Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ Γ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ Γ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

11 Οκτωβρίου 2025

Δημογραφικές εξελίξεις: Αυτές οδηγούν σε “επιθανάτιο ρόγχο” την εκπαίδευση και την ανθρώπινη κοινωνία;


Της Γιώτας Ιωαννίδου,


Πληθαίνουν οι μελέτες και τα δημοσιεύματα που πλαισιώνουν μια γενικότερη, δυστοπική συζήτηση για τις δημογραφικές εξελίξεις. Τα στοιχεία βεβαιώνουν ότι ο αριθμός των γεννήσεων στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, υπολείπεται πλέον σημαντικά από τον αριθμό των θανάτων κάθε χρόνο. Ο πληθυσμός της γηραιάς ηπείρου γερνάει συνεχώς. Ειδικότερα για την Ελλάδα η προβολή των τάσεων εξέλιξης του πληθυσμού, από τους διεθνείς οργανισμούς κατατείνει στο ότι μέχρι το 2050 οι θάνατοι θα συνεχίσουν να υπερτερούν των γεννήσεων και αν τα μεταναστευτικά ισοζύγια είναι μηδενικά ο πληθυσμός θα μειωθεί από 1,15 έως 1,5 εκατομμύρια, ανάλογα με τα σενάρια εξέλιξης της γονιμότητας.1

Στη βάση αυτών των προβλέψεων αναπτύσσεται μια ολόκληρη συζήτηση περί τροχοπέδης στην οικονομική ανάπτυξη, για κατάρρευση των ασφαλιστικών συστημάτων αλλά και για ανάγκη ανακατανομής πόρων από χώρους που θα αποδυναμωθούν, όπως η εκπαίδευση. Εδώ και μια δεκαετία πυκνώνει η συζήτηση για μια αναγκαία δημογραφική πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα, με τη συγκρότηση σχετικών Εθνικών Σχεδίων Δράσης και ανακοίνωσης μέτρων ενίσχυσης της οικογένειας και αλλαγής των αντιλήψεων που οδηγούν σε υπογεννητικότητα. Στο όνομα των δημογραφικών εξελίξεων θεσπίζονται αντεργατικά μέτρα αύξησης παντοιοτρόπως του χρόνου εργασίας. Αλλά και δυναμώνουν φωνές συντηρητικοποίησης των ηθών αλλά και ακροδεξιάς χροιάς για επιστροφή στις παραδόσεις «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» και της γυναίκας στο σπίτι, ώστε να αυξηθούν οι γεννήσεις. Πληθαίνουν τα «Συνέδρια γονιμότητας» και οι «διακηρύξεις περί δικαιωμάτων του αγέννητου παιδιού».

Την ίδια στιγμή που οι χώρες κλείνουν τα σύνορά τους σε μετανάστες και πρόσφυγες από τις εμπόλεμες ζώνες, αποκτά κεντρικό ρόλο στη συζήτηση η «διαλογή» τους, με τον εύηχο τίτλο «προσέλκυση μεταναστών υψηλού κεφαλαίου». Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του Ν. Χριστοδουλάκη για την αξιοποίηση των μορφωμένων και τεχνικά καταρτισμένων Σύρων προσφύγων με την ευκαιρία διάλυσης της Συρίας. Σε αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε παλιότερα η πολιτική της Μέρκελ για αποδοχή συγκεκριμένου αριθμού μεταναστών στη Γερμανία με βάση τις συγκεκριμένες ανάγκες θέσεων εργασίας. Όπως και σήμερα που ο Φ. Μερς, ηγέτης της αντιπολίτευσης των Χριστιανοδημοκρατών, που δήλωσε ότι είναι διαφορετικό να μιλά για δουλειά σχετικά με τους μετανάστες και διαφορετικό για εγκατάσταση. Στο ίδιο μήκος κύματος ο Λαντ Πριτσετ, πρώην στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας, θεωρεί ότι δύο είναι οι πιθανές λύσεις στη δημογραφική κρίση: ή η αύξηση των ωρών εργασίας ή η οργάνωση νόμιμης και ελεγχόμενης εισόδου μεταναστών, ορισμένης διάρκειας.

Τί συμβαίνει τελικά; Πρόκειται για αυτοχειριασμό των κοινωνιών, που αποφάσισαν να πεθάνουν και ο καπιταλισμός προσπαθεί να ανακόψει αυτή την πορεία «επιθανάτιου ρόγχου»;

Τί δείχνουν τα στοιχεία;

Η δημογραφική εικόνα της Ελλάδας σήμερα διαφέρει σημαντικά από αυτήν της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας.

Η εικόνα αυτή συντίθεται από τα παρακάτω στοιχεία: Υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της επικράτειας. Σημαντική μεν αύξηση του προσδόκιμου ζωής μας αλλά και μεγαλύτερη επιβράδυνση στον ρυθμό αύξησής του μετά το 1995 σε σχέση με άλλες χώρες της Ε.Ε. Ταχύτατη μείωση των γεννήσεων μετά το 1980. Μείωση των γάμων, αύξηση των διαζυγίων και των συμφώνων συμβίωσης, με αποτέλεσμα την αλλαγή της σύνθεσης και της δομής των νοικοκυριών και των οικογενειών με την ανάδυση νέων οικογενειακών μοντέλων. Συνεχής αύξηση του ειδικού βάρους των 65 ετών και άνω (από το 6,8% το 1951 στο 23% σήμερα) και μείωση του ειδικού βάρους των νέων 0-19 ετών. Συνεχής αύξηση των θανάτων. Αναστροφή των μεταναστευτικών ισοζυγίων, που από θετικά μέχρι το 2010 μετατράπηκαν σε αρνητικά (περισσότεροι έξοδοι από είσοδοι το 2011-2023). Συνεχής μείωση μετά το 2010 του πληθυσμού της χώρας, απόρροια των αρνητικών φυσικών και μεταναστευτικών ισοζυγίων.2

13 Νοεμβρίου 2020

Η τηλεκπαίδευση τον καιρό της πανδημίας

της Γιώτας Ιωαννίδου*

Η τηλεκπαίδευση ήρθε για να μείνει, δηλώνει με κάθε αφορμή το Υπουργείο Παιδείας τονίζοντας ότι η κυβέρνηση κατάφερε «να μετατρέψει την κρίση σε ευκαιρία». Ταυτόχρονα συνεχίζουν να αναπαράγουν τη ρητορική της πλατιάς αποδοχής του προϊόντος τηλεκπαίδευση από εκπαιδευτικούς και μαθητές με διθυραμβικά αθροιστικά στοιχεία συμμετοχής. Λες και δεν είναι πλατιά γνωστό ότι όποιος κλικάρει σε ένα λινκ για να εισαχθεί σε ένα εικονικό περιβάλλον, μπορεί απλά να είναι «ωσεί παρόν». Ωστόσο και με όλα αυτά, δύσκολα μπορούν να κρύψουν ότι πάνω από 30 – 40% κατά μέσο όρο (και σε υποβαθμισμένες περιοχές πολύ περισσότερο) των μαθητών δεν «υπήρξαν πουθενά» σε αυτή τη διαδικασία αλλά και οι περισσότεροι μαθητές που συμμετείχαν αρχικά, έβαιναν μειούμενοι. Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, στο πάνω από 85%  των χωρών παγκόσμια που ακολούθησαν την πολιτική κλεισίματος των σχολείων, μεταξύ των 1,6 δις μαθητών τους εμφανίστηκαν «βαθιά ψηφιακά χάσματα». Με βάση τα στοιχεία έρευνας στα πλαίσια του PISA, σε 82 χώρες η πρόσβαση των μαθητών σε κάποιου διαδικτυακού τύπου εκπαίδευση, την περίοδο του lokdown κυμάνθηκε από 35-70%, ενώ σε χώρες με μεσαίο ή χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης το ποσοστό αυτό ήταν κάτω από 50%.

Στην Ελλάδα (κι όχι μόνο) η διαδικασία αυτή έφερε στην επιφάνεια τα τεράστια προβλήματα της δημόσιας εκπαίδευσης, που έχει δημιουργήσει η εφαρμογή της αντιδραστικής πολιτικής όλων των κυβερνήσεων στη γραμμή ΕΕ – ΟΟΣΑ. Και τα παρόξυνε ακόμη περισσότερο σε συνδυασμό με  τα παιδαγωγικά και άλλα προβλήματα που έφερε (έλλειψη μέσων, προσωπικά δεδομένα, ασφάλεια πλοήγησης κλπ.). Για την αγοραία λογική της κυβέρνησης βέβαια και την ανάγκη εμπορικής προώθησης του προϊόντος τηλεκπαίδευση κι όλων των συνοδευτικών του, σημασία έχουν τα νούμερα. Όπως άλλωστε συμβαίνει και με κάθε εμπόρευμα που αποκτά αξία από το πόσοι το αγοράζουν κι όχι από το τι ακριβώς είναι. Σε αυτό συμβάλλει ο βομβαρδισμός του κοινού των πελατών με καταιγιστικές πληροφορίες υπεροχής του κι όχι η παροχή γνώσης της ουσίας του,  έτσι ώστε να μη νομιμοποιείται κανείς να το αμφισβητήσει. Μέχρι και διαγωνισμό καλύτερης ψηφιακής τάξης είδαμε –κατ’ αναλογία με τους ποικίλους διαγωνισμούς καλύτερου αγοραστή προϊόντων των εταιρειών.

Η Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση και η καπιταλιστική αναδιάρθρωση

Γενικά η θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου αντιμετωπίζει την εκπαίδευση σαν μηχανισμό μεγέθυνσης της οικονομικής ανάπτυξης. Συμπληρωμένη δε από το «δημόσιο managment» η εκπαίδευση αντιμετωπίζεται σαν επιχείρηση που μας ενδιαφέρουν οι εκροές – προϊόντα της σε σχέση με τις όσο το δυνατόν μειούμενες εισροές. «Doing best with fewer resources», όπως διακηρύσσει ο ΟΟΣΑ. Η κυβέρνηση πριν τις εκλογές είχε παρουσιάσει το πρόγραμμα της ΝΔ για την παιδεία, όπου αντιμετώπιζε την εκπαίδευση σαν «επένδυση», «σαν μηχανή που θα κινήσει την οικονομία». Η έμφαση από τότε είχε δοθεί στις δεξιότητες του εργατικού δυναμικού που απαιτεί η αγορά. Ήπιες δεξιότητες (soft skills) και ψηφιακές δεξιότητες (digital skills). Μάλιστα ως μέτρο ενίσχυσης του «κοινωνικού χαρακτήρα» της εκπαίδευσης προτείνεται η «εισαγωγή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης σε ορισμένα γνωστικά αντικείμενα (όπως π.χ. των ξένων γλωσσών) σε σχολεία απομακρυσμένων και δυσπρόσιτων περιοχών, όταν υπάρχει αδυναμία κάλυψης των θέσεων». Σύμφωνα με το special report του ΣΕΒ για την τηλεργασία (2/05/2019) το επάγγελμα του εκπαιδευτικού είναι ένα από τα επαγγέλματα που προσφέρονται για τηλεργασία. Η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση, με άκρως επιχειρηματικό τρόπο και ως ελιξήριο δια πάσαν νόσον, δεν αποτελεί ελληνική πατέντα. Αποτελεί κεντρική κατεύθυνση όλων των διεθνών οργανισμών (σχέδιο δράσης για την ψηφιακή εκπαίδευση, της ΕΕ, ειδικά υλικά της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Unesco κ.λπ.) και όχι νέα υπόθεση (Κοινωνία της Πληροφορίας, άπειρα πακέτα ΕΠΕΑΕΚ και ΕΣΠΑ, παροχή ολόκληρων μεταπτυχιακών και καταρτίσεων επί πληρωμή κλπ.). Ήδη από τη συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) η εξ Αποστάσεως εκπαίδευση θεωρήθηκε ως μια μορφή εκπαίδευσης που πρέπει να προωθηθεί. Αυτό δεν ήταν τυχαίο. Πρόκειται για την εποχή που με βάση την προτεραιότητα της ανταγωνιστικής οικονομίας της γνώσης, τα εκπαιδευτικά συστήματα αρχίζουν να προσαρμόζονται στο μοντέλο μιας υποχρεωτικής εκπαίδευσης που εξασφαλίζει δεξιότητες και ενός μετα-υποχρεωτικού εκπαιδευτικού πολυχώρου Πανεπιστημίων, Κολλεγίων, επαγγελματικής και Δια Βίου εκπαίδευσης, με κεντρικό νεύρο την κατάρτιση. Αφού μόνο τέτοια συστήματα με βάση τις κατευθύνσεις ΕΕ – ΟΟΣΑ, μπορούν να εξασφαλίσουν την ευελιξία και την προσαρμοστικότητα του εργατικού δυναμικού.

05 Ιουλίου 2019

Η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην εκπαίδευση. Από τις «ντιρεκτίβες» του κεφαλαίου στα «προαπαιτούμενα»

της 

Γιώτας Ιωαννίδου*

Οι μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση αποτελούν εδώ και αρκετά χρόνια -ήδη από το τέλος της κρίσης των δεκαετιών 70 και 80- αντικείμενο κεντρικής σημασίας για τα καπιταλιστικά κράτη και το κεφάλαιο, αλλά και για τις διαδικασίες και την πολιτική των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων. Στο πλαίσιο αυτό, έχει μεγάλη σημασία από τη σκοπιά της παρέμβασης στην ταξική πάλη υπέρ των δυνάμεων της εργασίας, να λαμβάνουμε υπόψη τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσονται οι πολιτικές αυτές μέσα στον χρόνο και παράλληλα να διακρίνουμε τις κεντρικότερες τάσεις που τις χαρακτηρίζουν.
Στην υπόθεση της εκπαίδευσης η κατάσταση στην Ελλάδα επηρεάζεται καταλυτικά και -σε μεγάλο βαθμό- καθορίζεται από την πολιτική που διαμορφώνεται σε διεθνές και ιδιαίτερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Φυσικά, στη συγκεκριμένη μορφή που παίρνουν, τελικά, οι εκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις στην Ελλάδα μεγάλο ρόλο παίζουν οι ειδικές συνθήκες της χώρας, της οικονομίας, του κράτους και της ταξικής πάλης γενικότερα και του εκπαιδευτικού κινήματος πιο ειδικά, ιδιαίτερα μετά την εκδήλωση της δομικής καπιταλιστικής κρίσης και τις αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις που έχουν δρομολογηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα (με αιχμή, στη χώρα μας, τα μνημόνια). Πρόκειται για αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις που αλλάζουν το «DNA» της μέχρι τώρα θεωρούμενης εκπαίδευσης. Έχει προηγηθεί μια σταδιακή αλλαγή στους ίδιους τους ορισμούς των εννοιών της γνώσης, της εκπαίδευσης και της εργασίας με κεντρικό στοιχείο την απόδοση καπιταλιστικού κέρδους μέσω της πλήρους προσαρμογής τους στις ανάγκες των επιχειρήσεων και της ανταγωνιστικότητάς τους. Όλα τα παραπάνω θεωρούνται στοιχεία που ανεβάζουν την ανταγωνιστικότητα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημιουργώντας την πολυπόθητη «ανταγωνιστική οικονομία της γνώσης» που  επαγγέλλονται τα πολυπληθή ντοκουμέντα της πολιτικής της.
Από το Μάαστριχτ και τη Λευκή Βίβλο προς την ανταγωνιστική οικονομία της γνώσης
Η εκπαίδευση κι η επαγγελματική κατάρτιση ξεκινούν να γίνονται τομείς εκπόνησης ευρωπαϊκής πολιτικής από τη συνθήκη του Μάαστριχτ (1992).  Η «Λευκή Βίβλος» το 1993 αλλά και η «Πράσινη Βίβλος για την Ευρωπαϊκή Κοινή Πολιτική» την ίδια περίοδο σηματοδοτούν μια πιο καθαρή στροφή της εκπαίδευσης προς τις ανάγκες της οικονομίας. «Οι επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο είναι απαραίτητες για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας»1, έγραφε η πρώτη, ενώ ο Ζακ Ντελόρ την παρουσίαζε λέγοντας ότι «δεν πρέπει να επιμένουμε σε αμετακίνητα κοινωνικά κεκτημένα». Ταυτόχρονα αναπτύσσεται μια έντονη συζήτηση που επιδιώκει να επιβάλει ένα νέο «ευρωπαϊκό» τρόπο σκέψης για τα εκπαιδευτικά πράγματα, με την εκπαίδευση να φέρει την κύρια ευθύνη για την αύξηση της ανεργίας, αφού δεν προετοιμάζει το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό. Η Δια Βίου Μάθηση εμφανίζεται λιγότερο σαν πολιτική εκπαίδευσης και περισσότερο σαν δρόμος μείωσης της ανεργίας – «ενεργητική πολιτική απασχόλησης»- αφού θα είναι ατομική ευθύνη του καθένα που πρέπει να την αναλάβει εφ όρου ζωής, κάνοντας «ανταγωνιστικό» εμπόρευμα την «εργατική του δύναμη» στην αγορά εργασίας αντί να περιμένει παθητικά την επιδοματική, κρατική πολιτική.

01 Ιουλίου 2018

Περί της τυποποιημένης αξιολόγησης των μαθητών…



Της Γιώτας Ιωαννίδου*

Η αξιολόγηση (εσωτερική και εξωτερική) στην εκπαίδευση, ως διαδικασία μέτρησης επιδόσεων και κατάταξης σχολείων, εκπαιδευτικών, μαθητών, είναι από τις βασικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ προς την ΕΕ και τον ΟΟΣΑ. Είναι από τις κατευθύνσεις αυτές της ΕΕ που, χρόνια τώρα, οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσαν να περάσουν εξαιτίας της σφοδρής αντίθεσης του εκπαιδευτικού κινήματος. Συχνό ερώτημα στους Έλληνες συνδικαλιστές, στις συναντήσεις με ξένες αντιπροσωπείες, αποτελεί η μεταφορά της εμπειρίας του πώς έγινε αυτό κατορθωτό. Καθώς η αντιπαράθεση του εκπαιδευτικού κινήματος με την εφαρμοζόμενη αξιολόγηση σε μια σειρά χώρες (π.χ. Αγγλία, ΗΠΑ) είναι από τις κύριες αιτίες αγωνιστικών κινητοποιήσεων, μιας και τα αποτελέσματά τους στην αποστέωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας αλλά και σε κλεισίματα σχολείων και απολύσεις εκπαιδευτικών είναι τραγικά.