός» (και όχι της βουλήσεως) γέννηση του Υιού. Μάλιστα, όπως πολύ σωστά τονίζουν διάφοροι θεολόγοι, ο Μέγας Αθανάσιος θεωρούσε παράφρονα εκείνον που έθετε μεταξύ του Πατρός και του Υιού «βούληση και σκέψη», κάποια δηλαδή στοχαστικότητα ή οποιασδήποτε μορφής βολονταρισμό – βουλησιοκρατία («Μαίνοιτο γὰρ ἄν τις μεταξὺ τιθεὶς Πατρὸς καὶ Υἱοῦ βούλησιν καὶ σκέψιν. Καὶ γὰρ ἕτερόν ἐστι λέγειν, Βουλήσει γέγονεν, ἕτερον δὲ, ὅτι Ἴδιον φύσει τὸν Υἱὸν αὐτοῦ ἀγαπᾶ καὶ θέλει αὐτόν».) [1]
Δεν είναι δηλαδή καθόλου μια βουλητική, ή στοχαστική φορά, αυτή που θεμελιώνει τις αγιοτριαδικές προσωπικές σχέσεις, όπως ακριβώς συμβαίνει στην θεολογία του αγίου Αυγουστίνου.  Αυτή η βουλητική ή στοχαστική φορά μπορεί ενίοτε να αποδοθεί και με τον όρο «σχέση» (για τον άνθρωπο «άμεση σχέση», «συνάντηση», συναναστροφή», και γενικά υιοθέτηση της αυγουστινείας θεωρίας ότι πρόσωπο σημαίνει «σχέση του εγώ με το συ» [essere ad alium]) [2], μολονότι, όμως, όπως θα δούμε παρακάτω, ο όρος μπορεί να λάβει και ορθόδοξο νόημα. 

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Φως Χριστού Φαίνει Πάσι

π. Δημήτριος Στανιλοάε

(Δοκίμιο Ορθοδόξου φιλοσοφίας)

Η νεώτερη επιστήμη απέδειξε τη λογικότητα της ύλης. Τα άτομα δεν θεωρούνται πια, όπως συνέβαινε στην αρχαιότητα, άμορφα κομμάτια χωρίς καμιά εσωτερική οργάνωση, αλλά ενότητες ενεργητικές, απαρτιζόμενες από άλλες υποδεέστερες μονάδες που βρίσκονται σε κινήσεις αμοιβαίων σχέσεων. Αν οι όγκοι και οι εκτάσεις χάσουν τη σταθερή αμοιβαιότητα σχέσεων κατά τις κινήσεις τους, δεν είναι δυνατόν να νοηθεί υλική μάζα, ούτε καν ενέργεια, που να ’ναι σε θέση να παράγει τις σταθερές υλικές ενότητες.

Παραμένει, ωστόσο, αναμφίβολα το ερώτημα: σε τι συνίστανται οι πλαστικοί, αισθητοί και ενεργητικοί αυτοί τρόποι ύπαρξης, στους οποίους εκδηλώνεται η λογικότητα που συντηρεί τους όγκους, τις σταθερές και περίπλοκες εκτάσεις τους, και τις συνεχείς κινήσεις; Οι τρόποι αυτοί δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μηδέν κι ωστόσο δεν υπάρχουν από μόνοι τους, παραμένουν ένα μυστήριο πιο δυσεξέταστο και δυσερμήνευτο απ' ό,τι κι αυτή η ίδια η λογικότητα.

Ταυτόχρονα, η λογικότητα που εκδηλώνεται στην αισθητή πλαστικότητα δεν μπορεί να ’χει την αφετηρία της παρά μόνο στη δύναμη κάποιου προσώπου ανώτερου απ' αυτήν, και τούτο, γιατί μόνο το πρόσωπο είναι αφ' ενός λογικό, αφ' ετέρου πάντα νέο στη λογικότητά του.

Γι' αυτό, οι Πατέρες της Εκκλησίας έχουν δίκιο όταν βεβαιώνουν πως τα πράγματα έχουν τη βάση της σύστασής τους σ' ένα σύστημα προϋπαρχόντων λόγων που περιέχονται στο υπέρτατο πρόσωπο, το Λόγο του Θεού. Οι λόγοι αυτοί εκδηλώνονται όχι μόνο στη σταθερή και ιδιαίτερα πολύπλοκη οργάνωση των πραγμάτων, αλλά και στίς άπειρα ποικίλες έννοιές τους. Διότι το κάθε πράγμα έχει μια έννοια διάφορη του άλλου. Αυτή δε την έννοια την εκφράζουμε μ' ένα λόγο, ή μ' ένα ενιαίο σύνολο λόγων, με τούς οποίους διαστέλλουμε το ένα πράγμα από το άλλο, κατά την κοινοποίησή του σε κάποιο άλλο πρόσωπο. Επομένως, ο λόγος είναι η έννοια των πραγμάτων πού κοινοποιείται μεταξύ των προσώπων. Τούτο επιβεβαιώνεται από το δισήμαντο του ελληνικού όρου «Λόγος», τον οποίο μεταχειρίζονται οι Πατέρες της Εκκλησίας για να προσδιορίσουν τόσο την οντολογική βάση όσο και την έννοια των πραγμάτων. Τα πράγματα, λοιπόν, είναι αισθητές πραγματικότητες μέσα στις οποίες εκδηλώνονται λόγοι οργανοποιημένοι, και έννοιες που εκφράζονται με τους λόγους.