Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ


Το  Musée du Louvre (Μουσείο του Λούβρου) θα εγκαινιάσει το 2027 μια νέα πτέρυγα έκτασης 30.000 τ.μ. αφιερωμένη αποκλειστικά στην Βυζαντινή Τέχνη. Σε μια τέχνη δηλαδή, που αναγνωρίζεται σήμερα από όλους, τόσο από την Ανατολή όσο και  κυρίως από τη Δύση, σαν μια από τις σημαντικότερες σε ολόκληρο τον κόσμο. Εκτός ίσως από εμάς, παρ’ όλο που θα έπρεπε να είμαστε οι πρώτοι και οι πιο περήφανοι, μιας κι η τέχνη αυτή - ή αν θέλετε και αυτή η τέχνη – ξεκίνησε από εμάς και είναι η ζωντανή μας παράδοση. 

Να μην ξεχνάμε βέβαια, ότι στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν η τέχνη αυτή εθεωρείτο παρακατιανή, κι αν πει κανείς για την Ελλάδα ακόμα χειρότερα, ιδίως σε ότι αφορά το θρησκευτικό της κομμάτι, που είναι και το κυριώτερο. Η ελληνορθόδοξη βυζαντινή αγιογραφία και υμνολογία ήταν για εμάς παρωχημένη και οπισθοδρομική, σε αντίθεση με εκείνη  της Δύσης, που ήταν το "απαύγασμα της τέχνης" γι’ αυτό και όλοι μας τρέχαμε να την μιμηθούμε, πετώντας με μεγάλη ευκολία στα σκουπίδια  την παράδοσή μας, που σήμερα θεωρείται πολιτιστικός και καλλιτεχνικός θησαυρός. Και δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό εξακολουθούμε να το κάνουμε ακόμα και πρέπει να έρθουν οι ξένοι, οι Γάλλοι και το Λούβρο, για να μας θυμίσουν τι έχουμε στα χέρια μας και το περιφρονούμε.  

Ο μακαρίτης ο παππούς μου ο Κόντογλου ήταν από τους ελάχιστους – για να μην πω ότι πολλές φορές ήταν κι ο μόνος – που τα είπε όλα αυτά, σε «χρόνο ανύποπτο» ή μάλλον «πολύ ύποπτο», τότε που χρειαζόταν μεγάλο θάρρος και πολύ τσαγανό για να βγεις και να μιλήσεις για το «υπερέχον της ημετέρας βυζαντινής τέχνης». Το είχε όμως αυτό το τσαγανό, που του το έδινε η Πίστη, κι έτσι υπερασπίστηκε αυτόν το θησαυρό, όχι από φιλοδοξία ή κενοδοξία, πως εκείνος ήταν πιο έξυπνος από τους άλλους,  αλλά επειδή ένιωθε πάντα, ότι η τέχνη αυτή έχει μέσα της αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «το τιμιώτατον» κι αυτό ήταν που την ξεχώριζε από όλες τις άλλες. Και ακόμη επειδή ένιωθε πως η τέχνη αυτή μιλάει πιο βαθιά από κάθε άλλη στην ψυχή του ελληνικού λαού.

Τον θυμάμαι πάντα, στις συγκεντρώσεις που γίνονταν κάθε απόγευμα στο μικρό, ανατολίτικο καθιστικό του σπιτιού μας κι όπου μαζεύονταν κάθε καρυδιάς καρύδι, από τους πιο μορφωμένους ως τους πιο αγράμματους, από τους πιο πλούσιους ως τους πιο φτωχούς, και από τους πιο διάσημους ως τους πιο ασήμαντους, να μιλάει με τη ζωντάνια, τη ζέση, τη φλόγα και το πάθος που τον χαρακτήριζαν γι’ αυτή την παραπεταμένη τότε τέχνη. Και να πείθει ακόμη και τον πιο δύσπιστο. Κι ακόμη να θυμίζει τα λόγια κάποιου αρχαίου σοφού, πως οι Έλληνες πάντα έβαζαν τα ξένα – «τα αλλότρια» - πάνω απ΄ τα δικά τους.  

Από τα αναρίθμητα κείμενα που έχει γράψει για το μεγαλείο της βυζαντινής τέχνης, βάζουμε ξανά πιο κάτω το πρώτο. Το κείμενο του  καταλόγου της πρώτης του ζωγραφικής έκθεσης στην Αθήνα στο Λύκειο των Ελληνίδων, γραμμένο το 1924 (!!!), όταν γύρισε από την επίσκεψή του στο Άγιον Όρος :    

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΕΙΣΗΓΗΣΗ

Σπρωγμένος από φυσική συμπάθεια προς την άγρια φύση και στις περίεργες περιπέτειες, σηκώθηκα πέρσι και πήγα στο Άγιον Όρος, Έμεινα εκεί τρεις μήνες και θα βρισκόμουν ακόμα, αν δε με βίαζαν να φύγω κάτι περισπασμοί της ζωής. 

Κείνο που θέλω να πω εδώ, είναι πως δεν περίμενα να έβρω μια τέχνη τόσο άρτια μέσα στις εκκλησιές των Μοναστηριών. Απ΄ το διάβασμα των βιβλίων που είναι σχετικά με την Τέχνη των Βυζαντινών, είχα λάβει την ιδέα πως η τέχνη τούτη είναι άξια μικρότερης προσοχής από εκείνη της Ιταλικής Αναγέννησης. Μα ο καθένας μπορεί να κρίνει απ΄ τα λιγοστά κομμάτια που βάζω σε τούτη την έκθεση, πως βρίσκουνται στον Άθωνα ζωγραφιές οι οποίες φτάνουν τη πιο σπάνια τελειότητα, όπως ο Άγιος Μερκούριος του Κατελάνου ή ο άγγελος Γαβριήλ στο μοναστήρι των Ιβήρων. 

Αληθινά καθ’ όσο τουλάχιστον κρίνω εγώ, είναι από τα πιο σπάνια πράμματα  το να τύχει κανένας έργα τεχνουργημένα με μια τέτοια ζωγραφική σοφία και γιομάτα από τόσον έντονο ρυθμό. 

Με ζωηρή λοιπόν συγκίνηση μπρος στα κρυμμένα και άγνωστα αυτά καλλιτεχνήματα, καταπιάστηκα με τις ταπεινές δυνάμεις μου να ξεσηκώσω ό,τι μπόρεσα, Και συχνά βρέθηκα στην ανάγκη να κάνω ένα είδος ανασύνθεση, γιατί πολλές απ’ αυτές τις θαυμαστές τοιχογραφίες είναι σβησμένες και ολότελα αξεδιάλυτες. Μα ο θερμός πόθος μου νίκησε και κατάφερα να κρατήσω στο χαρτί σχεδόν άρτια, έργα που τα τρία τέταρτά τους, μονάχα από το ρέστο μπορεί κανένας να υποθέσει. 


Μ’ αυτά όλα τα λόγια δε θέλω να δώσω στη δουλειά μου αξία μεγαλύτερη απ’ όση έχει. Η πρόθεσή μου είναι να δείξω πως δεν ξεσήκωσα απλά τα ωραία αυτά χειροτεχνήματα, παρά πως τα διερμήνεψα. Δεν είμαι ούτε αρχαιολόγος ούτε κοπίστας – ποτές δε συνδύασα μια τέτοια επιστήμη είτε μια τέτοια τέχνη. Αυτές τις ζωγραφιές τις πλησίασα μ’ ένα αίσθημα, που χρωστιέται σε μια ιδιοσυγκρασία πλασμένη ανάλογα με του Βυζαντινού και σε μια αυστηρή χριστιανική ανατροφή. 

Όλες αυτές τις μέρες που δούλεψα η ψυχή μου βρισκότανε σ’ ένα θεϊκό μεθύσι. Ναι, η καρδιά μου καιγότανε, τα χέρια μου τρέμανε όταν κατάφερνα να πιάσω μιαν άπιαστη έκφραση ή αρμονία, που έβγαινε από ‘να μάτι, από μια πτυχή, από μια χειρονομία, απ’ τη λυγεράδα μιας κορμοστασιάς. Μια καν στιγμή δεν εβγήκα απ’ αυτή την έκσταση· η ευτυχία μου ήτανε απερίγραφτη όσο συλλογιζόμουνα πως έλαχε σε μένα ο κλήρος να περισώσω αυτά τα παλιά πράμματα, που μέσα τους επικοινωνούμε με ψυχές γιομάτες από ένα αίσθημα τόσο βαθύ και τόσο ιδιαίτερο.

Κάθε φορά που ξεσκάλιζα σε μια σκοτεινή και ξεχασμένη κόχη κάτι σκεπασμένο απ’ τις αράχνες, είτε μέσα στη μουχλιασμένη πρόθεση κανενούς κοιμητηρίου, είτε απάνου σε σκονισμένο αρτοφόριο, μέσα σε κάποιο έρημο κάθισμα που κανένας ευρωπαίος δεν είχε πατήσει το πόδι του – ο καθένας είναι σε θέση να φανταστεί την κρυφή χαρά που δοκίμαζα, ένα αίσθημα παρόμοιο με τον περιηγητή που βρίσκει ένα άγνωστο ποτάμι, είτε μια πολιτεία στα βάθη κάποιας παρθένας γής. 

Ίσως κιόλας τον να μην κατέχω καλά την Ιστορία της Τέχνης του Βυζαντίου και να ‘μαι υπερβολικός στην εχτίμησή μου. Το αίσθημα μάς τραβά πάντα στην υπερβολή κι ο ενθουσιασμός δεν είναι από τα πράμματα στα οποία κρατά κανείς μέτρο· το λέω κι αυτό. Μα πάλι έχω την ιδέα πως τα έργα του αισθήματος πρέπει να μελετιούνται πάλι με το αίσθημα – μια ψυχή σοφή κι ασυγκίνητη δεν μπορεί να σταθεί ο πρεπούμενος μεσάζων ανάμεσα σ’ αυτό και στον κόσμο. 

Αυτές οι ζωγραφιές μέσα σε μιάν ατμόσφαιρα δυσαρμονική, όπως είναι τούτη που μας ζώνει, χάνουν την περισσότερή τους έκφραση. Για  να ΄χει ο θεατής τη συγκίνηση που αιστάνθηκα, είναι  ανάγκη να τις δει βαλμένες ανάμεσα στα χίλια δυο καθέκαστα που ξυπνούν μέσα στον άνθρωπο την ψυχή του περασμένου εκείνου καιρού. Ζώντας μέσα σε κάστρα που η αμπάρα τραβιέται στις πόρτες τους με τα  βασίλεμα του ήλιου , περνώντας τις νύχτες σου με αγρύπνιες και με προσευxές, χώνοντας μέσα σε πύργους άγριους που οι πέτρες τους ξεκλειδώνουνται μέρα με τη μέρα και που, ενώ περπατάς, βρίσκεις ακόμα μέσα στα χώματα πέτσινες φαρέτρες και σπασμένες σαΐτες – βουτημένος σε κάποια μελαγχολία περασμένων αιώνων και σ΄ ένα σωρό θρύλους Σαρακηνών, Καταλάνων, Βασιλιάδων, ασκητών – ζωσμένος από μια πρωτόγονη και αγριότατη θάλασσα και σαλεύοντας μέσα στον ίσκιο που ρίχνουνε ράχες κρεμάμενες απάνου από ανήλια φαράγγια - περνώντας μ’ ένα λόγο τις μέρες σου μέσα σε μια ζωή που σταμάτησε για πάντα στο 1300 … μονάχα τότες είσαι σε θέση να καταλάβεις πώς μιλούν οι παράξενες αυτές φιγούρες.

Αν μπορέσεις λοιπόν, αγαπητέ θεατή, να μεταφερθείς σ’ αυτόν τον πεθαμένο κόσμο, τότες θε ν' ακούσεις την εξωτική φωνή που έχουν τούτα τα μυρίπνοα άνθη, αυτά τα ερημικά αγριολούλουδα μιλούνε με τροπάρια και με συναξάρια και εωθινά και ανοιξαντάρια και με ψαλμούς – τραγούδια που δεν είναι τούτου του κόσμου.
                         Φ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥΣ

ΠΗΓΗ:https://www.facebook.com/share/1X2yNkGg46/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.