27 Ιουνίου 2025

Η γέννηση του ελληνικού κόσμου



του Γιώργου Καραμπελιά,

  απόσπασμα από ευρύτερο κείμενό του στο αφιέρωμα του Άρδην, “Η καταγωγή των Ελλήνων”. Άρδην τ. 134-135, κυκλοφορεί σε περίπτερα και βιβλιοπωλεία.

Πόθεν και πότε οι Έλληνες;[1]

Οι πρώτοι οικισμοί της νεολιθικής περιόδου, κατά την οποία αρχίζει να ασκείται η γεωργία και η κτηνοτροφία εμφανίζονται στο Σέσκλο της Θεσσαλίας, στο Φράγχθι της Αργολίδας, στο Δισπηλιό στην Καστοριά, στην Κνωσό, ενώ σταδιακώς θα πολλαπλασιαστούν νεολιθικοί οικισμοί στη Θεσσαλία, στον Ορχομενό, τη Χαιρώνεια, την Αθήνα, την Κόρινθο, τη Νεμέα, τη Λέρνα, την Τεγέα, τους Σιταγρούς στη Μακεδονία, κ.λπ.

Μεταξύ των ερευνητών υπάρχουν πολλές θεωρίες για το πότε εμφανίστηκαν στην Ελλάδα οι ομιλούντες την ελληνική γλώσσα. Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι ιστορικοί E. Meyer και K. J. Beloch, 1854-1929[2], είχαν υποστηρίξει ότι οι Έλληνες ήρθαν στην περιοχή μας στα τέλη της 3ης π.Χ. χιλιετίας ενώ, σύμφωνα με τον J.L. Caskey (1908-1981), οι Πρωτοέλληνες έφτασαν σε δύο κύματα. Από το πρώτο θα καταγόταν η Πρωτοελλαδική III και από το δεύτερο η Μεσοελλαδική. Την άποψή τους ενστερνίστηκαν οι N. G. L. Hammond, F. Schachermeyr, E. J. Holmberg κ.ά. – καθώς και ο Μιχαήλ Σακελλαρίου[3], ο οποίος πιστεύει ότι οι Πρωτοέλληνες αποβιβάστηκαν στις ανατολικές ακτές της Κεντρικής Ελλάδας. Ο δε Αυστραλός αρχαιολόγος Gordon Childe (1892-1957) υποστήριξε πως οι πολιτισμοί δεν αναπτύσσονται ενδογενώς, αλλά μέσω της πολιτισμικής διάδοσης και/ή της μετανάστευσης και επομένως ο ελληνικός πολιτισμός επηρεάζεται μάλλον από τη Μέση Ανατολή και την Ανατολία[4]. Και πάντως η λιθουανικής καταγωγής αρχαιολόγος Marija Gimbutas (1921-1994) με την υπόθεση Kurgan υποστηρίζει ότι η πρωτο-ινδοευρωπαϊκή εξάπλωση προήλθε από μια μετανάστευση λαών από την ποντο-κασπιακή στέπα γύρω στο 4.000 π.Χ.

Αντίθετα, ο αρχαιολόγος και ιστορικός των πολιτισμών Colin Renfrew (1937-2024) αναπτύσσει μια ριζικά διαφορετική θεωρία: Κατ’ αρχάς πιστεύει πως οι Ινδοευρωπαίοι εμφανίστηκαν στη Μικρά Ασία περίπου την 8η χιλιετία π.Χ. και, με την εξάπλωση της γεωργίας, αναδύθηκαν σε όλη τη Μεσόγειο και στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη – δηλαδή 4.000 χρόνια πριν τη χρονολόγηση της Gimbutas.[5]

Ως συνέπεια αυτής του της θεώρησης, ο Renfrew υποστηρίζει πως οι μετακινήσεις των ελληνικών φύλων είτε αποτελούν μύθο είτε είχαν μικρή σημασία, θεωρεί δε ως κοιτίδα του ελληνικού πολιτισμού το Αιγαίο, τις Κυκλάδες και την Κρήτη, γι’ αυτό εξάλλου ο κυκλαδικός και κρητικός πολιτισμός προηγούνται χρονολογικά. Όπως θα δηλώσει εμφατικά, και ίσως καθ’ υπερβολήν, το 2000, «…δεν υπήρχε ποτέ κανένα μεταναστευτικό επεισόδιο στην ηπειρωτική Ελλάδα το οποίο θα μπορούσαμε να περιγράψουμε πειστικά ως “έλευση των Ελλήνων”. Αντίθετα, οι ‘Έλληνες υπήρξαν αυτόχθονες»[6]. Θυμόμαστε τον Ισοκράτη, ο οποίος επιμένει στη φυλετική καθαρότητα και την αυτοχθονία των Αθηναίων:

«Ταύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ’ ἐρήμην καταλαβόντες οὐδ’ ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ’ οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν, ὥστ’ ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν, αὐτόχθονες ὄντες…»[7]


Αλλά και η αντίθετη «κλασική» υπόθεση, η οποία υποστηρίζει πως η πρώτη έλευση των «Ελλήνων» –των Αχαιών– στην Ελλάδα πραγματοποιείται γύρω στο 2200-2100 π.Χ., αποδέχεται πλέον πως αυτοί αναμείχθηκαν με τους «προελληνικούς» πληθυσμούς για να διαμορφώσουν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Άλλωστε, κατά κοινή ομολογία, δεν ευσταθεί πλέον η αντίληψη ότι ήταν οι επήλυδες που έφεραν μαζί τους τον κεραμικό τροχό, το άρμα και τις οχυρωμένες ακροπόλεις. Συναφώς, ο Carl Blegen (1887-1971) υποστήριξε πως η Πρώιμη Εποχή του Χαλκού στην Ελλάδα (η Πρωτοελλαδική), στις Κυκλάδες (Πρωτοκυκλαδική) και στην Κρήτη (Πρωτομινωική) αποτελούσε ήδη μια πρωτοελληνική και όχι «προελληνική εποχή» [8].

Άλλωστε, πρόσφατα, οι αρχαιογενετικές μελέτες έχουν προσφέρει πλήθος στοιχείων που καταδεικνύουν πως η λύση βρίσκεται μάλλον σε μία σύνθεση ανάμεσα στις αντίπαλες θεωρήσεις: Οι Μινωίτες είχαν στενή γενετική σχέση με τους Μυκηναίους και το DNA τους (πάνω από τα τρία τέταρτα) προερχόταν από τους πρώιμους νεολιθικούς γεωργούς που ζούσαν στη δυτική Μικρά Ασία και το Αιγαίο Πέλαγος. Ωστόσο, οι Μυκηναίοι αντλούσαν καταγωγή κατά ένα μικρό ποσοστό και από μια πηγή που σχετιζόταν με τους κατοίκους είτε της ευρασιατικής στέπας είτε της Αρμενίας[9].

Τα νέα στοιχεία που αλλάζουν την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα κατά τη Χαλκοκρατία είναι: Α΄ η συστηματική χρήση του χαλκού και συχνά του ορειχάλκου που επιτρέπει τη δημιουργία αποτελεσματικότερων όπλων και εργαλείων. Β΄ και ίσως σημαντικότερο, η καλλιέργεια της ελιάς και της αμπέλου, δίπλα στα νεολιθικά δημητριακά, η οποία και επιτρέπει τη συσσώρευση μεγαλύτερων πληθυσμών και ενισχύει την αναδιανομή προϊόντων και το εμπόριο.

Κατά την πρώιμη Χαλκοκρατία (από το 2500 μέχρι το 1900 π.Χ. περίπου) αναπτύσσεται ο κυκλαδικός πολιτισμός και, όπως τονίζει ο Κώστας Παπαϊωάννου, το ειδώλιο της Αμοργού και ο αρπιστής της Κέρου προδιαγράφουν ήδη έναν κόσμο απελευθερωμένο από τις πρωτόγονες φοβίες[10].

Ο Αριστοτέλης υποστήριζε στα Πολιτικά (ΙΙ, 7, 2) ότι η Κρήτη φαινόταν προορισμένη να διοικήσει όλη την Ελλάδα. Ο μινωικός πολιτισμός αναπτύχθηκε από το 3000 π.Χ. έως 1450 π.Χ. κατ’ εξοχήν στην Κρήτη, αλλά επεκτάθηκε και σε άλλα νησιά του Αιγαίου. Ήδη από το τελευταίο τρίτο της 3ης χιλιετίας (ή «πρωτο-μινωική ΙΙΙ», σύμφωνα με τον Έβανς), βρίσκουμε ήδη σημαντικά πολίσματα στην ανατολική Κρήτη, –Ζάκρο, Παλαίκαστρο και Μόχλο–, στα Μάλια και στις μικρές κωμοπόλεις της Μεσσαράς.

Στις αρχές της 2ης χιλιετίας, στη διάρκεια της «μεσο-μινωικής» (ή παλαιο-ανακτορικής) περιόδου (2000-1700 π.Χ.), ο πολιτικός κατατεμαχισμός της πρώτης περιόδου θα λάβει τέλος, κάτω από μια ισχυρή κεντρική διοίκηση: Ανάκτορα, διαμερίσματα, αίθουσες υποδοχής, εργαστήρια κτίζονται στην Κνωσό, στα Μάλια και τη Φαιστό, ενώ στο ιερό κορυφής του Πετσοφά συναντούμε ιδιαίτερα κομψά γυναικεία ειδώλια.

Και αν, στα 1700-1650, όλα τα κρητικά ανάκτορα καταστράφηκαν, πιθανώς από σεισμό, θα ξαναχτιστούν σύντομα και, επί τρεις αιώνες, κατά τη «νεο-ανακτορική» περίοδο, ο κρητικός πολιτισμός θα φτάσει στο απόγειό του. Σύμφωνα με τον Έβανς, μάλλον καθ’ υπερβολήν, η Κνωσός μαζί με το λιμάνι –το σημερινό Ηράκλειο– έφτανε ίσως τους 100.000 κατοίκους. Πάντως το ανάκτορο του «Μίνωα» περιλάμβανε τεράστιες αποθήκες σιτηρών, λαδιού και κρασιού. πάνω από 1.300 δωμάτια, τοποθετημένα σε πέντε ορόφους, συνδεδεμένα με διαδρόμους που θα δώσουν τροφή στον μύθο του λαβυρίνθου. υδραυλικές εγκαταστάσεις υψηλής τελειότητας. Δεκαέξι αιώνες προ Χριστού, σημειώνει ο Κώστας Παπαϊωάννου, το ανάκτορο της Κνωσού προσέφερε ανέσεις άγνωστες στις βασιλικές Βερσαλίες.

Την ίδια περίοδο, στη Σαντορίνη, ανακαλύφθηκαν «μινωικές» τοιχογραφίες εκπληκτικής ομορφιάς, στη Μήλο, τη Μίλητο, τη Ρόδο. Στη δε ηπειρωτική Ελλάδα, ο μυκηναϊκός πολιτισμός δεν ήταν στενά συνδεδεμένος με τη μινωική Κρήτη, όπως επιβεβαιώνεται και από τις αρχαιογενετικές μελέτες.

Οι Μινωίτες γνώριζαν τη γραφή, αλλά η «γραμμική Α», που διασώζεται σε μια σειρά πινακίδες, δεν έχει ακόμα αποκρυπτογραφηθεί.

Σύμφωνα με τον μύθο, ο Μίνωας ήταν γιος και «συνομιλητής του μεγάλου Δία» (Οδύσσεια, Τ, 179). Ωστόσο, ένδειξη του δημοκρατικού έθους των Κρητικών είναι το γεγονός πως, ενώ στην αιγυπτιακή τέχνη ο Φαραώ παίρνει τις διαστάσεις ενός κολοσσού και οι αξιωματούχοι παρουσιάζονται σε υπερφυσικό μέγεθος, στη μινωική τέχνη δεν βρίσκουμε τίποτε ανάλογο: στη μεγάλη τοιχογραφία της πομπής, σε έναν διάδρομο του ανακτόρου της Κνωσού, γυμνόστηθες γυναίκες με μακριά φορέματα και νεαροί άνδρες μεταφέρουν τις σπονδές και ίσως μόνο ο Πρίγκιπας με τα Κρίνα της Κνωσού φαίνεται να παριστά μια βασιλική προσωπικότητα:

Στην κρητική τέχνη, η φύση και ειδικά η θαλάσσια πλημμυρίζει τις τοιχογραφίες ενώ ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ ακίνητος, όπως στην τέχνη της Ανατολής. Αρκεί να θυμηθούμε, στη λατρευτική ταυροπαιδιά, το παιχνίδι με τον ταύρο, το κατ’ εξοχήν ιερό ζώο.

Πάντως, η καταστροφή, πιθανότατα από την έκρηξη της Θήρας και το τσουνάμι που ακολούθησε, θα σφραγίσει το τέλος του μινωικού και του κυκλαδικού πολιτισμού. Το νέο επίκεντρο θα γίνουν οι Μυκήνες.

[1] Βλ. το ομώνυμο βιβλίο του Θεόδωρου Γιαννόπουλου, Πόθεν και πότε οι Έλληνες, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2013.

[2] K. J. Beloch, Greek History, Τόμ. Α΄, Before the Sophistic Movement and the Peloponnesian War, τόμ. Β΄, Before Aristotle and the Conquest of Asia, Alma Mater 2025.

[3] Μιχαήλ Σακελλαρίου, Ελληνικά έθνη κατά την εποχή του χαλκού, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2018.

[4] Gordon Childe, Ο άνθρωπος πλάθει τον εαυτό του, Ράππας, Αθήνα 2008.

[5] Βλ. Marija Gimbutas, Bronze Age Cultures in Central and Eastern Europe, Mouton, Χάγη-Λονδίνο 1965.

[6] Colin Renfrew, Η ανάδυση του πολιτισμού. Οι Κυκλάδες και το Αιγαίο στην 3η χιλιετία π.Χ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σσ. 34-35.

[7] «Κατοικούμε σ’ αυτή τη χώρα, χωρίς να έχουμε εκδιώξει άλλους από εδώ, ούτε την καταλάβαμε βρίσκοντάς την έρημη, ούτε είμαστε μιγάδες ανακατεμένοι από διάφορα έθνη ανθρώπων, αλλά υπάρχουμε καλώς και γνησίως, διότι κατέχουμε τη χώρα στην οποία γεννηθήκαμε και ζούμε καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας μας, αφού είμαστε αυτόχθονες.» Ισοκράτους Πανηγυρικός, 24.

[8] Βλ. C. Blegen, Prosymna: the Helladic Settlement Preceding the Argive Heraeum. (Cambridge UP), 2 τόμ., 1937.

[9] Βλ. Iosif Lazaridis και άλλοι, «Genetic origins of the Minoans and Mycenaeans», doi: 10.1038/nature23310. Βλ. επίσης Florian Clemente κ.ά., «The genomic history of the Aegean palatial civilizations» doi: 10.1016/j.cell.,2021.03.039.

[10] Κώστας Παπαϊωάννου, Τέχνη και πολιτισμός στην αρχαία Ελλάδα, ΕΕ,Αθήνα 1998, σ. 49.

ΠΗΓΗ:https://ardin-rixi.gr/archives/263346
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.