της Σοφίας Ντρέκου (Sophia Drekou)
Ο Παζολίνι ακολουθεί τον Ευαγγελιστή και Απόστολο Ματθαίο και απλοποιεί εξαιρετικά την αναπαράσταση. Τι μπορεί να είναι σήμερα πιο κοντά στο τότε;
Το γυμνό τοπίο, τα φτωχά σπίτια των χωρικών και τα τυραννισμένα τους πρόσωπα. Τα κινηματογραφεί με θαυμαστή δύναμη και ομορφιά ακολουθώντας πρότυπα «κυρίως αρχαϊκοβυζαντινά», και με «ευνόητη αναφορά στον El Greco» Δείτε στο τέλος ολόκληρη την ταινία με ελληνικούς υπότιτλους.
Μακράν η καλύτερη κινηματογράφηση του θείου δράματος από έναν άθεο σκηνοθέτη, η ταινία, απροσδόκητα πιστή στη δομή και το γράμμα του Ευαγγελίου, ακολουθεί την πορεία ενός ανατρεπτικού Χριστού, που ενσαρκώνεται από έναν Καταλανό φοιτητή με την ειλικρίνεια του ερασιτέχνη.
Μακράν η καλύτερη κινηματογράφηση του θείου δράματος από έναν άθεο σκηνοθέτη, η ταινία, απροσδόκητα πιστή στη δομή και το γράμμα του Ευαγγελίου, ακολουθεί την πορεία ενός ανατρεπτικού Χριστού, που ενσαρκώνεται από έναν Καταλανό φοιτητή με την ειλικρίνεια του ερασιτέχνη.
Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι για την ταινία του, Il Vangelo secondo Matteo
Ο Πιέρ Παόλο Παζολίνι με τον πρωταγωνιστή στα γυρίσματα της ταινίας
Μπορεί να είμαι άπιστος, αλλά είμαι ένας άπιστος που νοσταλγεί την πίστη. Μου είπαν ότι έχω τρία είδωλα: τον Χριστό, τον Μαρξ και τον Φρόυντ. Αυτά είναι φόρμουλες. Το μόνο μου είδωλο είναι η πραγματικότητα. Το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» είναι ένα κομμάτι της ύπαρξής μου. Έβαλα σ’ αυτήν την ταινία το έργο μου και τη ζωή μου.
Το Ευαγγέλιο μου έβαζε το εξής πρόβλημα: δεν μπορούσα να το εξιστορήσω σαν ένα κλασικό αφήγημα, γιατί δεν είμαι πιστός, αλλά άθεος. Από την άλλη, ήθελα να διηγηθώ την ιστορία του Χριστού, Υιού του Θεού. Έπρεπε λοιπόν να διηγηθώ μια ιστορία στην οποία δεν πίστευα. Δεν μπορούσε λοιπόν να είμαι εγώ εκείνος που εξιστορεί. Έτσι, χωρίς να το θέλω, οδηγήθηκα στην ανατροπή όλης μου της κινηματογραφικής τεχνικής και γεννήθηκε αυτό το μάγμα ύφους, που είναι χαρακτηριστικό του κινηματογράφου της ποίησης. Γιατί για να μπορέσω να εξιστορήσω το Ευαγγέλιο, έπρεπε να βυθιστώ στην ψυχή ενός που πιστεύει. Εδώ έγκειται ο έμμεσος ελεύθερος λόγος: απ’ τη μια μεριά η αφήγηση βλέπεται με τα δικά μου μάτια και απ’ την άλλη, με τα μάτια ενός πιστού και είναι αυτό που προκαλεί το συμφυρμό του ύφους, αυτό το μάγμα που προανέφερα.
Η μεγάλη δυσκολία του Ευαγγελίου ήταν ακριβώς να μην καταστραφεί η διήγηση του Ματθαίου, να κρατηθεί όρθια πάση θυσία. Αυτό, μεταξύ άλλων, με υποχρέωσε να πραγματοποιήσω μια εξαιρετικά δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στη δική μου οπτική γωνία και σ’ αυτήν του πιστού – ανάμεσα δηλαδή σε δύο διηγήσεις. Νομίζω ότι στάθηκα συνεπής, όσο ήταν δυνατόν. Απ’ την άλλη, η ανατροπή που πραγματοποίησα είναι φανερή: αναφέρεται σε μια ολόκληρη μικροαστική, αλλά και εμπορική εικονογραφία. Έκανα το παν για να διαφυλάξω και ν’ αντλήσω την πραγματικότητα της διήγησης του Ματθαίου, κι αυτό, με πολεμική διάθεση: ενάντια στον φανατισμό ενός ορισμένου μαρξισμού κι ενός ορισμένου λαϊκισμού. Θέλησα να καταλάβω τα πάντα, θέλησα να δω μέσα από τα μάτια ενός πιστού μια πραγματικότητα θρησκευτικού τύπου.
Στο “Ακατόνε” επρόκειτο για μια κατάδυση επική κι όχι ψυχολογική στον κόσμο που θα περιγραφόταν. Το ζητούμενο του Ευαγγελίου – δηλαδή, η υφολογική σύμφυρση ενός πνευματικού κι ενός απλού, ιδιωτικού κόσμου – είναι ίδιο με αυτό των μυθιστορημάτων μου. Μ’ αυτή την έννοια, το Ευαγγέλιο βρίσκεται πιο κοντά στα μυθιστορήματά μου…
Πιερ Πάολο Παζολίνι
Η πιο πετυχημένη διασκευή του Ευαγγελίου στο σινεμά«Μα γιατί να πιεστώ να μισήσω εγώ που σχεδόν
ευγνωμονώ τον κόσμο για τη δυστυχία μου,
για το ότι είμαι διαφορετικός -και γι' αυτό μισήθηκα-
και που όμως δεν ξέρω παρά ν᾽ αγαπώ,
πιστά και στενάχωρα;»
[1] Πιέρ Πάολο Παζολίνι
Η αντίφαση, ή μάλλον το παράδοξο μοιάζει να είναι το άλλο όνομα της δημιουργίας. Γιατί τι πιο παράδοξο για τον δεσμώτη του πεπερασμένου και του θανάτου άνθρωπο απ’ το να δημιουργεί; Τι πιο παράδοξο στον άνθρωπο, εν τέλει, από την πίστη; Ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι δεν ήταν πιστός. Αλλ’ όταν σε μια συνέντευξη τύπου, το 1966, κάποιος τον είπε άπιστο, εκείνος σχολίασε: «εάν γνωρίζεις ότι είμαι άπιστος, τότε με γνωρίζεις καλύτερα απ’ όσο γνωρίζω εγώ τον εαυτό μου. Πιθανόν να είμαι ένας άπιστος, αλλά είμαι ένας άπιστος με νοσταλγία για μία πίστη»[2]. Είναι μ’ άλλα λόγια ένας βέρος ποιητής.
Ο Παζολίνι, γεννημένος στη Μπολόνια, στις 5 Μαρτίου του 1922, όταν το 1963 καταπιάνεται με το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, είναι 41 ετών και έχει ήδη δώσει τις μεγάλες του ταινίες Ακατόνε (1961) και Μάμα Ρόμα (1962), ταινίες-πρόζα, όπως τις χαρακτηρίζει ο ίδιος, όπου ακολουθεί το δρόμο που είχε χαράξει από νέος με τα μυθιστορήματά του. Τότε θα κάνει μια μεγάλη στροφή προς τον κινηματογράφο της ποίησης, όπως εκείνος τον εμπνεύστηκε. Κι ως ποιητής θα μπει στο δρόμο με τις μεγάλες αφηγήσεις, τους μεγάλους μύθους.
Συνέβη τότε (2 Οκτωβρίου 1962) να ακολουθήσει μαζί με άλλους διανοούμενος τον Πάπα Ιωάννη ΚΓ' σε προσκύνημα στην Ασσίζη. Εκείνος όμως, απ' τα γενοφάσκια του μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, άθεος και με σκανδαλώδη την ομοφυλοφιλία του, προτίμησε να μην βγει από το δωμάτιό του, «ενώ», όπως λέει, «οι κωδωνοκρουσίες βούιζαν στο κεφάλι μου, ξαφνικά η επιθυμία μου να τον δω (τον Πάπα) εξαφανίστηκε […] Αυτή η ταινία γεννήθηκε σ’ εκείνο το χώρο, εκείνη τη μέρα, εκείνες ακριβώς τις στιγμές»[3], όταν από μια «Καινή Διαθήκη» που βρήκε στο κομοδίνο του, διάβασε απνευστί το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο».
Αυτή ήταν η σύλληψη ενός από τα παραδοξότερα έργα του κινηματογράφου, κι ο Παζολίνι φτιάχνει την πιο πετυχημένη διασκευή του Ευαγγελίου στο σινεμά, την πιο δική του ταινία. «Δεν πιστεύω ότι έχω κάνει ποτέ έργο πιο προσωπικό, που να μου ταιριάζει περισσότερο από το Ευαγγέλιο»[4].
Στον Ματθαίο, ο Παζολίνι ανακάλυψε έναν όμοιό του, έναν ποιητή: «Αν και ο άγιος Ματθαίος δε γράφει σε στίχους, θα μπορούσε το έργο του να έχει ρυθμό επικό και λυρικό» και γι’ αυτό απέρριψε για την ταινία του εξ’ αρχής «κάθε είδος ρεαλιστικής ή νατουραλιστικής αναπαράστασης» κι έμεινε μακρυά από «κάθε είδος αρχαιολογίας και φιλολογίας. […] Προτίμησα», λέει, «να αφήσω τα πράγματα στο θρησκευτικό τους πλαίσιο, που είναι το μυθικό τους πλαίσιο. Το επικό-μυθικό.»[5].
Ο Παζολίνι, ακολουθώντας πρότυπα «κυρίως αρχαϊκοβυζαντινά», όπως τα ονομάζει, και με «ευνόητη αναφορά στον El Greco», δανείζεται στοιχεία από την ευρωπαϊκή παράδοση αναπαράστασης των Παθών, πρώτα και κύρια απ’ τον Μπαχ –όπως σημειώνει, διάλεξε όλες τις μουσικές πριν ακόμη γυρίσει την ταινία– και λίγο απ’ όλους της πρώιμης ιταλικής Αναγέννησης: Piero della Francesca, Duccio, Masaccio[6].
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα παρασύρεται κάποτε ως το εφετζίδικο «μπαρόκ της αντι-μεταρρύθμισης», πράγμα που τον κάνει να απορρίπτει εκ των υστέρων κάποιες σκηνές θαυμάτων[7], αλλά αυτές οι «χάρτινες αναπαραστάσεις» τον προσγειώνουν συνάμα στην κινηματογραφική παράδοση απόδοσης των Παθών, εμπνευσμένων από τις λαϊκές γκραβούρες και εικονίτσες, από την εποχή ακόμα του βωβού[8].
Στο Ευαγγέλιο του Παζολίνι πράγματι υπάρχει μια σύγκρουση ανάμεσα εφ' ενός στις αναπαραστάσεις, όπως είναι η Προσκύνηση των Μάγων, η Βάπτιση, η Βαϊοφόρος ή η Δίκη του Χριστού –η οποία μεγαλοφυώς θεάται εκ του μακρόθεν–, της Σταύρωσης, της Ανάστασης και αφ’ ετέρου στην πορεία και το κήρυγμα του Ιησού, έτσι όπως αποτυπώνονται στον Ευαγγελιστή Ματθαίο. Θα έλεγε κανείς πως αυτή η σύγκρουση εκφράζει την ίδια τη σύγκρουση του σκηνοθέτη με το έργο.
Είναι φυσικό, είναι άλλωστε ιδίωμα της εποχής –μεσούσης της δεκαετίας του 1960–, ο μαρξιστής-κομμουνιστής Παζολίνι να βρεθεί κοντά στο επαναστατικό κήρυγμα του Ιησού, στην καταγγελία των Φαρισαίων, στην έξωση των εμπόρων από το Ναό κ.λπ.
Το ίδιο αναμενόμενη είναι η αμηχανία του -αμηχανία του λογοκρατούμενου ανθρώπου της Δύσης εν γένει- μπροστά στην θεϊκή υπόσταση του Χριστού, όπως φανερώνεται στα θαύματα, στην αυστηρή ως προς τις προφητικές (ιουδαϊκές) της αναφορές αφήγηση του Ματθαίου. Με αξιοθαύμαστη ειλικρίνεια, ο Παζολίνι αφήνει αυτή τη σύγκρουση να φανεί και εγκαινιάζει μ’ αυτήν ένα εντελώς καινούργιο ύφος στο μέχρι τότε νεο-ρεαλιστικό έργο του.
«Η ταινία είναι γεμάτη από προσωπικά θέματα και κεντρίσματα», θα πει λίγο αργότερα, «και το κατάλαβα πραγματικά, απλώς με το να την ξαναδώ πρόσφατα (το 1968), και αντιλήφθηκα ότι ακόμα και η μορφή του Χριστού μού ανήκει ολοκληρωτικά, λόγω του τρομερού επαμφοτερισμού που υπάρχει σε αυτήν.[9]» Ο Χριστός του Παζολίνι μοιάζει στην εικόνα που του έφτιαξε ο άνθρωπος του εικοστού αιώνα: ένα πρόσωπο παθιασμένο στο κήρυγμα, αμήχανο μπροστά στη θεότητα.
Είναι ένας πλήρως εξανθρωπισμένος Χριστός, που ο σύγχρονος άνθρωπος τον ακολουθεί εκ του μακρόθεν, βλέποντας με σκεπτικιστική απάθεια, τα θαύματά του. Αξίζει να σταθούμε θαυμαστικά σε ένα κατ’ εξοχήν παζολινικό επίτευγμα: την απομάκρυνση από την θεατρική μπαρόκ ένταση στην απεικόνιση των Παθών, σχεδόν μόνιμη στις κινηματογραφικές αναπαραστάσεις. Ένας εκούσια αγόμενος στον Γολγοθά Χριστός είναι πράγματι μια θεοφάνεια για ένα γνήσιο παιδί της ιταλικής τέχνης. Κι όλα αυτά τα στοιχεία κάνουν το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο του Παζολίνι μια ταινία μοναδική.
Για τους πρωταγωνιστές του θείου δράματος ο Παζολίνι είχε σκεφτεί να χρησιμοποιήσει γνωστούς ποιητές του καιρού του, όπως τον Τζακ Κέρουακ η τον Άλεν Γκίνσμπεργκ για το ρόλο του Ιησού. Από (θεία) σύμπτωση επέλεξε τελικά τον Καταλανό φοιτητή Ενρίκε Ιραζόκι. Τον περιστοιχίζουν αγρότες και εργάτες από την περιοχή της Απουλίας, όπου γυρίστηκε η ταινία.
Μαζί τους, ακολουθώντας το αρχικό του σχέδιο, έβαλε κάποιους δικούς του ανθρώπους, όπως την μητέρα του Σουζάνα, στο ρόλο της Παναγίας του Πάθους, και ανθρώπους των γραμμάτων, τον Αλφόνσο Γκάτο, ποιητή και συγγραφέα, στο ρόλο του Αποστόλου Ανδρέα, τον φιλόσοφο Τζώρτζιο Αγκάμπεν στο ρόλο του Αποστόλου Φιλίππου, τον συγγραφέα και κριτικό Έντζο Σισιλιάνο, στο ρόλο του Αποστόλου Σίμωνα, τον Αργεντίνο συγγραφέα και ποιητή Χουάν Ροντόλφο Γουίλκοκ, στο ρόλο του Καϊάφα, την συγγραφέα Ναταλία Γκίνζμπουργκ, στο ρόλο της άλλης Μαρίας.
Αντί για την Παλαιστίνη, όπου είχε κάνει τις δοκιμές του, ο Παζολίνι διάλεξε να γυρίσει την ταινία σε πόλεις της Κάτω Ιταλίας: η Ματέρα έγινε Ιερουσαλήμ, το Μπαρίλε Βηθλεέμ, ο Κρότωνας και η Μασάφρα Καπερναούμ. Η αριστουργηματική σκηνή των πειρασμών γυρίστηκε στις σεληνιακές πλαγιές της Αίτνας, γνώριμες στον σκηνοθέτη και από άλλες του ταινίες. Με όλα αυτά γίνεται φανερό πως για τον Παζολίνι το Ευαγγέλιο ηχεί έναν προσωπικό τόνο, με ισοκρατούσα συνοδεία την ειλικρίνειά του.
Η ταινία γιουχαΐστηκε σχεδόν από το κοινό του Φεστιβάλ της Βενετίας, τον Αύγουστο του 1964, καθώς εκείνο ήταν μαθημένο σε έναν άλλο ιταλικό κινηματογράφο.Βραβεύτηκε με το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής (των χριστιανών κριτικών). Ο ίδιος θόρυβος συνόδευσε την ταινία στη Γαλλία. Προβλήθηκε μέσα σ’ αυτή την Παναγία των Παρισίων, προκαλώντας παθιασμένες συζητήσεις για τη σχέση του μαρξισμού με τον χριστιανισμό. Χρειάστηκε να επέμβει υπέρ του σκηνοθέτη ο Σαρτρ, λέγοντας πως «υπάρχουν στο μαρξισμό χριστιανικά στοιχεία που πρέπει να επανεξεταστούν»[10], για να κατευναστούν λίγο τα εξημμένα εναντίον του πνεύματα ένθεν και ένθεν. Κι αλήθεια είναι πως ο Παζολίνι ήταν ένα ασίγαστο σκάνδαλο από την πρώτη κιόλας εμφάνισή του στα ιταλικά γράμματα.
Έγινε, λοιπόν, χριστιανός ο Παζολίνι; Ας αφήσουμε τον ίδιο να πει, σε μια σπαρακτική για τη δική του πορεία, αλλά και για τη μοίρα του δυτικού ανθρώπου περιγραφή, του ποιητού σημαίνοντος εν ταυτώ «ποίω θανάτω ήμελλε αποθνήσκειν» (Ιωαν. 12:33): «Σ' όλους εκείνους που περίμεναν με ανυπομονησία, δηλαδή στους παπάδες και στους φίλους μου στην Ασσίζη […], απαντώ ότι δεν μου συνέβη καμία πτώση από άλογο, όπως ήλπιζαν να πάθω, στο δρόμο προς τη Δαμασκό. Κι αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι έχω ξεπεζέψει από το άλογο κι έχει περάσει κάμποσος καιρός από τότε που σύρθηκα πιασμένος από τον αναβολέα βουτώντας το κεφάλι μου στην άμμο, στο χώμα, στη λάσπη του δρόμου προς τη Δαμασκό. Λοιπόν τίποτα απ᾽ όλα αυτά δεν μου συνέβη: δεν έπεσα, γιατί είχα ξαναπέσει παλιά και είχα συρθεί από αυτό το άλογο τής, ας πούμε, λογοκρατούμενης ζωής του κόσμου.»[11].
Αφίσα από το αριστούργημα του Πιερ Πάολο Παζολίνι, το
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (1964) Il Vangelo secondo Matteo
Η αντίφαση, ή μάλλον το παράδοξο μοιάζει να είναι το άλλο όνομα της δημιουργίας. Γιατί τι πιο παράδοξο για τον δεσμώτη του πεπερασμένου και του θανάτου άνθρωπο απ’ το να δημιουργεί; Τι πιο παράδοξο στον άνθρωπο, εν τέλει, από την πίστη; Ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι δεν ήταν πιστός. Αλλ’ όταν σε μια συνέντευξη τύπου, το 1966, κάποιος τον είπε άπιστο, εκείνος σχολίασε: «εάν γνωρίζεις ότι είμαι άπιστος, τότε με γνωρίζεις καλύτερα απ’ όσο γνωρίζω εγώ τον εαυτό μου. Πιθανόν να είμαι ένας άπιστος, αλλά είμαι ένας άπιστος με νοσταλγία για μία πίστη»[2]. Είναι μ’ άλλα λόγια ένας βέρος ποιητής.
Ο Παζολίνι, γεννημένος στη Μπολόνια, στις 5 Μαρτίου του 1922, όταν το 1963 καταπιάνεται με το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, είναι 41 ετών και έχει ήδη δώσει τις μεγάλες του ταινίες Ακατόνε (1961) και Μάμα Ρόμα (1962), ταινίες-πρόζα, όπως τις χαρακτηρίζει ο ίδιος, όπου ακολουθεί το δρόμο που είχε χαράξει από νέος με τα μυθιστορήματά του. Τότε θα κάνει μια μεγάλη στροφή προς τον κινηματογράφο της ποίησης, όπως εκείνος τον εμπνεύστηκε. Κι ως ποιητής θα μπει στο δρόμο με τις μεγάλες αφηγήσεις, τους μεγάλους μύθους.
Συνέβη τότε (2 Οκτωβρίου 1962) να ακολουθήσει μαζί με άλλους διανοούμενος τον Πάπα Ιωάννη ΚΓ' σε προσκύνημα στην Ασσίζη. Εκείνος όμως, απ' τα γενοφάσκια του μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, άθεος και με σκανδαλώδη την ομοφυλοφιλία του, προτίμησε να μην βγει από το δωμάτιό του, «ενώ», όπως λέει, «οι κωδωνοκρουσίες βούιζαν στο κεφάλι μου, ξαφνικά η επιθυμία μου να τον δω (τον Πάπα) εξαφανίστηκε […] Αυτή η ταινία γεννήθηκε σ’ εκείνο το χώρο, εκείνη τη μέρα, εκείνες ακριβώς τις στιγμές»[3], όταν από μια «Καινή Διαθήκη» που βρήκε στο κομοδίνο του, διάβασε απνευστί το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο».
Αυτή ήταν η σύλληψη ενός από τα παραδοξότερα έργα του κινηματογράφου, κι ο Παζολίνι φτιάχνει την πιο πετυχημένη διασκευή του Ευαγγελίου στο σινεμά, την πιο δική του ταινία. «Δεν πιστεύω ότι έχω κάνει ποτέ έργο πιο προσωπικό, που να μου ταιριάζει περισσότερο από το Ευαγγέλιο»[4].
Στον Ματθαίο, ο Παζολίνι ανακάλυψε έναν όμοιό του, έναν ποιητή: «Αν και ο άγιος Ματθαίος δε γράφει σε στίχους, θα μπορούσε το έργο του να έχει ρυθμό επικό και λυρικό» και γι’ αυτό απέρριψε για την ταινία του εξ’ αρχής «κάθε είδος ρεαλιστικής ή νατουραλιστικής αναπαράστασης» κι έμεινε μακρυά από «κάθε είδος αρχαιολογίας και φιλολογίας. […] Προτίμησα», λέει, «να αφήσω τα πράγματα στο θρησκευτικό τους πλαίσιο, που είναι το μυθικό τους πλαίσιο. Το επικό-μυθικό.»[5].
Ο Παζολίνι, ακολουθώντας πρότυπα «κυρίως αρχαϊκοβυζαντινά», όπως τα ονομάζει, και με «ευνόητη αναφορά στον El Greco», δανείζεται στοιχεία από την ευρωπαϊκή παράδοση αναπαράστασης των Παθών, πρώτα και κύρια απ’ τον Μπαχ –όπως σημειώνει, διάλεξε όλες τις μουσικές πριν ακόμη γυρίσει την ταινία– και λίγο απ’ όλους της πρώιμης ιταλικής Αναγέννησης: Piero della Francesca, Duccio, Masaccio[6].
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα παρασύρεται κάποτε ως το εφετζίδικο «μπαρόκ της αντι-μεταρρύθμισης», πράγμα που τον κάνει να απορρίπτει εκ των υστέρων κάποιες σκηνές θαυμάτων[7], αλλά αυτές οι «χάρτινες αναπαραστάσεις» τον προσγειώνουν συνάμα στην κινηματογραφική παράδοση απόδοσης των Παθών, εμπνευσμένων από τις λαϊκές γκραβούρες και εικονίτσες, από την εποχή ακόμα του βωβού[8].
Στο Ευαγγέλιο του Παζολίνι πράγματι υπάρχει μια σύγκρουση ανάμεσα εφ' ενός στις αναπαραστάσεις, όπως είναι η Προσκύνηση των Μάγων, η Βάπτιση, η Βαϊοφόρος ή η Δίκη του Χριστού –η οποία μεγαλοφυώς θεάται εκ του μακρόθεν–, της Σταύρωσης, της Ανάστασης και αφ’ ετέρου στην πορεία και το κήρυγμα του Ιησού, έτσι όπως αποτυπώνονται στον Ευαγγελιστή Ματθαίο. Θα έλεγε κανείς πως αυτή η σύγκρουση εκφράζει την ίδια τη σύγκρουση του σκηνοθέτη με το έργο.
Είναι φυσικό, είναι άλλωστε ιδίωμα της εποχής –μεσούσης της δεκαετίας του 1960–, ο μαρξιστής-κομμουνιστής Παζολίνι να βρεθεί κοντά στο επαναστατικό κήρυγμα του Ιησού, στην καταγγελία των Φαρισαίων, στην έξωση των εμπόρων από το Ναό κ.λπ.
Το ίδιο αναμενόμενη είναι η αμηχανία του -αμηχανία του λογοκρατούμενου ανθρώπου της Δύσης εν γένει- μπροστά στην θεϊκή υπόσταση του Χριστού, όπως φανερώνεται στα θαύματα, στην αυστηρή ως προς τις προφητικές (ιουδαϊκές) της αναφορές αφήγηση του Ματθαίου. Με αξιοθαύμαστη ειλικρίνεια, ο Παζολίνι αφήνει αυτή τη σύγκρουση να φανεί και εγκαινιάζει μ’ αυτήν ένα εντελώς καινούργιο ύφος στο μέχρι τότε νεο-ρεαλιστικό έργο του.
«Η ταινία είναι γεμάτη από προσωπικά θέματα και κεντρίσματα», θα πει λίγο αργότερα, «και το κατάλαβα πραγματικά, απλώς με το να την ξαναδώ πρόσφατα (το 1968), και αντιλήφθηκα ότι ακόμα και η μορφή του Χριστού μού ανήκει ολοκληρωτικά, λόγω του τρομερού επαμφοτερισμού που υπάρχει σε αυτήν.[9]» Ο Χριστός του Παζολίνι μοιάζει στην εικόνα που του έφτιαξε ο άνθρωπος του εικοστού αιώνα: ένα πρόσωπο παθιασμένο στο κήρυγμα, αμήχανο μπροστά στη θεότητα.
Είναι ένας πλήρως εξανθρωπισμένος Χριστός, που ο σύγχρονος άνθρωπος τον ακολουθεί εκ του μακρόθεν, βλέποντας με σκεπτικιστική απάθεια, τα θαύματά του. Αξίζει να σταθούμε θαυμαστικά σε ένα κατ’ εξοχήν παζολινικό επίτευγμα: την απομάκρυνση από την θεατρική μπαρόκ ένταση στην απεικόνιση των Παθών, σχεδόν μόνιμη στις κινηματογραφικές αναπαραστάσεις. Ένας εκούσια αγόμενος στον Γολγοθά Χριστός είναι πράγματι μια θεοφάνεια για ένα γνήσιο παιδί της ιταλικής τέχνης. Κι όλα αυτά τα στοιχεία κάνουν το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο του Παζολίνι μια ταινία μοναδική.
Η μητέρα του P.-P. Pasolini (Σουζάνα Παζολίνι) θρηνεί υποδυόμενη την
Θεοτόκο σε πρεσβύτερη ηλικία, στην θέα του εσταυρωμένου Υιού της.
Η Μάνα του Ιησού είναι η μάνα του Παζολίνι, η Susanna Pasolini. Συγκλονιστική.
Για τους πρωταγωνιστές του θείου δράματος ο Παζολίνι είχε σκεφτεί να χρησιμοποιήσει γνωστούς ποιητές του καιρού του, όπως τον Τζακ Κέρουακ η τον Άλεν Γκίνσμπεργκ για το ρόλο του Ιησού. Από (θεία) σύμπτωση επέλεξε τελικά τον Καταλανό φοιτητή Ενρίκε Ιραζόκι. Τον περιστοιχίζουν αγρότες και εργάτες από την περιοχή της Απουλίας, όπου γυρίστηκε η ταινία.
Μαζί τους, ακολουθώντας το αρχικό του σχέδιο, έβαλε κάποιους δικούς του ανθρώπους, όπως την μητέρα του Σουζάνα, στο ρόλο της Παναγίας του Πάθους, και ανθρώπους των γραμμάτων, τον Αλφόνσο Γκάτο, ποιητή και συγγραφέα, στο ρόλο του Αποστόλου Ανδρέα, τον φιλόσοφο Τζώρτζιο Αγκάμπεν στο ρόλο του Αποστόλου Φιλίππου, τον συγγραφέα και κριτικό Έντζο Σισιλιάνο, στο ρόλο του Αποστόλου Σίμωνα, τον Αργεντίνο συγγραφέα και ποιητή Χουάν Ροντόλφο Γουίλκοκ, στο ρόλο του Καϊάφα, την συγγραφέα Ναταλία Γκίνζμπουργκ, στο ρόλο της άλλης Μαρίας.
Αντί για την Παλαιστίνη, όπου είχε κάνει τις δοκιμές του, ο Παζολίνι διάλεξε να γυρίσει την ταινία σε πόλεις της Κάτω Ιταλίας: η Ματέρα έγινε Ιερουσαλήμ, το Μπαρίλε Βηθλεέμ, ο Κρότωνας και η Μασάφρα Καπερναούμ. Η αριστουργηματική σκηνή των πειρασμών γυρίστηκε στις σεληνιακές πλαγιές της Αίτνας, γνώριμες στον σκηνοθέτη και από άλλες του ταινίες. Με όλα αυτά γίνεται φανερό πως για τον Παζολίνι το Ευαγγέλιο ηχεί έναν προσωπικό τόνο, με ισοκρατούσα συνοδεία την ειλικρίνειά του.
Η ταινία γιουχαΐστηκε σχεδόν από το κοινό του Φεστιβάλ της Βενετίας, τον Αύγουστο του 1964, καθώς εκείνο ήταν μαθημένο σε έναν άλλο ιταλικό κινηματογράφο.Βραβεύτηκε με το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής (των χριστιανών κριτικών). Ο ίδιος θόρυβος συνόδευσε την ταινία στη Γαλλία. Προβλήθηκε μέσα σ’ αυτή την Παναγία των Παρισίων, προκαλώντας παθιασμένες συζητήσεις για τη σχέση του μαρξισμού με τον χριστιανισμό. Χρειάστηκε να επέμβει υπέρ του σκηνοθέτη ο Σαρτρ, λέγοντας πως «υπάρχουν στο μαρξισμό χριστιανικά στοιχεία που πρέπει να επανεξεταστούν»[10], για να κατευναστούν λίγο τα εξημμένα εναντίον του πνεύματα ένθεν και ένθεν. Κι αλήθεια είναι πως ο Παζολίνι ήταν ένα ασίγαστο σκάνδαλο από την πρώτη κιόλας εμφάνισή του στα ιταλικά γράμματα.
Έγινε, λοιπόν, χριστιανός ο Παζολίνι; Ας αφήσουμε τον ίδιο να πει, σε μια σπαρακτική για τη δική του πορεία, αλλά και για τη μοίρα του δυτικού ανθρώπου περιγραφή, του ποιητού σημαίνοντος εν ταυτώ «ποίω θανάτω ήμελλε αποθνήσκειν» (Ιωαν. 12:33): «Σ' όλους εκείνους που περίμεναν με ανυπομονησία, δηλαδή στους παπάδες και στους φίλους μου στην Ασσίζη […], απαντώ ότι δεν μου συνέβη καμία πτώση από άλογο, όπως ήλπιζαν να πάθω, στο δρόμο προς τη Δαμασκό. Κι αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι έχω ξεπεζέψει από το άλογο κι έχει περάσει κάμποσος καιρός από τότε που σύρθηκα πιασμένος από τον αναβολέα βουτώντας το κεφάλι μου στην άμμο, στο χώμα, στη λάσπη του δρόμου προς τη Δαμασκό. Λοιπόν τίποτα απ᾽ όλα αυτά δεν μου συνέβη: δεν έπεσα, γιατί είχα ξαναπέσει παλιά και είχα συρθεί από αυτό το άλογο τής, ας πούμε, λογοκρατούμενης ζωής του κόσμου.»[11].
Ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι δολοφονήθηκε σ' ένα έγκλημα πάθους(;)[12], σε μια «στενάχωρη αγάπη», το Σάββατο, ξημέρωμα Κυριακής, 1/2 Νοεμβρίου του 1975. Τα μέλη του βρέθηκαν κατεαγμένα. Ο καταδικασθείς ως δολοφόνος –τα γεγονότα παραμένουν μέχρι σήμερα σκοτεινά– Πίνο Πελόζι, είπε πως αφού έπεσε αιμόφυρτος από το χτύπημα τον πάτησε πολλές φορές με το αυτοκίνητο του θύματος, μια ασημένια σπορ Άλφα Ρομέο.
με πρωταγωνιστή τον 19χρονο Ενρίκε Ιραζόκουι [Enrique Irazoqui]
5 Ιουλίου 1944 - 16 Σεπτεμβρίου 2020, Καδακές, Ισπανία
Σημειώσεις:
[1] Από την ποιητική συλλογή του Π. Π. Παζολίνι, «Στάχτες του Γκράμσι». Τους στίχους παραθέτει ο Γιώργος Μπράμος, περιοδικό «οδός Πανός», Νο 130, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2005, σσ. 92-94[2] Τη φράση, αν και ευρέως διαδεδομένη, δεν κατάφερα να την εντοπίσω στην πηγή της. Τυπώθηκε ωστόσο στο πρόγραμμα πρόσφατης επαναπροβολής του Κατά Ματθαίον (10/04/2014) στην Αθήνα. Το αρκτικόλεξο από την καταληκτήρια φράση του Παζολίνι το χρησιμοποιεί ένα σύγχρονο ελληνικό μουσικό συγκρότημα, το «NfaB» (nostalgia for a belief). Σταχυολογημένη μεταξύ άλλων ρήσεων του Π. Π. Π. βρίσκεται στο http://htmlgiant.com/craft-notes/pier-paolo-pasolini-on-writing/
[3] Πιέρ Πάολο Παζολίνι, «Τα κατά Ματθαίον πάθη (σημειώσεις )», περιοδικό «οδός Πανός», όπ. π., σσ. 55-56
[4] Από συνέντευξη του Π. Π. Παζολίνι στον Τζων Χαλιντέι, στο René de Ceccatty, Παζολίνι, μετφ. Προκόπης Σοφράς, εκδ. «Κασταλία», σ. 200
[5] Συνέντευξη του Π. Π. Π. στον James Blue, περιοδικό «FilmComment», τ. Φθινόπωρο 1965, στο http://www.filmcomment.com/article/pier-paolo-pasolini-interview
[6] «Τα κατά Ματθαίον πάθη (σημειώσεις)», όπ. π., σ. 58
[7] Από τη συνέντευξη στον Τζων Χαλιντέι, όπ. π., σ. 203
[8] Η πρώτη ολοκληρωμένη ταινία: Η ζωή και το πάθος
[9]Από συνέντευξη στον Τζων Χαλιντέι, όπ. π., σ. 200-201
[10] Δες στο René de Ceccatty, Παζολίνι, όπ, π., σσ. 204-208
[11] «Τα κατά Ματθαίον πάθη (σημειώσεις)», σ. 55
[12] Μέχρι σήμερα η δολοφονία του από πολλούς χαρακτηρίζεται πολιτική, καθώς με την τελευταία του ταινία Σαλό ή 120 μέρες στα Σόδομα (1975) και με την κριτική που άσκησε στο φασιστικό καθεστώς, είχε κορυφωθεί η δημόσια κατακραυγή εναντίον του.
Πηγή: Kώστας Μπλάθρας, Author at Αντίφωνο antifono.gr/author/blathras
Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από την άγρια δολοφονία του Πιέρ Πάολο Παζολίνι, στις 2 Νοεμβρίου 1975, στη Ρώμη. Ο Πιέρ Πάολο ετάφη δίπλα στην μητέρα του Σουζάνα, στο Κοιμητήριο της Καζάρσα, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Φρίουλι.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέα Ευθύνη», τεύχος 24, Ιούλιος – Αύγουστος 2014.
ο σκηνοθέτης Pier Paolo Pasolini στα γυρίσματα της ταινίας
Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι (Pier Paolo Pasolini, 5 Μαρτίου 1922 - 2 Νοεμβρίου 1975) ήταν Ιταλός ηθοποιός, ποιητής, συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Πέθανε στις 2 Νοεμβρίου 1975 στην παραλία της Όστια, κοντά στη Ρώμη, σε μια θέση χαρακτηριστική των μυθιστορημάτων του. Ο θάνατός του ήταν πολιτική δολοφονία, πιθανώς από φασίστες που ενοχλήθηκαν από την τελευταία του αντιφασιστική ταινία «Σαλό» ή «120 Μέρες στα Σόδομα».
Ο Πίνο Πελόζι, συνελήφθη και ομολόγησε τη δολοφονία. Τριάντα χρόνια μετά, το 2005, απέσυρε την ομολογία του, και υποστήριξε ότι άγνωστοι είχαν σκοτώσει τον Παζολίνι. Είπε ότι αναγκάστηκε να ομολογήσει γιατί υπήρχαν απειλές κατά του ίδιου και της οικογένειάς του. Η έρευνα σχετικά με τη δολοφονία Παζολίνι άρχισε εκ νέου μετά την αναίρεση του Πελόζι.
Τo cinemagazine.gr συγκεντρώνει μερικές από τις κορυφαίες ταινίες που έγιναν ποτέ και γράφει αναλυτικά γι’ αυτές. Σήμερα μια από τις καλύτερες ταινίες του Πιέρ Πάολο Παζολίνι κι ενδεχομένως η πιο «θρησκευτική» ταινία που γυρίστηκε ποτέ.
Είναι πολλά αυτά που μπορούν να ειπωθούν για την κινηματογραφική και όχι μόνο ιδιοφυΐα, που ακούει στο όνομα Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Για το όραμα, την οργισμένη του ματιά, τον λόγο του περιθωρίου, την διάθεση να προκαλέσει, τη βαθιά θλίψη και την υπαρξιακή ανησυχία. Την κοινωνική και συναισθηματική αναζήτηση της ουτοπίας του. Το οξύμωρο της ζωής και του θανάτου του. Στοιχεία που τόσο περίτεχνα, λιτά και απόλυτα, αποτυπώνονται σε μια από τις καλύτερες ταινίες του και ενδεχομένως την πιο «θρησκευτική» ταινία που γυρίστηκε ποτέ.
Ο Ιταλός σκηνοθέτης, αλλά και μεγάλος θεωρητικός του κινηματογράφου, παραδίδει στο κοινό μια ταινία στην οποία «αναμιγνύονται ο κινηματογράφος της ποίησης και της πρόζας, του πολιτικού και του καλλιτεχνικού λόγου», μια ταινία που χαρακτηρίστηκε από τους απανταχού κριτικούς ως αριστούργημα, κέρδισε το ειδικό βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών και συνέθεσε με απόλυτο ρεαλισμό την πιο ευλαβική κινηματογραφική απόδοση της ζωής του Χριστού.
Ο Παζολίνι μένει απόλυτα πιστός στο πιο λιτό, προσιτό και σχεδόν καθόλου μεταφυσικό από τα Ευαγγέλια, το κατά Ματθαίον, χρησιμοποιεί στην ουσία μόνο το μισό κείμενο και δημιουργεί μια εξαιρετική, ποιητική ταινία, γεμάτη από «νοσταλγία πίστης» όπως χαρακτηριστικά δήλωνε. Δεν προσθέτει ούτε μια λέξη στους διαλόγους (ο ίδιος άλλωστε υπογράφει και το σενάριο), εντούτοις καταφέρνει να εστιάσει ακριβώς εκεί που θέλει, στην επαναστατικότητα του ευαγγελικού λόγου.
Ο Χριστός του είναι απλός, στον αντίποδα των Χολιγουντιανών υπερπαραγωγών. Η θεϊκή του φύση, μέσω θαυμάτων ή μεταμορφώσεων δεν αποδίδεται, εσκεμμένα. Αντίθετα, ο λόγος του είναι βαθύτατα συναισθηματικός, αλλά και πύρινος, με έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά και μηνύματα. Τα πάθη του δεν αποδίδονται μέσω βασανιστηρίων που εκμαιεύουν συγκίνηση, αλλά μέσω της τραγικότητας της διήγησης, του ήχου και της εικόνας. Η ταινία είναι γυρισμένη στον πάμφτωχο ιταλικό νότο, γεμάτη από βουβές εικόνες αδικίας και καταπίεσης. Ο λόγος είναι άμεσος και ελεύθερος, και ο σκηνοθέτης ντύνει με εικόνες την κριτική του απέναντι στην κοινωνία σε μία πιστή καταγραφή. Το έργο διέπεται από έναν χαρακτηριστικό σεβασμό, δίχως όμως τον παραμικρό δογματισμό και χωρίς την παραμικρή προσπάθεια να προσηλυτίσει.
Το καστ αποτελείται κυρίως από ερασιτέχνες ηθοποιούς και συμπληρώθηκε από ένα σύνολο συγγραφέων, διανοουμένων και ακαδημαϊκών του κύκλου του σκηνοθέτη. Τον Χριστό υποδύεται ο Ενρίκε Ιραζόκουι, ένας Ισπανός φοιτητής που ο Παζολίνι γνώρισε τυχαία, ενώ στον ρόλο της Παναγίας εμφανίζεται η γερασμένη μητέρα του σκηνοθέτη, που παραδίδει μαθήματα απόγνωσης και θρήνου, γεμίζει την οθόνη με απόλυτη θλίψη, με έναν βουβό αλλά ταυτόχρονα εκκωφαντικό πόνο, χαρακτηριστικό της τραγικότητας του ανθρώπου, της τραγικότητας της ιδέας που «πάντα, όλα τα διαψεύδει», της ιδέας του θανάτου.
Ο Πίνο Πελόζι, συνελήφθη και ομολόγησε τη δολοφονία. Τριάντα χρόνια μετά, το 2005, απέσυρε την ομολογία του, και υποστήριξε ότι άγνωστοι είχαν σκοτώσει τον Παζολίνι. Είπε ότι αναγκάστηκε να ομολογήσει γιατί υπήρχαν απειλές κατά του ίδιου και της οικογένειάς του. Η έρευνα σχετικά με τη δολοφονία Παζολίνι άρχισε εκ νέου μετά την αναίρεση του Πελόζι.
Κριτική της ταινίας «Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» (1964) του Πιέρ Πάολο Παζολίνι
Σκηνή από το αριστούργημα του Πιερ Πάολο Παζολίνι, το
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (1964) Il Vangelo secondo Matteo
Τo cinemagazine.gr συγκεντρώνει μερικές από τις κορυφαίες ταινίες που έγιναν ποτέ και γράφει αναλυτικά γι’ αυτές. Σήμερα μια από τις καλύτερες ταινίες του Πιέρ Πάολο Παζολίνι κι ενδεχομένως η πιο «θρησκευτική» ταινία που γυρίστηκε ποτέ.
Είναι πολλά αυτά που μπορούν να ειπωθούν για την κινηματογραφική και όχι μόνο ιδιοφυΐα, που ακούει στο όνομα Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Για το όραμα, την οργισμένη του ματιά, τον λόγο του περιθωρίου, την διάθεση να προκαλέσει, τη βαθιά θλίψη και την υπαρξιακή ανησυχία. Την κοινωνική και συναισθηματική αναζήτηση της ουτοπίας του. Το οξύμωρο της ζωής και του θανάτου του. Στοιχεία που τόσο περίτεχνα, λιτά και απόλυτα, αποτυπώνονται σε μια από τις καλύτερες ταινίες του και ενδεχομένως την πιο «θρησκευτική» ταινία που γυρίστηκε ποτέ.
Ο Ιταλός σκηνοθέτης, αλλά και μεγάλος θεωρητικός του κινηματογράφου, παραδίδει στο κοινό μια ταινία στην οποία «αναμιγνύονται ο κινηματογράφος της ποίησης και της πρόζας, του πολιτικού και του καλλιτεχνικού λόγου», μια ταινία που χαρακτηρίστηκε από τους απανταχού κριτικούς ως αριστούργημα, κέρδισε το ειδικό βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών και συνέθεσε με απόλυτο ρεαλισμό την πιο ευλαβική κινηματογραφική απόδοση της ζωής του Χριστού.
Ο Παζολίνι μένει απόλυτα πιστός στο πιο λιτό, προσιτό και σχεδόν καθόλου μεταφυσικό από τα Ευαγγέλια, το κατά Ματθαίον, χρησιμοποιεί στην ουσία μόνο το μισό κείμενο και δημιουργεί μια εξαιρετική, ποιητική ταινία, γεμάτη από «νοσταλγία πίστης» όπως χαρακτηριστικά δήλωνε. Δεν προσθέτει ούτε μια λέξη στους διαλόγους (ο ίδιος άλλωστε υπογράφει και το σενάριο), εντούτοις καταφέρνει να εστιάσει ακριβώς εκεί που θέλει, στην επαναστατικότητα του ευαγγελικού λόγου.
Ο Χριστός του είναι απλός, στον αντίποδα των Χολιγουντιανών υπερπαραγωγών. Η θεϊκή του φύση, μέσω θαυμάτων ή μεταμορφώσεων δεν αποδίδεται, εσκεμμένα. Αντίθετα, ο λόγος του είναι βαθύτατα συναισθηματικός, αλλά και πύρινος, με έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά και μηνύματα. Τα πάθη του δεν αποδίδονται μέσω βασανιστηρίων που εκμαιεύουν συγκίνηση, αλλά μέσω της τραγικότητας της διήγησης, του ήχου και της εικόνας. Η ταινία είναι γυρισμένη στον πάμφτωχο ιταλικό νότο, γεμάτη από βουβές εικόνες αδικίας και καταπίεσης. Ο λόγος είναι άμεσος και ελεύθερος, και ο σκηνοθέτης ντύνει με εικόνες την κριτική του απέναντι στην κοινωνία σε μία πιστή καταγραφή. Το έργο διέπεται από έναν χαρακτηριστικό σεβασμό, δίχως όμως τον παραμικρό δογματισμό και χωρίς την παραμικρή προσπάθεια να προσηλυτίσει.
Το καστ αποτελείται κυρίως από ερασιτέχνες ηθοποιούς και συμπληρώθηκε από ένα σύνολο συγγραφέων, διανοουμένων και ακαδημαϊκών του κύκλου του σκηνοθέτη. Τον Χριστό υποδύεται ο Ενρίκε Ιραζόκουι, ένας Ισπανός φοιτητής που ο Παζολίνι γνώρισε τυχαία, ενώ στον ρόλο της Παναγίας εμφανίζεται η γερασμένη μητέρα του σκηνοθέτη, που παραδίδει μαθήματα απόγνωσης και θρήνου, γεμίζει την οθόνη με απόλυτη θλίψη, με έναν βουβό αλλά ταυτόχρονα εκκωφαντικό πόνο, χαρακτηριστικό της τραγικότητας του ανθρώπου, της τραγικότητας της ιδέας που «πάντα, όλα τα διαψεύδει», της ιδέας του θανάτου.
Η μουσική της ταινίας είναι επιλεγμένη από τον ίδιο τον Ιταλό δημιουργό και φέρει ξεκάθαρα την καλλιτεχνική του σφραγίδα. Επενδύει ιδανικά τις σκηνές και μαζί με τις ξεκάθαρες αναφορές των εικόνων σε άλλες μορφές τέχνης, όπως η ζωγραφική και η ποίηση, αποτυπώνει την οικουμενικότητα και μετουσιώνει την αναζήτηση της ιδέας του ιερού και του σπαρακτικού που χαρακτηρίζουν, εκτός των άλλων όλο το έργο του. Από τον Bach και τον Mozart, μέχρι τον Luis Bacalov και από τον Prokofiev μέχρι τα spiritual ακούσματα των Missa Luba και τα ρώσικα λαϊκά τραγούδια, όλα εξυπηρετούν την ροή της διήγησης, την μινιμαλιστική ομορφιά, την καθολικότητα του εγχειρήματος.
Το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» είναι μια συγκλονιστική, μια συνταρακτική μεταφορά. Δεν διεκδικεί κανένα βραβείο ιστορικής ορθότητας ως προς τα κουστούμια η τα χτενίσματα, χωρίς αυτό βέβαια να παίζει απολύτως κανέναν ρόλο. Μέσα από έναν ύμνο στην τέχνη , στην ποίηση ειδικότερα, διαφοροποιείται από όλες τις άλλες, αντίστοιχες ταινίες, και καινοτομεί, προσφέροντας τον καθηλωτικό λόγο του «πρώτου επαναστάτη», αλλά και το σπαραγμό, τη θλίψη, την απόγνωση του πόνου που γεννά η πίστη.
Σύμφωνα άλλωστε με τον Παζολίνι: «Έβαλα σ’ αυτήν την ταινία, το έργο μου και τη ζωή μου. Έπρεπε να διηγηθώ μια ιστορία στην οποία δεν πίστευα. Έπρεπε να βυθιστώ στην ψυχή ενός που πιστεύει…» . Δυστυχώς για τους δογματικούς Χριστιανούς, ένας κομμουνιστής ομοφυλόφιλος έφτιαξε την καλύτερη θρησκευτική ταινία.
Σκηνοθεσία, Σενάριο: Πιερ Πάολο Παζολίνι Φωτογραφία: Τονίνο Ντέλι Κόλι Μουσική: Λουίς Μπακάλοφ Πρωταγωνιστούν: Ενρίκε Ιραζόκουι, Μαργκερίτα Καρούζο, Νινέτο Νταβόλι, Σουζάνα Παζολίνι, Μάριο Σοκράτε Διάρκεια: 137'
Δείτε ολόκληρη την ταινία με ελληνικούς υπότιτλους
Το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» είναι μια συγκλονιστική, μια συνταρακτική μεταφορά. Δεν διεκδικεί κανένα βραβείο ιστορικής ορθότητας ως προς τα κουστούμια η τα χτενίσματα, χωρίς αυτό βέβαια να παίζει απολύτως κανέναν ρόλο. Μέσα από έναν ύμνο στην τέχνη , στην ποίηση ειδικότερα, διαφοροποιείται από όλες τις άλλες, αντίστοιχες ταινίες, και καινοτομεί, προσφέροντας τον καθηλωτικό λόγο του «πρώτου επαναστάτη», αλλά και το σπαραγμό, τη θλίψη, την απόγνωση του πόνου που γεννά η πίστη.
Σύμφωνα άλλωστε με τον Παζολίνι: «Έβαλα σ’ αυτήν την ταινία, το έργο μου και τη ζωή μου. Έπρεπε να διηγηθώ μια ιστορία στην οποία δεν πίστευα. Έπρεπε να βυθιστώ στην ψυχή ενός που πιστεύει…» . Δυστυχώς για τους δογματικούς Χριστιανούς, ένας κομμουνιστής ομοφυλόφιλος έφτιαξε την καλύτερη θρησκευτική ταινία.
IL VANGELO SECONDO MATTEO, Ιταλία, 1964
Σκηνοθεσία, Σενάριο: Πιερ Πάολο Παζολίνι Φωτογραφία: Τονίνο Ντέλι Κόλι Μουσική: Λουίς Μπακάλοφ Πρωταγωνιστούν: Ενρίκε Ιραζόκουι, Μαργκερίτα Καρούζο, Νινέτο Νταβόλι, Σουζάνα Παζολίνι, Μάριο Σοκράτε Διάρκεια: 137'
Δείτε ολόκληρη την ταινία με ελληνικούς υπότιτλους
Tο κατά Ματθαίον Eυαγγέλιον του Pier Paolo
Pazolini.gr subs (Il Vangelo secondo Matteo)ΠΗΓΗ:https://www.sophia-ntrekou.gr/2019/08/pazolini-kata-matthaion.html?fbclid=IwY2xjawGTOs5leHRuA2FlbQIxMQABHcmLtA4ZctTMjwsrowyd13KVduUdAAOnXDzPa7mbAyjwP3Yv9b4c0UhIow_aem_-et6J0wxIT-p0nC725rbLQ&m=1
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.