Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Άρδην τ. 52, Ιανουάριος-Μάρτιος 2005, και παρά τα σχεδόν 17 χρόνια που πέρασαν από τότε, όπως και τις αναμφίβολες ελλείψεις του, διατηρεί την επικαιρότητά του, καθώς παρουσιάζονται οι βασικές συνισταμένες του ουκρανικού ζητήματος που παραμένουν ενεργές μέχρι σήμερα.
Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ουκρανία θα πρέπει ανεπιφύλακτα να ενταχθούν στο πλαίσιο του εθνικού ζητήματος που διαμορφώθηκε στον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο κατά τους τελευταίους οκτώ αιώνες, και του οποίου αποτελούν ακόμη ένα επεισόδιο ενώ, ταυτοχρόνως, το πλαίσιο αυτό επηρεάζεται άμεσα από την «οριζόντια» διαδικασία ανασύνταξης του χάρτη της γεωπολιτικής ισχύος. Η κατανόηση λοιπόν των κοινωνικο-πολιτικών φαινομένων θα πρέπει να αναζητηθεί πρωταρχικώς στο ιστορικό υπόβαθρο, το οποίο γεννά τη δυναμική τους, και κατόπιν στις εξωτερικές δυνάμεις που καθορίζουν εν πολλοίς και τη συγκεκριμένη μορφή με την οποία αυτά εμφανίζονται.
Οι «ουκρανικές ταυτότητες»
Η εθνική διαφοροποίηση μεταξύ των Ρώσων και των Ουκρανών έχει τις ρίζες της στην εποχή που ακολουθεί την κατάκτηση των σλαβικών εδαφών από την Χρυσή Ορδή (13ος αι.). Το Κίεβο, η μητρόπολη των ανατολικών Σλάβων, κέντρο της Ορθοδοξίας και βυζαντινή εφεδρεία, λεηλατείται και ισοπεδώνεται. Στους επόμενους αιώνες, η Μοσκοβία θα είναι η πόλη που αναλαμβάνει το έργο της ενοποίησης των Ρώσων απελευθερώνοντάς τους από την ταταρο-μογγολική κατοχή.
Αποκομμένα στις δυτικές περιοχές της σύγχρονης Ουκρανίας, τα πριγκιπάτα της Γαλικίας και της Βολινίας –με τη σημαντική συνεισφορά του ηγεμόνα Δανιήλ Ρομάνοβιτς– κατόρθωσαν να αντισταθούν για ένα ακόμη αιώνα μετά την έλευση των φυλών της Κ. Ασίας και να κρατήσουν ζωντανή την κληρονομιά του Ρους του Κιέβου, έως ότου απορροφηθούν από την Πολωνία και την Λιθουανία. Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας (Ποσπολίτ) τα εδάφη αυτά αποικήθηκαν από Πολωνούς, η αγροτιά οδηγήθηκε στη δουλοπαροικία και οι ορθόδοξοι Ουκρανοί πιέστηκαν να υιοθετήσουν τον καθολικισμό.
Η θρησκευτική αφομοίωση ήταν αναγκαία για τη διατήρηση της ενότητας του πολωνικού κράτους, το οποίο αντιμετώπιζε με αγωνία την πίεση της επέκτασης της Μόσχας. Απότοκη αυτής της επιχείρησης υπήρξε η Ουνία (σύνοδος του Μπρεστ-Λιτόφσκ, 1596), αποτέλεσμα της συμμαχίας του βασιλιά της Πολωνίας Σιγισμούνδου του Γ΄ (1587-1632) με τον Πάπα. Βεβαίως, η απεγνωσμένη πάλη των ορθοδόξων Ουκρανών για τη διατήρηση της θρησκευτικής —και εθνικής— ταυτότητάς τους τούς κατέστησε κέντρο ανάπτυξης των θεολογικών σπουδών, με τη δημιουργία των Αδελφοτήτων, για όλη την ορθόδοξη σλαβική ανατολή.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η διακριτή αυτή πορεία δημιούργησε το υπόβαθρο της ανάπτυξης ενός ουκρανικού εθνικισμού, όπου η ουκρανική γλώσσα, η θρησκευτική ιδιαιτερότητά του –Ουνία– και η εξάρτησή του από δυτικές δυνάμεις θα εκφρασθεί, πλέον, με σαφήνεια τον 19ο αιώνα. Ο Ιωάννης Μέγεντορφ δίνει μια δική του ενδιαφέρουσα εξήγηση για την ιδιομορφία της δυτικής Ουκρανίας: «Αξίζει να παρατηρηθεί ότι οι ορθόδοξες εκείνες χώρες που δεν αντιμετώπισαν άμεση κατάληψη από τους σταυροφόρους –η Βουλγαρία, η Σερβία και η Γαλικία-Βολινία [σ.σ. δυτική Ουκρανία]– ήταν πολύ πιο ανοιχτές στις δυτικές επαφές και μάλιστα όλες τους δέχτηκαν (οσοδήποτε σύντομα) την πολιτική επικυριαρχία του παπισμού».
Παράλληλα, όμως, στην ανατολική Ουκρανία την ίδια ιστορική περίοδο δημιουργείται ένα ιδιότυπο κέντρο ουκρανικής αντίστασης που φορέας του είναι οι Κοζάκοι. Διάγοντας στρατιωτικό και ανυπότακτο βίο, οι Κοζάκοι θα διατηρήσουν την ορθοδοξία και θα αντισταθούν τόσο στο ταταρικό χανάτο της Κριμαίας και στην Οθωμανική αυτοκρατορία όσο και στους Πολωνούς γαιοκτήμονες. Ο βασικός τους σύμμαχος είναι η Ρωσία, όπως αποδεικνύει και η ένωση του 1654, αλλά η σχέση τους θα παραμένει ευαίσθητη εξαιτίας της ανυπότακτης φύσης των κοινοτήτων τους και της αφομοιωτικής διάθεσης του ρωσικού επεκτατισμού. Ακόμα και μετά τη διάλυση των κοζακικών υπολειμμάτων της Ουκρανίας από την Μ. Αικατερίνη στα τέλη του 18ου αιώνα, και οι αγροτικές κοινότητες αλλά και οι εργατικές μάζες, που στην πλειοψηφία τους θα είναι ρωσικής καταγωγής, που θα συρρεύσουν στο Ντονμπάς (στην ουσία η περιοχή αυτή αποτελεί ενιαίο τμήμα με τη ρωσική περιφέρεια του Ντον και των εκεί κοζάκων) θα εκδηλώνουν χαρακτηριστικά ανυποταξίας χωρίς ποτέ να αμφισβητήσουν τη σύνδεσή τους με την υπόλοιπη Ρωσία.
Τα δύο αυτά εθνικά κέντρα της Ουκρανίας, θα δίνουν το δικό τους στίγμα στις ιστορικές εξελίξεις. «Ο 19ος αιώνας θα είναι για την Ουκρανία η εποχή μιας διπλής ορμής, οικονομικής στο ρωσικό κομμάτι, εθνικής αυτοσυνειδησίας στο αυστριακό. Η αγροτική και μετέπειτα βιομηχανική ρωσική Ουκρανία αναπτύχθηκε με τις εθνικές ιδέες της αυστριακής Ουκρανίας, όπου κάτω από την επιρροή της Ουνίτικης εκκλησίας, μια διανόηση διακριτικά υποστηριζόμενη από την κυβέρνηση της Βιέννης, είχε στόχο να τροφοδοτήσει ένα εθνικό ουκρανικό συναίσθημα. Για την Βιέννη η υποστήριξη των Ουκρανών ήταν ένα μέσο να δημιουργεί προβλήματα στην Ρωσία και να ασκεί πίεση στους Πολωνούς ευγενείς [σ.σ. γαιοκτήμονες] των οποίων το μεγαλύτερο μέρος των δουλοπάροικων ήταν Ουκρανοί». Η βίαιη τσαρική καταστολή στις διεκδικήσεις των Ουκρανών, ειδικά στα ζητήματα της γαιοκτησίας, του εκδημοκρατισμο,ύ του πολιτισμού και της γλώσσας, δημιούργησε τις προϋποθέσεις, οι οποίες εντάθηκαν στα χρόνια της σταλινικής τρομοκρατίας, για τη διεύρυνση του χάσματος με τη «μεγαλορωσική» πολιτική.
Στον αιώνα του ρομαντισμού, ο ουκρανικός εθνικισμός-πατριωτισμός δεν μπορούσε παρά να έχει, ταυτοχρόνως, και επαναστατική κοινωνικά κατεύθυνση. Όπως έλεγε ένας Ρώσος γενικός διοικητής, «στη δεκαετία του 1880, είχαν τα έργα του Σεβτσένκο, του εθνικού ποιητή της Ουκρανίας, στη μία τσέπη και αυτά του Μαρξ στην άλλη».
Καταλυτικό στοιχείο στη διαμόρφωση της πληθυσμιακής σύστασης της σύγχρονης Ουκρανίας θα αποτελέσει η άφιξη στα εδάφη της Νεορωσίας (σημερινής ανατολικής και νότιας Ουκρανίας) εκατοντάδων χιλιάδων Ρώσων (κυρίως μετά την κατάργηση της δουλοπαροικίας το 1861 και την αλματώδη ανάπτυξη της βιομηχανίας του Ντονμπάς).
Η μπολσεβίκικη Ουκρανία