Αλέξανδρος Κοσματόπουλος      

«Και ιδού εις προσελθών είπεν αυτώ∙ διδάσκαλε αγαθέ, τι αγαθόν ποιήσω ίνα έχω ζωήν αιώνιον; Ο δε είπεν αυτώ∙ τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός ει μη εις ο Θεός. Ει δε θέλεις εισελθείν εις την ζωήν, τήρησον τας εντολάς». Με αυτό τον τρόπο απαντά ο Ιησούς στον νεανία που τον πλησίασε ρωτώντας για την αιώνιο ζωή: «Γιατί με αποκαλείς αγαθό; Κανένας δεν είναι αγαθός παρά μόνον ο Θεός». Ο Ιησούς δεν δέχεται την προσαγόρευση «αγαθός», και τούτο δεν το κάνει για να δείξει ταπεινοφροσύνη. Ο Ιησούς αναφέρεται σε μια πραγματικότητα που υπερβαίνει την διάνοια του ανθρώπου και την κατάσταση του κόσμου που κυβερνάται απ’ το κακό. Ο Θεός είναι η πηγή του αγαθού και κάθε αγαθότητας, και οι άνθρωποι γίνονται αγαθοί στο μέτρο της πραγματικής και αληθινής σχέσης τους με τον Θεό.
 Ο νεανίας απαντά με ευκολία και κομπορρημοσύνη  όσον αφορά στην τήρηση των εντολών, ακόμη και για την πιο δύσκολα εφαρμόσιμη απ’ αυτές, η οποία περιλαμβάνει όλες τις άλλες, το «αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν»: «Πάντα ταύτα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου». ΄Εχει τηρήσει τις εντολές από μικρός. Είναι πιστός και φρόνιμος.  ΄Όμως, όπως φαίνεται, η τήρηση των εντολών δεν αρκεί. Ο Ιησούς ζητά μια στάση ρηξικέλευθη. «Ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι». «Δώσε τα πλούτη σου στους φτωχούς και ακολούθησέ με». Για να ακολουθήσει κανείς τον Χριστό θα πρέπει να τα αφήσει όλα πίσω του. Και το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι ο πλούτος και όσα συνδέονται μαζί του. Με τον πλούτο και τις δυνατότητες που προσφέρει, ολόκληρη η ψυχολογία του ανθρώπου μεταλλάσσεται. Η πλάνη του πλούτου με τις ψευδαισθήσεις που καλλιεργεί, η δήθεν αυτάρκεια που χαρίζει και η περιχαράκωση σ’ αυτήν, ευρύνουν το κενό της ψυχής. «Η απάτη του πλούτου και αι περί τα λοιπά επιθυμίαι συμπνίγουν τον λόγον και άκαρπος γίνεται» (Μάρκος 4:19). «Οι δε βουλόμενοι πλουτείν εμπίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς» (Τιμοθ. Α΄ 6, 9). Οι ανεξέλεγκτες επιθυμίες πλάθουν έναν λαβύρινθο απ’ τον οποίον είναι αδύνατον κανείς να εξέλθει από μόνος του.