Βασίλης Λαμπόγλου
Άστεγος, περιπλανώμενος, παραμυθάς, αν και τραυλός.
Έπαιζε ακορντεόν κι αυτοσχεδίαζε κλέφτικα τραγούδια.
Βρώμικος, ψειριασμένος. Φουστανελοφορεμένος και με στολίδια, ολοχρονίς σαν Μεγαλέξανδρος.
Καμιά γυναίκα δεν τον ήθελε.
Οι μεγάλοι των φώναζαν αχμάκη (αφελής, κουτός, βραδύνους).
Τα παιδιά τον πετροβολούσαν.
Ένας «φτωχούλης του θεού», με σπάνια «προίκα» στην ψυχή και στο ζερβί του χέρι.
Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του 'βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους.
Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε.
Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του.
Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του − αν σώζονται ακόμη.
Ο κόσμος όμως τον περιγελούσε.
Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μια ανεμόσκαλα και του 'σπασαν δυο κόκαλα.
Ζωγράφιζε μικρομάγαζα και σπιτικά, για λίγη τροφή.
Ετσι περιγράφουν οι μαρτυρίες τον - μετά θάνατο διεθνώς φημισμένο - λαϊκό ζωγράφο, τον οποίο οι καλλιτέχνες και διανοούμενοι της γενιάς του '30 θεωρούσαν «πατριάρχη τους» αναφορικά με την ελληνική πολιτιστική τους «ταυτότητα», Θεόφιλο Χατζημιχαήλ.
Στα δεκαπέντε του έφυγε από το χωριό του, τη Βαρειά της Μυτιλήνης για τη Σμύρνη (όπου έζησε χρόνια).
Τριαντάχρονος περίπου, πήγε εθελοντής στον ελληνοτουρκικό πόλεμο.