«Ειλικρινά δεν πιστεύω ότι έκανα πάρα πολύ σπουδαία πράγματα στην καριέρα μου. Για ένα πράγμα, όμως, σας διαβεβαιώ: ότι στη γαλέρα της ζωής μου τράβηξα άγριο κουπί»…
VEGOS10
Ένα κουπί που ο Θανάσης Βέγγος κράτησε στα χέρια του μόλις από τα άγουρα χρόνια της παιδικής ηλικίας και πάλεψε ―ένας αληθινός μαχητής― με πολλές φουρτουνιασμένες θάλασσες, πάντα με εντιμότητα, αξιοπρέπεια και περηφάνια, αντικρίζοντας κατάματα την πολυκύμαντη ζωή του και τιμώντας όσο λίγοι την τέχνη του.

Γεννήθηκε στις 29 Μάη του 1927 στο Νέο Φάληρο και ήταν το μοναχοπαίδι μιας οικογένειας βιοπαλαιστών. Ο πατέρας του Βασίλης Βέγγος ήταν τεχνικός στην Ηλεκτρική (εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος) στον Πειραιά και οργανωμένος στην Αντίσταση. Συμμετείχε στη Μάχη της Ηλεκτρικής μέσα από το τμήμα του ΕΛΑΣ που απέτρεψε την ανατίναξη του εργοστασίου από τους Γερμανούς και η πατρίδα τον αντάμειψε απολύοντάς τον από τη δουλειά του ως κομμουνιστή.
Οι μέρες που ακολουθούν γίνονται ακόμα πιο δύσκολες. Ο μικρός Θανάσης ρίχνεται στη βιοπάλη για να βοηθήσει την οικογένειά του κάνοντας διάφορες δουλειές μέχρι που κατατάσσεται στο στρατό. «Χαρακτηρισμένος» λόγω του πατέρα του και έχοντας συμμετοχή ο ίδιος στην ΕΠΟΝ στα χρόνια της Κατοχής, υπηρετεί τη θητεία του ως κρατούμενος στο κολαστήριο της Μακρονήσου.
«Έφεραν τον Θανάση Βέγγο στη Μακρόνησο τον Μάρτη του 1949. Ήταν νευρικός, αεικίνητος, αγχώδης με όλα. Ήταν όμως και καρτερικός και βοηθούσε. Το λιγότερο που φοβήθηκε ήταν η Μακρόνησος. Πιο πολύ φοβόταν τη σκόνη, όχι τα μικρόβια. Στα μακαρόνια μέσα έκοβε ένα κρεμμύδι κι έτρωγε ό,τι περίσσευε από την καραβάνα του άλλου χωρίς να σιχαίνεται. Αλλά δεν μπορούσε να ανεχτεί τη σκόνη. Και την αταξία. Έτυχε να κοιμόμαστε στο ίδιο τσαντίρι. Το καλοκαίρι έκανε αφόρητη ζέστη, οι σκηνές πύρωναν κι έτσι ανεβάζαμε τα πλαϊνά παραπέτα να μπει λίγος αέρας. Μαζί με τον αέρα όμως έμπαινε και σκόνη. Ο Θανάσης δεν μπορούσε να την υποφέρει. Μόλις γλαρώναμε, πήγαινε και τα ‘κλεινε.
makronisosvegos
(…)Ο Βέγγος ήταν όπως είναι και τώρα. Μανιώδης με την καθαριότητα, δεν είχαμε νερό να πιούμε κι αυτός κοίταζε πώς να ξεσκονίσει και να γυρίσει τις τσέπες του ανάποδα μην έχουν μέσα χνούδι. Εννοείται τσέπες αμεταχείριστες, παρθένες, γιατί δεν είχαμε δα να βάλουμε κάτι μέσα. Όταν ήρθε ο Θανάσης, ο Γιάννης Γκούμας μου είπε πως είχε έρθει ένα γειτονάκι του που είχε μεγάλη πλάκα. Πρόσθεσε ακόμα ότι ο Θανάσης ήθελε να γίνει ηθοποιός και πως έπρεπε να του βρίσκουμε ψωμί γιατί δεν χόρταινε με τίποτα. Κι έτσι ό,τι περίσσευε από του καθενός την κουραμάνα το δίναμε στον Βέγγο. Ο οποίος ήταν όπως και τώρα αεικίνητος, πρωταθλητής ανώμαλου δρόμου στη Μακρόνησο, έκανε το νησί πάνω κάτω τρέχοντας. Δεν κάπνιζε κιόλας όπως οι περισσότεροι από μας.
[Χρήστου Σιάφκου “ΤΑΣΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ – ΣΚΗΝΙΚΟ ΖΩΗΣ – ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ”, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2009. Περισσότερα εδώ: Η Μακρόνησος του Θανάση Βέγγου]