«Καὶ πιστεύω πὼς ὅλοι κάνουν τὰ πάντα γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ μία ἔνδοξη φήμη· ὅσον ἀνώτεροι εἶναι, τόσο περισσότερον. Γιατὶ εἶναι ἐρωτευμένοι μὲ τὴν ἀθανασία. Καὶ αὐτοὶ ποὺ εἶναι γόνιμοι στὸ σῶμα στρέφουν τὴν προσοχὴ τους στὶς γυναῖκες καὶ ἔτσι ἐρωτεύονται ἐξασφαλίζοντας διὰ τῆς τεκνοποιίας ἀθανασία, ὑστεροφημία καὶ εὐτυχία γιὰ πάντα καθὼς νομίζουν.
Ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ οἱ γόνιμοι στὴν ψυχήν, γιατὶ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ κυοφοροῦν στὴν ψυχὴν περισσότερον, παρὰ στὸ σῶμα αὐτὰ τὰ ὁποῖα ταιριάζουν νὰ κυοφορηθοῦν καὶ νὰ γεννηθοῦν ἀπὸ αὐτήν»,
Συμπόσιον, 27, Πλάτων.
...
Τέχνη < τεύχω = κατασκευάζω, δημιουργῶ· συγγενὲς τοῦ τίκτω ( = γεννῶ, φέρω στὸν κόσμον).
Ἡ τέχνη εἶναι τὸ τέκνον ( < τεύχω· ἀποτέλεσμα τοῦ τεύχειν) τοῦ δημιουργοῦ καὶ μάλιστα πνευματικὸν τέκνον, ἀποτέλεσμα ἔρωτος ποὺ ἐμπνέει ἡ Οὐρανία Ἀφροδίτη.
Διότι ὅπως ἡ ἔμπαις ( = ἔγκυος) τεύχει καὶ μέσῳ τοῦ ὀμφαλίου λώρου, ὀμφύνει ( = αὐξάνει) τὸ δημιούργημα τοῦ -προκληθέντος ἐκ τῆς Πανδήμου Ἀφροδίτης- ἔρωτός της μὲ τὸν ὀπυίοντα ( < ὀπός = χυμός + ὕω = βρέχω, διότι ὁ ἀνὴρ εἶναι υἰός, ἥτοι φέρει ὑετόν/ σπέρμα), ἕως ὅτου τὸ φέρει στὸν κόσμον, ἔτσι κι ὁ τέκτων ὀφείλει νὰ συνουσιάσει τοὺς χυμοὺς τῆς σοφίας στὴν μῆτρα τῆς Ἱδέας, ποὺ ἡ ἐπιστήμη θὰ ὀμφύνει, ἕως ὅτου γεννηθεῖ ἡ Ἀρετή, τὸ πρότυπον τοῦ Ἰδεώδους, ἤτοι τὸ εἴδωλον.
Τὰ τεχνήματα δὲν εἶναι τίποτε ἄλλον παρὰ τέκνα αὐτῆς τῆς διεργασίας, ἐξ οὗ καὶ τὸ τέχνημα ἔχει διττὴν σημασία· εἶναι καὶ καλλιτέχνημα, εἶναι ὅμως καὶ τέχνασμα, δόλια ἐπινόησις. Ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ τεύχω ποὺ σηματοδοτεῖ καὶ τὴν γέννησιν, μὰ καὶ τὴν καταφορά.
Ὡς λέγει καὶ ὁ μέγας Πλάτων, (Μενέξενος, 246) :
«Πᾶσα τὲ ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται».
Διότι ἐπιστήμη, σοφία, καὶ ἀρετή εἶναι ἀνάλογα, τόσον ὅσον καὶ ὁ τέκτων μὲ τὸ τέκνον του.
Καὶ σὲ αὐτὸ ξεχωρίζει καὶ ὁ καλλι-τέχνης ἀπὸ τὸν κακότεχνον, τὸν ἀκαλαίσθητον τεχνίτη, τοῦ ὁποίου οἱ προσλαμβάνουσες καὶ ἡ διανόησις, ὡς ὠάριον καὶ σπερματοζωάριον ἀντιστοίχως, στὴν ἐκτροχιασμένη του ψυχὴ ἀπὸ τὸ Ἀγαθόν, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ γεννήσει ἐκτρώματα καὶ τερατουργήματα, ὡς ἀκριβῶς ἡ φύσις κάθε μὴ ὑγιές, ἀτελὲς ἔμβρυον τὸ ὁδηγεῖ στὴν ἄμβλωσιν.
Ἔτσι λοιπὸν δὲν προκαλοῦν ἐντύπωσιν στοὺς καιροὺς ἐκφυλισμοῦ ποὺ διάγομεν τὰ ἐξαμβλώματα μὲ τὰ ὁποῖα κάποιοι ἔχουν γεμίσει τὸν τόπον ποὺ κάποτε γέννησε τὴν ἀληθῶς Οὐρανίαν τέχνην, καὶ μάλιστα τὴν πρώτη καὶ σπουδαιοτάτη, τὴν ἀρχι-τεκτονική, τὸν ῥυθμόν, τὴν ἁρμονία· τέκνα τῆς ὁποίας εἶναι τὰ παντὸς εἴδους ἀριστουργήματα τῶν προγόνων μας, ὅπως εἴδωλα ( = ἀπεικόνισις Ἰδέας) καὶ ναοί, δομημένα σὲ πλήρη συμφωνία καὶ συμμετρία μὲ τὸ σύμπαν καὶ τοὺς νόμους ποὺ τὸ διέπουν.
Τὰ ἐξαμβλώματα λοιπὸν δὲν εἶναι παρὰ σπορικὰ καὶ γεννήματα, ἤτοι τέχνη ἀναρμόστων, ἀσυμμέτρων καὶ ἀρρύθμων διανοιῶν, θέσει ἐξαχρειωμένων ψυχῶν καὶ πλήρως ἐκφυλισμένων μορφωμάτων, οἱ ὁποῖες ψυχὲς καὶ μορφώματα ἀποδεικνύουν μὲ τὰ τέκνα τους πὼς ἡ μόρφωσις μὲ τὴν παρα-μόρφωσιν δὲν διαφέρουν μόνον οὔτε λόγῳ τῆς προθέσεως (παρά) ὡς μέρος τοῦ λόγου, οὔτε λόγῳ μόνον τῆς προθέσεως ( = δημόσια ἔκθεσις) τῶν ἐκτρωμάτων τους, μὰ κατὰ κύριον λόγον λόγῳ τῆς προθέσεως ( = φρονήματος καὶ προαιρέσεως) τῶν ψυχῶν τῶν τεκτόνων τους νὰ ἀναζητήσουν τὸ Ἀγαθόν.
Ὀρθῶς λοιπὸν λέγεται πὼς ἡ ποιότης κάθε κοινωνίας κρίνεται ἀπὸ τὴν τέχνην τῆς τελευταίας ( < τέκνην < τίκτω), διότι τὰ τέκνα της ὁμοιάζουν σὲ αὐτήν, ὡς τὸ παιδὶ μὲ τοὺς γονεῖς του. Καὶ ἐκφράζουν τὸν παλμὸν καὶ τὴν ἔντασιν τῆς σήψεως ἤ τῆς ἀκμῆς της στὴν ὁποία αὐτὴ βρίσκεται.
Αὐτὸ ποὺ μέσα σὲ μία φράσιν περιέκλεισε ὁ Κικέρων :
«O tempora, o mores!» ( = Ὦ καιροί, ὦ ἤθη!).
Καὶ δεδομένου πὼς τὴν τύχην ( < τεύχω) τὴν τεύχει κανείς, δὲν προκαλεῖ ἐντύπωσιν ἐν καιροῖς αἰσχροῖς, ὡς εἶναι οἱ σημερινοί, ἀκόμη καὶ τὸ πιὸ εὔμορφον καὶ λαμπρὸν στολίδι νὰ ἐπισκιάζεται ἀπὸ τὸ σκότος τῆς ἀ-σχήμιας ποὺ δύσμορφες ψυχὲς ἐννοοῦν ὡς «καλλιτεχνία».
Ἄς μὴ ξεχνῶμεν ἄλλωστε τὸν αἰγληέντα Παρθενῶνα, ὁ ὁποῖος σὰν κάποια θεϊκὴ φωνὴ νὰ διέταξε τότε τὸν Ἰκτῖνον, τὸν Καλλικράτη, τὸν Φειδία ὡς καὶ τὸν κατώτερον τῇ τάξει ἐργάτη, νὰ δημιουργήσουν μὲ μέτρον τὸ σύμπαν, ἐπόπτην τὸν Ἥλιον καὶ ἐργοδηγὸν τὸν Σείριον, ἕναν ναὸν ἀφιερωμένον στὴν Παρθένον Ἀθηνᾶ, στὴν σοφίαν ποὺ αὐτὸς ὁ τόπος ἐγέννησε.
Ἕναν ναὸν ποὺ θὰ ἀντικατοπτρίζει στὴν αἰωνιότητα τὰ δεινὰ καὶ τὴν λαμπηδόνα τοῦ ἑλληνισμοῦ, καὶ μαζί τους τὰ πάθη καὶ τὴν ἀκτινοβολία τῆς ἀληθοῦς τέχνης, τῆς καλλιτεχνίας τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν σοφία, τὴν ὁποία ἡ θεὸς συμβολίζει.
Καὶ πράγματι κάθε φορὰ ποὺ ὁ ἑλληνισμὸς ὑπέφερε, ὁ Ἱερὸς Βράχος, πότε φλεγόμενος, πότε καταποντιζόμενος, πότε καταπατημένος ἀπὸ βαρβαρόφρονες, πάντα ἀνακλοῦσε τὰ γεγονότα. Ὁ δὲ Παρθενὼν πιὸ συγκεκριμένως ἀντικαθρέφτιζε κάθε φορὰ τὸ εἶδος τῆς συμφορᾶς, ἄλλοτε κατακρεουργημένος καὶ μετατετραμμένος σὲ χριστιανικὸν ναὸν τῶν ὀρθοδόξων κι ἄλλοτε τῶν καθολικῶν· ἄλλοτε καταπατημένος ἀπὸ τὴν φραγκικὴ μπόττα, ἄλλοτε σφαδάζων ὑπέφερε τὸν μιναρέ καὶ τὸν βενετικὸν βομβαρδισμόν· κι ἄλλοτε τὴν σφαγὴ τῶν Λόρδων καὶ κάθε ἄλλου βαρβαρόφρονος ἅρπαγος ποὺ θέλησε νὰ τὸν καπηλευτεῖ ἤ νὰ τὸν... περιποιηθεῖ.
Μέχρι καὶ σήμερα ὁ «ἐλεύθερος» Παρθενὼν δεικνύει μὲ τὶς ἀμέτρητες σκαλωσιὲς ποὺ τὸν περιβάλλουν καὶ τὸν ἀσχημαίνουν τὴν κατάστασιν εἰς τὴν ὁποία κατήντησε αὐτὴ ἡ ἔνδοξη πατρίς, ὑποβασταζομένη ἀπὸ διάνοιες τριψοχέρηδων ποὺ ὁ μόνος τόκος ποὺ κατάφεραν νὰ γεννήσουν ὡς πολιτισμὸς ἦταν ...οἱ τόκοι.
Συνάμα βεβαίως παρὰ τὰ χτυπήματα ποὺ διαχρονικῶς ἐδέχθη, ὁ Παρθενὼν παραμένει ἀγέρωχος νὰ ἀποδεικνύει πὼς ὁ φωτεινὸς λίθος ποὺ τὸν ἔτευξε ἔχει γερὰ καὶ ἱερὰ θεμέλια καὶ δὲν εἶναι οὔτε ἀκροσφαλής, οὔτε ἐπινόησις ἀντάξια καμηλιέρηδων.
Μὲ αὐτὰ στὸν νοῦν καὶ πάλι δὲν προκαλεῖ καμμίαν ἔκπληξιν καὶ ἡ ἐπονείδιστη ἀσχήμια τῆς «καθηγήτριας τοῦ ΕΜΠ, εἰκαστικοῦ» Βάνας Ξένου, μὲ τίτλον «Μυστήριον 15», ἡ ὁποία προσβάλλει ἀνερυθρίαστα καὶ «ἀναδρομικῶς»! τὴν ἱερὰ Ἐλευσῖνα καὶ τὰ πραγματικὰ μυστήριά της.
Μία ἔκθεσις μὲ διθυραμβικὰ σχόλια ἀπὸ τὸν ἰδεολογικὸν χῶρον στὸν ὁποῖον ἡ «εἰκαστικός» κινεῖται, ὅπως π.χ. ὁ Ῥιζοσπάστης, τὸ LiFo κλπ, ποὺ πραγματικῶς πέραν τῆς τεραστίας ὕβρεως καὶ προσβολῆς στὸν ἀρχαιολογικὸν χῶρον (οἱ φωτογραφίες μιλοῦν ἀπὸ μόνες τους στοὺς νοῦν ἔχοντας), ἐκθέτει ὁλόκληρην τὴν χώρα, καθὼς προηγουμένως τὰ κερασφόρα μεταλλικὰ βλήματα, ὀνόματι «Γαῖα» καὶ «ἀνάκυψις», καθὼς καὶ ἄλλες κακοτεχνίες ποὺ παρουσιάζονται ὡς «καλλιτεχνήματα» εἶχαν ἐκτεθεῖ καὶ στὸ ἐξωτερικόν, ἰδιαιτέρως στὴν Γαλλία -στὸ βασιλικὸν παλάτι (Palais royal) ὅπου εἶναι ἐμφανὲς τόσον ἀπὸ τὶς δωρικὲς κιονοστοιχίες του, ὅσον καὶ ἀπὸ τὰ ἀγάλματα πὼς οἱ Γάλλοι προσπάθησαν νὰ φτιάξουν κάτι ἀξιόλογον ἀντιγράφοντας τὸν τρόπον ποὺ οἱ Ἕλληνες τεχνίτες ἐφιλοτέχνουν-.
Ὁμοίως καὶ μιᾶς καὶ τελευταίως ἔχει πάρει διαστάσεις τὸ θέμα προσβολῆς τῆς χριστιανικῆς πίστεως λόγῳ τῆς ἐκθέσεως τοῦ ἄλλου «βραβευμένου εἰκαστικοῦ» παρα-χαράκτου, κυρίου Χριστοφόρου Κατσαδιώτη, καὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωσιν ἀκόμη ἕνα τέκνον τῆς «Σχολῆς Καλῶν Τεχνῶν», ἀποδεικνύει τὰ ἄξια τῆς διανοίας του τέκνα-δημιουργήματά του.
Τὰ ἐξαμβλώματα ἦταν πολλά, ὅμως γιὰ λόγους οἰκονομίας ἄς ληφθεῖ ὡς παράδειγμα ἡ σύλληψίς τοῦ ἐν λόγῳ «καλλιτέχνου» γιὰ τὸν Ἅγιον Γεώργιον, δηλαδὴ τὸν κεκρυμμένον Περσέα.
Ὁ Περσεὺς ὁ ὁποῖος σκότωσε τὸ κῆτος σώζοντας ἔτσι τὴν Ἀνδρομέδα κάποτε ἀναπαρεστάθη σὲ διάφορα ἀγγεῖα, πίνακες καὶ ἀνδριάντες, ἀναλόγως τὴν σύλληψιν τοῦ ἑκάστοτε τέκτονος, εἴτε ἀγγειοπλάστου, εἴτε ζωγράφου, γλύπτου κοκ.
Ὑπὸ τὴν χριστιανικὴ μανία, τῆς τότε νέας ἐποχῆς, ὁ Περσεὺς μετωνομάσθη σὲ Ἅγιον Γεώργιον τὸν δρακοντοκτόνον, ὁ ὁποῖος ἐπίσης ἀπετυπώθη σὲ διάφορα εἰκονίσματα πάλι μὲ γνώμονα τὴν «καλαισθησία» τῶν συλλογικῶν τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς.
Πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν, ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς «συγχρόνου καλαισθησίας» ποὺ ἐπιβάλλει ἡ σύγχρονος «νέα ἐποχή», ὁ προαναφερθεὶς τίκτων ἀπετύπωσε πάλι τὸν χριστιανικὸν Περσέα, ἤτοι Ἅι-Γιώργη, ὀνομάζοντάς τον κιόλας «Χασάπη τῆς Λεωφόρου».
Ὁ νοῦς τοῦ καθενὸς ἀναλόγως τῶν πνευματικῶν του δυνατοτήτων καὶ ἕξεων, γεννᾶ τὴν τέχνη ποὺ τοῦ ἀναλογεῖ καὶ ποὺ δύναται.
Ἐν ὀλίγοις ἰσχύει αὐτὸ ποὺ διατυπώνει καὶ ὁ θυμόσοφος λαός μὲ τὴν φράσιν : «Ὅ,τι σκατὰ* καὶ τὸ φτυάρι».
( * Καὶ γιὰ τοὺς εὐαισθήτους, ποὺ μὲ τὶς «κακὲς λέξεις» παροξύνεται τὸ πνεῦμα τους σὰν τοῦ Σαοῦλ, ὅταν δήθεν ἦλθε στὸν Ἱερὸν Βράχον καὶ εἶδε τοὺς φιλοσοφοῦντες Ἕλληνες, νὰ σημειωθεῖ :
ὁ σκῶρ, τοῦ σκατός = ἡ σκουριά, τὸ περίττωμα).
Ἐπιστρέφοντας στὸ παράδειγμα τοῦ Παρθενῶνος σὲ ἀντιπαραβολὴ μὲ τὸ πῶς ἐννοεῖ καθεὶς τὴν ποιότητα ἑνὸς δημιουργήματος/τέχνης, ἀρκεῖ κανεὶς νὰ ἀναλογιστεῖ πῶς ἡ διάνοια τῶν τεκτόνων τοῦ «Παρθενῶνος τοῦ Νάσβιλ» κατάφερε νὰ «ἀποδώσει» τὸ ἑλληνικὸν ἀρχιτεκτονικὸν θαῦμα. Ἕνα κακέκτυπον, ἄνευ ἀστρονομικῆς, μαθηματικῆς καὶ γενικῶς βαθείας ἐπιστημονικότητος, ἄνευ σοφίας καὶ ἀρετῆς, ποὺ ὅμως κάποιοι ἀναλόγου ἀντιλήψεως θεωροῦν ἀριστούργημα ἐφάμιλλον τοῦ αὐθεντικοῦ. Νὰ σημειωθεῖ βεβαίως ὅτι σὲ κάθε περίπτωσιν ἀπέχει παρασάγγας τῆς «συγχρόνου ἀντιλήψεως περὶ καλλιτεχνίας» καὶ ἔστω καὶ ὡς ὑποδεέστερον ἀντίγραφον φωτίζει τὴν σημερινὴ εἰκαστικὴ κατάχνια.
Συμπερασματικῶς, ἡ ἀληθὴς τέχνη τοῦ ἔρωτος ( = εἰρμοῦ, συνδέσεως μὲ τὸ Ἀγαθόν) τῆς Οὐρανίας Ἀφροδίτης, ποὺ τὰ μεγάλα μυαλὰ τῶν προγόνων μας ἔφτασαν στὸ ἀπόγειόν της καὶ παρέδωσαν στὴν αἰωνιότητα, ἀφήνοντας ἀνεξίτηλον τὸ στίγμα τους, ἀφ' ὅτι φαίνεται ἀποτελεῖ πλέον σχεδὸν ἀδύνατον σύλληψιν. Ἡ ἱερὰ λέξις «εὐτέλεια» ( = ἁπλότης, λιτότης) τοῦ θουκυδιδείου ῥητοῦ :
«Φιλοκαλοῦμεν γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας»,
ἀντικατεστάθη μὲ τὴν σύγχρονη ἀπόδοσίν της, αὐτὴν τῆς φτήνιας καὶ ἀσχήμιας· καὶ τὸ «ἄνευ μαλακίας» ( = μαθακότης) ἔδωσε τὴν θέσιν του στὸ «μετὰ μαλακίας», ἀντικατοπτρίζοντας ἐξίσου τὴν κατάπτωσιν τῆς σύγχρονης κοινωνίας.
Πηγή: ετύμου λογική
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.