"Τα ονόματα της θάλασσας" στην αρχαία Ελλάδα ανάλογα της καταστάσεώς της από την επίδραση του ανέμου στην επιφάνειά της.
Με άνεμο 0 μποφόρ, η θάλασσα λεγόταν "Γαλήνη".
Με άνεμο 1 μποφόρ, η θάλασσα λεγόταν "Αλσάλος".
Με άνεμο 2 μποφόρ, η θάλασσα λεγόταν " Θάλαττα ή Θάλασσα".
Με άνεμο 3 μποφόρ, η θάλασσα λεγόταν "Μύρα" έτσι γεννιούνται οι λέξεις Λατ. Ιταλ: Mare, Γαλ: Mer, Ισπ. Πορτ.: Mar, Γερ: Meer, Ρωσ.: Mope, Φινλ.: Meri, Σλοβάκ.: Mora, Σλοβέν.: Morje, αλλά και Marin, Marina, Miror.... αλλά και Μαίρα (Νηρηίδα), από αυτή και το εβραϊκό Μυριάμ = κυρα τής θάλασσας. Σαν αντιδάνειο, το όνομα Μαρία η συλλογική μνήμη το μετέτρεψε νεότερα σε "Μαίρη", που είναι και ό αστέρας Σείριος. Μαρία, Μαρίνα, = θάλασσα. Από την ίδια λέξη και ρίζα της "Μύρα”, έχουμε τις " Μύριοι" πολλοί όπως η θάλασσα, αλλά και "Μυρμιδόνες".
Με άνεμο 4 μποφόρ, η θάλασσα λεγόταν "Πέλαγος" έτσι έχουμε τις ονομασίες "Πελασγός" = πελαγίσιος, ταξιδευτής, Πελαγονία, Πελαγονική Χερσόνησος .......
Με άνεμο 5 μποφόρ, η θάλασσα λεγόταν "Πόρος", από το αρχ. Ελλ. ρήμα "Πείρω" = διαπερνώ, μεταβαίνω απέναντι, περνώ θάλασσα. Αλλά με τι περνώ την θάλασσα; Με πλωτό "Μέσον” Ναῦς... Από το αρχ. Ελλ. ρήμα "Πείρω" έχουμε και τις "Πειρατής" "Πειρατεία". Πόροι Αλός" λέγονται οι θαλάσσιοι δρόμοι. Όποιος ήταν μέσα στον "Πόρο" (στο πέρασμα, στον θαλασσινό δρόμο) και η πρόθεση που το δηλώνει αυτό είναι το "εν" (εντός) ήταν "έν-πορος"."έμπορος" Από εκεί ξεκινά το εμπόριο. Γινόταν "Εύ-Πορος" πλούσιος δηλαδή ή αν δεν μπορούσε να ασχοληθεί με την θάλασσα ήταν "Ά-πορος" δηλ. χωρίς τα πλούτη που προσφέρει η θάλασσα. Σε μια αρχαιοτάτη καταγραφή στις πινακίδες της Γραμμικής Β' (Η Γραμμική Β είναι η πρώτη γραφή της ελληνικής γλώσσας, μεταγενέστερη μορφή της Γραμμικής Α, και χρησιμοποιήθηκε στη Μυκηναϊκή Περίοδο, από το 17ο ως τον 13ο αι. π.Χ.) εντοπίζουμε την λέξη "ΤΑ "- "ΛΑ"- "ΣΟ" - "ΠΟ" - "ΡΟ". Εναλλαγή των Του - Δου - Θου οδοντικών άηχων συμφώνων, είναι ο "Θαλασσοπόρος".