Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2022

Ο άνθρωπος των σπηλαίων και οι μυθολογίες



Gilbert Keith Chesterton
 

«Ο αιώνιος άνθρωπος» (1925) του G.K. Chesterton είναι ένα βιβλίο χριστιανικής «απολογητικής», που γράφτηκε σαν απάντηση στο περίφημο, στην εποχή του, βιβλίο του H.G. Wells «Το περίγραμμα της ιστορίας» (1920), το οποίο υποστήριζε, με έναν εκλαϊκευτικό τρόπο, τις κυρίαρχες ιδέες της εποχής μας: ότι ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα εξελιγμένο ζώο, προϊόν μιας σειράς τυχαίων φυσικών διαδικασιών· ότι, συναφώς, η ιστορία  δεν είναι παρά μια διαρκής γραμμική «πρόοδος» από μια «πρωτόγονη» και κατάσταση σε μια κατάσταση ολοένα και πιο «εξελιγμένη» —και, μεταξύ άλλων, την ιδέα ότι ο Χριστός δεν ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, παρά ένας ιδεαλιστής κοινωνικός μεταρρυθμιστής· και ότι η Εκκλησία σχεδόν εξαρχής πρόδωσε το μήνυμά του. 

Σε αυτή την πρόκληση ο Τσέστερτον, πιστός χριστιανός, απαντά διεξοδικά δια της μεθόδου της εις άτοπον απαγωγής χωρίζοντας το βιβλίο του σε δυο μέρη. Στο πρώτο («Το πλάσμα που λέγεται άνθρωπος») δείχνει ότι, εάν δούμε τον άνθρωπο όπως τον βλέπουν ο κυρίαρχες σήμερα ιδέες, μας είναι αδύνατο να κατανοήσουμε αυτό που κυρίως τον ξεχωρίζει και τον καθιστά άνθρωπο —ενώ στο δεύτερο («Ο άνθρωπος που λέγεται Χριστός») δείχνει πως, εάν δούμε τον Χριστό όπως μας προτείνει ο Γουέλς, πέφτουμε πάλι σε ένα αδιέξοδο α-νοησιών.

Τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι από τα κεφάλαια «Ο άνθρωπος των σπηλαίων» και «Ο άνθρωπος και οι μυθολογίες». «Ο αιώνιος άνθρωπος» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΙΩΝΑΣ τον Φεβρουάριο του 2021. — Ένα ακόμα απόσπασμα από αυτό το βιβλίο, για τα Χριστούγεννα, είχε δημοσιευτεί και παλιότερα εδώ.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ

(…) Μιλούν για «άνθρωπο των σπηλαίων» χωρίς ποτέ να ρίξουν μια ματιά εκεί ακριβώς που παραπέμπει αυτός ο όρος. Πράγματι, οι πάντες κατατρίβονται με όλα όσα υποτίθεται πως έκανε ο άνθρωπος των σπηλαίων, εκτός από εκείνο που πράγματι έκανε μέσα στα σπήλαια και για το οποίο έχουμε πραγματικά και ορατά δεδομένα. Βέβαια τα δεδομένα αυτά είναι λιγοστά, όπως συμβαίνει με όλα τα τεκμήρια της προϊστορικής εποχής, αλλά έχουν να κάνουν με τον πραγματικό και όχι με τον φανταστικό ροπαλοφόρο άνθρωπο των σπηλαίων. Εάν θέλουμε λοιπόν να μην υποτιμάμε την πραγματικότητα, οφείλουμε πολύ απλά να κοιτάξουμε κατάματα αυτά τα πραγματικά τεκμήρια και όχι να τα προσπερνάμε για χάρη φανταστικών επινοήσεων. (…)

Όποιος θυμάται τα παιδικά του χρόνια, δεν θα δυσκολευτεί να νιώσει πώς είναι όταν ένα αγόρι τρυπώνει σαν τον Πίτερ Παν κάτω από τις ρίζες όλων των δέντρων και προχωράει ολοένα και βαθύτερα ώσπου να φτάσει σε αυτό που ο Γουίλιαμ Μόρρις αποκαλούσε “οι ρίζες των βουνών”. Ας φανταστούμε λοιπόν τώρα έναν εξερευνητή που κάνει ετούτο το ταξίδι ίσαμε το τέλος του με τον ίδιο απλό και αμόλυντο ρεαλισμό που χαρακτηρίζει την παιδικότητα, δηλαδή όχι για να κερδίσει κάτι, ούτε για να κάνει τον σπουδαίο μέσα από τις στήλες κανενός περιοδικού, μα απλά και μόνο γι’ αυτό που ίσως θα δει εκεί. Φτάνει λοιπόν στο τέλος του και βρίσκει εκεί ένα σπήλαιο τόσο μακριά από το φως της μέρας όσο και η σπηλιά του Ποσειδώνα, που λένε πως είναι κάτω από το πυθμένα της θάλασσας. Ανάβει ένα πυρσό και η μυστική πέτρινη αίθουσα φωτίζεται έπειτα από μια νύχτα που βάστηξε αμέτρητους αιώνες∙ και ευθύς, πάνω στα τοιχώματά της, αποκαλύπτονται αδρά και ακανόνιστα περιγράμματα με διάφορους χρωματισμούς. Ακολουθεί με το βλέμμα του τις παράξενες γραμμές και ξάφνου καταλαβαίνει πως είναι δουλειά ανθρώπινου χεριού! Είναι σχέδια και ζωγραφιές ζώων, και μάλιστα σχέδια και ζωγραφιές που δεν φτιάχτηκαν απλώς από άνθρωπο αλλά από αληθινό καλλιτέχνη!

Διότι πραγματικά, παρά τους περιορισμούς που ίσως έχουν ως πρωτόγονα σχέδια, αποκαλύπτουν την ίδια αγάπη για τις μεγάλες, δυναμικές και ελεύθερες κυματιστές γραμμές που δονεί κάθε ζωγράφο, ή κάθε άνθρωπο που έχει δοκιμάσει να ζωγραφίσει  − μια αγάπη για την οποία κανένας καλλιτέχνης δεν δέχεται την παραμικρή υπόδειξη από οποιονδήποτε επιστήμονα. Είναι ζωγραφιές που φανερώνουν το πειραματικό και περιπετειώδες πνεύμα του καλλιτέχνη, ένα πνεύμα που δεν αποφεύγει αλλά παλεύει τα δύσκολα πράγματα, όπως το να ζωγραφίσει ένα ελάφι τη στιγμή που στρίβει το κεφάλι του και κοιτάζει προς την ουρά του με αυτή τη χαριτωμένη κίνηση, που βλέπουμε πολύ συχνά στα άλογα και που πολλοί σημερινοί ζωγράφοι ζώων δυσκολεύονται να αποδώσουν με τόσην ομορφιά. Σε αυτήν και σε άλλες είκοσι λεπτομέρειες της ζωγραφιάς είναι ξεκάθαρο πως έχουμε να κάνουμε με ένα καλλιτέχνη, ο οποίος παρατήρησε τα ζώα με έντονο ενδιαφέρον και μάλλον με χαρά, δηλαδή, όχι απλώς ως καλλιτέχνης αλλά και σαν φυσιοδίφης − σαν ένας πραγματικά φυσικός φυσιοδίφης. (…)

Ο άνθρωπος που διακρίνουμε πίσω από τις τοιχογραφίες των σπηλαίων, είναι ολοκληρωτικά ανθρώπινος και δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με τον «υπάνθρωπο», για τον οποίο μιλούν οι αφαιρέσεις της εκλαϊκευμένης επιστήμης. Γιατί να το ξέρετε, όταν οι μυθιστοριογράφοι, οι παιδαγωγοί και οι ψυχολόγοι κάθε είδους μιλούν για τον άνθρωπο των σπηλαίων, δεν έχουν ποτέ κατά νου αυτό που πραγματικά έκανε μέσα στις σπηλιές του. Όταν για παράδειγμα ο συγγραφέας ρεαλιστικών ερωτικών μυθιστορημάτων γράφει: «Το μυαλό του προικισμένου βαρόνου Ντάγκμαρ άρπαξε φωτιά καθώς ένιωσε το πάθος του ανθρώπου των σπηλαίων να ξυπνάει μέσα του», οι αναγνώστες του δεν περιμένουν βέβαια ότι εννοεί πως ο βαρόνος Ντάγκμαρ θα πεταχτεί όρθιος και θα τρέξει να ζωγραφίσει βουβάλια στην αίθουσα ζωγραφικής του πύργου του! Και όταν ο ψυχαναλυτής λέει στον ασθενή του: «Το υποσυνείδητό σας ταλαιπωρείται από απωθημένα πρωτόγονα ένστικτα», δεν θέλει να του πει ότι απωθεί την παρόρμηση να ζωγραφίσει με τέμπερες, ή να μελετήσει προσεκτικά πώς στέκονται οι βίσωνες όταν γυρίζουν τα κεφάλια τους για να κοιτάξουν προς τα πίσω…

Και όμως, αν κάτι ξέρουμε σίγουρα από τα απτά τεκμήρια, αυτό είναι πως ο άνθρωπος των σπηλαίων ζωγράφιζε και μελετούσε άριστα τα θέματά του, ενώ δεν έχουμε κανένα απολύτως τεκμήριο ότι αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν η ωμή βία και η αμείλικτη βαναυσότητα. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος των σπηλαίων που συνήθως μας παρουσιάζουν, είναι απλώς μια μυθοπλασία, ή καλύτερα μια μουτζούρα, διότι οι μύθοι έχουν τουλάχιστον κάποια φαντασιακή προσέγγιση της αλήθειας. (…)

Δεν είναι φυσικό να βλέπουμε τον άνθρωπο σαν ένα φυσικό προϊόν. Εάν τον βλέπουμε σαν ζώο, αυτό σημαίνει πως δεν βλέπουμε καθαρά. Για να κάνει κανείς αυτό το λάθος, πρέπει να σκαρώσει μια θεωρία τραβηγμένη από τα μαλλιά, προβάλλοντας υπέρμετρα κάποια πιο δευτερεύοντα ή κατώτερα δεδομένα που συμβαίνει να μοιάζουν μεταξύ τους. Τα στέρεα και λογικά πράγματα δεν είναι έτσι. (…)

Για να δούμε τον άνθρωπο όπως είναι, είναι και πάλι απαραίτητο να μην ξεχνάμε πως μόνον η απλότητα μπορεί να ξεκαθαρίσει την ομίχλη που έχουν συσσωρεύσει μέσα μας οι σοφιστείες. Και η απλούστερη αλήθεια για τον άνθρωπο είναι πως πρόκειται για ένα πολύ παράξενο ον, μάλλον το πιο παράξενο από όλα πάνω στη γη. Πολύ νηφάλια θα λέγαμε ότι μοιάζει περισσότερο για εξωγήινο πλάσμα που ήρθε από αλλού, παρά για γέννημα του πλανήτη μας. Πλεονεκτεί και την ίδια στιγμή μειονεκτεί τρομερά. Δεν μπορεί να νιώσει καλά στο ίδιο του το πετσί, δεν μπορεί να εμπιστευτεί τα ένστικτά του, και είναι την ίδια στιγμή εκπληκτικά δημιουργικός και ανάπηρος. Τυλίγει το σώμα του με τεχνητές λουρίδες, που τις λέει ρούχα, και βαστιέται από κάτι τεχνητά δεκανίκια που τα λέει έπιπλα. Το μυαλό του είναι ταυτόχρονα απίστευτα ελεύθερο και τρομερά περιορισμένο. (…)

Μπορούμε να δεχτούμε τον άνθρωπο ως γεγονός μόνον εφόσον μας ικανοποιούν τα γεγονότα που δεν έχουν εξήγηση. Μπορούμε να τον δεχτούμε ως ένα ζώο μόνο εάν δεχόμαστε πως ζούμε ανάμεσα σε μυθικά ζώα. Αν όμως θέλουμε μια αυστηρά λογική εξήγηση, μια αιτιακή ακολουθία γεγονότων και μια αναγκαιότητα για να εξηγήσουμε την εμφάνιση του ανθρώπου στη γη, τότε, για να τον δούμε σαν ένα συνηθισμένο πλάσμα, δεν γίνεται να σκεφτούμε παρά ότι ξεπήδησε μέσα από ένα κρεσέντο αλλεπάλληλων θαυμάτων καταμεσής μιας θύελλας που τράνταξε συθέμελα το σύμπαν! (…)

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΥΘΟΛΟΓΙΕΣ

Οι μυθολογίες ανήκουν στην ποιητική πλευρά του ανθρώπου. Είναι παράξενο, αλλά φαίνεται πως σήμερα έχουμε ξεχάσει ότι οι μύθοι είναι έργα φαντασίας και επομένως τέχνης. Μόνον ένας ποιητής μπορεί να πλάσει μύθους και μόνο ένας ποιητής μπορεί να τους ασκήσει κριτική. Βέβαια, όπως αποδεικνύει η λαϊκή προέλευση των θρύλων και των μύθων, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι  στ’ αλήθεια ποιητές. Όμως για κάποιο λόγο, τον οποίο κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει, μόνο σε εκείνους τους λίγους που δεν είναι ποιητές επιτρέπεται να γράφουν κριτικά δοκίμια πάνω σε αυτά τα λαϊκά ποιητικά έργα. Δεν είναι περίεργο; Ενώ μας φαίνεται παράλογο να ζητήσουμε από ένα μαθηματικό να κρίνει ένα σονέτο σαν να ήταν έργο της επιστήμης των Μαθηματικών, ή από ένα λογιστή να κρίνει ένα τραγούδι με τους όρους της Λογιστικής, δεν μας φαίνεται διόλου παράλογο που ορισμένοι αντιμετωπίζουν τη λαϊκή ποίηση με τους όρους και τις απαιτήσεις των επιστημών. 

Τα έργα της λαϊκής μυθοπλαστικής δύναμης πρέπει να εκτιμώνται ως έργα τέχνης και μόνο, δηλαδή από μια καλλιτεχνική οπτική γωνία. Θα το πω πολύ απλά και ξεκάθαρα: αν ένας Πολυνήσιος  διηγηθεί σε κάποιον από τους ειδήμονές μας ότι κάποτε δεν υπήρχε τίποτα πέρα από ένα τεράστιο Φτερωτό Φίδι και ο καθηγητής μας δεν νιώσει ταραχή και την επιθυμία να μάθει αν αυτό είναι αλήθεια, τότε, όσο σπουδαγμένος κι αν είναι, δεν είναι σε θέση να κρίνει αυτή την αφήγηση.  Και αν ένας Ινδιάνος αρχηγός του πει πως ο γενάρχης της φυλής του βαστούσε πάνω του τον ήλιο και τ’ αστέρια κλεισμένα μέσα σε ένα κουτάκι, και ο καθηγητής μας δεν χτυπήσει παλαμάκια με ενθουσιασμό όπως όταν ένα παιδί ακούει κάποιο υπέροχο παραμύθι, τότε μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι είναι εντελώς άσχετος με το θέμα. Μην γελάτε καθόλου! Διότι και τα πρωτόγονα παιδιά ξεκαρδίζονταν στα γέλια, και τα παιδιά των άγριων φυλών χτυπούν παλαμάκια όπως κάνουν όλα τα παιδιά, και χωρίς την παιδική απλότητα είναι αδύνατο να ανασυνθέσουμε την παιδική ηλικία της ανθρωπότητας. Όταν ο θρυλικός Χιαγουάθα άκουσε την παραμάνα του να του λέει πως ένας πολεμιστής πέταξε τη γιαγιά του στο φεγγάρι, ξεκαρδίστηκε στα γέλια όπως ξεκαρδίζεται κάθε αγγλόπαιδο όταν η γκουβερνάντα του αφηγείται την ιστορία της αγελάδα που πήδηξε πάνω από το φεγγάρι. Τα παιδιά καταλαβαίνουν αμέσως το αστείο, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι ενήλικες … εκτός από τους ειδήμονές μας, που φαίνεται να δυσκολεύονται σε αυτό. 

Όμως μόνο με τη ματιά της Τέχνης μπορούμε να καταλάβουμε ένα έργο της φαντασίας. Αν έρθει ένας σπουδαστής και μου πει ότι ο μικρούλης Χιαγουάθα ξεκαρδίστηκε στα γέλια απλώς και μόνο από σεβασμό προς τα έθιμα της φυλής του, η οποία κατά παράδοση υποτίθεται πως ξεφορτωνόταν τους γέρους και τους αδύναμους, θα του πω ότι δεν ξέρει τι λέει. Και αν έρθει ένας λόγιος και μου πει ότι η εικόνα με την αγελάδα που πήδηξε πάνω από το φεγγάρι δεν είναι παρά μια συμβολική ανάμνηση των θυσιών στη θεά Άρτεμη, θα του πω επίσης ότι δεν ξέρει τι του γίνεται. Η αγελάδα πήδηξε πάνω από το φεγγάρι διότι πολύ απλά αυτό κάνουν οι αγελάδες στους μύθους: πηδούν πάνω από το φεγγάρι! Η Μυθολογία είναι μια χαμένη τέχνη, μια από τις λίγες τέχνες που έχουν στ’ αλήθεια χαθεί, αλλά δεν παύει να είναι Τέχνη. Θέλει πολλή έμπνευση για να πλάσει κανείς την εικόνα μιας αγελάδας να πηδάει πάνω από το φεγγάρι. Όσο για το να πετάει κάποιος τη γιαγιά του ψηλά στους ουρανούς, μπορεί να μη δείχνει καλούς τρόπους, αλλά σίγουρα φανερώνει υψηλή αίσθηση χιούμορ.

Δυστυχώς οι επιστήμονές μας σπάνια αντιλαμβάνονται αυτό που ξέρει κάθε καλλιτέχνης: ότι η πίσω όψη της ομορφιάς είναι η ασχήμια. Σπάνια καταλαβαίνουν την ελευθερία που μας δίνει το γκροτέσκο. Γι’ αυτό θεωρούν ανόητους, χοντροκομμένους και απόδειξη παρακμής τους πρωτόγονους εκείνους μύθους, στους οποίους δεν βλέπουν την ομορφιά της Εσμεράλδας αλλά την ασχήμια του Κουασιμόδου. Η μεγαλύτερη απόδειξη ότι ένας άνθρωπος είναι πεζός και ρηχός, είναι όταν απαιτεί διαρκώς από την ποίηση να είναι «όμορφη», «καλλιεπής» και «υψηλά ποιητική». 

Ορισμένες φορές το χιούμορ βρίσκεται τόσο στο ίδιο το θέμα όσο και στη μορφή ή το ύφος ενός θρύλου. Οι αυστραλιανοί Αβορίγινες, που θεωρούνται από ορισμένους ως οι πλέον πρωτόγονοι από τους πρωτόγονους λαούς, έχουν ένα μύθο, που λέει για ένα γιγάντιο βάτραχο ο οποίος κατάπιε τη θάλασσα και όλα τα νερά της Γης, και τελικά τα έφτυσε μόνο όταν κάποιος τον έκανε να σκάσει στα γέλια. Όλα τα ζώα είχαν περάσει από μπροστά του λέγοντάς του το καθένα το δικό του αστείο, μα ο βάτραχος-γίγας έμενε αγέλαστος σαν τη βασίλισσα Βικτώρια. Όταν όμως στο τέλος εμφανίστηκε μπροστά του ένα χέλι που μάταια πάσχιζε να σταθεί χαριτωμένα όρθιο πάνω στην ουρά του, ο βάτραχος δεν μπόρεσε να βαστηχτεί και έσκασε στα γέλια! Εκατοντάδες βιβλία φανταστικής λογοτεχνίας μπορούν να γραφτούν με αφορμή αυτό το θρύλο. Διότι υπάρχει φιλοσοφία σε αυτή την εικόνα ενός ολότελα αποξεραμένου κόσμου, που πλημμυρίζει ξανά από νερά χάρη σε ένα γέλιο. Υπάρχει φαντασία σε αυτή την εικόνα του γιγάντιου βατράχου, που σκάει στα γέλια σαν ένα υδάτινο ηφαίστειο. Υπάρχει φοβερό χιούμορ στην εικόνα ενός προσώπου που φουσκώνει και φουσκώνει και φουσκώνει μέχρι να σκάσει. Και σε τελική ανάλυση ο βάτραχος ξεκαρδίστηκε στα γέλια, ενώ ο λόγιός μας παραμένει αγέλαστος. (…)

Άλλωστε, ακόμη κι αν οι θρύλοι είναι μια κατώτερη μορφή τέχνης, η επιστήμη δεν είναι αρμόδια για να τους κρίνει. Ορισμένοι μύθοι είναι πολύ άτεχνοι και αλλόκοτοι, σαν τις ζωγραφιές πολύ-πολύ μικρών παιδιών. Είναι εντελώς ανόητο να κρίνει κανείς τις παιδικές ζωγραφιές σαν να πρόκειται για επιστημονικά διαγράμματα. Είναι ανόητο να κρίνουμε επιστημονικά αυτά που λέει ο πρωτόγονος, διότι ο πρωτόγονος δεν κάνει επιστήμη όταν πλάθει τους μύθους του αλλά κάτι πολύ διαφορετικό, κάτι που μπορούμε να το πούμε «κουτσομπολιό των θεών»: πλάθει ιστορίες, στις οποίες οι άνθρωποι πιστεύουν χωρίς να καθίσουν να τις εξετάσουν∙ ή μάλλον, τις δέχονται πριν καν τις πιστέψουν. (…)

Είναι παράξενο: ενώ επιτρέπουν στην αισθητική και στην αίσθηση να κρίνουν πράγματα που δεν μπορούν να κρίνουν −βουλιάζοντας έτσι τη λογική στον πραγματισμό και την ηθική στο χάος−, τους απαγορεύουν να κρίνουν κάτι που είναι ολοφάνερα ζήτημα αισθητικής και αίσθησης, δηλαδή τους μύθους και τους θρύλους. Είναι παράδοξο που επιτρέπουν στη φαντασία μας να πετάει ελεύθερα παντού αλλού εκτός από την επικράτεια των Μύθων.

Γεγονός είναι ωστόσο, ότι οι πιο απλοί άνθρωποι έχουν συνήθως τις ευφυέστερες ιδέες. Θα έπρεπε όλοι μας να το ξέρουμε αυτό, αφού όλοι μας υπήρξαμε παιδιά. Παρ’ ότι ένα παιδί δεν γνωρίζει πράγματα, γεγονός είναι ότι ξέρει περισσότερα από όσα μπορεί να πει· και δεν νιώθει μόνο τη γενική ατμόσφαιρα των πραγμάτων, αλλά και τις πιο λεπτές αποχρώσεις τους. Ε λοιπόν, στο θέμα των μύθων και των θρύλων υπάρχουν άπειρες λεπτές αποχρώσεις και αυτό το καταλαβαίνει μόνον όποιος έχει νιώσει την αγωνία του καλλιτέχνη να ξεκλειδώσει βαθύτερα μυστικά ώστε να βρει το νόημα των όμορφων πραγμάτων που του τραβούν την προσοχή, και όποιος έχει νιώσει το θυμό του για κάθε πύργο ή δέντρο που δεν χωράει στην ιστορία που σκαρώνει. (…) 

Λένε πως η μυθολογία ήταν μια «προσωποποίηση των δυνάμεων της Φύσης» και έχουν δίκιο, μόνο που είναι τελείως λάθος αυτό που εννοούν. Διότι θέλουν να πουν ότι στην πραγματικότητα οι δυνάμεις της Φύσης είναι απρόσωπες αφαιρέσεις, και πως η προσωποποίησή τους είναι κάτι το επίπλαστο. Η άποψη αυτή μπερδεύει το μύθο με την αλληγορία. Όμως οι μύθοι δεν είναι αλληγορίες. Οι μύθοι δεν μιλούν αλληγορικά για τις φυσικές δυνάμεις, όπως θα έκανε λόγου χάρη η ιδέα ενός Θεού της Βαρύτητας. Οι μύθοι μπορεί να λένε για «πνεύμα του καταρράκτη», αλλά ποτέ δεν λένε για «πνεύμα της πτώσης των υδάτων». Οι μύθοι δεν προσωποποιούν κάτι το απρόσωπο! Η μυθική προσωποποίηση δίνει ψυχή στα πράγματα, τους αποδίδει μια σημασία, ένα νόημα. Ο Άγιος Βασίλης για παράδειγμα, δεν είναι μια αλληγορική εικόνα του χιονιού και του έλατου. Δεν είναι σαν το χιονάνθρωπο, που τον φτιάχνουμε δίνοντας ανθρώπινη μορφή στο χιόνι. Είναι μια ανθρώπινη μορφή, η οποία δίνει ένα νέο νόημα στον πάλλευκο χιονισμένο κόσμο, κάνοντας κάνει το χιόνι να μοιάζει ζεστό παρά κρύο. Αυτή η εικόνα έχει να κάνει με τη φαντασία μας, μόνο που δεν είναι «φαντασιοκοπία», ούτε κάτι το «υποκειμενικό», μια λέξη που οι μοντέρνοι άνθρωποι συνηθίζουν χρησιμοποιούν όταν θέλουν να πουν «λανθασμένο, πλαστό, ψευδές». Ο γνήσιος καλλιτέχνης αισθάνεται, συνειδητά ή ασυνείδητα, ότι ψηλαφεί κάποιες υπερβατικές αλήθειες και πως οι εικόνες που πλάθει είναι σκιές πραγμάτων, που τα έχει δει αχνά, πίσω από ένα πέπλο. Με άλλα λόγια,  όποιος είναι από τη φύση του ευαίσθητος στο μυστήριο των πραγμάτων, γνωρίζει πως κάτι υπάρχει εκεί, πίσω από τα σύννεφα ή μέσα στα δέντρα. (…)

ΠΗΓΗ: https://antifono.gr/%ce%bf-%ce%b1%ce%bd%ce%b8%cf%81%cf%89%cf%80%ce%bf%cf%83-%cf%84%cf%89%ce%bd-%cf%83%cf%80%ce%b7%ce%bb%ce%b1%ce%b9%cf%89%ce%bd/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.