Του Βασίλη Λαμπόγλου
''Μα είμαι γιος φεουδάρχη. Είκοσι εφτά χιλιάδες στρέμματα είχε ο πατέρας μου. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που τα είχε όλα. Σπούδασα στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή και έγινα αξιωματικός του Βασιλικού Πολεμικού Ναυτικού. Ήθελα να απεξαρτηθώ από την οικογένεια. Όταν μου δόθηκε να συμπληρώσω μια δήλωση, εκεί που έλεγε θρήσκευμα, έβαλα παύλα. Έγινε χαμός. Άθεος αξιωματικός!
Δεν με έδιωξαν γιατί ήμουν ο καλύτερος φοιτητής.
Ως αξιωματικός (στρατιωτικός ιατρός)πήγαινα στην υπηρεσία κάθε πρωί με το υπηρεσιακό λεωφορείο και με την «Αυγή» στο χέρι.
Την εικοστή πρώτη Απρίλη του 1967 , έβαλα τη στολή του υποπλοίαρχου,μπήκα στο λεωφορείο με την «Αυγή», ήταν το τελευταίο φύλλο, το έχω ακόμα.
Έκλεισαν την «Αυγή» και το μεσημέρι απόταξαν και εμένα.
Στη συνέχεια πιάστηκα μαζί με τους άλλους «επικίνδυνους κομμουνιστές» Δρακόπουλο, Παρτσαλίδη κ.λπ.''
Διπλά αποστάτης της τάξης του.
Αστόs ''του κερατά'' και αξιωματικόs του Βασιλικού Ναυτικού...''ακού εκεί κομμουνιστήs...''
Τον συλλαμβάνουν , αντιστέκεται,τους επιτίθεται...
"Με λυμένα τα χέρια , δεν σάς επιτρέπω..."φωνάζει στουs ενστολουs που τον σέρνουν δέσμιο.
Η απάντηση δίνεται με τον υποκόπανο του όπλου...
Απο τότε μαθαίνει να ζεί με αποκόλληθέντα αμφιβληστροειδη.
Συνασπισθείs με τον Μανώλη Αναγνωστάκη, τον Στρατή Τσίρκα, την Άσπα Παπαθανασίου,τον Τίτο Πατρικιο ...στιs επιτροπέs πάληs...
Περνάει από δικαστήριο της Χούντας και βασανίζεται.
Τη νύχτα του Πολυτεχνείου περιθάλπτει και σώζει ζωέs στη κλινική ''Παντάνασσα'' στη Πλ.Βικτωρίαs ".
''Λίγο μετά το Πολυτεχνείο μού τηλεφώνησε ο ιατροδικαστής Καψάσκης.
Ζητούσε πληροφορίες για τον νεκρό που είχαν μεταφέρει στην Παντάνασσα, τον Καραμάνη.
“Αιτία θανάτου τι θα λέγατε;”
“Πλατυποδία και φαλάκρα”, του απάντησα.
“Με κοροϊδεύετε, κύριε συνάδελφε;”
“Η πλατυποδία τον εμπόδιζε να τρέξει.
Κι επιπλέον, δεν είχε μαλλιά που να εμποδίσουν τη σφαίρα να τον βρει στο κεφάλι”.
Σοβαρεύτηκα. “Τι με ρωτάτε; Δεν βλέπετε τις σφαίρες;”
Ο Καψάσκης είχε κάνει νεκροψία-νεκροτομή γι’ αρκετούς νεκρούς και παρέδωσε ελλιπέστατες εκθέσεις.
Απέκρυψε πολλά, ο άνθρωπος υπάκουε στα κελεύσματα της χούντας.
Το 1975, ο αντεισαγγελέας Δημήτρης Τσεβάς με βρήκε και μου ζήτησε να καταθέσω για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
“Δεν ξέρω τίποτα”, του είπα, “εγώ σφαίρες έβγαζα”.
“Εγώ εδώ έχω ένα σωρό ανθρώπους που μου είπαν για σένα”, μου απαντησε΄΄(δεν κλήθηκε όμωs ωs μαρτυραs στη δίκη του πολυτεχνείου).