Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν η Μαρία Καρυστιανού σκέφτηκε ποτέ να πολιτευθεί, αλλά αν κάποιοι σκέφτηκαν να την κομματικοποιήσουν "χωρίς εκείνη".
Αν, δηλαδή, ο Νίκος Καραχάλιος λειτούργησε -συνειδητά ή ανεπίγνωστα- ως "δούρειος ίππος" του σαμαρικού/καραμανλικού στρατοπέδου, αναλαμβάνοντας να "ρυμουλκήσει" μια εξαιρετικά ισχυρή φωνή ηθικής και πένθους σε μια προϋπάρχουσα δεξιά στρατηγική.
Μέσα από την ασάφεια των δηλώσεων και των ρόλων-
άλλοτε παρουσιάζοντας την Καρυστιανού ως «σύμβολο δικαιοσύνης» κι άλλοτε ως «εν δυνάμει πολιτικό πρόσωπο», άλλοτε ως "Κύμα" και άλλοτε παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως προνομιακό συνομιλητή της και πολιτικό της σύμβουλο, ενεργοποιείται μια κλασική πολιτική τεχνική:
η αποδυνάμωση μέσω ενσωμάτωσης.
Γιατί, όταν η αγνή φωνή του Τραύματος μπει στο γρανάζι της στρατηγικής, παύει να απειλεί το σύστημα και αρχίζει να το υπηρετεί.
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι “ποιος στηρίζει ποιον”,
αλλά "ποιος χρησιμοποιεί ποιον"; Και ποιο τίμημα πληρώνει η αλήθεια, όταν γίνεται εργαλείο στα χέρια της εξουσίας;
📌Το στρατηγικό υπόβαθρο στο μεταμητσοτακικό τοπίο.
Η Δεξιά σήμερα βρίσκεται σ’ ένα μεταβατικό σημείο:
ο Μητσοτάκης είχε επιβάλει ένα τεχνοκρατικό, “ευρωπαϊκό” προφίλ εξουσίας, το οποίο καταρρέει αργά και σταθερά-αποσυντίθεται αλλά και έχει αποξενωθεί από το λαϊκό σώμα της ΝΔ (το “σώμα των Καραμανλικών και Σαμαρικών”) που αισθάνεται προδομένο ηθικά (γάμος ομόφυλων ζευγαριών, διαφθορά, Τέμπη, υποκλοπές, ΟΠΕΚΕΠΕ κλπ), αλλά και αόρατο συναισθηματικά (εξαιτίας του ψυχρού εκσυγχρονιστικού ύφους).
Η ανάγκη για μια νέα “λαϊκή δεξιά” αφήγηση είναι υπαρκτή και επείγουσα- όχι απαραίτητα ως ακροδεξιά, αλλά ως “συναισθηματικά δεξιά”, με έμφαση στην τιμή, τη μνήμη, τη δικαιοσύνη, τη μάνα, το έθνος, τη ρίζα.
Και βέβαια η Μαρία Καρυστιανού ενσαρκώνει ακριβώς (και) αυτή την λαϊκή ηθική χωρίς την ιδεολογία.