Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Τ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Τ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

Η θανατηφόρα γοητεία της Dark wave



Του Τάσου Αναστασίου από την Ρήξη φ. 156


Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και κυρίως σε αυτή του ’80 άνθισε στην Ευρώπη μια μουσική σκηνή, η dark wave, ως υποείδος της new wave και της post punk. Bauhaus, Joy Division, Sisters of Mercy, Siouxsie and the Banshees είναι μερικές από τις μπάντες που γίνανε πιο γνωστές και εξαπλώθηκε η φήμη τους παγκοσμίως. Στεντόρειες μα πειθαρχημένες φωνές, διανθισμένες με ρυθμικότατα μπάσα και περήφανα κρουστά, παντρεύονται με απλά, αλλά επιβλητικά riffs στις κιθάρες και το ηχητικό αποτέλεσμα που παράγεται διακρίνεται από μια αντίφαση: Από τη μία προετοιμάζεται ο ακροατής για το μοιραίο που θα επέλθει, από την άλλη καλείται σε κίνηση-ροή, ζωή, παραδόξως. Ο τρόπος ντυσίματος μουσικών και ακροατών παραπέμπει σε τελετή κηδείας με την κυριαρχία του μαύρου χρώματος την ώρα που η αίσθηση της λύπης και της απώλειας λυρικοποιείται.
Η μουσική αυτή αποτέλεσε μια εναλλακτική μόδα στην κυρίαρχη ποπ μουσική, έναν παραπόταμο (από τους πολλούς) που θα διοχετευτεί η αντίθεση με το μουσικό mainstream και η εκτόνωση της νεανικής αντισυμβατικότητας. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι χρονικά συμπίπτει με την αρχή της παγίωσης του νεοφιλελευθερισμού στην Αγγλία αρχικά, μετά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, και στην επιτάχυνση των παγκοσμιοποιητικών διαδικασιών. Με τρόπο μεταφυσικό, ανεπίγνωστα το πιθανότερο, αναδεικνύει τα αδιέξοδα του δυτικού πολιτισμού και την κυριαρχία του μηδενισμού που ουσιαστικά προαναγγέλλει το τέλος ενός τρόπου ζωής που φαίνεται πιο πολύ να αργοσβήνει παρά να εξελίσσεται ή να μετασχηματίζεται.

Οι φορείς της dark wave δεν κηρύσσουν κάποια μορφή εξέγερσης ή αντίθεσης στα κακώς κείμενα της κοινωνίας –όπως προγενέστερα μουσικά ρεύματα, όπως η ροκ ή η πανκ- αλλά αντανακλούν μια μοιρολατρία και μια αγάπη προς το τέλος, τον θάνατο, την αποδοχή της ήττας. I can’t escape myself μας λένε οι Sound καταθέτοντας τη νίκη του ατομισμού συνοδευόμενοι από έναν χορό εξολοκλήρου ατομοκεντρικό, αφού δεν υπάρχει προσωπική επαφή, κανείς δεν πιάνει το χέρι του άλλου, ο καθένας χορεύει μόνος, οδηγούμενος σαν νεκροφόρα που παρελαύνει ενώπιον πιστών νεκροζώντανων να πανηγυρίζουν. I can’t remember feeling real παραδέχονται οι Trisomie 21 στο αριστουργηματικό Last Song (!), επιδιώκοντας την απώλεια επαφής με την πραγματικότητα ενός πολιτισμού που έχει το εξής αντιφατικό χαρακτηριστικό: ενώ εξαπλώνεται παγκοσμίως κατορθώνοντας να έχει κατακτήσει όλα σχεδόν τα μήκη και πλάτη της γης, ταυτόχρονα χαρακτηρίζεται όχι μόνο από έλλειψη νοήματος και οράματος (άρα μέλλοντος), αλλά οδεύει και στον φυσικό αφανισμό των υποκειμένων του, διά της υπογεννητικότητας και της υποκατάστασής τους από μηχανές. Αυτό τελικά που επικρατεί είναι ότι, μέσω των συναισθημάτων που πηγάζουν ακούγοντάς την, υμνείται ένα δυστοπικό μέλλον ή αναμένεται ενθουσιωδώς ο επικείμενος θάνατος του δυτικού πολιτισμού.

Σάββατο 20 Απριλίου 2019

Πολιτιστικό (Αθήνας) αντάρτικο

Οφείλουμε να μετατρέψουμε την βιομηχανία ελεύθερου χρόνου σε «παιχνίδι σχέσεων» πολύτιμου χρόνου

Πολιτιστικό αντάρτικο
EUROKINISSI
Του Τάσου Αναστασίου* από την huffingtonpost.gr
Είναι εμφανές στις μέρες μας πως ο ιστός της κοινωνίας έχει διαρραγεί, η κοινωνική συνοχή φθίνει, τη στιγμή που ο καθένας αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ιδωμένο ως σχετιζόμενο με μια οθόνη ή εμφορούμενο από μια ουσία ή ένα οποιοδήποτε πάθος.
Ο Αθηναίος σήμερα, πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον Έλληνα, είναι αποξενωμένος, αγχωμένος, εγκλωβισμένος μέσα στην θεοποίηση της οθόνης των έξυπνων κινητών (με την οπουδήποτε σύνδεση στο διαδίκτυο και τα εκατοντάδες εγκατεστημένα «παιχνίδια»), της τηλεοπτικής οθόνης (με την κομματική προπαγάνδα, τα ναρκισσιστικά ριάλιτι τύπου Σαρβάιβορ, το αποχαυνωτικό Νέτφλιξ), της οθόνης του υπολογιστή και τις αμέτρητες επιλογές που αυτή προσφέρει μέσω του Διαδικτύου. Η οθόνη είναι η νέα θεά που υποκαθιστά εύκολα και άμεσα τις ανθρώπινες σχέσεις, την επαφή μας με τον «άλλον».
Παράλληλα, προκειμένου να καταπραΰνει τη ρουτίνα της καθημερινότητας, την οικονομική δυσχέρεια, τις προσωπικές ανασφάλειες, το βάναυσο της πολύωρης εργασίας ή της εξοντωτικής ανεργίας, ο σύγχρονος Αθηναίος καταφεύγει ανεμπόδιστα στην υποβοηθούμενη με ουσίες και τζόγο «διασκέδαση»: Η κάνναβη νομιμοποιείται προσεχώς, το αλκοόλ ρέει άφθονο στην τουριστική μας μπαρούπολη, ενώ σε κάθε γειτονιά υπάρχει κι ένα μικρό καζίνο, δημιούργημα της πρώτης φοράς αριστερά. Με όλες αυτές τις «επιλογές», κατορθώνει να σκοτώσει το χρόνο του και συγχρόνως το νόημα της ύπαρξης του. Αναντίρρητα, αποδέχεται παθητικά τον τρόπο ζωής που του σερβίρεται.