Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου
Αναπλ. Καθηγητής στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθήνας
Αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη»Ετούτες οι εκλογές (του 2023) έχουν σημαδευτεί από την θορυβώδη είσοδο της επίκλησης της χριστιανικής πίστης στο πολιτικό προσκήνιο. Μέσα στην πανευρωπαϊκή και παγκόσμια ενίσχυση φαιών και μαύρων κινημάτων, δεν αποτελεί διόλου έκπληξη το ότι η είσοδος αυτή δεν αφορά παρουσίες Θεολογίας της Απελευθέρωσης. Αφορά κόμματα διαποτισμένα από θρησκευτικό φονταμενταλισμό, του οποίου βασικά χαρακτηριστικά είναι τα εξής τρία: 1) Επιθετικός σταυροφορικός λόγος που ισχυρίζεται πως είναι μαρτυρία, 2) Δίψα για θεοκρατία, δηλαδή για νομική επιβολή των αξιωμάτων της εκκλησιαστικής κοινότητας εφ’ όλης της κοινωνίας, και 3) Αποθέωση της αυτοχθονίας, δηλαδή ανάδειξη της βιολογικο-εθνικής προέλευσης σε αποφασιστικό κριτήριο προσδιορισμού των ανθρώπων και της στάσης απέναντί τους. Και τα τρία χαρακτηριστικά κρώζουν υπέρ της Ορθοδοξίας, μα αποτελούν ριζικά αντιχριστιανικές πεποιθήσεις.
Το παρόν σημείωμα, ίσα που προκάμω να το γράψω, μέσα σε στιγμές πολύ δύσκολες για μένα. Το γράφω ως προσημείωση αναλυτικότερου κειμένου, που ίσως να καταφέρω να φτιάξω αργότερα. Μου είναι αδύνατο να αναλύσω εδώ αυτά τα τρία χαρακτηριστικά. Έχω γράψει κατ’ επανάληψη εδώ και χρόνια, και (συγχωρέστε με, αλλά) σε τυχόν ενδιαφερόμενους ευχαρίστως να θέσω υπόψη τους δημοσιευμένα κείμενά μου.
Μολονότι λοιπόν είναι επείγουσα και ζωτική ανάγκη η διαύγεια και η ετοιμότητα να μοιράζει κανείς δυο γαϊδουριών άχυρα, δεσπόζει η θολούρα και κάνει περίπατο η φαλκίδευση. Όχι μόνο από σαμάνους του εκκλησιαστικού χώρου, αλλά και από αριστερούς που απλώς ταυτίζουν το θρησκευτικό φαινόμενο με τις φονταμενταλιστικές διαστροφές του. Αμφότεροι βολεύονται προσφέροντας σανό για γίδια: στα πνευματικοπαίδια τους οι πρώτοι, στον αυτιστικό κύκλο τους οι δεύτεροι. Αμφότεροι, ανίκανοι και απρόθυμοι να μοιράσουν δυο γαϊδουριών άχυρα.
Κατά τη γνώμη μου το σκηνικό αυτών των εκλογών έχει βαθιές ρίζες, οι οποίες πρέπει να μελετηθούν από κάθε σοβαρό άνθρωπο (είτε πιστό είτε άπιστο είτε αγνωστικιστή). Παραθέτω στη συνέχεια επισημάνσεις που είχα κάνει πριν από 19 χρόνια (κείμενο που πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Χριστιανική», 19-2-2004, και αναδημοσιεύτηκε επεξεργασμένο στο βιβλίο μου «Η Ρήξη με το Μηδέν. Σφηνάκια Πολιτικής Θεολογίας», εκδ. Αρμός, 2015). Οι επισημάνσεις είχαν αφορμή το πολιτικό κίνημα της «Χριστιανικής Δημοκρατίας», το οποίο είχε ιδρύσει ο μακαρίτης Νίκος Ψαρουδάκης (και ο οποίος είχε γίνει γνωστός για την αντιδικτατορική δράση του). Φρονώ ότι οι επισημάνσεις ισχύουν σήμερα και μάλιστα νιώθω ότι αυτά που προ ετών φαίνονταν σπερματικά, βρίσκονται πλέον σε πλήρη ανάπτυξη (μολονότι ο αναγνώστης θα το καταλάβει, διευκρινίζω εκ των προτέρων ότι την «Χ.Δ.» -και ειδικά την χριστιανοσοσιαλιστική συμβολή της- δεν της συναριθμώ στους «θρησκευόμενους» σχηματισμούς των τρεχουσών εκλογών, αλλά την αντιδιαστέλλω από αυτούς). Ακολουθούν οι εν λόγω επισημάνσεις μου:
ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ «ΑΠΟΥΣΙΑ Ή ΠΑΡΟΥΣΙΑ;»,
ΣΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ «ΤΙ ΕΙΔΟΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑ;»
«Μιλώντας κάπως σχηματικά, θεωρώ βασικό να αντιδιαστείλουμε το χριστιανοδημοκρατικό αίτημα από το χριστιανοσοσιαλιστικό. Το χριστιανοδημοκρατικό αίτημα νοιάζεται ιδιαιτέρως για τον θεσμικό εξηθικισμό της κοινωνίας, τον κυριαρχικό ρόλο της εκκλησιαστικής ιεραρχίας στην κοινωνία, την ταύτιση κοινωνίας και εκκλησιαστικής κοινότητας και την οικοδόμηση του κράτους του Θεού. Το χριστιανοσοσιαλιστικό, αντιθέτως, χαρακτηρίζεται από την αμφισβήτηση του όποιου κατεστημένου (κοινωνικού, πολιτικού ή θρησκευτικού), την αναγνώριση ότι κοινωνία και εκκλησιαστική κοινότητα δεν συμπίπτουν, την ταξική ευαισθησία και τη δυσανεξία προς τα θεοκρατικά οράματα. Στην πορεία της “Χριστιανικής Δημοκρατίας” (όπως και άλλων ρευμάτων) μπορούν να εντοπιστούν αμφότερα τα αιτήματα, με ανάλογες επιδράσεις, κάθε φορά, πάνω στην εκκλησιαστική συνείδηση. Κοντολογίς, το πρώτο αίτημα εκτρέφει περισσότερο την ισχύ, ενώ το δεύτερο την ελευθερία (σημειωτέον ότι στη διαμόρφωση του δευτέρου συνέβαλε ιδιαιτέρως η θεωρητική και πρακτική δουλειά της «Χριστιανοσοσιαλιστικής Σπουδαστικής Κίνησης» και των συνεργαζομένων της στα πανεπιστήμια, και της “Ελληνικής Χριστιανοσοσιαλιστικής Οργάνωσης Νέων”, νεολαίας της Χ.Δ., στον ευρύτερο πολιτικό χώρο, κατά τη δεκαετία του 1980).
Στον εκκλησιαστικό χώρο διείσδυση είχε, με διαφόρους τρόπους και σε διαφόρους βαθμούς, το χριστιανοδημοκρατικό αίτημα. Μετά τον εμφύλιο (1949), η πλειονότητα της εκκλησιαστικής ηγεσίας διαπίστωνε ότι η δεξιά την εκπροσωπούσε επαρκώς, αίσθημα που ενισχύθηκε και μετά την πτώση της χούντας (1974), οπότε η εκκλησιαστική ηγεσία είχε βρεθεί σε αμυντική θέση απέναντι στην αριστερίζουσα περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, επικράτησε η θέση υπέρ της μη συμμετοχής των χριστιανών στις πολιτικοκοινωνικές διεργασίες. Αυτός υπήρξε ένας από τους λόγους για τους οποίους κυριάρχησε σιγά σιγά η εικόνα μιας Εκκλησίας που αυτοπεριορίζεται σε μια “πνευματική” σφαίρα και απουσιάζει από την «κοινωνική». Βέβαια, έμμεσα και άρρητα, συμμετοχή χριστιανών υπήρχε, αλλά με την ένταξή τους σε συντηρητικούς κομματικούς σχηματισμούς. Όχι με την ανάπτυξη διακριτής και κριτικής πολιτικοποιημένης χριστιανικής σκέψης.