Ακόμη και σήμερα δεν λείπουν οι Βρετανοί διανοούμενοι και πολιτικοί, που ψάχνουν απεγνωσμένα λόγους για να δικαιολογήσουν την πράξη της αρπαγής και κατακράτησης ελληνικών μνημείων στο Λονδίνο. 36 σημαίνοντα πρόσωπα της πολιτικής και πανεπιστημιακής κοινότητας του Ηνωμένου Βασιλείου υπέγραψαν μια επιστολή (11-7-2025), με την οποία προσπαθούν να εμποδίσουν τις συνομιλίες για την «επανένωση» των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Θεωρούν αυτές τις συνομιλίες «διαστρέβλωση της πορείας της ιστορίας για πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους», ότι η «απομάκρυνση των Μαρμάρων από την Αθήνα έγινε για συγκεκριμένους πολιτιστικούς λόγους τους οποίους έχουμε καθήκον να σεβαστούμε και να κατανοήσουμε», ότι δεν αναγνωρίζουν τις έρευνες και τις δημοσκοπήσεις που ζητούν την επιστροφή των Γλυπτών και ακόμη ότι «η μυστικότητα των διαπραγματεύσεων ενδέχεται να συνιστά παραβίαση των θεσμικών καθηκόντων που οι επίτροποι των μουσείων οφείλουν προς το κοινό».
Εν κατακλείδι, καλούν την Κυβέρνηση του Κιρ Στάρμερ και το ΔΣ του Βρετανικού Μουσείου «να αναστείλουν κάθε συζήτηση περί μεταβίβασης, μόνιμου δανεισμού ή αποδέσμευσης των Μαρμάρων του Έλγιν μέχρι να πραγματοποιηθεί πλήρης δημόσια επανεξέταση».
Αν και η λεγόμενη «Συμφωνία του Παρθενώνα» στηρίζεται στη λογική του δανεισμού των Γλυπτών στην Ελλάδα, με ταυτόχρονο δανεισμό άλλων αρχαιοτήτων από την Ελλάδα στο Βρετανικό Μουσείο, οι «36» διαφωνούν ακόμη και σε αυτήν την «κατευναστική», εκτονωτική και μάλλον εκφυλιστική, για το δίκαιο της επιστροφής, συμφωνία των δανειστικών ανταλλαγών.
Την επιχειρηματολογία τους την στηρίζουν κυρίως στο νόμο περί μουσείων του 1963, που ναι μεν ορίζει τη διοίκηση του Βρετανικού Μουσείου σαν αρμόδια για την επιστροφή αρχαιοτήτων, εξαιρεί όμως τα παρθενώνεια, για τα οποία ορίζει ότι δεν μπορούν να επιστραφούν. Επόμενα, η επιστροφή δεν είναι θέμα θέλησης του Βρετανικού Μουσείου αλλά πολιτικής βούλησης για αλλαγή του νόμου.
Η επιστολή, που συντάχθηκε από μέλη συντηρητικών και ακροδεξιών οργανώσεων, φαίνεται καλοδουλεμένη στα πλαίσια του βρετανικού νομικού και πολιτικού συστήματος, απαράδεκτη όμως ηθικά και πολιτισμικά και αντίθετη με το διεθνές αρχαιολογικό δίκαιο, που απαιτεί τα ταυτοποιημένα ιστορικά μνημεία να επιστραφούν στη χώρα προέλευσής τους.
Εντάσσεται στα πλαίσια μιας γενικότερης εκστρατείας για να εμποδιστεί η επιστροφή των παρθενώνειων γλυπτών. Μια εκστρατεία που αναδύεται από τα υπολείμματα του βρετανικού ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας. Αυτό το διαπιστώνει κανείς ενσκήπτοντας σε τοποθετήσεις κάποιων από τους υποστηριχτές της επιστολής.
Ο επικεφαλής του κόμματος Reform UK Νάιτζελ Φάρατζ ανέφερε, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Sun, ότι «Αν τα Γλυπτά του Έλγιν είχαν παραμείνει στην Ελλάδα , σήμερα δεν θα υπήρχαν». Δηλαδή, κατά τον κ. Φάρατζ η αποκόλληση, η καταστροφή και η διασπορά οργανικών τμημάτων του Παρθενώνα, θεωρείται διάσωση; Και ας υποθέσουμε ότι τα διέσωσαν, ότι μεταφέρθηκαν για μελέτη, συντήρηση ή και προστασία τους. αυτός ο χρόνος ‘’διάσωσης’’ δεν θα έπρεπε να είναι πεπερασμένος και να επιστρέφονταν αμέσως μετά; Γιατί αν αυτήν την ‘’προσφορά’’ τη μετατρέπεις σε «εμείς τα σώσαμε, άρα μας ανήκουν» τότε έχουμε εξαπάτηση. Δηλαδή, αν κάποιος διασώσει ένα παιδάκι από πνιγμό δικαιούται να το κρατήσει, να μην το επιστρέψει στους γονείς του; Δεν θεωρείται αυτό απαγωγή;
Είναι κάτι κορίτσια μας εκεί "στα ξένα " που αρνούνται να μιλήσουν γαλλικά,αγγλικά,τευτονικα...και περιμένουν πότε θα ανταμώσουν ξανά τη γενέθλια γη, από την οποία τόσο βίαια αποσπάστηκαν, για να ακουστεί -μόνο τότε -η φωνή τους.
Η Κιστιφορος κόρη στο Καίμπριτζ,
η Καρυατις στο Βρετανικό Μουσείο,η Νίκη της Σαμοθράκης στο Λούβρο,η Αφροδίτη της Μήλου...
Η τελευταία ,ήταν μια τέτοια μέρα του 1820 που ο Γιώργοs Κεντρωτάς έσκαβε στο πεζούλι του και έβγαζε πέτρες από αρχαία ερείπια που υπήρχαν εκεί.
Τον βοηθούσε ο 18χρονος γιος του Αντώνης και ο 20χρονος ανιψιός του.
Λίγο πιο μακριά Γάλλοι αξιωματικοί - σε συνήθη εντεταλμένη αποστολη-έκαναν ανασκαφές προς εύρεση αρχαίων ερειπίων .
Καθώς ο Κεντρωτάς βρήκε πελεκημένο μάρμαρο έτρεξαν να τον βοηθήσουν δύο Γάλλοι ναύτες που συμμετείχαν στις γειτονικές ανασκαφές.
Ο Κεντρωτάς προσπάθησε να ξανακαλύψει το άγαλμα γιατί φοβήθηκε ότι οι Γάλλοι θα το άρπαζαν ή θα απαιτούσαν να το αγοράσουν φτηνά.
Οι Γάλλοι δεν «ξεκολλούσαν» με τίποτε από την περιοχή και τον πίεζαν να συνεχίσουν όλοι μαζί το σκάψιμο, ώσπου βρέθηκε και το δεύτερο τμήμα του αγάλματος, οπότε πια ο Κεντρωτάς δεν μπορούσε να παριστάνει τον ανήξερο, αλλά ούτε και να περιφρουρήσει το έργο που είχε βρει στο χωράφι του.
Οι ειδικοί εστιάζουν σε κλοπές εκθεμάτων από την Ελλάδα και σε λαθρανασκαφές Γερμανών στην Κατοχή.
Ο Αυστριακός αρχαιολόγος Αουγκουστ Σέργκεντορφερ και Γερμανός αξιωματικός (δεύτερος από αριστερά) εικονίζονται στη διάρκεια λαθρανασκαφής θολωτού μινωικού τάφου στην Κρήτη το 1941. Αρθρο των New York Times παρουσιάζει νέα έρευνα του ακαδημαϊκού Βασίλη Πετράκου για τις παράνομες ανασκαφές των ναζί και τη λεηλασία αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (φωτ. August Schörgendorfer photo album / Courtesy Georgia Flouda).
MILTON ESTEROW / THE NEW YORK TIMES
Ενεργό ρόλο σε λαθρανασκαφές στην Κρήτη είχε αναλάβει ο Αυστριακός αντιστράτηγος Γιούλιους Ρίνγκελ το 1941, αμέσως μετά την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στο νησί. Ο Ρίνγκελ, υποβοηθούμενος από υφισταμένους του, αφαίρεσε μεγάλο αριθμό αρχαιοτήτων, όπως πήλινα αντικείμενα, ληκύθους και τμήματα γλυπτών, με πολλά από αυτά να καταλήγουν σε γερμανικά μουσεία ως λάφυρα πολέμου και άλλα να πωλούνται από τον ίδιο τον στρατηγό.
Ο Ρίνγκελ, διοικητής της επίλεκτης 5ης Ορεινής ταξιαρχίας, προχώρησε επίσης στην «επίταξη» αρχαιολογικών θησαυρών από την έπαυλη Αριάδνη –πάλαι ποτέ κατοικία του Βρετανού αρχαιολόγου σερ Αρθουρ Εβανς– την οποία μετέτρεψε σε αρχηγείο της ταξιαρχίας. Αλλες αρχαιότητες εκλάπησαν από τον στρατηγό από κλειδωμένη αίθουσα του ανακτόρου της Κνωσού. «Γερμανοί αξιωματικοί, όπως ο Ρίνγκελ, όχι μόνο προχώρησαν σε λαθρανασκαφές, αλλά είναι υπεύθυνοι για την καταστροφή αρχαιοτήτων σε Κρήτη, Μακεδονία, Τίρυνθα, Ασίνη και Σάμο», λέει ο ακαδημαϊκός Βασίλειος Πετράκος, πρώην έφορος αρχαιοτήτων Αττικής και γενικός γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Παρότι η ιστορική έρευνα έχει δώσει έμφαση στη λεηλασία έργων τέχνης ιδιοκτησίας Εβραίων από τους ναζί, ο ρόλος του 3ου Ράιχ στην κλοπή αρχαιοτήτων αρχίζει να ενδιαφέρει τους ερευνητές. Το περασμένο φθινόπωρο, ο κ. Πετράκος εξέδωσε πεντάτομη μελέτη για τη λεηλασία αρχαιοτήτων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Ο ερευνητικός αυτός τομέας έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας, της Πολωνίας και της Ελλάδας», λέει η Αϊρίν Μπαλντ Ρομάνο, καθηγήτρια Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα.
Συμπόσια για τη λεηλασία αρχαιοτήτων από τους ναζί έχουν πραγματοποιηθεί σε πόλεις των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια. «Οι μέχρι στιγμής μελέτες δεν έχουν παρά ξύσει την επιφάνεια του θέματος», λέει η κ. Ρομάνο, η οποία συμμετέχει σε έρευνα με τίτλο «Η τύχη των αρχαιοτήτων την περίοδο των ναζί».
Η πάροδος των ετών έχει καταστήσει δυσχερή την ακριβή καταγραφή των αρχαίων κειμηλίων που εκλάπησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. «Μία πλήρης καταγραφή των κλοπιμαίων δεν είναι πια εφικτή. Η λεηλασία πραγματοποιήθηκε από Γερμανούς και Ιταλούς στρατιωτικούς, οι οποίοι έκλεβαν από μουσεία και από ανασκαφές. Δεν γνωρίζουμε καν τι ευρήματα ήλθαν στο φως από τις λαθρανασκαφές αυτές», λέει ο κ. Πετράκος. Ο εντοπισμός τέτοιων αρχαιοτήτων καθίσταται ακόμη δυσκολότερος, καθώς η διακίνησή τους γνώρισε μεγάλη ακμή κατά τη διάρκεια του πολέμου, ιδιαίτερα σε Γερμανία, Γαλλία και Ελβετία. Σήμερα, η Γερμανία είναι πρόθυμη να αποδεχθεί τον επαναπατρισμό τέτοιων κλοπιμαίων, αν και η πιστοποίηση της προέλευσής τους παραμένει πολύ δύσκολη. «Οι Γερμανοί επέλεξαν πολιτική απόλυτης διαφάνειας για τις συλλογές τους, δημιουργώντας βάσεις δεδομένων που επιτρέπουν την πρόσβαση ερευνητών στα εκθέματα, ενώ επέστρεψαν σημαντικό αριθμό αρχαιοτήτων. Η κατάσταση δεν είναι τέλεια, αλλά η Γερμανία ηγείται στο θέμα αυτό», λέει η κ. Ρομάνο.
Σύμπλεγμα Αφροδίτης, Πάνα και Ερωτα της Ελληνιστικής Περιόδου, από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ενόψει της ναζιστικής εισβολής στην Ελλάδα την άνοιξη του 1941, τα ελληνικά μουσεία είχαν αρχίσει την αποθήκευση και απόκρυψη αρχαιολογικών θησαυρών. Κάποια τους έθαψαν, άλλα τους έκρυψαν σε σπηλιές. (Hellenic Ministry of Culture, Archaeological Museum, Athens, via The New York Times)
(Hellenic Ministry of Culture, Archaeological Museum, Athens, via The New York Times)
Παρότι οι ανασκαφές Γερμανών αρχαιολόγων στην Κατοχή ήταν μικρής κλίμακας, μεγάλα ανασκαφικά έργα βρίσκονταν σε εξέλιξη το 1941 στην περιοχή της Θεσσαλίας, λέει ο κ. Πετράκος. Οι ανασκαφές αυτές τέθηκαν υπό την αιγίδα του Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ, του θεωρητικού του ναζιστικού κόμματος και επικεφαλής επιχείρησης λαφυραγώγησης έργων τέχνης και πολιτιστικών θησαυρών στην Ευρώπη. Ανασκαφές στην Ελλάδα οργάνωσε και ο επικεφαλής της Γκεστάπο και των Ες Ες, Χάινριχ Χίμλερ, σε μια προσπάθεια στήριξης των αντιεπιστημονικών του φυλετικών θεωριών, που επρόκειτο να αποδείξουν ότι οι Γερμανοί ήταν μέρος αρείας φυλής και απόγονοι αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Ενόψει της ναζιστικής εισβολής στην Ελλάδα την άνοιξη του 1941, τα ελληνικά μουσεία είχαν αρχίσει την αποθήκευση και απόκρυψη αρχαιολογικών θησαυρών. Κάποια έργα μεταφέρθηκαν σε σπήλαια, κρύπτες ή θάφτηκαν σε κήπους. Ορισμένα αγάλματα θάφτηκαν σε χαρακώματα γεμάτα άμμο και σκεπάστηκαν με τσιμέντο. Χρυσά νομίσματα και κατάλογοι μουσείων κλείστηκαν στα θησαυροφυλάκια της Τράπεζας της Ελλάδος.
«Η απόκρυψη αρχαιοτήτων πέτυχε μόνο στα μεγάλα μουσεία, όπως το αρχαιολογικό της Αθήνας, των Δελφών, της Ολυμπίας, της Θεσσαλονίκης και της Χαλκίδας. Στα μικρότερα μουσεία, εκτός από αυτό στο Ναύπλιο, εκλάπησαν πολλά εκθέματά τους», λέει ο κ. Πετράκος. Το 1941, ο διευθυντής του αρχαιολογικού μουσείου του Ηρακλείου, Νικόλαος Πλάτων, πέρασε την περίοδο της Κατοχής ερίζοντας με τις κατοχικές αρχές σε μια προσπάθεια να προστατεύσει τις αρχαιότητες. Ο Πλάτων, που πέθανε το 1992, κράτησε ακριβή κατάλογο των εκθεμάτων που είχε αφαιρέσει ο Ρίνγκελ. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το Πανεπιστήμιο του Γκρατς στην Αυστρία επέστρεψε στο μουσείο 26 αντικείμενα που είχαν κλαπεί από τον Ρίνγκελ.
Το μουσείο Φάλμπαου στο Ουντερουτλίνγκεν της Γερμανίας επέστρεψε περισσότερα από 13.000 αντικείμενα, που είχαν αφαιρεθεί από την ανασκαφή της Θεσσαλίας. Θραύσματα πήλινων σκευών, πήλινα είδωλα, πέτρινα εργαλεία, κόκαλα ζώων, έγγραφα της ανασκαφής και φωτογραφίες βρίσκονται σήμερα στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας. «Η επιστροφή άρχισε το 1951 και ολοκληρώθηκε το 2014», λέει ο Κώστας Νικολέντζος, επικεφαλής της διεύθυνσης αρχαιοτήτων του μουσείου.
Η έμφαση στη λαφυραγώγηση αρχαιοτήτων από τους ναζί δόθηκε στον απόηχο της αυξανόμενης πίεσης στα μουσεία για την προέλευση των εκθεμάτων τους· για το εάν αυτά προήλθαν από αποικιοκρατική πολιτική ή κατοχή ξένων χωρών, ακόμη και πολύ πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Η Ελλάδα και τα έργα τέχνης της υπήρξαν θύματα λαφυραγώγησης από την εποχή των Περσικών πολέμων», λέει ο κ. Πετράκος.
Ο Γιούλιους Ρίνγκελ, διοικητής της επίλεκτης 5ης Ορεινής ταξιαρχίας, είχε ενεργό ρόλο στις λαθρανασκαφές που έγιναν στην Κρήτη.