Γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς
Τον 17ο αι., αρχίζει η ανάπτυξη της βιοτεχνίας και της οικοτεχνίας των ορεινών κοινοτήτων, ο πληθυσμός των οποίων ενισχύεται, ενώ παράλληλα αυξάνεται η εμπορευματική παραγωγή αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών σε μαλλί, ξυλεία, σιτηρά, βαμβάκι, καπνό, κορινθιακή σταφίδα, ιδιαίτερα στις μεγάλες πεδιάδες. Ο Κωστής Μοσκώφ –ο μόνος ίσως που συνέλαβε, σε όλες τις διαστάσεις της, τη σημασία του φαινομένου– υπογραμμίζει:Μια παραγωγική εμπορευματική δραστηριότητα διασώζεται ανάμεσα στον 16ο και 18ο αι., στον ελεύθερο από τα αντικίνητρα του οθωμανικού φεουδαλισμού νεοεποικισμένο ορεινό χώρο, ή στις όμοιας ιστορικής γένεσης νησιώτικες κοινωνίες του Αιγαίου, αποκλειστικά σχεδόν εκεί[1]. [ ]
Η οικονομική ενότητα της ελλαδικής κοινωνίας έχει διασπαστεί τώρα: Οι αστικές σχέσεις αναπτύσσονται στα εμπορευματικά βουνίσια αυτά κέντρα, διεισδύουν σταδιακά στην περίοική τους αγροτιά, δεν διοχετεύονται όμως και προς τον φεουδαλοποιημένο πεδινό χώρο.
Όχι ότι μια ανάπτυξη της οικονομίας δεν πραγματοποιείται και στα μέρη αυτά. Οι καινούργιες καλλιέργειες, η σταφίδα κυρίως, αλλά και το βαμβάκι, ο καπνός, το καλαμπόκι, ανταποκρίνονται στην αυξανόμενη ολοένα ζήτηση της Ευρώπης, κι έτσι η παραγωγή αυξάνεται σημαντικά από τα τέλη του 17ου αιώνα στον ελλαδικό χώρο σαν σύνολο.
Η εξαγωγική δραστηριότητα που θα αναπτυχθεί δίνει στους εξαγωγείς, μεγάλους φεουδαλικούς άρχοντες κυρίως, και στην κεντρική διοίκηση, ένα σημαντικό εισόδημα σε νόμισμα «σκληρό», ευρωπαϊκό, αλλά στην τέτοια οικονομική διαδικασία οι καλλιεργητές ελάχιστα θα συμμετέχουν[2].
Έτσι, η μεταποιητική δραστηριότητα θα «ξεφύγει» σταδιακά, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, από τα παραδοσιακά παραγωγικά βιοτεχνικά κέντρα της Αυτοκρατορίας και θα μετακινηθεί σε νέα κέντρα, μακριά από τον άμεσο έλεγχο των Τούρκων και από τον δυτικό ανταγωνισμό, στα ορεινά κέντρα και, για τη ναυτιλία, στα απομονωμένα νησιά. Αυτή η χωροταξική μετακίνηση θα σηματοδοτήσει και τη συρρίκνωση του παραγωγικού ρόλου των Εβραίων της Αυτοκρατορίας και τη σταδιακή μεταπήδησή τους στις εμπορικές και χρηματιστικές δραστηριότητες. Ενώ, μετά την εγκατάσταση των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη, η τελευταία είχε μεταβληθεί, ήδη από το 1500, «στο μεγάλο υφαντήριο, τον αργαλειό του Λεβάντε»[3], μετά το 1720, ο παραγωγικός χαρακτήρας της πόλης υποχωρεί και ενισχύεται ο εμπορικός μεταπρατικός, ενώ η Θεσσαλονίκη γίνεται το δεύτερο μετά τη Σμύρνη κέντρο του εξωτερικού εμπορίου, σε βάρος του Σεράγεβου, του Μοναστηρίου, της Σόφιας, της Μοσχόπολης.
Γύρω στα 1800, η γεωγραφία της υφαντουργικής παραγωγής στη Θεσσαλία και τη δυτική Μακεδονία έχει μεταβληθεί ριζικά από μια συνολική παραγωγή αξίας 9-10 εκατομ. χρυσών φράγκων, ο Τύρναβος παράγει προϊόντα 3 εκατ., τα Αμπελάκια 1,7, η Βέροια 1,6, και η Θεσσαλονίκη μόλις 1,6 το μεγαλύτερο μέρος του βαμβακιού της Μακεδονίας εξάγεται, ενώ τα βιοτεχνικά κέντρα καταναλώνουν το 40% – 6 εκατ. χρ. φράγκα[4]. Το βαμβάκι της πεδιάδας των Σερρών έφθανε στις 70.000 μπάλες των 100 οκάδων (αξίας περίπου 7.000.000 πιάστρων). Από το ποσό αυτό, οι 50.000 μπάλες εξάγονται –30.000 στη Γερμανία, 12.000 στη Γαλλία κ.λπ.– 10.000 μπάλες χρησιμοποιούνται από τους ντόπιους (ιδιαίτερα για τα παπλώματα, τους σοφάδες, τα μαξιλάρια) και 10.000 μπάλες μετατρέπονται σε νήμα[5].
Στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη, όπου αναπτύχθηκαν τα τσιφλίκια, είχαμε μείωση ή στασιμότητα του πληθυσμού, μεταξύ 1520 και 1820, σε αντίθεση με άλλες περιοχές:
Πίνακας V
Η επέκταση των τσιφλικιών σε βάρος της δημόσιας γης επέτεινε την οικονομική επιβάρυνση των αγροτών, που ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν στους γαιοκτήμονες το 20-25% της παραγωγής, εκτός από το 28%, που κατέβαλλαν στο κράτος. «Η διάσπαση όμως κατά κάποιο τρόπο του ελλαδικού χώρου σε πεδινό, όπου έτεινε να κυριαρχήσει η τάση της “φεουδαρχοποίησης”, και σε ορεινό, όπου υπερίσχυε η τάση της εμπορευματοποίησης, είχε ως αποτέλεσμα να απομακρύνει και να επιβραδύνει τις διαδικασίες διαμόρφωσης σ’ αυτόν μιας δυναμικής και ευρύτερης εσωτερικής αγοράς»[7].
Ο ελληνικός κόσμος αναπτύσσεται σύμφωνα με τρεις πόλους. Έναν βορειοελλαδικό –Γιάννενα, Πήλιο, Θεσσαλονίκη– βιοτεχνικού χαρακτήρα, έναν νοτιοελλαδικό –ναυτιλιακό και εμπορομεσιτικό– και έναν κατ’ εξοχήν εμπορικό, τις παροικίες[8].
Έτσι, όταν, κατά τον 18ο αι., η ελληνική βιοτεχνική παραγωγή και η ναυτιλία θα βρουν πρόσφορο έδαφος για να επεκταθούν στο εξωτερικό, θα σημειωθεί μια πρωτοφανής έκρηξη της παραγωγής των βιοτεχνικών κέντρων. Ωστόσο, αυτή συμβαδίζει με την παράλληλη ενίσχυση της εμπορευματοποίησης αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών των μουσουλμάνων αγάδων και των μεταπρατών εμπόρων, καθώς και την ενίσχυση των εισαγωγών βιομηχανικών προϊόντων από τη Δύση. Όλος ο 18ος και οι αρχές του 19ου αι. αποτελούν μία περίοδο «ανταγωνισμού» μεταξύ των βιοτεχνικών κέντρων, από τη μια, και των εξαγωγικών εμπορευματικών καλλιεργειών και των μεταπρατικών δραστηριοτήτων, από την άλλη, που θα οδηγήσει, στη δεκαετία του 1810, μετά το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων και την ανάδυση της βιομηχανικής προτεραιότητας της Αγγλίας, στην ήττα της μεταποιητικής δραστηριότητας και στην κρίση των ορεινών παραγωγικών κέντρων, που είχαν «υπερεπεκταθεί» εξαγωγικά και επομένως εξαρτούνταν από την εξωτερική συγκυρία.
Στα 1800, η βιοτεχνία απασχολεί «ένα σύνολο 40.000-50.000 ατόμων και κινητοποιεί κεφάλαια το λιγότερο 50.000.000 χρυσών φράγκων, με ένα ετήσιο κέρδος κυμαινόμενο από 12% ως 30%»[9].
Το εξαγωγικό θαύμα των Αμπελακίων
Τα Αμπελάκια αποτελούν την πιο χαρακτηριστική περίπτωση μιας εγχώριας βιοτεχνικής δραστηριότητας, που επιχείρησε να μετασχηματιστεί σε «μανιφακτούρα» και να θέσει τις βάσεις μιας γηγενούς δευτερογενούς παραγωγής, αλλά θα συντριβεί κάτω από τον ανταγωνισμό της αναπτυσσόμενης δυτικής βιομηχανίας.
Η κωμόπολη του Κισσάβου δεν αποτελούσε μια μεμονωμένη νησίδα βιοτεχνικής δραστηριότητας, αλλά τμήμα ενός ευρύτερου βιοτεχνικού χώρου, που αγκάλιαζε το Πήλιο, τα χωριά του Κισσάβου και τον Όλυμπο, την Αγιά, τη Ραψάνη, με θαλάσσιες εξόδους στον Βόλο και το Τρίκερι, άμεσα συνδεδεμένου με τη ναυτική ανάπτυξη του Τρικερίου και της Σκοπέλου.
Παραδόξως, και ένα σημαντικό πεδινό κέντρο, ο Τύρναβος είχε, γύρω στα 1800, μια βιομηχανική παραγωγή περίπου 3 εκατ. χρυσών φράγκων ετησίως, έναντι 1,7 εκατ. των Αμπελακίων. Δηλαδή, ακόμα και αυτή την περίοδο, που έχει αρχίσει να παρακμάζει, αποτελεί σημαντικότερο παραγωγικό κέντρο από τα Αμπελάκια, ενώ, χρονικά, προηγείται κατά πολύ των Αμπελακίων ως προς τη βιοτεχνική παραγωγή[10]. Ο Τύρναβος δεν περιοριζόταν στην παραγωγή κόκκινων νημάτων, όπως τα Αμπελάκια, αλλά παρήγε και εμπορευόταν προϊόντα στο τελευταίο στάδιο επεξεργασίας, μεταξωτά και βαμβακερά: η ετήσια παραγωγή αλατζάδων έφτανε τα 20.000-30.000 τόπια, που εξάγονταν στο Λιβόρνο, την Τεργέστη, τη Μάλτα και σε άλλα λιμάνια της Μεσογείου[11].
Ο Τύρναβος, με 20.000 κατοίκους στα μέσα του 18ου αιώνα, ήταν βακούφι, υπαγόμενο στον σερίφη της Μέκκας, γι’ αυτό οι κάτοικοι πλήρωναν μόνο το χαράτσι και τη δεκάτη και ήταν απαλλαγμένοι από αγγαρείες, απαγορεύονταν οι διελεύσεις στρατευμάτων, ενώ ο τουρκικός πληθυσμός παρέμενε ολιγάριθμος, μόλις 70 οικογένειες. Έτσι, δεν αναπτύχθηκαν μεγάλα τιμάρια και τσιφλίκια αλλά υπήρχε ένα σημαντικό ποσοστό μικροϊδιοκτητών αγροτών, σε αντίθεση με τον λοιπό θεσσαλικό κάμπο[12]. Τα γειτονικά χωριά προσέφεραν νήμα για τους αργαλειούς της πόλης, και μεγάλο μέρος της βαμμένης κλωστής πουλιόταν στα Αμπελάκια. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα σχετικά ολοκληρωμένο κύκλωμα παραγωγής και εμπορευματοποίησης, από το βαμβάκι, που παρήγαν οι αγρότες του κάμπου, έως τη βαφή, τη νηματοποίηση, την ύφανση και τη μεταφορά – έναν «ενάρετο κύκλο» μιας ολοκληρωμένης βιοτεχνικής δραστηριότητας υπό μετεξέλιξη προς μια ολοκληρωμένη μανιφακτούρα. Ωστόσο, η εσωτερική ζήτηση θα παραμένει ασθενής και η πώληση των προϊόντων θα εξαρτάται αποφασιστικά από τις αγορές του εξωτερικού.
Ο οικισμός των Αμπελακίων δημιουργήθηκε γύρω στο 1550[13] και στήριξε την ανάπτυξή του στην παραγωγή και τη βαφή νημάτων με κόκκινο χρώμα, από ερυθρόδανο (ριζάρι), ανάπτυξη που απογειώθηκε κατά το τελευταίο τρίτο του 18ου και τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια του 19ου αι.
Το 1806, πέρασε από τα Αμπελάκια ένας από τους πιο αξιόπιστους περιηγητές, ο Άγγλος Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ, ο οποίος γνώρισε τη βιοτεχνική κώμη στον κολοφώνα της ακμής της.
Οι Αμπελακιώτες ασχολούνται με τη βαφή κόκκινων βαμβακερών νημάτων τα οποία στέλνουν, οδικώς, στη Γερμανία και στην Ουγγαρία. Οι άρχοντες των Αμπελακίων διέμεναν αρκετά χρόνια στη χριστιανική Δύση, ομιλούν γερμανικά και, μολονότι είναι πολύ εμπορικοί στις ιδέες τους, είναι ευχάριστοι στους τρόπους τους και συγκριτικά πιο φωτισμένοι. Συντηρούν ένα ελληνικό σχολείο το οποίο φαίνεται πως σημειώνει καλή πρόοδο υπό την εποπτεία και υποστήριξη του εδρεύοντος εδώ επισκόπου. [ ]
Τα νήματα που βάφουν οι Αμπελακιώτες τα προμηθεύονται από όλη τη Θεσσαλία και γνέθονται εδώ από τις γυναίκες και τα παιδιά. Όλο το νήμα κατασκευάζεται με το αδράχτι. Το ριζάρι ή ερυθρόδανο, πιο λαϊκά αλιζάρι, το οποίο αποτελεί το βασικό συστατικό της βαφής, εισάγεται από τη Σμύρνη και τρίβεται εδώ σε μύλους που περιστρέφονται από άλογα. [ ]
Κάθε χρόνο στέλλονται στη Γερμανία 150.000-200.000 οκάδες νημάτων, όπου χρησιμοποιούνται στα υφάσματα, από τα οποία μεγάλο μέρος στέλνεται στην Ισπανία, με προορισμό τις αποικίες της στην Αμερική. Λίγα νήματα βάφονται μπλε στα Αμπελάκια για να χρησιμοποιηθούν στους θεσσαλικούς αργαλειούς.[ ]
Πέρυσι [1805] διέτρεξαν όλες μεγάλο κίνδυνο εξαιτίας των πολλών πτωχεύσεων στη Βιέννη [ ] και όλοι φοβούνται οικονομική κατάρρευση εάν πέσει και άλλο η αξία του αυστριακού νομίσματος[14].
Τα Αμπελάκια ήταν μια μικρή πόλη, εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στην παραγωγή και την εμπορία νημάτων, στην οποία συμμετείχαν περίπου 4.500 άτομα εργαζόμενοι στα βαφεία, τα νηματουργεία και τις υφαντουργικές δραστηριότητες, ενώ αρκετοί αγρότες εργάζονταν στην παραγωγή του βαμβακιού. Ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, Φελίξ ντε Μπωζούρ, στην 12η έκθεσή του, στις 24 Ιουλίου 1797, αναφέρει πως μοιάζει «μάλλον με κωμόπολη της Ολλανδίας παρά με χωριό της Τουρκίας»:
Το χωριό αυτό σκορπίζει, με τη βιοτεχνία του, την κίνηση και τη ζωή σε όλη τη γύρω χώρα και δημιουργεί ένα απέραντο εμπόριο που συνδέει τη Γερμανία με την Ελλάδα με χίλια νήματα. Ο πληθυσμός, που τριπλασιάστηκε εδώ και 15 χρόνια, ανέρχεται σήμερα σε τέσσερις χιλιάδες άτομα και όλος αυτός ο πληθυσμός ζει μέσα στα βαφεία. [ ] Τα κακά και οι έγνοιες που γεννά η οκνηρία είναι άγνωστα. Κανένας Τούρκος δεν μπορεί να κατοικήσει ή να μείνει ανάμεσά τους και διοικούνται από τους πρωτόγερους και από τους δικούς τους άρχοντες. Δύο φορές, οι αιμοβόροι Μουσουλμάνοι της Λάρισας [ ] αποπειράθηκαν να σκαρφαλώσουν στα βουνά τους και να λεηλατήσουν τα σπίτια τους και δύο φορές αποκρούσθηκαν από χέρια που άφησαν ξαφνικά τους αργαλειούς και οπλίστηκαν με μουσκέτα. Όλα τα χέρια, ακόμα και εκείνα των παιδιών, χρησιμοποιούνται στα βαφεία των Αμπελακίων και ενώ οι άνδρες βάφουν το βαμβάκι, οι γυναίκες το κλώθουν και το ετοιμάζουν. [ ] Υπάρχουνε είκοσι τέσσερα εργαστήρια όπου βάφουν κάθε χρόνο δύο χιλιάδες πεντακόσιες μπάλες βαμβάκι των εκατό οκάδων η μπάλα. Τα κέρδη του μερίσματος του κάθε μετόχου ρυθμίστηκαν σε 10% τον χρόνο και το περίσσευμα αποφασίστηκε να αυξάνει το αρχικό κεφάλαιο, που έφτασε, σε δυο χρόνια, από εξακόσιες χιλιάδες πιάστρα σε ένα εκατομμύριο[15].
Αυτή η Κοινή Συντροφία αποτελούνταν από πολλές μικρότερες, οι οποίες δρούσαν χωριστά από τις άλλες, αποκλειστικά για τον εαυτό τους και οι οποίες, ύστερα από συζητήσεις αρκετών ετών, κατά τη δεκαετία του 1770, αποφάσισαν να συνενωθούν σε μία και μόνη, την Κοινή Συντροφία. Έτσι, περίπου 80 έμποροι και άγνωστος αριθμός βαφειάδων από τα 24 βαφεία οδηγήθηκαν στην ίδρυση αυτής της ενιαίας επιχείρησης εμπόρων και παραγωγών, της Κοινής Συντροφίας και Αδελφότητας.
Η διαφορά ανάμεσα στο νέο παραγωγικό σύστημα των Αμπελακίων και στο αντίστοιχο παραδοσιακό του Τυρνάβου βρισκόταν στο γεγονός ότι όλοι οι εταίροι του πλούτου (σύντροφοι) είχαν μερίδιο στα αποτελέσματα, ανάλογο με τη μορφή και τη σημασία της δουλειάς τους. Γύρω από την κεντρική αυτή ομάδα εταίρων –εμπόρων και βαφειάδων– που ανήρχοντο σε 150-200 άτομα, εργαζόταν μια πολυπληθέστερη ομάδα εταίρων των οποίων η ευθύνη και η φερεγγυότητα εξαρτιόταν από την πρώτη ομάδα. Περαιτέρω, χιλιάδες άλλα πρόσωπα, άνδρες και γυναίκες, Αμπελακιώτες και κάτοικοι γειτονικών χωριών, εργάζονταν με μισθό, άλλοι σε μόνιμη βάση και άλλοι ως εποχιακοί. Τέλος, υπήρχαν μεταφορείς πρώτων υλών προς τα Αμπελάκια και μεταποιημένων προϊόντων προς τη Θεσσαλονίκη, την Κωνσταντινούπολη, την Οδησσό, τη Βιέννη και άλλες περιοχές της Ευρώπης. Κύριο υποκατάστημα λειτουργούσε στη Βιέννη και μικρότερα σε διάφορες μεγαλουπόλεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά και κρατών της Ευρώπης[16].
αρχοντικό Σβάρτς, Αμπελάκια
Το 1806, ο υπεύθυνος της Συντροφίας, Γεώργιος Σβαρτς (Μαύρος), φυλακίζεται από τον Αλή πασά στα Γιάννενα, για μη πληρωμή φόρων και καταχρήσεις. Το 1807, με τους ναπολεόντειους πολέμους και τους αποκλεισμούς, πτωχεύει η Τράπεζα της Βιέννης, στην οποία η «Κοινή Συντροφία» έχει καταθέσεις 10 εκ. φράγκων. To 1812, διαλύεται η «Κοινή» και πάλι ο Γ. Σβαρτς φυλακίζεται στη Βιέννη για χρέη και κατάχρηση, ενώ, το 1814, η Συντροφία αγοράζει κλωστική μηχανή από την Αγγλία, για να μπορέσει να αντισταθεί στον αγγλικό ανταγωνισμό, η οποία όμως δεν επέπρωτο να λειτουργήσει ποτέ. Με τον θάνατο του Γ. Σβαρτς, το 1818, μοιάζει να παίρνει τέλος μια εκπληκτική περίοδος άνθησης, που ήταν ταυτόχρονα και άνθηση του ορεινού βιοτεχνικού κόσμου, και η κοινότητα Αμπελακίων, από τα 20 ή 30 εκατομμύρια φράγκα κεφάλαια που διέθετε, κυρίως στις τράπεζες της Βιέννης –είδαμε ήδη τη χρεωκοπία της Τράπεζας της Βιέννης–, θα χάσει σταδιακώς το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου και θα βρεθεί, τον ίδιο χρόνο, με ένα χρέος 86.000 γρόσια[17].
Η Γενική Συνέλευση της Συντροφίας, στο τέλος κάθε χρόνου, μοίραζε τα κέρδη ως εξής: Αφαιρούσε τους φόρους που χρωστούσε η κωμόπολη στους Τούρκους, καθώς και τα διάφορα έξοδα ένα σημαντικό χρηματικό ποσό προοριζόταν για τους φτωχούς, τους αρρώστους και τις οικογένειές τους. Τέλος, αφαιρούσαν τα έξοδα για τα σχολεία, τις εκκλησίες, τα νοσοκομεία, τους δρόμους, και μόνο μετά μοίραζαν τα υπόλοιπα κέρδη στους μερισματούχους, ανάλογα με τα μερίδιά τους[18].
Το Σχολείο, που είχε ιδρυθεί από το 1749 ως κοινό σχολείο, αναβαθμίστηκε, από τον επίσκοπο Πλαταμώνος και Λυκοστομίου Διονύσιο, που είχε την έδρα του στα Αμπελάκια, σε «Ελληνομουσείον», στο οποίο δίδαξαν ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Σπυρίδων Ασάνης κ.ά. Στην πόλη λειτουργούσε θέατρο – αναφέρεται το ανέβασμα του έργου του Γερμανού Κοτσεμπούε, Μισανθρωπία και Μετάνοια[19].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Κωστής Μοσκώφ, Η εθνική και κοινωνική…, ό.π.,σ. 83.[2] Κωστής Μοσκώφ, Η εθνική και κοινωνική…, ό.π., σσ. 83-84.
[3] Κωστής Μοσκώφ, Θεσσαλονίκη…, ό.π.,σσ. 73-74.
[4] Κωστής Μοσκώφ, Θεσσαλονίκη…, ό.π., σ. 91.
[5] Félix de Beaujour, Tableau du commerce de la Grèce formé d’ après une année moyenne, depuis 1787 jusqu’ à 1797, Παρίσι, έτος VII, τ. Ι, σσ. 60-61.
[6] Κωστής Μοσκώφ, Η εθνική και κοινωνική…, ό.π.,σ. 69.
[7] Βλ. Ηλίας Ι. Νικολόπουλος, Δομές και θεσμοί στην τουρκοκρατία. Τα Αμπελάκια και ο κοινωνικοοικονομικός μετασχηματισμός του Ελλαδικού χώρου, Κάλβος, Αθήνα 1988, σ. 94.
[8] Κωστής Μοσκώφ, «Η διαμόρφωση της νεοελληνικής κοινωνίας», περ. Αντί, τχ. 127, 1979, σ. 37 Ηλίας Ι. Νικολόπουλος, Δομές και θεσμοί…, ό.π.,σ. 103.
[9] Κωστής Μοσκώφ, Η εθνική και κοινωνική…, ό.π., σ. 84.
[10] Θ. Σπεράντζας, Τα διασωθέντα έργα του Α. Φιλιππίδη, ό.π., σ. 139.
[11] W.Μ. Leake, Travels, ό.π., σ. 354.
[12] Α. Μουλούλης, «Ο Τύρναβος και τα χωριά του», Θεσσαλικά χρονικά, 1935, σ. 348 κ.ε. Α. Ζούκας – Σ. Σδρόλιας – Γ. Τουφεξής, Ενθύμιον χώρας Τυρνάβου, εκδ. ΕΛΛΑ, 1994 Πρακτικά πρώτου συνεδρίου Τυρναβίτικων σπουδών, Τύρναβος 1991.
[13] Ηλίας Ι. Νικολόπουλος, Δομές και θεσμοί…, ό.π.,σ. 137.
[14] W.Μ. Leake, Travels…, ό.π., τ. ΙΙΙ, σσ. 384-387.
[15] Φελίξ Μπωζούρ, Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδας στην Τουρκοκρατία (1787-1797), Τολίδης, Αθήνα 1974, σσ. 142-144. [Στο πρωτότυπο, Félix de Beaujour, Tableau…, ό.π., τ. Α΄ σσ. 284-285.]
[16] Διονύσης Μαυρόγιαννης, πρόλογος στο, Αστέριος Βόγιας, Κοινοτική Οργάνωση και διεθνείς σχέσεις – η περίπτωση των Αμπελακίων Θεσσαλίας (18ος, 19ος αι. μ.Χ.) και η γενική βιβλιογραφία τους, Αμπελάκια 2005, σσ. 4-5.
[17] Θεόδ. Κόνιαρης, «Ο Συλλογικός Εμποροκρατισμός στα Αμπελάκια – Μια φιλελεύθερη πρόταση», στο, Αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο Βαβούσκο, τ. Δ΄, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 467.
[18] Αστέριος Βόγιας, ό.π., σσ. 4-5.
[19] Βλ. Γιάννης Κορδάτος, Τ’ Αμπελάκια και ο Μύθος για το Συνεταιρισμό τους, συμβολή στην οικονομικοκοινωνική ιστορία της Ανατ. Θεσσαλίας στα χρόνια της τουρκοκρατίας, Μπουκουμάνης, Αθήνα 31973, σσ. 138-140.
*Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Μια υπονομευμένη Άνοιξη, στις ρίζες της οικονομικης εξάρτησης, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2013.
ΠΗΓΗ:https://cognoscoteam.gr/archives/24106?fbclid=IwY2xjawFwyQFleHRuA2FlbQIxMQABHSmYN14VB5OV6cFpLWUrAS4dCFgI0gm8SwuE6Kg9KW_K7K40tzPadJtCNA_aem_oCp8BzCFKssq_WtxNyL5fA
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.