27 Αυγούστου 1922
(100 χρόνια πριν)
Γιώργος Τασιόπουλος
Παραθέτω από το βιβλίο "Τα χαΐρια μας εδώ", εκδόσεις Κουκκίδα - Αιγαίον, του Γιώργη Παπάζογλου, ένα απόσπασμα της αφήγησης της Αγγελικής Παπάζογλου.
Το κείμενο είναι αφήγηση, βγαλμένο από τα σπλάχνα της παλιάς, τυφλής, Σμυρνιάς τραγουδίστριας Αγγέλας Παπάζογλου, γυναίκας του ρεμπέτη Βαγγέλη Παπάζογλου, που πέθανε φυματικός στην Κατοχή, όπως σώθηκε και καταγράφηκε από τον γιο τους Γιώργη.
_______*****_______
....Πέντε η ώρα τ' απόγευμα ήτανε πούβγε απ' την Αρμενιά η φωτιά. Και πάμε στο σπίτι κι ήτανε η φωτιά κοντά πια. Και μία αγριάδα Γιώργο μες στο σπίτι... σ' έδιωχνε... σα να ήτανε ζωντανός άνθρωπος και σούλεγε: "Φύγετε να γλιτώσετε κι εγώ θα κάτσω να καώ για σας... να σας κάνω πλάτες να φύγετε... να σωθείτε εσείς... Φευγάτε πριν νάναι αργά.." Σ' έδιωχνε μία κρυάδα μέσα... Ο Θεός να φυλάει...
... Εντάξει το σπίτι. Εσύ όμως δεν ήθελες να φύγεις. Πού να πας... Πώς να τ' αφήσεις... Να τ' αποχωριστείς... Παντού γύρω-γύρω στα ταβάνια, στα πατώματα, στα σκαλιά, στα ντουβάρια έβλεπες κολλημένη την καρδιά σου... Δίπλα-δίπλα με τα κάντρα, τα καντράκια, τα κουρτινόξυλα, τσι φωτογραφίες, τα κεντήματα, το κεντημένο κάντρο το Φρίξο και την Έλλη, το Αρκάδι... - ήτανε στου ντουβαριού τη μέση και γύρω-γύρω οι εικόνες του Κολοκοτρώνη, του Αθανασίου Διάκου, του Καραϊσκάκη και του Ρήγα Φεραίου.
Ο θείος Γιώργης λέει: "δεν μ' άφηκες να σπάσω τους καθρέφτες βρε Ελένη... Θα σταματήσω κι εγώ το ρολόι.." "Ήτανε ένα μεγάλο έπιπλο, ρώσικο ρολόι, και τα κρύσταλλα του γύρω με "μπιζού"... Ήτανε ακριβό ρολόι.. Ίσαμε κει πάνω ήτανε... ένα μόμπιλο... έπιπλο κανονικό...". "Σταμάτησέ το ωραία - ωραία του λέει - και ξανακλείσε το πορτάκι..."
Εγώ παρακολουθούσα σα χαζή, που τόκλεισε το πορτάκι... σα νάκλεισε και την καρδιά μου μέσα κεί. Και τόκλεισε ωραία ωραία εκείνος ο αντρούκλαρος, για να μην τη πληγώσει.. Σα χαζή ήμουνα... η καρδιά μου δε μ' άκουε να φύγωμε από μέσα κεί... ήταν ένα με τα πράματα... πώς να την ξεκολλήσεις να την πάρεις; Εκειδά έμεινε κι ηκάηκε μαζί με το σπίτι... με τον μεγάλο τον κατρέφτη... με τσι διπλωμένες σημαίες... με το ρολόι... με τ' Αρκάδι... Είδες; Για δεύτερη φορά καιγούντανε στη Σμύρνη πάλι.
"Πάμε - μου λέει η μανούλα μου- να μαζέψουμε τσι πλυμένες κουρελούδες πούν' απλωμένες στο δώμα να μη μας λαμπαδιάσουνε...". Κι ανέβηκα εγώ κι ηάνοιξα την καπάντζα. Τ' ήτανε και εκείνο... Σα καυτό νερό μας παρέχυσε το ντουμάνι... Σα φουρτουνιασμένο πέλαγο χύθηκε μέσα η μαυρίλα κι η ζεστασιά... Τα καταφέραμε όμως... τσι κατεβάσαμε... να καούνε διπλωμένες... νοικοκυρεμένες... Σα να την ακούω τη μανούλα μου... "Να καούνε διπλωμένες - είπε - μέσα σ' εκείνο το κακό ... να μη μας πούνε σκατονοικοκυράδες". Είναι να μην την αγαπώ;...