Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

Αναρωτιέται κανείς αν ενδιαφέρει το σημερινό κοινό ο Αντρέι Ταρκόφσκι;

Γιατί τόσος νέος κόσμος ενδιαφέρεται για το σινεμά του Αντρέι Ταρκόφσκι;

Η επιτυχία του πρόσφατου αφιερώματος στην εξαρχιώτικη Ριβιέρα και τι μας δίδαξε.

Άκης Καπράνος


 

ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΟΛΛΕΣ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΜΑΣ τα πρώτα χρόνια του διαδικτύου ήταν η αισιοδοξία μας για την άνθιση της διαλεκτικής: Δεν μπορεί, τώρα που είμαστε όλοι συνδεδεμένοι, θα μεταβολίζουμε πιο ουσιαστικά την κάθε πληροφορία, θα πηγαίνουμε παρακάτω όλοι μαζί. Αντ’ αυτού, ο κυρίαρχος ιντερνετικός λόγος σήμερα περισσότερο φράζει παρά ανοίγει έναν τέτοιο δρόμο στον δημόσιο διάλογο, όπου το εκάστοτε «γεγονός» (κοινωνικό, πολιτικό, καλλιτεχνικό) κρίνεται στη στιγμή, σε δυο λέξεις ή ένα meme. Από αυτή την πρακτική δεν γλίτωσαν ούτε οι μεγάλοι των τεχνών, ούτε προφανώς και ο Αντρέι Ταρκόφσκι.

Οι κριτικοί τείνουν να χρησιμοποιούν συχνά τον όρο «ταρκοφσκικό» σινεμά, όταν μια ταινία μοιάζει να στοχεύει σε κάτι υπερβατικό, όταν τα πλάνα είναι μεγάλα και ο πραγματικός χρόνος μπερδεύεται κάπου ανάμεσα στο όνειρο και την ανάμνηση. Μοιάζει επιπόλαιη αυτή η χρήση, ομολογουμένως, αλλά με τη σειρά της υποδεικνύει ένα ευρύτερο αισθητικό πεδίο που ορίζεται πέραν της θρησκευτικής πίστης – ένα σινεμά που διακατέχεται από ένα, θα έλεγε κανείς, αγνωστικιστικό μεγαλείο.

Το να πας λοιπόν από την καρέκλα σου στην ουρά της Ριβιέρας και να στηθείς για να δεις Ταρκόφσκι δεν υποδηλώνει απλώς μια καλλιτεχνική προτίμηση αλλά και μια θέση: Έρχομαι για να διεκδικήσω τον χρόνο μου, τον χρόνο που μου ανήκει, να τον κουμαντάρω όπως θέλω εγώ, για ένα βαθύτερο όφελος που δεν γίνεται να βρεθεί κάπου αλλού, γιατί η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα.

Μια φιλμογραφία ισχνή: μόλις επτά ταινίες. Επτά ταινίες υπερβατικές, προορισμένες να οδηγήσουν τον θεατή τους σε εμπειρίες πνευματικές, ή και εξωσωματικές, με τον σκηνοθέτη τους να «σμιλεύει τον χρόνο», μπερδεύοντας το τώρα με τη νοσταλγία, τη μνήμη, το όνειρο. Αναρωτιέται κανείς αν ενδιαφέρει το σημερινό κοινό ο Αντρέι Ταρκόφσκι; 2.300 εισιτήρια, που κόπηκαν σε μια εβδομάδα στη Ριβιέρα, στο πιο επιτυχημένο κινηματογραφικό event του καλοκαιριού, αρκούν για να δώσουν μια ηχηρή απάντηση σε εκείνους που δεν έχουν σταματήσει να μιλούν για τον «θάνατο του σινεμά» από τα χρόνια του Covid μέχρι σήμερα.
  
Η κ. Πέγκυ Ρίγγα

«Ήταν ό,τι πιο μεγάλο έχουμε κάνει», μου λέει από την άλλη άκρη της γραμμής η Πέγκυ Ρίγγα που
διοργάνωσε το Φεστιβάλ σε συνεργασία με την εταιρία διανομής CAROUSEL: «Το πιο εντυπωσιακό ήταν πως ήρθαν πάρα πολλοί πιτσιρικάδες και ο τρόπος που φέρονταν μέσα στην αίθουσα δεν είχε προηγούμενο: Έξω χάβρα, μέσα μια ατμόσφαιρα κατανυκτική, χωρίς κινητά που υψώνονται, χωρίς να σκρολάρει κανείς για να τσεκάρει τα μηνύματά του, 300 άτομα σε απολυτή ησυχία, κάθε βραδιά. Με στεναχωρούσε πολύ που έδιωχνα κόσμο κάθε μέρα, μακάρι η Ριβιέρα να ήταν τριπλάσια για να τους χωρέσει όλους. Η ουρά έφτανε στη Ζωοδόχου Πηγής – και όταν γυρνούσε ανάποδα, κατέληγε στην Μπενάκη».

Κι όμως, στο άκουσμα του ονόματός του, μοιάζει να έρχεται πρώτη στο νου η διαδικτυακή εκδοχή της «περσόνας» του, διαμορφωμένη όχι τόσο από την τρέχουσα κουλτούρα όσο από την επιβεβλημένη ανάγκη υπεραπλούστευσης της πληροφορίας. Γι’ αυτούς που αρκούνται σε μια τέτοια ανάγνωση, για τους περισσότερους δηλαδή, ο Ταρκόφσκι είναι απλά η «μασκότ» των δηθενάδων σινεφίλ, και ως μασκότ μπορούμε πότε να την επευφημούμε και πότε να τη χλευάζουμε. Δεύτερη πλέον έρχεται εκείνη η «ιερή» εκδοχή του Ταρκόφσκι που τη χαρακτήριζε το δέος, και τι άλλο υποδηλώνει το δέος παρά την πλήρη αδυναμία σου να εκφράσεις με δυο λέξεις όλο αυτό που σου συμβαίνει όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με αυτό το αχανές πλέγμα συμβολισμών και ποιητικών συνειρμών κάθε φορά που μια ταινία του Ταρκόφσκι προβάλλεται σε κάποια μεγάλη οθόνη. Και αυτό γιατί, στην εποχή μας, όλα πρέπει να «διαβάζονται» γρήγορα, γιατί εξίσου γρήγορα πρέπει και να καταναλώνονται. Υπάρχει άλλωστε τόσο «content» που περιμένει στη σειρά.

Facebook Twitter Μια φιλμογραφία ισχνή: μόλις επτά ταινίες. Σκηνή από την ταινία Καθρέφτης

Εδώ προκύπτουν μερικά προβλήματα: Το σινεμά του Αντρέι Ταρκόφσκι δεν μπορεί να καταναλωθεί γρήγορα. Η συντριπτική πλειοψηφία των ταινιών του, άλλωστε, αγγίζει ή και ξεπερνά τις τρεις ώρες. Και μετά; Αυτές οι εικόνες σε έχουν ταρακουνήσει, έχουν σκύψει στα θεμέλια σου, πρέπει να τις κουβεντιάσεις, να τις μεταβολίσεις, να τις επεξεργαστείς. Όλα όσα συζητάμε, βέβαια, είναι «τριχιά» σε σχέση με το πραγματικό πρόβλημα: Αυτές τις ταινίες δεν μπορείς να τις δεις στο σπίτι σου. Χρειάζεσαι τη μεγάλη οθόνη, χρειάζεσαι τους άλλους και, πάνω απ’ όλα, χρειάζεσαι τη συγκέντρωση. Σπίτι δεν θα τις δεις ποτέ, και το ξέρεις.


Το να πας λοιπόν από την καρέκλα σου στην ουρά της Ριβιέρας και να στηθείς για να δεις Ταρκόφσκι δεν υποδηλώνει απλώς μια καλλιτεχνική προτίμηση αλλά και μια θέση: Έρχομαι για να διεκδικήσω τον χρόνο μου, τον χρόνο που μου ανήκει, να τον κουμαντάρω όπως θέλω εγώ, για ένα βαθύτερο όφελος που δεν γίνεται να βρεθεί κάπου αλλού, γιατί η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα.
  Facebook Twitter Σκηνή από την ταινία Στάλκερ

Σημαντικό: Ο κόσμος δεν θα μπορούσε ούτως ή άλλως να «κατεβάσει» αυτές τις ταινίες, σε αυτήν τη μορφή, στον υπολογιστή του. H «Ριβιέρα» και Carousel Films ήρθαν σε επαφή με τη ΜΟΣΦΙΛΜ, τη Rai και το Σουηδικό Ινστιτούτο ούτως ώστε να φτάσουν στην Ελλάδα οι προσφάτως αποκατεστημένες κόπιες τους – κάτι που ανέβασε αρκετά τον προϋπολογισμό του όλου εγχειρήματος. Σημειώστε πως οι Ρώσοι δικαιούχοι είχαν έναν λόγο παραπάνω να χρεώσουν τις ταινίες τους ακριβά καθώς, σύμφωνα με τους ίδιους, οι Έλληνες τούς έχουν πεθάνει στην πειρατεία, παίζοντας τις ταινίες τους σε λογής-λογής «αφιερώματα», δίχως κανένα νομικό δικαίωμα (γιατί, σου λέει, ποιος θα μας ψάξει τώρα;).

Εδώ ανοίγει ένα άλλο ζήτημα: Τι βλέπουμε όταν πηγαίνουμε σινεμά; Κόσμος που είχε δει και ξαναδεί αυτές τις ταινίες έμεινε έκθαμβος με την ποιότητά τους στη Ριβιέρα, που σημαίνει πως είχε συνηθίσει σε κάτι άλλο, δηλαδή σε κατεβασμένα αρχεία φτωχής ανάλυσης – σίγουρα όχι αυτό που περιμένει να δει κάποιος όταν διαβάζει στη μαρκίζα την περίφημη επιγραφή «Σε αποκατεστημένες ψηφιακές κόπιες».

Άρα, η επιτυχία του αφιερώματος αυτού επιβεβαιώνει πως ο κόσμος έχει μάθει πλέον να αναγνωρίζει τα μερακλίδικα εγχειρήματα και να τα επιβραβεύει. Που θα πει, δεν αρκεί να αντιγράφει κανείς τις ιδέες των άλλων ή να προβάλλει κατεβασμένα blu ray με μεθοδολογίες ξεπέτας για να γεμίσει ένα θερινό, όπου συνήθως οι συνθήκες προβολής είναι άθλιες (πολλά τα παραδείγματα φέτος).


Θέλει και λίγη ψυχούλα.


ΠΗΓΗ:https://www.lifo.gr/culture/cinema/giati-tosos-neos-kosmos-endiaferetai-gia-sinema-toy-antrei-tarkofski?utm_medium=Social&utm_source=Facebook&fbclid=IwY2xjawFLbEtleHRuA2FlbQIxMQABHW0h9WVMyTue12G-E2ERwNII3m6uq5LJaefoDoFgyFDnaZPKblCKh5aC-g_aem_JMUqU00QrpGQ1W_VtCzY8w#Echobox=1725798033
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.