ΑΠΟΡΙΕΣ ΠΕΡΙ ΝΑΤΟ
Του Γιαννάκη Ομήρου
Πρώην Προέδρου της Βουλής
Των Αντιπροσώπων
Είναι ασφαλώς κατανοητό ότι οι συνθήκες διεθνώς έχουν διαφοροποιηθεί στον μεταδιπολικό κόσμο. Και ότι δεν μπορούμε να ζούμε και να ενεργούμε ως να συνεχίζεται ο ψυχρός πόλεμος. Και ασφαλώς ότι θα πρέπει να ενδυναμώνουμε σε όλα τα επίπεδα τις σχέσεις μας με τις Η.Π.Α και τους Ευρωπαίους Εταίρους μας.
Ωστόσο από αυτή την παραδοχή μέχρι την αιφνιδιαστική εξαγγελία πρόθεσης ένταξης στο ΝΑΤΟ υπάρχει μεγάλη διαφορά. Πρόκειται για μια εξέλιξη η οποία τουλάχιστον ξενίζει. Πρώτον, διότι όσο το Κυπριακό παραμένει άλυτο ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι αδύνατο. Είναι γνωστό ότι μια εκ των ισχυρότερων χωρών – μελών του ΝΑΤΟ, η Τουρκία, διαθέτει βέτο και συνεπώς είναι βέβαιο ότι θα το ασκήσει για να εμποδίσει την αποδοχή μιας τυχόν αίτησης της Κύπρου για ένταξη στη Βορειατλαντική Συμμαχία. Όμως, πέραν αυτής της διαδικαστικής πτυχής, τι έχουν να απαντήσουν οι θιασώτες της Νατοϊκής ενσωμάτωσης της Κύπρου, για τη διαχρονική στάση του ΝΑΤΟ απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο;
Πρώτον, ο διακεκριμένος Έλληνας δημοσιογράφος Άγγελος Αλ.Αθανασόπουλος, αποκάλυψε προ μερικών μηνών σε κείμενο του στο Αθηναϊκό «Βήμα», ότι από το 1957 η Τουρκία κινήθηκε εντός του ΝΑΤΟ για να προωθήσει τις έωλες αξιώσεις της και τους ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς για την αποστρατικοποίηση των νήσων του Αιγαίου.
Πέντε μόλις χρόνια μετά την ένταξη Ελλάδας και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, η τελευταία ήγειρε θέμα αποστρατικοποίησης επικαλούμενη τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947.
Το αίτημα της Τουρκίας έγινε αποδεκτό από τον τότε Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ Λόρδο Χάστινγκς Ισμεϊ. Σε επιστολή του προς τους μονίμους αντιπροσώπους, ο Βρετανός Γ.Γ του ΝΑΤΟ επισύρει την προσοχή τους στην αποφυγή στρατιωτικοποίησης της νήσου Λέρου. Αυτή ήταν η πρώτη πράξη υιοθέτησης από το ΝΑΤΟ των αβάσιμων αιτιάσεων της Τουρκίας με αναφορά στη Συνθήκη των Παρισίων του 1947, επί της οποίας η Τουρκία ουδεμίαν σχέσιν έχει και συνεπώς ούτε λόγον κατά την πάγιαν νομικήν αρχήν, «Res inter alios acta». Που σημαίνει ότι μία σύμβαση δεν μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς τα δικαιώματα κάποιου που δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος.