Πέμπτη 15 Αυγούστου 2024

Φώτης Κόντογλου – Παναγία, Mήτηρ Θεού




Στη θρησκευτική γλώσσα, τον θάνατο των αγίων δεν τον λένε τελευτή, αλλά τον λένε Κοίμηση, για την μακαριότητα που έχει η λέξη και για δείξουνε πως δεν πεθάνανε αλλά πως κοιμούνται γλυκά, κατά τα λόγια που είπε ο Χριστός στους μαθητάδες του για τον Λάζαρο: 

«Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται» (Ιω. ια΄11), και στους συγγενείς της κόρης του αρχισυναγώγου, που έκλεγε και οδυρότανε: «τί θορυβεῖσθε καὶ κλαίετε; τὸ παιδίον οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει» (Μαρκ. έ 39). Υστερώτερα οι Χριστιανοί λέγανε και για τους πεθαμένους ανθρώπους πως κοιμηθήκανε: « εκοιμήθη ο δούλος του Θεού τάδε».

Για την κοίμηση της Παναγίας δεν γράφει τίποτα το Ευαγγέλιο, γράφει μονάχα για τη Γέννηση της και τον Ευαγγελισμό. 

Τα της Κοιμήσεως τα γνωρίζουμε από την αγία Παράδοση, κατά την οποία την Παναγία την επήρε μετά την Ανάσταση ο απόστολος Ιωάννης, όπως του παράγγειλε ο Χριστός από το σταυρό, και την είχε στο σπίτι του σαν μητέρα, και πως υστερώτερα την είχε μαζί του στην Έφεσο, πράγμα που δεν είναι βέβαιο. Η Παναγία καθότανε μαζί του, ως που τελείωσε τη ζωή της, σε ένα σπίτι κοντά στον κήπο της Γεθσημανής. Αυτό το μέρος το αγαπούσε πολύ ο Χριστός και πήγαινε συχνά εκεί με τους μαθητάδες του. Εκεί πήγε και ύστερα από τον Μυστικό Δείπνο και προσευχήθηκε, τη νύχτα που τον πιάσανε οι Ιουδαίοι. Εκεί λοιπόν καθότανε και η Παναγία και περίμενε να την πάρει ο Γυιός της.

 Και σαν ήλθε ο καιρός, έστειλε ο Χριστός Άγγελο να της πεί πως θα την πάρει από την πρόσκαιρη ζωή στην αιώνια. Σαν το άκουσε η Παναγία αυτό χάρηκε κι ανέβηκε στο Όρος των Ελαιών, απ΄ όπου είχε αναληφθεί ο Κύριος, και έκανε την προσευχή της. Και γυρίζοντας στο σπίτι της, τα ετοίμασε όλα για την ταφή της η ίδια.

Αφού λοιπόν ετοιμάσθηκε η Παναγία, ξάπλωσε στην κλίνη της, ευπρέπισε τα ρούχα της, σταύρωσε τα άχραντα χέρια της απάνω στο στήθος της, και περίμενε τον Γυιό της να πάρει την ψυχή της. Πώς να παρασταθεί με λόγια η επίσημη στιγμή εκείνη! Μέσα σ’ εκείνο το απόμερο σπίτι της Γεθσημανή, η Παναγία γρηά (το Ρόδον το Αμάραντον), ολομόναχη να περιμένει τον θάνατο, σαν άνθρωπος που ήτανε, σταυροχεριασμένη, με τα πόδια της κοντά τόνα στο άλλο, με τα βλέφαρα κλεισμένα. Και να λέγει, χωρίς να ακούγεται: «Απόστολοι, εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε Γεθσημανή το χωρίον, κηδεύσατέ μου το σώμα. Και συ, Υιέ και Θεέ μου, παραλαβέ μου το πνεύμα.» .

«Και γενομένης βροντής μεγάλης, παρεγένοντο οι Απόστολοι πάντες εκ των περάτων της γής διά νεφελών προς το κηδεύσαι το άχραντον αυτής σώμα. Και σχηματισθείσα επί της κλίνης, παρέθετο την αγίαν αυτής ψυχήν εις τας χείρας του Υιού και Θεού αυτής».

Εκτός από τους Αποστόλους, βρεθήκανε στην κήδευση της Παναγίας και τέσσαρες ιεράρχες, ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο Άγιος Ιερόθεος, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης κι ο Άγιος Τιμόθεος.

«Ω του παραδόξου θαύματος! Η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται. Ευφραίνου Γεθσημανή, της Θεοτόκου το άγιον τέμενος».

«Τη αθανάτω σου Κοιμήσει, Θεοτόκε Μήτηρ της ζωής, νεφέλαι τους Αποστόλους αιθερίους διήρπαζον. Και κοσμικώς διεσπαρμένους, ομοχώρους παρέστησαν τω αχράντω σου σώματι. Οι και κηδεύσαντες σεπτώς, την φωνήν του Γαβριήλ μελωδούντες ανεβόων: 

Χαίρε Κεχαριτωμένη, Παρθένε, μήτηρ ανύμφευτε, ο Κύριος μετά σου. Μεθ’ ων ως Υιόν σου και Θεόν ημών, ικέτευε σωθήναι τας ψυχάς ημών».

Οι Απόστολοι, αφού βάλανε στο μνήμα το σκήνος, καθίσανε στη Γεθσημανή τρείς μέρες, κατά θεία οικονομία. Γιατί ένας από τους Αποστόλους, ο Θωμάς, δεν πρόφθασε την κηδεία, αλλά επήγε την Τρίτη ημέρα. Κ’ επειδή οι άλλοι Απόστολοι βλέπανε πως είναι απαρηγόρητος, αποφασίσανε να ανοίξουνε το μνήμα για να προσκυνήσει κι ο Θωμάς την Παναγία. Αλλά το σώμα έλειπε κι ο τάφος ήτανε άδειος, και μονάχα το σάβανο ήτανε μέσα: 

«Εύρον γαρ αυτόν κενόν του αγίου σώματος, μόνην δε τη σινδόνα φέροντα, παραμυθίαν μείνασαν τοις λυπείσθαι μέλλουσι και πάσι τοις πιστοίς, και της μεταθέσεως αψευδές μαρτύριον».

Την κοίμηση της Παναγίας την υμνήσανε με λαμπρότητα και με κατάνυξη οι υμνωδοί της Εκκλησίας μας. Κ’ οι αγιογράφοι καταστολίσανε τις εκκλησιές με την εικόνα της. 

Σε κάθε παλαιά εκκλησία είναι ζωγραφισμένη η Κοίμησις σε μεγάλο σχήμα απάνω από την πύλη της εισόδου, από το μέσα μέρος του καθολικού, παράσταση πολυπρόσωπη, γιατί εκτός από τους δώδεκα Αποστόλους, που στέκονται γύρω στην ξαπλωμένη Παναγία, κι από τα σύννεφα που τους σηκώνουνε για να τους πάνε στη Γεθσημανή, παριστάνεται ο Χριστός κρατώντας την ψυχή της Μητέρας του σαν βρέφος σπαργανωμένο, δορυφορούμενος από λεγεώνα Αρχαγγέλων και Αγγέλων. Και μαζί μ’ αυτούς στέκουνται πλήθος κόσμος, άνδρες και γυναίκες σε στάση θρησκευτική και πικραμένη, κι άλλες γυναίκες φαίνονται στα δώματα και στα παράθυρα των σπιτιών δακρυσμένες και τραβώντας τα μαλλιά τους.

Από τα πιο σπουδαία έργα της αγιογραφίας που παριστάνουνε την Κοίμηση, είναι της Μονής της Χώρας (Καχριέ Τζαμί) της Κωνσταντινουπόλεως, της Περιβλέπτου στον Μυστρά, του Πρωτάτου στο Άγιον Όρος δια χειρός Εμμανουήλ Πανσέληνου, του καθολικού της μονής Βατοπεδίου στο Όρος, καθώς και οι θαυμαστές τοιχογραφίες των φημισμένων Κρητικών ζωγράφων στα μοναστήρια του Αγίου Όρους Λαύρας, Διονυσίου, Δοχειαρίου, και στα μοναστήρια των Μετεώρων Μεταμορφώσεως και Ρουσσάνι. Στη Σερβία υπάρχουνε θαυμαστές τοιχογραφίες της Κοιμήσεως, στο Σοποτσάνι, στο Στάρο-Ναγκορίτσινο, στο Ντετσάνι, στη Γκρατσάνιτσα, στο Πέτς, κι αλλού. Στη Ρουμανία σώζεται η Κόιμησις στην αρχαία εκκλησία του Κούρτεα ντ’ Άρτζες, από τα πιο σπουδαία έργα της βυζαντινής αγιογραφίας. Εκτός από τις τοιχογραφίες, αμέτρητες εικόνες ζωγραφισμένες σε σανίδι βρίσκουνται στις εκκλησιές και στα μοναστήρια της Ελλάδας, οι πιο πολλές φιλοτεχνημένες από άγνωστους ζωγράφους, και κάποιες από γνωστούς που έχουνε γραμμένα τα ονόματά τους, όπως είναι ο Βίκτωρ μοναχός, ο Εμμανουήλ Λαμπάρδος, ο Ηλίας Μόσκος, ο Γεώργιος Μάρκος ο Αργείος στο τέμπλο της Φανερωμένης της Σαλαμίνας.


Ἡ Παναγία εἶναι τό πνευματικό στόλισμα τῆς ὀρθοδοξίας. Γιά μᾶς τούς Ἕλληνες εἶναι ἡ πονεμένη μητέρα, ἡ παρηγορήτρια κ’ ἡ προστάτρια, πού μᾶς παραστέκεται σέ κάθε περίσταση.

Σέ κάθε μέρος τῆς Ἑλλάδας εἶναι χτισμένες ἀμέτρητες ἐκκλησιές καί μοναστήρια, παλάτια αὐτηνῆς τῆς ταπεινῆς βασίλισσας, κι’ ἕνα σωρό ρημοκλήσια, μέσα στά βουνά, στούς κάμπους καί στά νησιά, μοσκοβολημένα ἀπό τήν παρθενική καί πνευματική εὐωδία της.

Μέσα στό καθένα ἀπό αὐτά βρίσκεται τό παληό καί σεβάσμιο εἰκόνισμά της μέ τό μελαχροινό καί χρυσοκέρινο πρόσωπό της, πού τό βρέχουνε ὁλοένα τά δάκρυα τοῦ βασανισμένου λαοῦ μας, γιατί δέν ἔχουμε ἄλλη νά μᾶς βοηθήσει, παρεκτός ἀπό τήν Παναγία, «ἄλλην γάρ οὐκ ἔχομεν ἁμαρτωλοί πρός Θεόν ἐν κινδύνοις καί θλίψεσιν ἀεί μεσιτείαν, οἱ κατακαμπτόμενοι ὑπό πταισμάτων πολλῶν».

Τό κάλλος τῆς Παναγίας δέν εἶναι κάλλος σαρκικό, ἀλλά πνευματικό, γιατί ἐκεῖ πού ὑπάρχει ὁ πόνος κ’ ἡ ἁγιότητα, ὑπάρχει μονάχα κάλλος πνευματικό.

Τό σαρκικό κάλλος φέρνει τή σαρκική ἔξαψη, ἐνῶ τό πνευματικό κάλλος φέρνει κατάνυξη, σεβασμό κι ἁγνή ἀγάπη. Αὐτό τό κάλλος ἔχει ἡ Παναγία. Κι’ αὐτό τό κάλλος εἶναι ἀποτυπωμένο στά ἑλληνικά εἰκονίσματά της πού τά κάνανε ἄνθρωποι εὐσεβεῖς ὁπού νηστεύανε καί ψέλνανε καί βρισκόντανε σέ συντριβή καρδίας καί σέ πνευματική καθαρότητα….

Στήν ὄψη τῆς Παναγίας ἔχει τυπωθεῖ αὐτό τό μυστικό κάλλος πού τραβᾶ σάν μαγνήτης τίς εὐσεβεῖς ψυχές καί τίς ἡσυχάζει καί τίς παρηγορᾶ. Κι’ αὐτή ἡ πνευματική εὐωδία εἶναι τό λεγόμενο Χαροποιόν Πένθος πού μᾶς χαρίζει ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ἕνα βότανο ἄγνωστο στούς ἀνθρώπους πού δέν πήγανε κοντά σ’ αὐτόν τόν καλόν ποιμένα.

Τούτη τή χαροποιά λύπη τήν ἔχουνε ὅλα ὅσα ἔκανε ἡ ὀρθόδοξη τέχνη, καί τά εὐωδιάζει σάν σμύρνα καί σάν ἀλόη, κἄν εἰκόνισμα εἶναι, κἄν ὑμνωδία, κἄν ψαλμωδία, κἄν χειρόγραφο, κἄν ἄμφια, κἄν λόγος, κἄν κίνημα, κἄν εὐλογία, κἄν χαιρετισμός, κἄν μοναστήρι, κἄν κελλί, κἄν σκαλιστό ξύλο, κἄν κέντημα, κἄν καντήλι, κἄν ἀναλόγι, κἄν μανουάλι, ὅτι καί νὰ ’ναι ἁγιωτικό.

Ἀπό τά ὀνόματα καί μόνο πού ἔδωσε ἡ ὀρθοδοξία στήν Παναγία, καί ποῦ μ’ αὐτά τήν καταστόλισε, ὄχι σάν εἴδωλο θεατρικό, ὅπως γίνηκε ἀλλοῦ πού φορτώσανε μιὰ κούκλα μέ δαχτυλίδια καί σκουλαρήκια καί μέ ἕνα σωρό ἄλλα ἀνίερα καί ἀνόητα πράγματα, λοιπόν αὐτά μοναχά, λέγω, φαίνεται πόσο πνευματική ἀληθινά εἶναι ἡ λατρεία τῆς Παναγίας στήν ἑλληνική ὀρθοδοξία.

Πρῶτα-πρῶτα τό ἕνα ἁγιώτατο ὄνομά της: Παναγία. Ὕστερα τά ἄλλα: Ὑπερευλογημένη, Θεοτόκος, Παναμώμητος, Τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξωτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, Ζῶσα καί Ἄφθονος Πηγή, Ἔμψυχος Κιβωτός, Ἄχραντος, Ἀμόλυντος, Κεχαριτωμένη, Ἀειμακάριστος καί Παναμώμητος, Προστασία, Ἐπακούουσα, Γρηγοροῦσα, Γοργοεπήκοος, Ἡγιασμένος Ναός, Παράδεισος Λογικός, Ρόδον τό Ἀμάραντον…

Χρυσοῦν Θυμιατήριον, Χρυσή Λυχνία, Μαναδόχος Στάμνος, Κλῖμαξ Ἐπουράνιος, Πρεσβεία Θερμή, Τεῖχος Ἀπροσμάχητον, Ἐλέους Πηγή τοῦ Κόσμου Καταφύγιον, Βασιλέως Καθέδρα, Χρυσοπλοκώτατος Πύργος καί Δωδεκάτειχος Πόλις, Ἡλιοστάλακτος Θρόνος, Σκέπη τοῦ Κόσμου, Δένδρον Ἀγλαόκαρπον, Ξύλον Εὐσκιόφυλλον, Ἀκτίς Νοητοῦ Ἡλίου, Σιὼν Ἁγία, Θεοῦ Κατοικητήριον, Ἐπουράνιος Πύλη, Ἀδικουμένων Προστάτις, Βακτηρία Τυφλῶν, Θλιβομένων ἡ Χαρά, καί χίλια δυὸ ἄλλα, πού βρίσκονται μέσα στά βιβλία τῆς ἐκκλησίας.

Κοντά σ’ αὐτά εἶναι καί τά ὀνόματα πού γράφουνε ἀπάνω στά ἅγια εἰκονίσματά της οἱ ἁγιογράφοι:

Ὁδηγήτρια, Γλυκοφιλοῦσα, Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν, ἡ Ἐλπίς τῶν ἀπελπισμένων, ἡ Ταχεία Ἐπίσκεψις, ἡ Ἀμόλυντος, ἡ Ἐλπίς τῶν Χριστιανῶν, ἡ Παραμυθία, ἡ Ἐλεοῦσα κι ἄλλα πολλά, πού γράφουνται ἀπό κάτω ἀπό τή συντομογραφία: ΜΗΡ ΘΥ, πού θά πεῖ Μήτηρ Θεοῦ.

Πόση ἀγάπη, πόσο σέβας καί πόσα κατανυκτικά δάκρυα φανερώνουνε μοναχά αὐτά τά ὀνάματα, πού δέν εἰπωθήκανε σάν τά λόγια ὁπού βγαίνουνε εὔκολα ἀπό τό στόμα, ἀλλά πού χαραχτήκανε στίς ψυχές μέ πόνο καί μέ ταπείνωση καί μέ πίστη.

Ἀμή οἱ ὕμνοι της ποὺ ’ναι ἀμέτρητοι σάν τἄστρα τ’ οὐρανοῦ κ’ ἐξαίσιοι στό κάλλος, καί πού τούς συνθέσανε οἱ ἅγιοι ὑμνολόγοι, «θίασον συγκροτήσαντες πνευματικόν»! Σ’ αὐτό τό εὐωδιασμένο περιβόλι βρίσκουνται ὅλα τά ἀμάραντα ἄνθη καί τά εὐωδιασμένα βότανα τοῦ λόγου.

Ἀληθινά προφήτεψε ἡ ἴδια ἡ Παναγία γιά τόν ἑαυτό της, τότε πού πῆγε στό σπίτι τοῦ Ζαχαρία καί τήν ἀσπάσθηκε ἡ Ἐλισάβετ, πώς θά τή μακαρίζουνε ὅλες οἱ γενεές: «Ἐκεῖνες τίς μέρες, σηκώθηκε ἡ Μαριάμ καί πῆγε στήν Ὀρεινή μέ σπουδή στήν πολιτεία τοῦ Ἰούδα καί μπῆκε στό σπίτι τοῦ Ζαχαρία καί χαιρέτησε τήν Ἐλισάβετ.

Καί σάν ἄκουσε ἡ Ἐλισάβετ τόν χαιρετισμό τῆς Μαρίας πήδηξε τό παιδί μέσα στήν κοιλιά της. Καί γέμισε Πνεῦμα Ἅγιο ἡ Ἐλισάβετ καί φώναξε μέ φωνή μεγάλη κι’ εἶπε: Βλογημένη εἶσαι ἐσύ ἀνάμεσα στίς γυναῖκες καί βλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου. Κι’ ἀπό ποῦ μοῦ ἦρθε αὐτό τό καλό, νὰ ’ρθει ἡ μητέρα τοῦ κυρίου μου πρός ἐμένα; γιατί μόλις ἦρθε ἡ φωνή τοῦ χαιρετισμοῦ σου στ’ αὐτιά μου, ξεπέταξε τό παιδί στήν κοιλιά μου, κι’ εἶναι μακάρια ἐκείνη πού πίστεψε σέ ὅσα τῆς εἶπεν ὁ Κύριος.

Κι’ εἶπε ἡ Μαριάμ: «Δοξολογᾶ ἡ ψυχή μου τόν Κύριο κι’ ἀναγαλλίασε τό πνεῦμα μου γιά τό Θεό τόν σωτήρα μου, γιατί καταδέχθηκε νά κοιτάξει τήν ταπεινή τή δούλα του. Γιατί, νά, ἀπό τώρα κ’ ὕστερα θά μέ μακαρίζουνε ὅλες οἱ γενεές, ἐπειδή ἔκανε σέ μένα μεγαλεῖα ὁ Δυνατός, κ’ εἶναι ἁγιασμένο τ’ ὄνομά του, καί τό ἔλεός του πηγαίνει ἀπό γενεά σέ γενεά σέ κείνους πού ἔχουνε τόν φόβο του».

Ἀμέτρητες εἶναι οἱ ὑμνωδίες τῆς Παναγίας, μά ἀμέτρητα εἶναι καί τά σεμνόχρωμα εἰκονίσματά της, πού καταστολίζουνε τίς ἐκκλησιές μας, ζωγραφισμένα στό σανίδι εἴτε στόν τοῖχο. Σέ κάθε ὀρθόδοξη ἐκκλησιά στέκεται τό εἰκόνισμά της στό τέμπλο ἀπό τά δεξιά τῆς ἅγιας Πόρτας.

Σέ ἄλλες εἰκόνες ζωγραφίζεται καί μοναχή, μά στά εἰκονίσματα τοῦ τέμπλου κρατᾶ πάντα τόν Χριστό στήν ἀγκαλιά της ἀπ’ τ’ ἀριστερά, σπάνια ἀπ’ τά δεξιά, (τότε λέγεται Δεξιοκρατοῦσα). Τό κεφάλι της εἶναι σκεπασμένο σεμνά καί σοβαρά μέ τό μαφόριο, ἕνα φόρεμα φαρδύ κι’ ἱερατικό σκοῦρο βυσσινί, πού πέφτει στόν ὦμο της ἁπλόχωρο, ἀφήνοντας νά φαίνεται μοναχά τό μακρουλό πρόσωπό της καί τά χέρια της. Ἀπό μέσα ἀπό τό σκέπασμα φαίνεται μιὰ στενή λουρίδα ἀπό τό δέσιμο τοῦ κεφαλιοῦ της πού σφίγγει τό μέτωπό της καί ἀφίνει νά φανοῦνε μονάχα οἱ ἄκρες τῶν αὐτιῶν της. Τό μέτωπό της εἶναι σάν μελαχροινό φίλντισι, ἁγνό, ἁπλό καί κατακάθαρο.

Τά ματόφρυδά της εἶναι καμαρωτά, ζωηρά καί μακρυά, φτάνοντας ἴσαμε κοντά στ’ αὐτιά της, τά μάτια της ἀμυγδαλωτά, ἰσκιωμένα, καστανά, βαθειά, σοβαρά μά γλυκύτατα, μέ τ’ ἀσπράδι καθαρό μά ἰσκιωμένο.

Τό βλέμμα της εἶναι μελαγχολικό ἁπλό, ἴσιο, ἥσυχο, συμπαθητικό, ἀγαπητό, θλιμένο μά καί μαζί χαροποιό, αὐστηρό μά καί μαζί συμπονετικό, ἁγιώτατο, πνευματικό, ἀθῶο, σκεφτικό, ἄμωμο, ἐλπιδοφόρο, ὑπομονητικό, πρᾶο, σεμνώτατο, μακρυά ἀπό κάθε σαρκικόν λογισμό, καθρέφτισμα μυστικό τοῦ παραδείσου, βασιλικό καί ταπεινό, ἀνθρώπινο καί θεϊκό, ἄκακο, ἀδελφικό, εὐγενικό, ἐλεγκτικό, ἄγρυπνο, γαληνό, φιλάνθρωπο, μητρικό, παρθενικό, δροσερό, καυτερό γιά ὅσους ἔχουνε πονηρούς λογισμούς, τρυφερό, διαπεραστικό, ἐρευνητικό, ἀπροσποίητο, ἡγεμονικό, συγκαταβατικό, παρακαλεστικό, ἀμετασάλευτο. Ἡ μύτη της εἶναι μακρυὰ καί στενή, μέ μέτρο, ἰουδαϊκή, ἄσαρκη, μέ λεπτά ρουθούνια, λίγο γυριστή, σεμνή.Τό στόμα της μικρό, ντροπαλό, φρόνινμο, κλειστό, καθαρό, ἰσκιωμένο κατά τό μάγουλο, σάν νά χαμογελᾶ ἐλαφρά. Τό πηγούνι της γυριστό, σεβαστό, ἀνεπιτήδευτο, ταπεινό. Τό μαγουλό της, παρθενικό, καθαρό, χνουδωτό, εὐωδιασμένο, ντροπαλό, χλωμό μέ μίαν ἐλαφρότατη ροδοκοκκινάδα. Ὁ λαιμός της γυρτός ταπεινά, σμίγει μέ τό πηγούνι μ’ ἕνα ἁπαλό ἴσκιασμα πού τό λέγανε οἱ παλαιοί γλυκασμό.

Τό ὅλο πρόσωπό της εἶναι ἱερατικό καί θρησκευτικό, καί μαρτυρᾶ ἀρχαία φυλή. Τά ἄχραντα χέρια της εἶναι μικρά, στενά μακροδάχτυλα, λεπτόνυχα. Μέ τό ἀριστερό βαστᾶ τόν Χριστό, καί τό δεξί τόχει ἀκουμπισμένο σεμνά ἀπάνω στό στῆθος της, σέ στάση παρακαλεστική, μέ τό μεγάλο δάχτυλο μακρυά ἀπό τ’ ἄλλα. Στά πιό ἀρχαῖα εἰκονίσματα αὐτό τό χέρι εἶναι πιό ὄρθιο καί πιό ψηλά, κοντά στό λαιμό. Ὁ πιό αὐστηρός τύπος τῆς Παναγίας εἶναι ἡ λεγόμενη Ὁδηγήτρια, πού ἔχει ὄρθια τήν κεφαλή της, ἔκφραση ἀπαθέστερη καί τό ὅλο σχῆμα της εἶναι πιό ἱερατικό.

Ἐνῶ ἡ Γλυκοφιλούσα ἔχει τό κεφάλι της γυρτό κατά τό παιδί της, πού τ’ ἀγκαλιάζει σφιχτότερα, κ’ ἡ ἔκφρασή της εἶναι πιό αἰσθηματική.

Πλατυτέρα παριστάνεται καθισμένη ἀπάνω στό θρόνο, αὐστηρή κι’ ἀλύγιστη, καί βαστᾶ τόν Χριστό στά γόνατά της, ἀκουμπώντας τόνα χέρι της στόν ὦμο του καί μέ τ’ ἄλλο βαστώντας τό πόδι του ἤ ἕνα μαντήλι.

Στήν Ἑλλάδα, οἱ περισσότερες ἐκκλησιές τῆς Παναγίας γιορτάζουνε κατά τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, δηλαδή στίς 15 Αὐγούστου. Τά τροπάρια πού ψέλνουνε σ’ αὐτή τή γιορτή εἶναι ἀπό τά πιό ἐξαίσια.

Τό δοξαστικό τοῦ Ἑσπερινοῦ εἶναι τό μοναχὸ τροπάρι πού ψέλνεται μέ τούς ὀχτώ ἤχους, κάθε φράση κι’ ἄλλος ἦχος· ἀρχίζει ἀπό τόν πρῶτον ἦχο καί τελειώνει πάλι στόν πρῶτον.

Μά ὁλάκερη ἡ Ἑλλάδα δέν ὑμνολογᾶ τήν Παναγία μονάχα μέ τούς ψαλτάδες καί μέ τούς παπάδες στίς ἐκκλησιές, ἀλλά καί μέ τό καθετί της, μέ τά χωριά, μέ τά βουνά, μέ τά νησιά, πού ’χουνε τ’ ἁγιασμένο τ’ ὄνομά της.

Τά καράβια βολτατζάρουνε στή δροσερή θάλασσα, ἀνοιχτά ἀπό τούς κάβους ποὺ ’ναι χτισμένα τά μοναστήρια της, ἔχοντας στή πρύμνη σκαλισμένο τ’ ἀγαπημένο καί προσκυνητό ὄνομά της.

Ὅποιος ταξιδεύει στά ἑλληνικά νερά, σ’ ὅποιο μέρος κι’ ἄν βρεθεῖ τή μέρα τῆς Παναγίας, θὰ ἀκούσει ἀπ’ ἀνοιχτά τίς καμπάνες ἀπάνω ἀπό τό πέλαγο….

Ἄλλες ἔρχουνται ἀπό τ’ Ἅγιον Ὅρος πού τό λένε Περιβόλι τῆς Παναγίας, ἄλλες ἀπό τήν Τῆνο ποὺ ’χει τό ξακουστό παλάτι της, ἄλλες ἀπό τήν Σαλαμίνα πού γιορτάζει ἡ Φανερωμένη, ἄλλες ἀπό τή Μυτιλήνη, ἀπό τήν Παναγιά τῆς Ἁγιάσσος καί τῆς Πέτρας, ἄλλες ἀπό τό Μοναστήρι τῆς Σίφνου, ἄλλες ἀπό τή Σκιάθο, ἄλλες ἀπό τή Νάξο, ἀπό κάθε νησί, ἀπό κάθε κάβο, ἀπό κάθε στεριά….
Φωτίου Κόντογλου, Η Παναγία του Πάθους, ναός Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων, Ρέθυμνο

ΠΗΓΗ:https://cognoscoteam.gr/archives/38724
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.