Αφιέρωμα στον ζωγράφο και συγγραφέα
της πονεμένης ρωμοσύνης Φώτη Κόντογλο
της Σοφίας Ντρέκου
† 13 Ιουλίου 1965 μετέστη ο ζωγράφος της πονεμένης Ρωμοσύνης για την Ρωμέϊκη Πολιτεία τ' ουρανού, ο λογοτέχνης, ζωγράφος και αγαπητός σε πολλούς/ές από εμάς, Φώτης Κόντογλου. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο.Γεννημένος στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας στις 8 Νοεμβρίου 1895, ο Φ. Κόντογλου από πολύ νωρίς προσανατολίστηκε στη ζωγραφική. Γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα το 1913 και κατόπιν έφυγε για το Παρίσι όπου ήρθε σε επαφή με διαφορετικές σχολές της δυτικής ζωγραφικής. Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά.
Το αισθητήριο του κυρ-Φώτη Κόντογλου «αναβίωσε» την βυζαντινή αγιογραφία, έβγαλε στην επιφάνεια τεχνικές παλιές, έγινε ο μέντορας που γέμισαν οι ναοί μας ομορφιά με ύμνο στο Θεό και δογματική διδασκαλία (μπορεί να κυκλοφορούν άτεχνοι αγιογράφοι αλλά έχουμε και κάποιους που έχουν φτιάξει αριστουργήματα και δεν χορταίνεις να κοιτάς...!!!
Του χρωστάμε ευγνωμοσύνη...
Ο ζωγράφος, σκηνογράφος, ποιητής, και καθηγητής
του Ε.Μ. Πολυτεχνείου Νίκος Εγγονόπουλος
(1907 - 31 Οκτωβρίου 1985) γράφει για τον κυρ-Φώτη.
Φωτογραφία: Εγγονόπουλος (αριστ) με τον Κόντογλου
(κάτω) ντυμένοι μοναχοί τη δεκαετία 1930-40.«Εἶμαι ὑπερήφανος ποὺ μοῦ ἒτυχε ἡ μεγάλη τιμὴ νὰ εἶμαι μαθητὴς καὶ φίλος τοῦ Κόντογλου, θὰ τὸν θαυμάζω καὶ θὰ τὸν ἀγαπῶ πάντα. Ἡ εὐγνωμοσύνη ποὺ τοῦ ἒχω εἶναι ἀπέραντη. Καὶ τί δὲν ὠφελήθηκα κοντά του, καὶ τί δὲν ἀποθησαύρισα. Ἀπ'τὴ Βυζαντινή τέχνη ποὺ μοῦ ἒμαθε, καὶ ποὺ στοιχεῖα της ἐνισχύουν πάντα τὸ ἒργο μου, ἲσαμε τὸ παράδειγμα τῶν μεγάλων του ἀρετῶν ποὺ μὲ βοηθοῦν καὶ μὲ ἐμπνέουν στὴ ζωή. Οἱ ἀστείρευτες γνώσεις του γιὰ τὸ κάθε τι, ἡ ἀκράδαντη πίστη του στὸ Θεό, ἠ φωτισμένη ἀγάπη του γιὰ κάθε τι Ἑλληνικό, οἱ πεποιθήσεις γιὰ τὸ σωστό νόημα τῆς ὓπαρξης, ἡ ἐπιείκειά του ἀπέναντι στοὺς ἀνθρώπους, ἡ ἂδολη χαρά γιὰ τὴ ζωή, ἡ λατρεία του γιὰ κάθε τι ὡραίο καὶ ὑψηλό.»
Ο κυρ-Φώτης για τον Φώτιο Κόντογλου
Επιλεγμένα αποσπάσματα από: «Φώτης Κόντογλου,ὁ μυστικὸς κῆπος τῆς πονεμένης Ῥωμιοσύνης»
Γιὰ τὸν ἑαυτό του γράφει ὁ ἴδιος χαρακτηριστικά: «Χρυσὰ χέρια καὶ πολλὰ χαρίσματα μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος. Δὲν τὰ μεταχειρίστηκα γιὰ νὰ ἀποχτήσω ὑλικὰ ἀγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενὸς εἴδους καλοπέραση. Τὰ μεταχειρίστηκα πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας του. Ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό μου παράβλεψα, μὰ καὶ τοὺς δικούς μου, τὴ γυναίκα μου, τὰ παιδιά μου καὶ τὰ ἐγγόνια μου τὰ ἀδίκησα κατὰ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου. Κανένας ἄνθρωπος δὲν στάθηκε τόσο ἀνίκανος νὰ βοηθήσει τοὺς συγγενεῖς του, ὅσο ἐγώ. Ἤμουνα προσηλωμένος στὸ ἔργο, ποὺ ἔβαλα γιὰ σκοπό μου, καὶ στὸν σκληρὸ ἀγώνα γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας. Γιὰ τοῦτο τυραννιστήκαμε καὶ τυραννιόμαστε στὴ ζωή μας. Φτωχὸς ἐγώ, φτωχὰ καὶ τὰ παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή, μὰ μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ ὅλα γαληνεύουν, ὅλα τὰ θλιβερὰ τὰ περνοῦμε μὲ εὐχαριστία».
«Τὸ κάθε τι εἶνε τυλιγμένο μέσα σὲ μυστήριο. Αὐτὸ τὸ μυστήριο θέλουνε νὰ βγάλουνε οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι. Μὰ ξεγυμνώνουνε τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ κάθε βαθὺ αἴσθημα. Ἀφοῦ καὶ οἱ Χριστιανοὶ τῆς σήμερον θέλουνε νὰ κάνουνε τὸν Χριστιανισμὸ χωρὶς μυστήρια, δηλαδὴ χωρὶς Χριστό. Ἂν δὲν νοιώθεις μυστήριο σὲ ὅ,τι βλέπεις, σὲ ὅ,τι ἀκοῦς, σὲ ὅ,τι πιάνεις, εἶσαι στ᾿ ἀλήθεια πεθαμένος ἄνθρωπος. Θυμᾶμαι τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσα πιὸ φυσικὴ ζωή, πὼς ὅλα μὲ κάνανε νὰ βουτῶ βαθειὰ μέσα μου καὶ νὰ βρίσκω κάποια ἀλλόκοτα πετράδια, καὶ κάποια μαργαριτάρια μιᾶς ξωτικῆς θάλασσας».
«Σὲ βεβαιώνω πὼς αἰσθάνομαι στεναχώρια καὶ θλίψη ὅποτε δημοσιευθεῖ τίποτα γιὰ μένα. Ἀνέκαθεν ἀπέφευγα τὰ δοξάρια. Πολὺ φτηνὸ πράγμα. Ἀφοῦ εἶπα πολλὲς φορὲς νὰ μὴ γράψω πιὰ νὰ μὲ ξεχάσουν. Τί ὄμορφο πράγμα νὰ ζεῖς ξεχασμένος!».
ΜΝΗΜΗ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ (video)
Παρασκήνιο - Πρώτη Προβολή 14/4/1982Αφιέρωμα από το Αρχείο της ΕΡΤ στον καλλιτέχνη και πνευματικό δημιουργό Φώτη Κόντογλου με αφορμή την επέτειο του θανάτου του στις 13 Ιουλίου 1965. (video)
Ημερομηνία προβολής: 14/4/1982 Σκηνοθεσία:
Τάκης Χατζόπουλος Διάρκεια: 00:51:11:00
Μέλος της μαθητικής παρέας του Γυμνασίου, στο Αϊβαλί, αλλά και της φοιτητικής στην Αθήνα υπήρξε ο συγγραφέας Στρατής Δούκας, ο οποίος εμφανίζεται στην εκπομπή να μιλάει για τα νεανικά τους χρόνια αλλά και το λογοτεχνικό του έργο «Πέδρο Καζάς» (1918) που θα εκδώσει ο ίδιος ο Στρ. Δούκας με δικά του έξοδα, έργο που τον καθιέρωσε στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής.
Περίληψη: Το έργο και την προσφορά του λογοτέχνη και ζωγράφου ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ στα πολιτιστικά πράγματα της Ελλάδας έχει ως θέμα το επεισόδιο αυτό της σειράς ντοκιμαντέρ. Μιλούν για τον ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ άνθρωποι που τον έζησαν, όπως η κόρη και ο γαμπρός του, η ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ, ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΔΟΥΚΑΣ, ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, αλλά και μελετητές του έργου του όπως ο καθηγητής ΝΙΚΟΣ ΖΙΑΣ.
Περιγραφή Περιεχομένου: Το έργο και την προσφορά του λογοτέχνη, ζωγράφου και αγιογράφου Φώτη Κόντογλου (γεν. 1895 – θαν. 1965) στα πολιτιστικά πράγματα της Ελλάδας έχει ως θέμα το επεισόδιο αυτό της σειράς ντοκιμαντέρ «Παρασκήνιο», παραγωγής 1982. Ο ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, οι χώροι που έζησε και τα δημιουργήματά του, είναι το αντικείμενο της εκπομπής «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ».
Η κόρη του, Δέσπω Μαρτίνου, παρουσιάζει σειρά βιογραφικών του στοιχείων και επισημαίνει αυτοβιογραφικές αναφορές στο έργο του «Πέδρο Καζάς».
Η συγγραφέας Έλλη Αλεξίου αναφέρεται στη γνωριμία της με τον Φ. Κόντογλου το 1922 μέσα από το εν λόγω βιβλίο. Με τη μεσολάβηση του κύκλου Έλλης Αλεξίου και Βάσου Δασκαλάκη έρχεται στην Αθήνα, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, όπου θα εργαστεί στον εκδοτικό οίκο του Ελευθερουδάκη.
Στη συνέχεια, ο εκδότης Αλέξανδρος Παπαδημητρίου μιλάει για τη συνεργασία του με τον Φώτη Κόντογλου και τη μεταξύ τους φιλία.
Ο καθηγητής Ιστορίας Τέχνης Νίκος Ζίας, μελετητής του έργου του Κόντογλου, μιλάει για το ζωγραφικό του έργο. Αναφέρεται στην προσφορά του να φέρει έμπρακτα τη νεοελληνική ζωγραφική κοντά στις ρίζες του ελληνικού πολιτισμού, εντοπίζοντας και τη σύνδεσή του με τα ευρωπαϊκά κινήματα.
Έπειτα, ο φακός της κάμερας εισέρχεται στο κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης, όπου ο Δημήτρης Παπαστάμου, τότε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, παρουσιάζει την τοιχογραφία που βρισκόταν στο σπίτι του Φ. Κόντογλου, στον παλιό αθηναϊκό οικισμό της Κυπριάδου.
Επίσης, ο Νίκος Ζίας μάς ξεναγεί στις τοιχογραφίες του Φ. Κόντογλου στο Δημαρχιακό Μέγαρο της πόλης των Αθηνών και στο παρεκκλήσι της Αγίας Ειρήνης στο κτήμα της οικογένειας του Γεωργίου Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά.
Τέλος, στοιχεία της προσωπικότητας του Φώτη Κόντογλου φωτίζει ο γαμπρός του Γιάννης Μαρτίνος σε σχέση με τις έννοιες της ελληνικής παράδοσης και της Ορθοδοξίας και τη σημασία τους στη ζωή του Κόντογλου.
Στη διάρκεια της εκπομπής ακούγεται ηχογραφημένη η φωνή του Φώτη Κόντογλου που μιλάει για τα έργα του «Αϊβαλί η Πατρίδα μου» και «Πέδρο Καζάς», καθώς και για τη σχέση του με την παράδοση.
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ με κλικ στην εικ.
51:11 βίντεο: Μνήμη Φώτη Κόντογλου (1982) Παρασκήνιο
Ο Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος για Φώτη Κόντογλου
Από τις Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη» Θεσσαλονίκη. Νεκρολογία Φ.Κ.: Ο αείμνηστος Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος την 13ην Ιουλίου του 1965 επί τω θανάτω του Φωτίου Κόντογλου έγραψε μεταξύ των άλλων και τα εξής:
«Ο Φώτης ήτον δι’ εμέ, τον πνευματικόν του πατέρα, μία πνευματική βακτηρία εις τον αγώνα κατά των ορατών και αοράτων εχθρών της αμωμήτου ημών πίστεως και των πατρικών παραδόσεων. Δια τούτο και μου εστοίχισεν ιδιαιτέρως ο θάνατός του.
Απωλέσαμεν εν πνευματικόν κεφάλαιον. Εστερήθημεν ενός στρατιώτου του Χριστού με ζήλον Ηλιού. Ήτο πύρινος εις την καρδίαν, φλογερός εις την πένναν, απαράμιλλος εις τον χρωστήρα. Η αναχώρησίς του εκ των προσκαίρων εις τα αεί διαμένοντα αφήκε μέγα κενόν, δυσαναπλήρωτον εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και την Ελλάδα. Ηγάπα και ηγωνίσθη έως θανάτου υπέρ πίστεως και πατρίδος. Προσετέθη και ενεγράφη ως πολίτης της άνω Ιερουσαλήμ, αλλ’ η επίγειος πατρίς του, η πονεμένη και μαρτυρική Ελλάς, εστερήθη ενός τέκνου της, ενός πολίτου, όστις επεθύμει και εδίψα να ίδη την πατρίδα του μεγάλην και ένδοξον, όπως την ανέδειξαν και μας την παρέδωκαν οι μεγάλοι αυτοκράτορες του Βυζαντίου και οι ένδοξοι ήρωες του '21. την Ελληνικήν πατρίδα, την οποίαν πολλοί εκ των σημερινών μισελλήνων ζητούν να την παραδώσουν εις αθέους βαρβάρους εχθρούς.
Ο μακαριστός Φώτης, εκοπίασεν, ίδρωσεν, ηγρύπνησεν, ηργάσθη ακαπονήτως και σθεναρώς εις τον μυστικόν αμπελώνα του Κυρίου και επολλαπλασίασε το δοθέν αυτώ τάλαντον ή μάλλον τα δοθέντα τάλαντα. ως εκ τούτου δίκαιον ήτο ν’ αναπαυθή εκ των κόπων του. Προφανώς θα ήκουσε και θα ακούση κατά την τελικήν κρίσιν την γλυκυτάτην προσφώνησιν και πρόσκλησιν του Δεσπότου Χριστού. «ευ δούλε αγαθέ και πιστέ, επί ολίγων εφάνης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω. Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου». Ασφαλώς, επειδή τον αγώνα τον καλόν ηγωνίσθη, τον δρόμον τετέλεκε και την πίστιν τετήρηκε, θα λάβη τον της δικαιοσύνης στέφανον παρά του βλέποντος τας των ανθρώπων καρδίας και νέμοντος στέφος άφθαρτον. Έσπειρεν εν δάκρυσιν επί της γης, θερίζει ήδη εν αγαλλιάσει στάχυας αειζωοτροφίας εν ουρανοίς. Είθε και ημάς να εύρη μιμητάς του εις τον ζήλον του και την καλήν ομολογίαν. Η μνήμη του ας είναι αιωνία.
Αρχιμ. Φιλόθεος Ζερβάκος
Πηγή: Αέναη επΑνάσταση
Ματθαῖος Μουντές
Ὁ κυρ-Φώτης δὲν φταίει
γιὰ τὰ νέον στοὺς σταυροὺς τῶν τρούλλων
γιὰ τὰ ἰδιωτικὰ παρεκκλήσια
τῶν νεοαριστοκρατῶν καὶ τῶν νεοπλούτων.
Ἐκεῖνος ἀποκατάστησε τὴν τιμὴ
τῶν βυζαντινῶν εἰκόνων
γιὰ τὶς καθέδρες καὶ τὰ ἐξωκκλήσια
μὲ τάματα καὶ δεήσεις καὶ δάκρυα
κι ὄχι μὲ λαχειοφόρες ἀγορές.
Πολέμησε τοὺς εἰκονοκλάστες
ἐγκόσμια νηπτικός·
στάθηκε κοντὰ στοὺς καυσοκαλυβίτες
ἄσκευος καὶ ἀπέριττος·
κάλεσε σὲ αὐτοσχέδια τράπεζα
τοὺς πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν ἁπλότητα·
τὶς ὀπῶρες τῆς Ὀρθοδοξίας
μάζευε στὸ καλαθάκι τῆς ἀλήθειάς του.
Στὸν Ξηροπόταμο τῶν ἀγαθῶν
εὐλόγησε τὰ ἄσπαρτα χωράφια·
συντρόφεψε τοὺς ἀσκητὲς καὶ τὰ κυνάρια·
νωτοφόρος καὶ ἄγρυπνος
κουβάλησε τὸ μικρὸ κοινόβιό του
στὴν ὀροφὴ τῶν οὐρανῶν.
Ἔπηξε τὴ Λαύρα του
στὴν πλαγιὰ τῆς ἀκτημοσύνης
καὶ κλάδευε τὴν ἀμπελικιά του
γιὰ νὰ τοῦ δίνει μιὰ μικρὴ νταμιζάνα κρασί.
Ἐπέστρεφε συχνὰ στὴν καταγωγὴ τῶν ὑδάτων
στὸ μικρὸ ἐπίνειο τῆς ταπεινοσύνης
στοὺς ἀρσανάδες τῆς πολύβουης ἀκτῆς.
Ἡσύχιος καὶ ἀνύπνωτος
κατέγραψε τὰς ἐπιδρομὰς τῶν δαιμόνων
καὶ τῶν πειρατῶν.
Ὁ κυρ-Φώτης δὲν φταίει
γιὰ τοὺς τοκογλύφους τῶν ἰδεῶν
καὶ τοὺς χριστοκάπηλους.
Πρὸς τὸ παρὸν σιωπᾶ.
Ὅμως φραγγέλιο μᾶς ἑτοιμάζει
ἀπὸ κεῖ ψηλὰ ποὺ μᾶς βλέπει.
(Πίνει τὸ τσιπουράκι του μὲ τὸν κὺρ Ἀλέξανδρο
καὶ τὸν Καροῦζο - ὁ Τσαρούχης τρώει τὸ γλυκό του.)
Συχνὰ ἀποστρέφει μὲ βδελυγμία τὸ πρόσωπο.
Ὀργίζεται.
Καὶ θἄρθει ὥρα καὶ νῦν ἐστι
ποὺ θὰ παραμερίσει βίαια
τοὺς κίβδηλους καὶ τοὺς παραχαράκτες
τὸν ἑσμὸ τῶν Φαρισαίων
τῶν καθαρῶν
τῶν κυμβάλων ποὺ ἀλαλάζουν τὴν ἀρετή τους
καὶ θὰ ἀποκαταστήσει ξανὰ
τὴν πονεμένη Ρωμιοσύνη.
Ἐκεῖ ποὺ τὰ ξυλοκέρατα τῶν ἀνέραστων
ἐκεῖ ποὺ πλαστικὰ ἰδανικὰ πλεονάζουν
ἐκεῖ, στὴν πενία καὶ στὴν ἔνδεια
θἄρθει καὶ θὰ μᾶς ἐμπλήσει καὶ πάλι
σίτου, οἴνου καὶ ἐλαίου.
Απωλέσαμεν εν πνευματικόν κεφάλαιον. Εστερήθημεν ενός στρατιώτου του Χριστού με ζήλον Ηλιού. Ήτο πύρινος εις την καρδίαν, φλογερός εις την πένναν, απαράμιλλος εις τον χρωστήρα. Η αναχώρησίς του εκ των προσκαίρων εις τα αεί διαμένοντα αφήκε μέγα κενόν, δυσαναπλήρωτον εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και την Ελλάδα. Ηγάπα και ηγωνίσθη έως θανάτου υπέρ πίστεως και πατρίδος. Προσετέθη και ενεγράφη ως πολίτης της άνω Ιερουσαλήμ, αλλ’ η επίγειος πατρίς του, η πονεμένη και μαρτυρική Ελλάς, εστερήθη ενός τέκνου της, ενός πολίτου, όστις επεθύμει και εδίψα να ίδη την πατρίδα του μεγάλην και ένδοξον, όπως την ανέδειξαν και μας την παρέδωκαν οι μεγάλοι αυτοκράτορες του Βυζαντίου και οι ένδοξοι ήρωες του '21. την Ελληνικήν πατρίδα, την οποίαν πολλοί εκ των σημερινών μισελλήνων ζητούν να την παραδώσουν εις αθέους βαρβάρους εχθρούς.
Ο μακαριστός Φώτης, εκοπίασεν, ίδρωσεν, ηγρύπνησεν, ηργάσθη ακαπονήτως και σθεναρώς εις τον μυστικόν αμπελώνα του Κυρίου και επολλαπλασίασε το δοθέν αυτώ τάλαντον ή μάλλον τα δοθέντα τάλαντα. ως εκ τούτου δίκαιον ήτο ν’ αναπαυθή εκ των κόπων του. Προφανώς θα ήκουσε και θα ακούση κατά την τελικήν κρίσιν την γλυκυτάτην προσφώνησιν και πρόσκλησιν του Δεσπότου Χριστού. «ευ δούλε αγαθέ και πιστέ, επί ολίγων εφάνης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω. Είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου». Ασφαλώς, επειδή τον αγώνα τον καλόν ηγωνίσθη, τον δρόμον τετέλεκε και την πίστιν τετήρηκε, θα λάβη τον της δικαιοσύνης στέφανον παρά του βλέποντος τας των ανθρώπων καρδίας και νέμοντος στέφος άφθαρτον. Έσπειρεν εν δάκρυσιν επί της γης, θερίζει ήδη εν αγαλλιάσει στάχυας αειζωοτροφίας εν ουρανοίς. Είθε και ημάς να εύρη μιμητάς του εις τον ζήλον του και την καλήν ομολογίαν. Η μνήμη του ας είναι αιωνία.
Αρχιμ. Φιλόθεος Ζερβάκος
Πηγή: Αέναη επΑνάσταση
Ὁ κυρ-Φώτης δὲν φταίειἢὁ κυρ-Φώτης θὰ ξαναρθεῖ
Ματθαῖος Μουντές
Ὁ κυρ-Φώτης δὲν φταίει
γιὰ τὰ νέον στοὺς σταυροὺς τῶν τρούλλων
γιὰ τὰ ἰδιωτικὰ παρεκκλήσια
τῶν νεοαριστοκρατῶν καὶ τῶν νεοπλούτων.
Ἐκεῖνος ἀποκατάστησε τὴν τιμὴ
τῶν βυζαντινῶν εἰκόνων
γιὰ τὶς καθέδρες καὶ τὰ ἐξωκκλήσια
μὲ τάματα καὶ δεήσεις καὶ δάκρυα
κι ὄχι μὲ λαχειοφόρες ἀγορές.
Πολέμησε τοὺς εἰκονοκλάστες
ἐγκόσμια νηπτικός·
στάθηκε κοντὰ στοὺς καυσοκαλυβίτες
ἄσκευος καὶ ἀπέριττος·
κάλεσε σὲ αὐτοσχέδια τράπεζα
τοὺς πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν ἁπλότητα·
τὶς ὀπῶρες τῆς Ὀρθοδοξίας
μάζευε στὸ καλαθάκι τῆς ἀλήθειάς του.
Στὸν Ξηροπόταμο τῶν ἀγαθῶν
εὐλόγησε τὰ ἄσπαρτα χωράφια·
συντρόφεψε τοὺς ἀσκητὲς καὶ τὰ κυνάρια·
νωτοφόρος καὶ ἄγρυπνος
κουβάλησε τὸ μικρὸ κοινόβιό του
στὴν ὀροφὴ τῶν οὐρανῶν.
Ἔπηξε τὴ Λαύρα του
στὴν πλαγιὰ τῆς ἀκτημοσύνης
καὶ κλάδευε τὴν ἀμπελικιά του
γιὰ νὰ τοῦ δίνει μιὰ μικρὴ νταμιζάνα κρασί.
Ἐπέστρεφε συχνὰ στὴν καταγωγὴ τῶν ὑδάτων
στὸ μικρὸ ἐπίνειο τῆς ταπεινοσύνης
στοὺς ἀρσανάδες τῆς πολύβουης ἀκτῆς.
Ἡσύχιος καὶ ἀνύπνωτος
κατέγραψε τὰς ἐπιδρομὰς τῶν δαιμόνων
καὶ τῶν πειρατῶν.
Ὁ κυρ-Φώτης δὲν φταίει
γιὰ τοὺς τοκογλύφους τῶν ἰδεῶν
καὶ τοὺς χριστοκάπηλους.
Πρὸς τὸ παρὸν σιωπᾶ.
Ὅμως φραγγέλιο μᾶς ἑτοιμάζει
ἀπὸ κεῖ ψηλὰ ποὺ μᾶς βλέπει.
(Πίνει τὸ τσιπουράκι του μὲ τὸν κὺρ Ἀλέξανδρο
καὶ τὸν Καροῦζο - ὁ Τσαρούχης τρώει τὸ γλυκό του.)
Συχνὰ ἀποστρέφει μὲ βδελυγμία τὸ πρόσωπο.
Ὀργίζεται.
Καὶ θἄρθει ὥρα καὶ νῦν ἐστι
ποὺ θὰ παραμερίσει βίαια
τοὺς κίβδηλους καὶ τοὺς παραχαράκτες
τὸν ἑσμὸ τῶν Φαρισαίων
τῶν καθαρῶν
τῶν κυμβάλων ποὺ ἀλαλάζουν τὴν ἀρετή τους
καὶ θὰ ἀποκαταστήσει ξανὰ
τὴν πονεμένη Ρωμιοσύνη.
Ἐκεῖ ποὺ τὰ ξυλοκέρατα τῶν ἀνέραστων
ἐκεῖ ποὺ πλαστικὰ ἰδανικὰ πλεονάζουν
ἐκεῖ, στὴν πενία καὶ στὴν ἔνδεια
θἄρθει καὶ θὰ μᾶς ἐμπλήσει καὶ πάλι
σίτου, οἴνου καὶ ἐλαίου.
Ο Ματθαίος Μουντές γεννήθηκε στη Χίο το 1935. Σπούδασε Θεολογία και από το 1961 εργάστηκε στην Αθήνα, στην ιδιωτική εκπαίδευση. Το 1959, φοιτητής ακόμη, άρχισε να δουλεύει στο ραδιόφωνο. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, καθώς και του Ανοιχτού Θεάτρου του Γιώργου Μιχαηλίδη, και είχε συνεργαστεί με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Πέθανε το 2000.
Διψασμένοι σ’ έρημους καιρούς και τόπους, αναζητούμε τα νάματα της φυλής, την ρίζα την πολύτιμη, την πανάκριβή μας ταυτότητα’ σκύβουμε με τον νου και την καρδιά πάνω από τον καϋμό της Ρωμιωσύνης, τον καϋμό του μεγάλου Κυδωνιέα, του κυρ – Φώτη Κόντογλου. Αντιγράφουμε κείμενα του κυρ-Φώτη από «ΤΟ ΑΪΒΑΛΙ, Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ».
Για τους φίλους που ενδιαφέρονται να εντρυφήσουν σε περισσότερο πλάτος, παραπέμπουμε στην εξαίρετη δουλειά του Νεκτάριου.
Προ λίγα χρόνια ακόμα μπορούσες να βρεις εκεί μέσα από κείνη τη γενεά των αρχαίων ανθρώπων, πού δεν υπάρχουνε σε άλλα μέρη, σαν κι αυτούς πού διαβάζουμε στις ιστορίες των παλαιών Ελλήνων, και πού τις συνταιριάξανε ο γερο – Όμηρος, ο Ησίοδος, ο Ηρόδοτος, ο Θεόκριτος, καθώς και στην Παλαιά Διαθήκη. Ήτανε αρχαίοι Έλληνες μαζί κι Ανατολίτες χριστιανοί, πράοι κι αθώοι ανθρώποι. Σά να τους απόκλεισε η φύση σε κείνο το ευλογημένο στενοθάλασσο, κι απομείνανε όπως βρεθήκανε πριν από χιλιάδες χρόνια, ίδιοι κι απαράλλαχτοι, από τότες που ήτανε ειδωλολάτρες και πιστεύανε στα ξύλα, στ’ άστρα και στα δέντρα.
Μα το παράδοξο είναι πώς δεν ήτανε άγριοι, πονηροί και μοβόροι, μαχαιροβγάλτες κι ακοινώνητοι. Σάν παιδιά αγαπούσανε τις ιστορίες, όλα τα πιστεύανε, καλοσύνη είχανε στην καρδιά τους. Βαστούσανε στο χωριό σπίτια μ’ όλη την τάξη. Κλέφτες δεν ήτανε, ψέματα δε λέγανε, τη δουλειά την αγαπούσανε, τον ξένο σαν αδερφό τους τον είχανε. Και τούτο, επειδή ζούσανε με μεγάλη απλότητα κ’ ήτανε φχαριστημένοι με λίγα πράματα, και δε χρειαζόντανε μηδέ το ψέμα, μηδέ την κλεψιά, μηδέ το σκοτωμό, για να πληθύνουνε την καλοπέραση τους. Την πείνα όμως δεν την ξέρανε, γιατί η μεγάλη στεριά, που τους γέννησε, δεν άφηνε κανένα νηστικόν και παραπονεμένον, η βλογημένη Ανατολή, πού βγάζει πολύ και γλυκό ψωμί, και κάθε λογής πράμα, μέλι, γάλα, λάδι κι ό,τι άλλο χρειάζεται για ζωοθροφία του ανθρώπου, δίχως μάταια πράματα. Όπως η γης έθρεφε κάθε λογής προκομμένο δέντρο, η θάλασσα έθρεφε ψάρια πού ’χανε την ιδιαίτερη νοστιμάδα πόχει κάθε τι που βγάζει κείνη η βλογημένη πλάση, άγρια και ήμερα.
Αλλά κ’ οι ανθρώποι δεν ήτανε πλεονέχτες, ο πλούσιος έδινε στον πιο φτωχό, κι ο φτωχός πάλε δεν ήθελε σώνει και καλά ν’ ανεβεί απάνου από τον άλλον, δε λίμαζε, δεν τον έτρωγε η ζηλοφθονία, ούτε ο νους του ήτανε όλο στο κέρδος, μόνο πέρναγε η ζωή τους με ειρήνη βαθειά, κι ο Θεός τους βλογούσε από πάνου.
Φαίνεται πώς τέτοιοι πρωτινοί ανθρώποι υπήρχανε πάντα εδώ στην Ανατολή’ και τότες πού άλλαξε η θρησκεία και γινήκανε χριστιανοί, απομείνανε οι ίδιοι, γιατί η καινούργια θρησκεία ήτανε ποιητική και απλή σαν την παλιά βάλε και περισσότερο. Τούτοι βαστούσανε από ανθρώπους που ζήσανε και κείνοι κρυφά από τον θεό, τον καιρό πού κυβερνούσανε τον κόσμο οι Ρωμαίοι. Ύστερα, σα γίνηκε χριστιανικό βασίλειο η Κωσταντινούπολη, και τα μέρη τούτα ήτανε ολότελα ξεχασμένα κι απόμερα, και δεν πήγαινε ποτές άνθρωπος από άλλη χώρα εκεί πέρα, γινήκανε πιο απλοί, αντί να ξυπνήσουνε και να πονηρέψουνε. Σε άλλα μέρη χαλούσε ο κόσμος από τους πολέμους, αμέτρητοι ανθρώποι σφαζόντανε στα τέσσερα πέρατα της σφαίρας, εδώ όμως βασίλευε ειρήνη.
Για τούτο ο άνθρωπος, μακριά από τις ακαταστασίες, «ζώον εύδαιμον εγένετο», όπως λέγει ένας αρχαίος Έλληνας, δηλαδή εζούσε σαν κανένα ευτυχισμένο ζό στην αγκαλιά της φύσης, πού τον γλυκονανούριζε. Σα να ’βγαινε από τη γης και πάλε να γύριζε στη γης, δίχως θλίψη, δίχως να γευτεί θάνατο, όπως το κεραμίδι που κάνει ο κεραμιδάρης από το χώμα, σα γεράσει, λυώνει σιγά-σιγά και το γλύφει το κύμα στην ακρογιαλιά και γυρίζει πάλε ήσυχα στη γης. Σάν το αυγό π’ αφήνει το γιαλοπούλι απάνου στον άμμο, κοντά στην αρμυρήθρα, έτσι ήτανε κείνοι οι ανθρώποι.
Ο ουρανός στεκότανε ίδια καμάρα από πάνου τους, γύριζε με τον ήλιο, με το φεγγάρι και με τ’ άστρα, καθώς κι ο γύρος του χρόνου μεταλλάζουνταν από μέρα σε νύχτα κι από καλοκαιρι σε χειμώνα, κι όλα τούτα τα ζούσανε στην κάθε στιγμή, ενώ εμείς οί ανθρώποι της πολιτείας δεν προφταίνουμε να τα κοιτάξουμε, γιατί ζούμε μακριά και σαν όξω από την πλάση, φορτωμένοι με μάταιες έγνοιες. Τα ρούχα τους, πουκάμισα και βρακιά φαρδιά, δλα ήτανε φαντά στην κρεβατή, από μαλλί πρόβιο πού το λαναρίζανε και το γνέθανε οι γυναίκες. Το χειμώνα πρόβιες γούνες φορούσανε, γιατί πολλές φορές πέτρωνε η γης από το κρύο. Σιδερένια πράματα λιγοστά είχανε, μόνο βολευόντανε με καβίλιες αντίς καρφιά, παλούκια, ξυλόκουπες, διχάλια. Και στα σπίτια τους όλα τα χρειαζούμενα ξυλένια ήτανε. Πολλές φορές βάζανε ένα ξύλο αντίς για κουμπί. Οι τσομπάνηδες φορούσανε το χειμώνα προβιές με το μαλλί από μέσα.
Άν κ’ ήτανε ανθρώποι παντρεμένοι με όμορφες και γερές γυναίκες, κ’ είχανε θυγατέρες με κορμιά ερωτικά σαν τα νιογέννητα φοράδια, ωστόσο φαινόντανε και σαν ασκητές. Το κρύο και τη ζέστη δεν τα φοβόντανε, γιατί ήτανε σαν το πρινόδεντρο, μαθημένοι από μικροί.
Ζούσανε αναπαμένοι μέσα στη γλυκεία αγκαλιά της φύσης, σα να μη φάγανε οι παππούδες τους από το καταραμένο δέντρο. Με το τίποτα ζούσανε και τίποτα δεν τους έλειπε. «Τίς εστίν ο πλούσιος; Ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος.»
Όχι πλατσομύτες αραπάδες, όπως οι φυσικοί ανθρώποι στην Αφρική και στον ωκεανό, αλλά λεπτοκανωμένα χαρακτηριστικά, αρχαία ελληνικά και βυζαντινά, έβλεπες σ’ αυτούς τους βουνίσιους ανθρώπους. Οι νιοί ήτανε σαν τον Αχιλλέα, σαν τον Πάτροκλο, είτε και σαν τον Μεγ’–Αλέξαντρο.
Πολλοί τους ήτανε σγουρομάλληδες κ’ ηλιοκαμένοι, συχνά ξανθότριχοι, όχι με κείνο το χρώμα που μοιάζει σα λινάρι, μα ίδιο με του ξεράγκαθου, π’ ανεμίζεται στις χέρσες ακρογιαλιές, με το πρώτο χνούδι πού ίδρωνε αλαφρά στο μουστάκι και στα μάγουλα, συνέχεια με τα τσουλούφια τους, αλισαχνιασμένο από τη θάλασσα. Οι γέροι πάλε μοιάζανε, άλλος σαν Ποσειδώνας με στριφτά γένεια από την αρμύρα, άλλος σαν Όμηρος απαράλλαχτος, άλλος σαν Άγιος Νικόλας, άλλος σαν τ’ άγαλμα του Λαοκόοντα, άλλος σαν τον μάντη Τειρεσία, άλλος σα Σκεντέρμπεης, τέτοια σκέδια. Οί μεσόκοποι πάλε παρομοιάζανε με τον Χριστό, όπως είναι ζωγραφισμένος στα παλιά τα κονίσματά μας, με τον Άη – Γιάννη τον Πρόδρομο, με τον αντρείο Λεωνίδα, με τον Θεμιστοκλή, τον Επαμεινώνδα, κι όσοι ξουρίζανε τα γένεια τους ήτανε ίδιοι με τον Μάρκο Μπότσαρη, με τον Νικηταρά, με τον Μιαούλη, και με τους άλλους καπετανέους. Αλλά και τα ονόματά τους ήτανε αρχαία: Μιλτιάδης, Δυσσέας, Ξενοφός, Λεγωνίδας, Αλέξαντρος, Αγαμέμνονας, Δημοσθένης, Όμηρος, Αγησίλαος, Παμεινώντας, Τέρπαντρος, Πυθαγόρας, Έχτορας, Ποσειδώνας, Μιστοκλής, Αχιλλέας, Πάτροκλος, Αριστείδης, Σοφοκλής, Βριπίδης, Κλεάνθης, Τιμολέοντας, Θρασύβουλος, Φιλοχτήτης, και παλιά χριστιανικά: Σίδωρος, Ακίντυνος, Ανίκητος, Φίλιππας, Νικάνορας, Παλουλόγος, Στέργιος, Ανδρόνικος, Δούκας, Ρήγας, Φωκάς.
Αλλά και τις γυναίκες, που και κείνες ήτανε σαν αρχαίες στο παρουσιαστικό, τις κράζανε με αρχαία ονόματα: Αφροδίτη, Ασπασώ, Πολυξένη, Μυρσίνη, Θεανώ, Κλεοπάτρα, Καλλιόπη, Ισμήνη, Αντρομάχη, Κλεονίκη, Ελένη, Κασσάντρα, Ελπινίκη, Βρύκλεια, Αγαθόκλεια, Αθηνά, Χαρικλειώ, Ευθαλία, Αγλαΐα, Νεφέλη, Ευρυδίκη, Ηρώ, Πολύμνια, Αριάδνη, Αντιόπη, Πηνελόπη, Δήμητρα, Αρσινόη, Θεώνη, Ροδόπη, και παλιά χριστιανικά: Ειρήνη, Ευανθία, Φεβρωνία, Ζαχαρώ, Ζωή, Μαγδαληνή, Υπαπαντή, Αντωνία, Βασιλοπούλα, Ευφημία, Ροδούλα, Χρυσάνθη, Αξιοθέα, Γρηγορία, Θεοκτίστη, Ρήγαινα, Δομνία, Μελανθία, Παλουγού, Κατακουζ’νή, Μελίσσινή, Ζωγραφιά, Μαλαματένια, Βλωττία, Στρατηγούλα, Πρεσβεία, Μιλτώ, Αντρονίκη, Βαγιώ, εξόν από τα συνηθισμένα.
Τα παλληκάρια βοηθούσανε τους πατεράδες τους, υποταχτικά, καλά παιδιά, και δε λέγανε πολλά λόγια. Πρώτα μιλούσανε πάντα οι γέροι, κ’ ύστερα οι νιοί. Οι γέροι σιγομιλούσανε, κουβεντιάζανε όλο με παροιμίες’ γιατί οι κολασμένοι κ’ οι καταραμένοι βιάζουνται. Ο χαιρετισμός τους ήτανε: «Ώρα καλή!» – «Πολλά τα έτη!» – «Χαιρετίσματα!» η «Προσκυνήματα!» – «Μετά χαράς!»
Είχανε κ’ ένα δικαστήριο αναμεταξύ τους’ ό,τι διαφορά είχανε οι νιώτεροι, την κρίνανε οι γέροι, συμβουλεύοντάς τους και ταχτοποιώντας τους με την ορμήνεια, ήσυχα, δίχως οχλοβοή.
Ξέρανε την ιστορία τ’ Αχιλλέα, του Μεγ’-Αλέξαντρου, του Παλαιολόγου, του Σκεντέρμπεη’ πολλές φορές είχανε την ιδέα πώς τα πιο αρχαία γινήκανε ύστερ’ από τον Χριστό. Τον Αλή Πασά, τους Σουλιώτες, τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Θανάση Διάκο, τον Κολο–κοτρώνη, και τους άλλους καπετανέους, τους φέρνανε πάντα στην κουβέντα τους’ από τους σημερινούς τον Παναγή τον Κουταλιανό, κ’ οι πιο καινούργιοι τον Νταβέλη και τον Παύλο Μελά. Από τους ξένους δεν ξέρανε μηδέ τον Μέγα Ναπολέοντα, μονάχα τον τσάρο ξέρανε, και τον πόλεμο της Κριμαίγιας, που τον έκανε ο «Μέγας Κατερίνης». Από τ’ άλλα τα έθνη γνωρίζανε τους Ιγγλέζους, τους Ρούσους και το Μισίρι, αλλά για χριστιανούς είχανε μονάχα τους Ρούσους. Αρχαία πολιτεία ήτανε γι’ αυτούς η Τρωάδα κ’ η Πέργαμο, κι αγιασμένα μέρη η Γερουσαλήμ και τ’ Άγιον Όρος.
Τα χρώματα, εξόν από το κόκκινο, το μαβί, το πράσινο και το κίτρινο, τ’ άλλα τα βγάζανε από φυσικά πράματα, λαδί, θαλασσί, χρυσαφί, λεμονί, πορτοκαλί, λαχανί, τσαγαλί (αμυγδαλί), ξυδί, κρασουλί, ζαχαρί, καφεδί, σταχτί, μελί, καστανό, αχυρί, κεραμιδί, ψαρί, μελιτζανί, τριανταφυλλί, γερανί, ροδί, της σκουριάς το χρώμα, της φωτιάς το χρώμα.
Λίγο ώς πολύ, όλοι τους όμορφα κι ασυνήθιστα μιλούσανε, σα ζωγραφιές ήτανε τα λόγια τους, μα ήτανε και κάτι γέροι ανάμεσά τους, που η ομιλία έβγαινε από το στόμα τους κι από το μέλι γλυκύτερη, όπως λέγει ο γερο-Όμηρος. Αυτοί σταθήκανε οί δάσκαλοί μου.
Από τ’ αρχαία λόγια που άκουσα να λένε και που δεν τα συνηθίζουμε πια εμείς, θυμάμαι για την ώρα τούτα: όρη (βουνά), σκόλη (σχολή, αργία), παίδος, θυγατέρα, Νεκτεναβός, χαμένο ρηγάτο, ποιγητής, παλιαύι (πλαγίαυλος), έθαρμος (ένθερμος), χωρύγι (ασβέστης), προς νερού, τούμπα (τύμβος), πυθεύω, κροτώ (το κρότησε το μωρό), λατρεύω, αγαθός, πανάγαθος, έλεγος, ποντίζω, κι όσα βάζω συχνά μέσα στο γράψιμό μου. Οι θαλασσινοί λέγανε σωτρόπι, ποδόσταμο, δοιάκι, πεζόβολας, αθερίνα, θαλάμι, κι άλλα πολλά. Παράξενα λόγια που δεν τ’ άκουσα σ’ άλλο ελληνικό μέρος, λέγανε τούτα: σκούρκα (βράχος), κάκνα (γαλοπούλα), μπιζνέρα (τσέπη).
Μακάριοι άνθρωποι, σαν τους λεγόμενους Λωτοφάγους, δεν τους μόλεψε η πλεονεξία κ’ η περηφάνεια. Για τούτο θα μπορούσανε να δανείσουνε ευτυχία σε βασιλιάδες, σε βεζιράδες και σε ανθρώπους που τους τρέμει ο κόσμος.
Όλοι – όλοι καμμιά κατοστή ανθρώποι ζούσανε ένα γύρο σε τούτη τη θαλασσινή λίμνη: τσομπάνηδες, ψαράδες, γιαλικάρηδες και κεραμιδαρέοι. Μακριά από την πολιτεία, πού ήτανε χτισμένη στο παραέξω μέρος του μπουγαζιού, κι από το Γενιτσαροχώρι, π’όπεφτε κατά το μέσα μπουγάζι, αλλά μακριά όμως από τη θάλασσα, δίχως να φαίνεται.
Όποτε κονομήσω λίγον καιρό, λογαριάζω να στορίσω σ’ άλλη φυλλάδα, έναν – έναν, κείνους πού σταθήκανε οι πιο σπουδαίοι κ’ οι πιο ασυνήθιστοι ανάμεσα τους.
Πολλούς απ’ αυτουνούς δεν τους έφταξα, αλλά άκουσα την ιστο-ρία τους απ’ άλλο στόμα. Ο πιο παλαιός απ’ όσους ξέρω στάθηκε ο Γιάννης ο Βλογημένος. Απ’ όσους έφταξα ο πιο σπουδαίος ήτανε ο μπάρμπα – Μανώλης ο Βασιλές, το στοιχειό της θάλασσας. Ύστερα ερχόντανε με τη σειρά ο Λιβανής, ο Ψύλλος, ο Μπιλάλης, ο Λασπίτης, ο Ξεροτρόχαλος, ο Μπάμπουρας, ο Μπαρμπάκος, ο Ζαφείρης, ο Ντάντινας, ο Αρναούτης, ο παλαβο – Παρασκευάς, ο Γρίτσας κι άλλοι πολλοί.
Άλλοι ήτανε στεριανοί, άλλοι θαλασσινοί, μα κ’ οι πιο πολλοί οι στεριανοί ξέρανε από θάλασσα, κ’ ένα – δυο θαλασσινοί νογούσανε από ξοχαρική και ξέρανε ν’ αρμέξουνε. Πολυτεχνίτης ήτανε ο Σίλβεστρος, καλογερόδιακος πού’ξερε τη στεριά, και τη θάλασσα καλά, κ’ ήτανε ψάλτης, θαλασσινός, ξοχάρης, τσομπάνης και καραβομαραγκός’ αλλά αυτός ήτανε ταξιδεμένος, ασκήτεψε και στ’ Άγιον Όρος, και δε λογαριάζεται με τους πρωτινούς, που τους λέγανε οι Τούρκοι «λιμάν μπαλούκ», δηλαδή ψάρια του λιμανιού.
Οι πιο απονήρευτοι απ’ ανάμεσά τους δεν ήτανε παγαιμένοι από πολλά χρόνια στην πολιτεία. Καμμιά φορά που με ρωτούσανε τί γίνεται ο κόσμος, θυμόμουνα την ιστορία τ’ Άγιου Μάρκου, π’ ασκήτευε σ’ έναν έρημον τόπο και πήγε να τον εύρει ένας καλόγερος και, σαν τον ηβρε και μιλήσανε για πολλά, τον ρώτηξε ο αββάς: «Ίσταται ο κόσμος και θάλλει κατά το αρχαίον;» Και κείνος τ’ αποκρίθηκε: «Ναι, πάτερ, χάριτι Χριστού, και υπέρ το αρχαίον θάλλει πλείον ο κόσμος έως την σήμερον!» Έτσι ρωτούσανε και μένα κείνοι οι ανθρώποι.
Όλος ο κόσμος, ο ουρανός, η στεριά, η θάλασσα, ήτανε γεμάτος από στοιχειά κι από πνέματα. Τελώνια βρισκόντανε στα σύννεφα και στον πάτο της θάλασσας, «νυκτολάλα, αστρομαγικά, είτε εν άλσοις, είτε εν καλάμοις, είτε εν διόδοις, είτε εν ποταμοίς παρατρέχοντα». Η ειδωλολατρία κι ο χριστιανισμός ήτανε ανακατεμένα στη φαντασία τους, για τούτο το ’χανε για ένα πράμα χριστιανός και Έλληνας. Πολλά ειδωλολατρικά πράματα λέγανε πώς τα ’πε ο Χριστός, ή πώς είναι γραμμένα στο Βαγγέλιο.
Οι αγέρηδες, προ πάντων ο βοριάς κ’ η νοτιά, ήτανε στο πνέμα τους σαν ανθρώποι, ο ήλιος, το φεγάρι το ίδιο. Τα φίδια ήτανε στοιχειωμένα. Υπάρχανε δέντρα και πηγάδια και πέτρες που τα ’χανε για ιερά. Η θάλασσα ήτανε αγιασμένη. Το ψωμί ήτανε αγιασμένο, δεν πατούσανε ποτές απάνου στα ψίχουλα, κι αν έπεφτε χάμου κανένα κομμάτι ψωμί, τ’ ανεσπαζόντανε και το προσκυνούσανε κολλώντας το στο μέτωπο τους. Όποτε πίνανε κρασί, χύνανε λίγο στο χώμα, σα να κάνανε σπονδή. Χαιρετούσανε βάζοντας το δεξί χέρι στο στήθος και γέρνοντας αλαφρά το κορμί τους.
Οι τσομπάνηδες βλέπανε πολλές φορές έναν τραγοπόδη στα μαντριά, ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Άμα άρρωστούσανε τα πρόβατα, κάνανε ξόρκια παράξενα’ άμα τελείωνε τ’ άρμεγμα, βουτούσε ο τσομπάνης το χέρι του στ’ αφρισμένο γάλα και ράντιζε τα πρόβατα, μουρμουρίζοντας μυστικά λόγια. Κοντά σ’ αυτά, τα θυμιάζανε με χριστολούλουδο, κάνανε αγιασμό μέσα στο μαντρί με το κοπάδι ολόγυρα, και κρεμάζανε φυλαχτά στο λαιμό τους. Τα κουδούνια δεν τα βάζανε μόνο για να χτυπούνε, αλλά και για το μάτι, όπως τις χάντρες. Γητειές, δηλαδή μάγια, πού στην αρχαία γλώσσα λέγονται γοητείες, κάνανε πολλές οί Λημιοί, π’όρχουνταν από τη Λήμνο σε τούτα τα μέρη ξοχάρηδες’ έχω διαβασμένα πως αυτοί από τ’ αρχαία τα χρόνια κάνανε πολλά μαγικά.
Το βόδι και το πρόβατο τα ’χανε για βλογημένα, γιατί ζεστάνανε τον Χριστό με την ανασαμιά τους τότες πού γεννήθηκε μέσα στο παχνί’ το γίδι όμως το ’χανε για καταραμένο. Το γάδαρο βλογημένον, γιατί σήκωσε τον Χριστό, και τ’ άλογο βλογημένο, γιατί το καβαλίκεψε ο Άη – Γιώργης. Από τα δέντρα το πιο βλογημένο ήτανε η ελιά, της Παναγιάς το δέντρο. Η δάφνη, η μυρσίνη, ο βασιλικός, το δεντρολίβανο, ο αβαγιανός, ήτανε αγιασμένα. Η συκιά καταραμένη από τον Χριστό.
Οι θαλασσινοί πάλε είχανε για στοιχειωμένα κάτι βράχους, πέτρες, ξέρες και σπηλιές. Η θάλασσα άγιασε από τον Χριστό κι από τους Δώδεκα Απόστολους, πού ήτανε θαλασσινοί ανθρώποι, βλογημένα, και τα εργαλεία τους, τα δίχτυα και τα παραγάδια’ τα δίχτυα όμως ήτανε πιο βλογημένα, γιατί σκεδιάζουνε σταυρό, έτσι που ’ναι μπλεγμένα. Το τετράγωνο πανί πού βάζανε στις βάρκες της Ανατολής, το λεγόμενο τέντα ή φούσκα ή σακολεβίσο, το πρωτοηύρε ο Άη – Νικόλας, για να μην πνίγουνται οι ανθρώποι, γιατί είναι χαμηλό και φουσκωτό και ξεθυμαίνει ο αγέρας. ο Άη – Νικόλας ηύρε και το τιμόνι με τα βελόνια, γιατί πριν οι ανθρώποι είχανε για τιμόνι ένα κουπί, και για τούτο δεν ταξιδεύανε με τα πανιά στα όρτσα, δηλαδή καταπάνου στον αγέρα, αλλά μονάχα πρίμα και δευτερόπριμα. Τίς κουρίτες πάλε, μ’ άλλα λόγια τα ρηχά τα περάματα, πού ’ναι ίδια μονόξυλα, ίσια από κάτου δίχως καρίνα, τα ηύρε ο Χριστός, για να πλεύουνε στα ήμερα και στα ρηχά τα νερά, κι από πάν’ από τα δίχτυα, επειδή δεν πιάνουνε πολύ νερό.
Πολλές φορές μου λέγανε πως είδανε γοργόνες να λιάζουνται γιά να βουτάνε στ’ ανοιχτά δίπλα στη βάρκα, και άλλα στοιχειά να φτερνίζουνται μέσα στις σπηλιές, κάτι αλλά στοιχειά πάλε καβαλι-κεμένα απάνου σε σκυλόψαρα, όχι όμως σε δερφίνια, γιατί μέσα στο μπουγάζι δεν είχε δερφίνια, σπάνια νά’χανε κανένα τα νερά του και νά’μπαινε μέσα. Μου λέγανε και για κάποιο στοιχειό με γένεια μαύρα, ήμερο, π’ αγαπά τους ανθρώπους, ο Κουντεντές λεγόμενος’ πολλές φορές καθότανε στα βράχια και δε μιλούσε. Όποιοι λάχαινε να τον δούνε, αλλάζανε δρόμο για να μην τον στενοχωρέσουνε. Ίσως να ’τανε ο αρχαίος Τρίτωνας.
Στεριανοί και θαλασσινοί, είχανε την Ανατολή για βλογημένη, γιατί εκεί γεννήθηκε ο Χριστός, κι από κει βγαίνει ο ήλιος, κι όσοι ανθρώποι γεννιούνται στην Ανατολή, είναι βλογημένοι, Έλληνες και Τούρκοι.
Περισσότερα: Φώτης Κόντογλου
ΠΗΓΗ:https://www.sophia-ntrekou.gr/2018/07/fotis-kontogloy-13-ioylioy-1965.html?fbclid=IwAR13nXZy5ClshZU1O2xcesKc6dOFoRBcWeX8_yRJ1cjKwihF5uk3oUFLM2s&m=1
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Αρχαίοι ανθρώποι της Ανατολής
Φώτη Κόντογλου
Διψασμένοι σ’ έρημους καιρούς και τόπους, αναζητούμε τα νάματα της φυλής, την ρίζα την πολύτιμη, την πανάκριβή μας ταυτότητα’ σκύβουμε με τον νου και την καρδιά πάνω από τον καϋμό της Ρωμιωσύνης, τον καϋμό του μεγάλου Κυδωνιέα, του κυρ – Φώτη Κόντογλου. Αντιγράφουμε κείμενα του κυρ-Φώτη από «ΤΟ ΑΪΒΑΛΙ, Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ».
Για τους φίλους που ενδιαφέρονται να εντρυφήσουν σε περισσότερο πλάτος, παραπέμπουμε στην εξαίρετη δουλειά του Νεκτάριου.
Προ λίγα χρόνια ακόμα μπορούσες να βρεις εκεί μέσα από κείνη τη γενεά των αρχαίων ανθρώπων, πού δεν υπάρχουνε σε άλλα μέρη, σαν κι αυτούς πού διαβάζουμε στις ιστορίες των παλαιών Ελλήνων, και πού τις συνταιριάξανε ο γερο – Όμηρος, ο Ησίοδος, ο Ηρόδοτος, ο Θεόκριτος, καθώς και στην Παλαιά Διαθήκη. Ήτανε αρχαίοι Έλληνες μαζί κι Ανατολίτες χριστιανοί, πράοι κι αθώοι ανθρώποι. Σά να τους απόκλεισε η φύση σε κείνο το ευλογημένο στενοθάλασσο, κι απομείνανε όπως βρεθήκανε πριν από χιλιάδες χρόνια, ίδιοι κι απαράλλαχτοι, από τότες που ήτανε ειδωλολάτρες και πιστεύανε στα ξύλα, στ’ άστρα και στα δέντρα.
Μα το παράδοξο είναι πώς δεν ήτανε άγριοι, πονηροί και μοβόροι, μαχαιροβγάλτες κι ακοινώνητοι. Σάν παιδιά αγαπούσανε τις ιστορίες, όλα τα πιστεύανε, καλοσύνη είχανε στην καρδιά τους. Βαστούσανε στο χωριό σπίτια μ’ όλη την τάξη. Κλέφτες δεν ήτανε, ψέματα δε λέγανε, τη δουλειά την αγαπούσανε, τον ξένο σαν αδερφό τους τον είχανε. Και τούτο, επειδή ζούσανε με μεγάλη απλότητα κ’ ήτανε φχαριστημένοι με λίγα πράματα, και δε χρειαζόντανε μηδέ το ψέμα, μηδέ την κλεψιά, μηδέ το σκοτωμό, για να πληθύνουνε την καλοπέραση τους. Την πείνα όμως δεν την ξέρανε, γιατί η μεγάλη στεριά, που τους γέννησε, δεν άφηνε κανένα νηστικόν και παραπονεμένον, η βλογημένη Ανατολή, πού βγάζει πολύ και γλυκό ψωμί, και κάθε λογής πράμα, μέλι, γάλα, λάδι κι ό,τι άλλο χρειάζεται για ζωοθροφία του ανθρώπου, δίχως μάταια πράματα. Όπως η γης έθρεφε κάθε λογής προκομμένο δέντρο, η θάλασσα έθρεφε ψάρια πού ’χανε την ιδιαίτερη νοστιμάδα πόχει κάθε τι που βγάζει κείνη η βλογημένη πλάση, άγρια και ήμερα.
Αλλά κ’ οι ανθρώποι δεν ήτανε πλεονέχτες, ο πλούσιος έδινε στον πιο φτωχό, κι ο φτωχός πάλε δεν ήθελε σώνει και καλά ν’ ανεβεί απάνου από τον άλλον, δε λίμαζε, δεν τον έτρωγε η ζηλοφθονία, ούτε ο νους του ήτανε όλο στο κέρδος, μόνο πέρναγε η ζωή τους με ειρήνη βαθειά, κι ο Θεός τους βλογούσε από πάνου.
Φαίνεται πώς τέτοιοι πρωτινοί ανθρώποι υπήρχανε πάντα εδώ στην Ανατολή’ και τότες πού άλλαξε η θρησκεία και γινήκανε χριστιανοί, απομείνανε οι ίδιοι, γιατί η καινούργια θρησκεία ήτανε ποιητική και απλή σαν την παλιά βάλε και περισσότερο. Τούτοι βαστούσανε από ανθρώπους που ζήσανε και κείνοι κρυφά από τον θεό, τον καιρό πού κυβερνούσανε τον κόσμο οι Ρωμαίοι. Ύστερα, σα γίνηκε χριστιανικό βασίλειο η Κωσταντινούπολη, και τα μέρη τούτα ήτανε ολότελα ξεχασμένα κι απόμερα, και δεν πήγαινε ποτές άνθρωπος από άλλη χώρα εκεί πέρα, γινήκανε πιο απλοί, αντί να ξυπνήσουνε και να πονηρέψουνε. Σε άλλα μέρη χαλούσε ο κόσμος από τους πολέμους, αμέτρητοι ανθρώποι σφαζόντανε στα τέσσερα πέρατα της σφαίρας, εδώ όμως βασίλευε ειρήνη.
Για τούτο ο άνθρωπος, μακριά από τις ακαταστασίες, «ζώον εύδαιμον εγένετο», όπως λέγει ένας αρχαίος Έλληνας, δηλαδή εζούσε σαν κανένα ευτυχισμένο ζό στην αγκαλιά της φύσης, πού τον γλυκονανούριζε. Σα να ’βγαινε από τη γης και πάλε να γύριζε στη γης, δίχως θλίψη, δίχως να γευτεί θάνατο, όπως το κεραμίδι που κάνει ο κεραμιδάρης από το χώμα, σα γεράσει, λυώνει σιγά-σιγά και το γλύφει το κύμα στην ακρογιαλιά και γυρίζει πάλε ήσυχα στη γης. Σάν το αυγό π’ αφήνει το γιαλοπούλι απάνου στον άμμο, κοντά στην αρμυρήθρα, έτσι ήτανε κείνοι οι ανθρώποι.
Ο ουρανός στεκότανε ίδια καμάρα από πάνου τους, γύριζε με τον ήλιο, με το φεγγάρι και με τ’ άστρα, καθώς κι ο γύρος του χρόνου μεταλλάζουνταν από μέρα σε νύχτα κι από καλοκαιρι σε χειμώνα, κι όλα τούτα τα ζούσανε στην κάθε στιγμή, ενώ εμείς οί ανθρώποι της πολιτείας δεν προφταίνουμε να τα κοιτάξουμε, γιατί ζούμε μακριά και σαν όξω από την πλάση, φορτωμένοι με μάταιες έγνοιες. Τα ρούχα τους, πουκάμισα και βρακιά φαρδιά, δλα ήτανε φαντά στην κρεβατή, από μαλλί πρόβιο πού το λαναρίζανε και το γνέθανε οι γυναίκες. Το χειμώνα πρόβιες γούνες φορούσανε, γιατί πολλές φορές πέτρωνε η γης από το κρύο. Σιδερένια πράματα λιγοστά είχανε, μόνο βολευόντανε με καβίλιες αντίς καρφιά, παλούκια, ξυλόκουπες, διχάλια. Και στα σπίτια τους όλα τα χρειαζούμενα ξυλένια ήτανε. Πολλές φορές βάζανε ένα ξύλο αντίς για κουμπί. Οι τσομπάνηδες φορούσανε το χειμώνα προβιές με το μαλλί από μέσα.
Άν κ’ ήτανε ανθρώποι παντρεμένοι με όμορφες και γερές γυναίκες, κ’ είχανε θυγατέρες με κορμιά ερωτικά σαν τα νιογέννητα φοράδια, ωστόσο φαινόντανε και σαν ασκητές. Το κρύο και τη ζέστη δεν τα φοβόντανε, γιατί ήτανε σαν το πρινόδεντρο, μαθημένοι από μικροί.
Ζούσανε αναπαμένοι μέσα στη γλυκεία αγκαλιά της φύσης, σα να μη φάγανε οι παππούδες τους από το καταραμένο δέντρο. Με το τίποτα ζούσανε και τίποτα δεν τους έλειπε. «Τίς εστίν ο πλούσιος; Ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος.»
Όχι πλατσομύτες αραπάδες, όπως οι φυσικοί ανθρώποι στην Αφρική και στον ωκεανό, αλλά λεπτοκανωμένα χαρακτηριστικά, αρχαία ελληνικά και βυζαντινά, έβλεπες σ’ αυτούς τους βουνίσιους ανθρώπους. Οι νιοί ήτανε σαν τον Αχιλλέα, σαν τον Πάτροκλο, είτε και σαν τον Μεγ’–Αλέξαντρο.
Πολλοί τους ήτανε σγουρομάλληδες κ’ ηλιοκαμένοι, συχνά ξανθότριχοι, όχι με κείνο το χρώμα που μοιάζει σα λινάρι, μα ίδιο με του ξεράγκαθου, π’ ανεμίζεται στις χέρσες ακρογιαλιές, με το πρώτο χνούδι πού ίδρωνε αλαφρά στο μουστάκι και στα μάγουλα, συνέχεια με τα τσουλούφια τους, αλισαχνιασμένο από τη θάλασσα. Οι γέροι πάλε μοιάζανε, άλλος σαν Ποσειδώνας με στριφτά γένεια από την αρμύρα, άλλος σαν Όμηρος απαράλλαχτος, άλλος σαν Άγιος Νικόλας, άλλος σαν τ’ άγαλμα του Λαοκόοντα, άλλος σαν τον μάντη Τειρεσία, άλλος σα Σκεντέρμπεης, τέτοια σκέδια. Οί μεσόκοποι πάλε παρομοιάζανε με τον Χριστό, όπως είναι ζωγραφισμένος στα παλιά τα κονίσματά μας, με τον Άη – Γιάννη τον Πρόδρομο, με τον αντρείο Λεωνίδα, με τον Θεμιστοκλή, τον Επαμεινώνδα, κι όσοι ξουρίζανε τα γένεια τους ήτανε ίδιοι με τον Μάρκο Μπότσαρη, με τον Νικηταρά, με τον Μιαούλη, και με τους άλλους καπετανέους. Αλλά και τα ονόματά τους ήτανε αρχαία: Μιλτιάδης, Δυσσέας, Ξενοφός, Λεγωνίδας, Αλέξαντρος, Αγαμέμνονας, Δημοσθένης, Όμηρος, Αγησίλαος, Παμεινώντας, Τέρπαντρος, Πυθαγόρας, Έχτορας, Ποσειδώνας, Μιστοκλής, Αχιλλέας, Πάτροκλος, Αριστείδης, Σοφοκλής, Βριπίδης, Κλεάνθης, Τιμολέοντας, Θρασύβουλος, Φιλοχτήτης, και παλιά χριστιανικά: Σίδωρος, Ακίντυνος, Ανίκητος, Φίλιππας, Νικάνορας, Παλουλόγος, Στέργιος, Ανδρόνικος, Δούκας, Ρήγας, Φωκάς.
Αλλά και τις γυναίκες, που και κείνες ήτανε σαν αρχαίες στο παρουσιαστικό, τις κράζανε με αρχαία ονόματα: Αφροδίτη, Ασπασώ, Πολυξένη, Μυρσίνη, Θεανώ, Κλεοπάτρα, Καλλιόπη, Ισμήνη, Αντρομάχη, Κλεονίκη, Ελένη, Κασσάντρα, Ελπινίκη, Βρύκλεια, Αγαθόκλεια, Αθηνά, Χαρικλειώ, Ευθαλία, Αγλαΐα, Νεφέλη, Ευρυδίκη, Ηρώ, Πολύμνια, Αριάδνη, Αντιόπη, Πηνελόπη, Δήμητρα, Αρσινόη, Θεώνη, Ροδόπη, και παλιά χριστιανικά: Ειρήνη, Ευανθία, Φεβρωνία, Ζαχαρώ, Ζωή, Μαγδαληνή, Υπαπαντή, Αντωνία, Βασιλοπούλα, Ευφημία, Ροδούλα, Χρυσάνθη, Αξιοθέα, Γρηγορία, Θεοκτίστη, Ρήγαινα, Δομνία, Μελανθία, Παλουγού, Κατακουζ’νή, Μελίσσινή, Ζωγραφιά, Μαλαματένια, Βλωττία, Στρατηγούλα, Πρεσβεία, Μιλτώ, Αντρονίκη, Βαγιώ, εξόν από τα συνηθισμένα.
Τα παλληκάρια βοηθούσανε τους πατεράδες τους, υποταχτικά, καλά παιδιά, και δε λέγανε πολλά λόγια. Πρώτα μιλούσανε πάντα οι γέροι, κ’ ύστερα οι νιοί. Οι γέροι σιγομιλούσανε, κουβεντιάζανε όλο με παροιμίες’ γιατί οι κολασμένοι κ’ οι καταραμένοι βιάζουνται. Ο χαιρετισμός τους ήτανε: «Ώρα καλή!» – «Πολλά τα έτη!» – «Χαιρετίσματα!» η «Προσκυνήματα!» – «Μετά χαράς!»
Είχανε κ’ ένα δικαστήριο αναμεταξύ τους’ ό,τι διαφορά είχανε οι νιώτεροι, την κρίνανε οι γέροι, συμβουλεύοντάς τους και ταχτοποιώντας τους με την ορμήνεια, ήσυχα, δίχως οχλοβοή.
Ξέρανε την ιστορία τ’ Αχιλλέα, του Μεγ’-Αλέξαντρου, του Παλαιολόγου, του Σκεντέρμπεη’ πολλές φορές είχανε την ιδέα πώς τα πιο αρχαία γινήκανε ύστερ’ από τον Χριστό. Τον Αλή Πασά, τους Σουλιώτες, τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Θανάση Διάκο, τον Κολο–κοτρώνη, και τους άλλους καπετανέους, τους φέρνανε πάντα στην κουβέντα τους’ από τους σημερινούς τον Παναγή τον Κουταλιανό, κ’ οι πιο καινούργιοι τον Νταβέλη και τον Παύλο Μελά. Από τους ξένους δεν ξέρανε μηδέ τον Μέγα Ναπολέοντα, μονάχα τον τσάρο ξέρανε, και τον πόλεμο της Κριμαίγιας, που τον έκανε ο «Μέγας Κατερίνης». Από τ’ άλλα τα έθνη γνωρίζανε τους Ιγγλέζους, τους Ρούσους και το Μισίρι, αλλά για χριστιανούς είχανε μονάχα τους Ρούσους. Αρχαία πολιτεία ήτανε γι’ αυτούς η Τρωάδα κ’ η Πέργαμο, κι αγιασμένα μέρη η Γερουσαλήμ και τ’ Άγιον Όρος.
Τα χρώματα, εξόν από το κόκκινο, το μαβί, το πράσινο και το κίτρινο, τ’ άλλα τα βγάζανε από φυσικά πράματα, λαδί, θαλασσί, χρυσαφί, λεμονί, πορτοκαλί, λαχανί, τσαγαλί (αμυγδαλί), ξυδί, κρασουλί, ζαχαρί, καφεδί, σταχτί, μελί, καστανό, αχυρί, κεραμιδί, ψαρί, μελιτζανί, τριανταφυλλί, γερανί, ροδί, της σκουριάς το χρώμα, της φωτιάς το χρώμα.
Λίγο ώς πολύ, όλοι τους όμορφα κι ασυνήθιστα μιλούσανε, σα ζωγραφιές ήτανε τα λόγια τους, μα ήτανε και κάτι γέροι ανάμεσά τους, που η ομιλία έβγαινε από το στόμα τους κι από το μέλι γλυκύτερη, όπως λέγει ο γερο-Όμηρος. Αυτοί σταθήκανε οί δάσκαλοί μου.
Από τ’ αρχαία λόγια που άκουσα να λένε και που δεν τα συνηθίζουμε πια εμείς, θυμάμαι για την ώρα τούτα: όρη (βουνά), σκόλη (σχολή, αργία), παίδος, θυγατέρα, Νεκτεναβός, χαμένο ρηγάτο, ποιγητής, παλιαύι (πλαγίαυλος), έθαρμος (ένθερμος), χωρύγι (ασβέστης), προς νερού, τούμπα (τύμβος), πυθεύω, κροτώ (το κρότησε το μωρό), λατρεύω, αγαθός, πανάγαθος, έλεγος, ποντίζω, κι όσα βάζω συχνά μέσα στο γράψιμό μου. Οι θαλασσινοί λέγανε σωτρόπι, ποδόσταμο, δοιάκι, πεζόβολας, αθερίνα, θαλάμι, κι άλλα πολλά. Παράξενα λόγια που δεν τ’ άκουσα σ’ άλλο ελληνικό μέρος, λέγανε τούτα: σκούρκα (βράχος), κάκνα (γαλοπούλα), μπιζνέρα (τσέπη).
Μακάριοι άνθρωποι, σαν τους λεγόμενους Λωτοφάγους, δεν τους μόλεψε η πλεονεξία κ’ η περηφάνεια. Για τούτο θα μπορούσανε να δανείσουνε ευτυχία σε βασιλιάδες, σε βεζιράδες και σε ανθρώπους που τους τρέμει ο κόσμος.
Όλοι – όλοι καμμιά κατοστή ανθρώποι ζούσανε ένα γύρο σε τούτη τη θαλασσινή λίμνη: τσομπάνηδες, ψαράδες, γιαλικάρηδες και κεραμιδαρέοι. Μακριά από την πολιτεία, πού ήτανε χτισμένη στο παραέξω μέρος του μπουγαζιού, κι από το Γενιτσαροχώρι, π’όπεφτε κατά το μέσα μπουγάζι, αλλά μακριά όμως από τη θάλασσα, δίχως να φαίνεται.
Όποτε κονομήσω λίγον καιρό, λογαριάζω να στορίσω σ’ άλλη φυλλάδα, έναν – έναν, κείνους πού σταθήκανε οι πιο σπουδαίοι κ’ οι πιο ασυνήθιστοι ανάμεσα τους.
Πολλούς απ’ αυτουνούς δεν τους έφταξα, αλλά άκουσα την ιστο-ρία τους απ’ άλλο στόμα. Ο πιο παλαιός απ’ όσους ξέρω στάθηκε ο Γιάννης ο Βλογημένος. Απ’ όσους έφταξα ο πιο σπουδαίος ήτανε ο μπάρμπα – Μανώλης ο Βασιλές, το στοιχειό της θάλασσας. Ύστερα ερχόντανε με τη σειρά ο Λιβανής, ο Ψύλλος, ο Μπιλάλης, ο Λασπίτης, ο Ξεροτρόχαλος, ο Μπάμπουρας, ο Μπαρμπάκος, ο Ζαφείρης, ο Ντάντινας, ο Αρναούτης, ο παλαβο – Παρασκευάς, ο Γρίτσας κι άλλοι πολλοί.
Άλλοι ήτανε στεριανοί, άλλοι θαλασσινοί, μα κ’ οι πιο πολλοί οι στεριανοί ξέρανε από θάλασσα, κ’ ένα – δυο θαλασσινοί νογούσανε από ξοχαρική και ξέρανε ν’ αρμέξουνε. Πολυτεχνίτης ήτανε ο Σίλβεστρος, καλογερόδιακος πού’ξερε τη στεριά, και τη θάλασσα καλά, κ’ ήτανε ψάλτης, θαλασσινός, ξοχάρης, τσομπάνης και καραβομαραγκός’ αλλά αυτός ήτανε ταξιδεμένος, ασκήτεψε και στ’ Άγιον Όρος, και δε λογαριάζεται με τους πρωτινούς, που τους λέγανε οι Τούρκοι «λιμάν μπαλούκ», δηλαδή ψάρια του λιμανιού.
Οι πιο απονήρευτοι απ’ ανάμεσά τους δεν ήτανε παγαιμένοι από πολλά χρόνια στην πολιτεία. Καμμιά φορά που με ρωτούσανε τί γίνεται ο κόσμος, θυμόμουνα την ιστορία τ’ Άγιου Μάρκου, π’ ασκήτευε σ’ έναν έρημον τόπο και πήγε να τον εύρει ένας καλόγερος και, σαν τον ηβρε και μιλήσανε για πολλά, τον ρώτηξε ο αββάς: «Ίσταται ο κόσμος και θάλλει κατά το αρχαίον;» Και κείνος τ’ αποκρίθηκε: «Ναι, πάτερ, χάριτι Χριστού, και υπέρ το αρχαίον θάλλει πλείον ο κόσμος έως την σήμερον!» Έτσι ρωτούσανε και μένα κείνοι οι ανθρώποι.
Όλος ο κόσμος, ο ουρανός, η στεριά, η θάλασσα, ήτανε γεμάτος από στοιχειά κι από πνέματα. Τελώνια βρισκόντανε στα σύννεφα και στον πάτο της θάλασσας, «νυκτολάλα, αστρομαγικά, είτε εν άλσοις, είτε εν καλάμοις, είτε εν διόδοις, είτε εν ποταμοίς παρατρέχοντα». Η ειδωλολατρία κι ο χριστιανισμός ήτανε ανακατεμένα στη φαντασία τους, για τούτο το ’χανε για ένα πράμα χριστιανός και Έλληνας. Πολλά ειδωλολατρικά πράματα λέγανε πώς τα ’πε ο Χριστός, ή πώς είναι γραμμένα στο Βαγγέλιο.
Οι αγέρηδες, προ πάντων ο βοριάς κ’ η νοτιά, ήτανε στο πνέμα τους σαν ανθρώποι, ο ήλιος, το φεγάρι το ίδιο. Τα φίδια ήτανε στοιχειωμένα. Υπάρχανε δέντρα και πηγάδια και πέτρες που τα ’χανε για ιερά. Η θάλασσα ήτανε αγιασμένη. Το ψωμί ήτανε αγιασμένο, δεν πατούσανε ποτές απάνου στα ψίχουλα, κι αν έπεφτε χάμου κανένα κομμάτι ψωμί, τ’ ανεσπαζόντανε και το προσκυνούσανε κολλώντας το στο μέτωπο τους. Όποτε πίνανε κρασί, χύνανε λίγο στο χώμα, σα να κάνανε σπονδή. Χαιρετούσανε βάζοντας το δεξί χέρι στο στήθος και γέρνοντας αλαφρά το κορμί τους.
Οι τσομπάνηδες βλέπανε πολλές φορές έναν τραγοπόδη στα μαντριά, ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Άμα άρρωστούσανε τα πρόβατα, κάνανε ξόρκια παράξενα’ άμα τελείωνε τ’ άρμεγμα, βουτούσε ο τσομπάνης το χέρι του στ’ αφρισμένο γάλα και ράντιζε τα πρόβατα, μουρμουρίζοντας μυστικά λόγια. Κοντά σ’ αυτά, τα θυμιάζανε με χριστολούλουδο, κάνανε αγιασμό μέσα στο μαντρί με το κοπάδι ολόγυρα, και κρεμάζανε φυλαχτά στο λαιμό τους. Τα κουδούνια δεν τα βάζανε μόνο για να χτυπούνε, αλλά και για το μάτι, όπως τις χάντρες. Γητειές, δηλαδή μάγια, πού στην αρχαία γλώσσα λέγονται γοητείες, κάνανε πολλές οί Λημιοί, π’όρχουνταν από τη Λήμνο σε τούτα τα μέρη ξοχάρηδες’ έχω διαβασμένα πως αυτοί από τ’ αρχαία τα χρόνια κάνανε πολλά μαγικά.
Το βόδι και το πρόβατο τα ’χανε για βλογημένα, γιατί ζεστάνανε τον Χριστό με την ανασαμιά τους τότες πού γεννήθηκε μέσα στο παχνί’ το γίδι όμως το ’χανε για καταραμένο. Το γάδαρο βλογημένον, γιατί σήκωσε τον Χριστό, και τ’ άλογο βλογημένο, γιατί το καβαλίκεψε ο Άη – Γιώργης. Από τα δέντρα το πιο βλογημένο ήτανε η ελιά, της Παναγιάς το δέντρο. Η δάφνη, η μυρσίνη, ο βασιλικός, το δεντρολίβανο, ο αβαγιανός, ήτανε αγιασμένα. Η συκιά καταραμένη από τον Χριστό.
Οι θαλασσινοί πάλε είχανε για στοιχειωμένα κάτι βράχους, πέτρες, ξέρες και σπηλιές. Η θάλασσα άγιασε από τον Χριστό κι από τους Δώδεκα Απόστολους, πού ήτανε θαλασσινοί ανθρώποι, βλογημένα, και τα εργαλεία τους, τα δίχτυα και τα παραγάδια’ τα δίχτυα όμως ήτανε πιο βλογημένα, γιατί σκεδιάζουνε σταυρό, έτσι που ’ναι μπλεγμένα. Το τετράγωνο πανί πού βάζανε στις βάρκες της Ανατολής, το λεγόμενο τέντα ή φούσκα ή σακολεβίσο, το πρωτοηύρε ο Άη – Νικόλας, για να μην πνίγουνται οι ανθρώποι, γιατί είναι χαμηλό και φουσκωτό και ξεθυμαίνει ο αγέρας. ο Άη – Νικόλας ηύρε και το τιμόνι με τα βελόνια, γιατί πριν οι ανθρώποι είχανε για τιμόνι ένα κουπί, και για τούτο δεν ταξιδεύανε με τα πανιά στα όρτσα, δηλαδή καταπάνου στον αγέρα, αλλά μονάχα πρίμα και δευτερόπριμα. Τίς κουρίτες πάλε, μ’ άλλα λόγια τα ρηχά τα περάματα, πού ’ναι ίδια μονόξυλα, ίσια από κάτου δίχως καρίνα, τα ηύρε ο Χριστός, για να πλεύουνε στα ήμερα και στα ρηχά τα νερά, κι από πάν’ από τα δίχτυα, επειδή δεν πιάνουνε πολύ νερό.
Πολλές φορές μου λέγανε πως είδανε γοργόνες να λιάζουνται γιά να βουτάνε στ’ ανοιχτά δίπλα στη βάρκα, και άλλα στοιχειά να φτερνίζουνται μέσα στις σπηλιές, κάτι αλλά στοιχειά πάλε καβαλι-κεμένα απάνου σε σκυλόψαρα, όχι όμως σε δερφίνια, γιατί μέσα στο μπουγάζι δεν είχε δερφίνια, σπάνια νά’χανε κανένα τα νερά του και νά’μπαινε μέσα. Μου λέγανε και για κάποιο στοιχειό με γένεια μαύρα, ήμερο, π’ αγαπά τους ανθρώπους, ο Κουντεντές λεγόμενος’ πολλές φορές καθότανε στα βράχια και δε μιλούσε. Όποιοι λάχαινε να τον δούνε, αλλάζανε δρόμο για να μην τον στενοχωρέσουνε. Ίσως να ’τανε ο αρχαίος Τρίτωνας.
Στεριανοί και θαλασσινοί, είχανε την Ανατολή για βλογημένη, γιατί εκεί γεννήθηκε ο Χριστός, κι από κει βγαίνει ο ήλιος, κι όσοι ανθρώποι γεννιούνται στην Ανατολή, είναι βλογημένοι, Έλληνες και Τούρκοι.
Περισσότερα: Φώτης Κόντογλου
ΠΗΓΗ:https://www.sophia-ntrekou.gr/2018/07/fotis-kontogloy-13-ioylioy-1965.html?fbclid=IwAR13nXZy5ClshZU1O2xcesKc6dOFoRBcWeX8_yRJ1cjKwihF5uk3oUFLM2s&m=1
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.