ΠΗΓΗ:https://youtu.be/XwZkDUGlW-g?si=MDGoxWl8i4fBY7Zp
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
του Γιώργου Καραμπελιά, το εισαγωγικό κείμενο από το αφιέρωμα του Άρδην (τ. 132) για τον Μετάνθρωπο και την Silicon Valley
Η κρίση του μαρξιστικού και εθνικοσοσιαλιστικού μεσσιανισμού προήλθε από την εξάντληση των προτάσεών τους, στην αντιπαράθεση με την ίδια την ηγερία τους, την Ιστορία, και από την εκκένωση του «μύθου του 20ού αιώνα» –για να δανειστούμε τον τίτλο του Ρόζενμπεργκ– του ημιθέου της ιστορίας. Ο ημίθεος κομμουνιστής/προλετάριος και ο αντίπαλός του, ο Γερμανός υπεράνθρωπος/δολοφόνος, θα βυθιστούν στο λυκόφως, όσο και εάν ο πρώτος συνιστά μια πλέον ελκυστική ανθρώπινη φιγούρα από την αποτρόπαιη καρικατούρα του δεύτερου.
Πράγματι, κατά τον 20ό αιώνα, περάσαμε από τον Θεό και Μεσσία του εβραϊσμού στον Θεό/Ημίθεο της ιστορίας, για να ξαναβρεθούμε μπροστά σε έναν νέο θεό, τον Θεό της τεχνολογίας. Δεν προλάβαμε να εξέλθουμε από την εποχή του ιστορικού μεσσιανισμού και βρισκόμαστε αντιμέτωποι, σε αυτή τη νέα χιλιετία, με τη φοβερότερη πρόκληση στην ιστορία του ανθρώπου, τη μετάβαση προς τον «μετάνθρωπο».
Όντως, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, γίνεται επιστημονικά και τεχνολογικά εφικτή η δυνατότητα παρέμβασης στο γενετικό υλικό του ανθρώπου και κατά συνέπεια η δυνατότητα μιας τεχνητής αλλοίωσης του ανθρωπίνου είδους, ή μιας μετεξέλιξης των μηχανικών συστημάτων προς την κατεύθυνση οιονεί ανθρωπίνων λειτουργιών, ή και τα δύο ταυτοχρόνως, σε μια συνάρθρωση («συνεπαφή») ανθρώπου και μηχανής. Και επιμένουμε στο επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύξιμο, διότι μυθολογικά και μυθιστορηματικά είχαν ήδη κατασκευαστεί τεχνουργήματα αντίστοιχα με τις σημερινές ευφυείς μηχανές και τα αυτόματα, από τον χάλκινο γίγαντα Τάλω, στην αρχαία Ελλάδα, έως τον… Πινόκιο και το τέρας του Φρανκενστάιν.
Στην αρχαία ελληνική παράδοση, ο Τάλως ήταν μια μηχανική κατασκευή, το πρώτο «ρομπότ» στην παγκόσμια ιστορία. Σύμφωνα με την επικρατέστερη μυθολογική εκδοχή, κατασκευάστηκε από τον Ήφαιστο κατ’ εντολήν του Δία, ο οποίος τον χάρισε στο Μίνωα για να φυλάει την Κρήτη. Ήταν κατασκευασμένος από μπρούντζο και διέθετε μία και μοναδική φλέβα, η οποία ξεκινούσε από τον λαιμό και κατέληγε στον αστράγαλό του, όπου ένα χάλκινο καρφί έκλεινε την έξοδό της. Μέσα στη φλέβα του Τάλω κυλούσε ο ιχώρ, δηλαδή «το αίμα των αθανάτων», θείο υγρό που του έδινε ζωή. Κύριο έργο του Τάλω ήταν να διατρέχει όλες τις ακτές της Κρήτης, τρεις φορές την ημέρα, να ρίχνει βράχους στα εχθρικά πλοία, να σκοτώνει τους εισβολείς και επί πλέον να περιφέρεται στο εσωτερικό του νησιού μεταφέροντας από χωριό σε χωριό τους νόμους που θεσμοθετούσε ο Μίνωας. Τους εισβολείς εξόντωνε αγκαλιάζοντάς τους, ενώ ταυτόχρονα πυρακτωνόταν –άγνωστο πώς– και τους κατέκαιγε. Ο «θάνατός» του επήλθε όταν, από την Κρήτη, περνούσαν οι Αργοναύτες και ο Ποίας, πατέρας του Φιλοκτήτη, τόξευσε το χάλκινο καρφί στη φτέρνα του Τάλω, το οποίο βγήκε από τη θέση του και χύθηκε ο ιχώρ. Δηλαδή, σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Τάλως αποτελούσε ένα είδος «κύβοργου».
Στο παρελθόν, και σε δύο μεγάλες «στιγμές», ο άνθρωπος έθεσε ως στόχο την «υπέρβαση» της ανθρώπινης φύσης, και σήμερα ετοιμάζεται για το τρίτο «αποφασιστικό άλμα».
Απόσπασμα από το βιβλίο της Natalie Heinich, Γουοκισμός, ο νέος ολοκληρωτισμός, που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.
«Ο ολοκληρωτισμός, από την στιγμή που θα βρεθεί στη εξουσία, αντικαθιστά συστηματικά όλα τα πραγματικά ταλέντα, ανεξάρτητα από τις προτιμήσεις τους, με εκείνους τους φανατικούς και τους ηλιθίους των οποίων η έλλειψη οξύνοιας και δημιουργικού πνεύματος αποτελούν την καλύτερη εγγύηση της νομιμοφροσύνης τους[1]», διέγνωσε η Χάνα Άρεντ σε ένα περίφημο βιβλίο της. Αυτή η αμείλικτη διαπίστωση (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον σταλινισμό και τον φασισμό) ταιριάζει στην κατάσταση που έχει δημιουργηθεί με τον γουοκισμό, με μία μόνο διαφορά: την «εξουσία». Διότι αυτό το κίνημα δεν έχει την ιδιότητα μιας κρατικής εξουσίας, σε αντίθεση με τα «ολοκληρωτικά συστήματα», με βάση τα οποία η φιλόσοφος είχε οικοδομήσει την ανάλυσή της: τον φασισμό, στα δεξιά, και τον σταλινισμό, στα αριστερά (τα δεινά του μαοϊσμού δεν ήταν ακόμη γνωστά την εποχή που έγραφε το βιβλίο της). Είναι όμως γεγονός ότι, πριν εδραιωθεί ένα πολιτικό «καθεστώς», με κρατικές εξουσίες, υπάρχουν νοοτροπίες, τάσεις, προδιαθέσεις που διευκολύνουν την έλευσή του.
Για τον λόγο αυτόν, η αναλογία με τον ολοκληρωτισμό, και ιδιαίτερα με τον σοβιετικό ολοκληρωτισμό, είναι απολύτως θεμιτή, αρκεί να επεκτείνουμε την έννοια του ολοκληρωτισμού πέρα από την αυστηρή άσκηση μιας εδραιωμένης εξουσίας. Ο ισλαμολόγος Ζιλ Κεπέλ (Gilles Kepel) έχει προτείνει την έννοια του «ατμοσφαιρικού ισλαμισμού» για να περιγράψει τις στρατηγικές ισλαμοποίησης των δυτικών κοινωνιών από τους οπαδούς του πολιτικού ισλάμ: με ανάλογο τρόπο θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για «ατμοσφαιρικό ολοκληρωτισμό» σε σχέση με αυτή την ήπια, διάχυτη, πολιτισμική μορφή ολοκληρωτισμού που είναι ένας ολοκληρωτισμός χωρίς κράτος – αυτό ακριβώς που αποτελεί σήμερα ο γουοκισμός.
Αναλογία, έγραψα: μπορεί κανείς να στοιχηματίσει ότι οι οπαδοί της «αφύπνισης» θα βιαστούν να απορρίψουν κάθε σύγκριση με τον ολοκληρωτισμό υποστηρίζοντας ότι «δεν μπορούμε να συγκρίνουμε» αυτά τα δύο. Αλλά η έννοια της αναλογίας δεν σημαίνει καθόλου ότι οι δύο όροι της σύγκρισης ταυτίζονται σε όλα τα σημεία· και η σύγκριση με την ευριστική έννοια αποκαλύπτει όχι μόνο τις ομοιότητες αλλά και τις διαφορές. Βεβαίως, θα ήταν ανόητο να θέλουμε να ταυτίσουμε τον γουοκισμό με τον φασισμό, τον ναζισμό ή τον σταλινισμό, δεδομένου ότι είναι προφανείς οι διαφορές σε σχέση με το ζήτημα της εξουσίας. Δεν πρέπει όμως να μας εμποδίσουν να επισημαίνουμε τις ομοιότητες που είναι ολοφάνερες, αρκεί να γνωρίζουμε τη γένεση και την ιστορία των διάφορων ολοκληρωτισμών.
Μια πρώτη ομοιότητα συνίσταται στην αναστρεψιμότητα του καλού και του κακού: αυτό που αρχικώς φάνταζε ενάρετο –για παράδειγμα το εξισωτικό ιδεώδες της γαλλικής Επανάστασης ή το κομμουνιστικό ιδεώδες της οκτωβριανής Επανάστασης– μετατρέπεται σταδιακά σε μηχανισμό καταπίεσης, χωρίς αυτή η εξέλιξη να γίνεται αντιληπτή, καθώς είναι πολύ ισχυρή η προσκόλληση στο ιδεώδες· έτσι, το τελευταίο λειτουργεί ως πέπλο που καλύπτει τις ενοχλητικές πραγματικότητες, και συγκεκριμένα την καταπάτηση των ελευθεριών και την κατάληψη της εξουσίας από μια κάστα ηγετών που αποκτούν δικαίωμα ζωής και θανάτου επάνω στους συμπολίτες τους. Όπως επισημαίνει ο Σέργκιου Κλάινερμαν, με την πλούσια ρουμάνικη εμπειρία του, αναφορικά με τον γουοκισμό που έχει διεισδύσει ακόμα και στα μαθηματικές σχολές της Αμερικής: «Αυτό που ξεκίνησε με την απόλυτα δικαιολογημένη πρόθεση της πάλης εναντίον των διακρίσεων, στη βάση της φυλής, του φύλου και της εθνοτικής καταγωγής, με σκοπό να δημιουργηθεί μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή, περισσότερη ανεκτικότητα και δικαιοσύνη, προκάλεσε το ακριβώς αντίθετο από αυτό που επεδίωκε – δηλαδή, μεγαλύτερο διχασμό, λιγότερη ανεκτικότητα και λιγότερη δικαιοσύνη. Έτσι, αντί για μία πιο ολοκληρωμένη ενότητα, έχουμε βρεθεί σήμερα μπροστά σε μια κοινωνία που χάνει ταχέως την πίστη στους πιο θεμελιώδεις ενοποιητικούς θεσμούς της[2]».
Ζυλ Ντελέζ -Ζακ Ντεριντά – Μισέλ Φουκώ
Απόσπασμα από την εισαγωγή του Γιώργου Καραμπελιά στο βιβλίο, Η Φιλοσοφία του woke
O Γάλλος φιλόσοφος Danny Robert Dufour διερευνά τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισε η French Theory στη διαμόρφωση του νέου φιλοσοφικού και ιδεολογικού τοπίου της Δύσης. Τρεις Γάλλοι φιλόσοφοι, οι Φουκώ, Ντεριντά και Ντελέζ, μαζί με μια πληθώρα ομοϊδεατών τους, Γάλλων, Ιταλών, Βρετανών, Γερμανών, θα διαμορφώσουν τη νέα βουλγκάτα της αποδόμησης και του μεταμοντερνισμού κατά τη δεκαετία του 1960. Oι θεωρήσεις αυτές έγιναν αποδεκτές στις Ηνωμένες Πολιτείες και, στη συνέχεια, αναδιαμορφώθηκαν υπό το όνομα French Theory (Γαλλική Θεωρία) από τους Αμερικανούς θεωρητικούς, οι οποίοι, όχι μόνο θα την ενστερνιστούν, αλλά θα την μεταβάλουν σε εφαρμοσμένη φιλοσοφία και παγκόσμια κουλτούρα.
Ο Ζακ Ντεριντά θα καταδυθεί στα έγκατα της δυτικής μεταφυσικής, για να απονομιμοποιήσει τον Νόμο και την ίδια την έννοια του νόμου και θα τον αντικαταστήσει με την αρχή της απροσδιοριστίας, και, μέσα από την ριζοσπαστική κριτική των θεμελίων του παλαιού πατριαρχικού και αυταρχικού καπιταλισμού, θα οδηγήσει ουσιαστικά στην ολοκληρωτική ανανέωσή του, καθώς περνάμε στην περίοδο του επιτρεπτικού και καταναλωτικού καπιταλισμού. Ο Ζυλ Ντελέζ, στην αντιπαράθεσή του με τον «πατριαρχικό» καπιταλισμό, θα ανοίξει τον δρόμο για τις ταυτοτικές μειονότητες και θα ορίσει το υποκείμενο ως «αγέλη» («κάθε άτομο αποτελεί μια συλλογικότητα, κάθε άτομο αποτελεί μια αγέλη[1]»). Τέλος, ο Μισέλ Φουκώ, προχωρώντας περισσότερο, πολιτικά, όχι μόνο θα δει την εξουσία ως μια διάχυτη ιδεολογία, φορείς της οποία είναι όλοι οι άνθρωποι, αλλά θα καταλήξει να δει στον νεοφιλελευθερισμό την απάντηση στην κοινωνία της πειθάρχησης. Θα μιλήσει για «αυτοκυβέρνηση», για «μέριμνα για τον εαυτό», για «πολιτική του υποκειμένου».