Δυὸ συγγενικές, μὰ διαφορετικὲς θρησκεῖες.
Συλλογή: Μυστικὰ Ἄνθη, Ἐκδόσεις: Παπαδημητρίου.
«Θρησκευτικώτεροι οἱ πρὸς Ἀνατολὰς ἄνθρωποι», γράφει ἕνας ἀρχαῖος, θέλοντας νὰ πεῖ πῶς οἱ Ἀνατολίτες εἶναι πιὸ θρῆσκοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Δύσης, τῆς Εὐρώπης. Σημείωσε πὼς Ἀνατολὴ εἶναι καὶ τὰ Μπαλκάνια, μαζὶ μὲ τὴ Ρωσία.
Στὸν Ἀνατολίτη, τὸ αἴσθημα εἶναι πιὸ δυνατὸ ἀπὸ τὸ μυαλό, ἐνῷ στὸν Εὐρωπαῖο γίνεται τ᾿ ἀνάποδο. Κι ἐπειδὴ ἡ θρησκεία ἀποτείνεται στὴν καρδιὰ κι ὄχι στὸ μυαλό, γι᾿ αὐτὸ κι οἱ Ἀνατολίτες εἶναι πιὸ θρῆσκοι ἀπὸ τοὺς Εὐρωπαίους, καὶ γιὰ τοῦτο ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ βγήκανε οἱ θρησκεῖες, ἐνῷ ἀπὸ τὴ Δύση δὲν βγῆκε καμμιά.
Οἱ ἄνθρωποι τῆς Δύσης εἶναι ὀρθολογιστές, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπιδοθήκανε στὶς θετικὲς γνώσεις, στὶς ἐπιστῆμες, καὶ προκόψανε σ᾿ αὐτὲς καὶ σήμερα τραβήξανε ὅλον τὸν κόσμο μαζί τους. Ὅσοι ἀπ᾿ αὐτοὺς ξεχωρίζουνε καὶ δὲν πιστεύουνε μοναχὰ στὶς αἰσθήσεις τους, στρέφουν κατὰ τὴν Ἀνατολή, γιατὶ ἐκεῖ βρίσκουν τὴν πηγὴ γιὰ νὰ πιοῦνε ὅσοι διψᾶνε γιὰ κάποια μυστήρια ποὺ δὲ μποροῦνε νὰ ἐρευνηθοῦνε μὲ τὸ μυαλό.
Τὸ πόσο ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος εἶναι δεμένος δυνατὰ μὲ τὸν ὀρθολογισμό, φαίνεται ἀπὸ τὴν παραμόρφωση ποὺ ἔπαθε ἡ χριστιανικὴ θρησκεία στὴν Εὐρώπη, ποὺ ἔγινε σιγὰ – σιγὰ ἕνα σύστημα τῆς ἐγκόσμιας γνώσης, ἔχοντας γιὰ σκοπὸ τὴν ἐπίγεια εὐτυχία κι ὄχι τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός. Στὴ Δύση, κι ἡ θεολογία ὑποτάχθηκε στὸν ὀρθολογισμό, κι ἔγινε κι αὐτὴ μιὰ ἐπιστήμη σὰν τὶς ἄλλες.
Στὴν Ἀνατολή, ὅμως, ἡ θρησκεία ἀπόμεινε θρησκεία. Ἀκόμα κι ὁ μωαμεθανισμός, τὸ λεγόμενο Ἰσλάμ, ποὺ εἶναι μιὰ κατώτερη ἀντίληψη τῆς θρησκείας, μὲ κάποιες χοντροκομμένες ἐντολές, ὡστόσο κράτησε ἀνόθευτον τὸν θρησκευτικὸ χαρακτήρα του, μακρυὰ ἀπὸ νεωτερισμούς, καὶ προσαρμογὲς στὴν κάθε ἐποχή, δηλαδὴ μακρυὰ ἀπὸ τον ὀρθολογισμό. Τὰ ὑλικὰ μέσα ποὺ μ᾿ αὐτὰ ἐκφράζεται ἡ θρησκεία τοῦ Κορανίου, τὸ τζαμί, ὁ χότζας, ἡ ψαλμῳδία, ἡ διακόσμηση, τὸ ντύσιμο τῶν κληρικῶν, ἡ τελετουργία, ὅλα ἀπομείνανε ἀνάλλαχτα ὁλότελα, ὅπως ἤτανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ Ἰσλάμ. Σὲ καιρὸ ποὺ ἡ χριστιανικὴ θρησκεία παραμορφώθηκε μὲ τοὺς νεωτερισμοὺς ποὺ τοὺς ὑπαγόρευε τὸ ὀρθολογιστικὸ κοσμικὸ πνεῦμα, ἀπ᾿ ὅπου γεννήθηκε ὁ Παπισμός, ὁ Προτεσταντισμὸς καὶ τ᾿ ἄλλα παρακλάδια τους, παρεκτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ ἀπόμεινε ἀνάλλαχτη ἐπειδὴ ἤτανε ὁ Χριστιανισμὸς τῆς Ἀνατολῆς, ὁ μωαμεθανισμὸς στέκεται πάντα ὅπως ἤτανε ἀπὸ τὴν ἀρχή, δηλαδὴ ἀπόμεινε «θρησκεία». Κατὰ τοῦτο, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας βρίσκεται ἀπὸ μιὰ μεριά, κοντύτερα στὸν μωαμεθανισμό, παρὰ στοὺς λεγόμενους Χριστιανοὺς τῆς Δύσης, γιατὶ ὁ μωαμεθανισμὸς δὲν ἔπαψε νὰ εἶναι «θρησκεία», καὶ στέκεται ἀχάλαστος ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι ὠφελιμιστικό. Γιὰ τοῦτο βλέπει κανένας Ἄραβες νὰ ἀσπάζωνται μὲ βαθὺν σεβασμὸ τὸ ράσο ἢ τὰ γένεια τῶν παπάδων μας, καὶ μωχαμετάνους νὰ βαφτίζωνται χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι καί, πολλὲς φορές, νὰ μαρτυροῦνε γιὰ τὸν Χριστό, ἐνῷ κανένας, οὔτε ἕνας, παπικὸς ἢ προτεστάντης δὲν βρίσκεται ἀνάμεσα στοὺς νεομάρτυρες ποὺ ἀποκεφαλίσθηκανε ἢ κρεμασθήκανε κατὰ τὸν καιρὸ ποὺ βασιλεύανε ἀπάνω μας οἱ Τοῦρκοι. Εἶναι ἀκαταμέτρητοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ μαρτυρήσανε στὴν Περσία γιὰ τ᾿ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Ἄκουσα νὰ λέγει ἕνας παπὰς ἀπὸ τὴ Δαμασκὸ πῶς ὁ βασιλιὰς Ἀμπντουλλὰχ ἔλεγε στὸν Πατριάρχη τῆς Ἀντιοχείας τοῦτα τὰ λόγια: «Ἐσεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, μὲ τὸ παρουσιαστικὸ ποὺ ἔχετε, μᾶς κάνετε, ἐμᾶς, τοὺς μουσουλμάνους, νὰ σᾶς σεβόμαστε σὰν ἀνθρώπους τῆς θρησκείας, ἐνῷ ἐκεῖνοι οἱ φραγκοπαπάδες μας φαίνουνται σὰν πράκτορες ὑπόπτων ὑποθέσεων».
Ὁ Χριστιανισμὸς τῆς Δύσης ἔχασε τὸν οἰκουμενικό, δηλαδὴ τὸν παγκόσμιο χαρακτήρα του, γιατί, ὅπως εἴπαμε, κατάντησε ἕνα κοσμικὸ σύστημα, ἐπειδὴ θέλησε νὰ προσαρμοσθεῖ κάθε φορὰ στὴν κάθε ἐποχὴ καὶ δὲν ἀπόμεινε σ᾿ αὐτὸν τίποτα ἀμετακίνητο, δηλαδὴ τίποτα ἀπὸ «θρησκεία». Ἐνῷ ὁ μωαμεθανισμός, μ᾿ ὅλο ποὺ τὸ Κοράνιο εἶναι μία χοντροειδὴς παραλλαγὴ τοῦ Εὐαγγελίου, ὡστόσο κράτησε ἴσαμε σήμερα τὸν οἰκουμενικὸ χαρακτήρα του. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ τοῦ γνωρίσματα. Σὲ καιρὸ ποὺ στὴ Δύση οἱ χριστιανικὲς ἐκκλησίες κι οἱ κληρικοί της εἶναι λογιῶν – λογιῶν στὴν ἐξωτερικὴ ὄψη, ἄλλοι μὲ γένεια, ἄλλοι μὲ μούσια, ἄλλοι ξουρισμένοι, ἄλλοι μὲ ράσα, ἄλλοι μὲ πολιτικὰ ροῦχα, κλπ., τὰ τζαμιά, δηλαδὴ οἱ ἐκκλησίες τοῦ μωαμεθανισμοῦ, εἶναι παντοῦ τὰ ἴδια μέσα στὴν παράδοση, μὲ λίγες παραλλαγές, τὸ ἴδιο κι οἱ μιναρέδες, κι οἱ χοτζάδες εἶναι οἱ ἴδιοι παντοῦ, μὲ τὸ σαρίκι, μὲ τὸ καφτάνι, μὲ τὰ γένεια καὶ τὰ μουστάκια σὲ τύπο τοῦ προφήτη τους Μωάμεθ, καὶ ψέλνουνε ἀπάνω ἀπὸ τὸν μιναρὲ τὰ ἴδια λόγια, στὴν ἱερὴ ἀραβικὴ γλώσσα, ἀπὸ τὸ Μαρόκο ἴσαμε τὴ Σαμαρκάνδη, καὶ ἀπὸ τὴ δυτικὴ Ἀφρικὴ ἴσαμε τὴ Σουμάτρα, Κίνα κλπ.
Κανένας νεωτερισμὸς μήτε στὴν ἀρχιτεκτονική, μήτε στὴ μουσική, μήτε στὸ ντύσιμο. Παντοῦ οἱ χοτζάδες ἔχουν τὴν ὄψη ποὺ θυμίζει τὸν προφήτη τους, ἐνῷ οἱ παπάδες κι οἱ πάστορες τῆς Δύσης δὲν ἔχουνε καμμιὰ ἐξωτερικὴ ὁμοιότητα μὲ τὸν ἀρχηγὸ τῆς θρησκείας τους, πολλὲς φορὲς μάλιστα, θαρρεῖς πῶς ἐπιδιώκουν νὰ μὴ μοιάζουν ὁλότελα μ᾿ αὐτόν, ἀλλὰ νὰ μοιάζουν μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες προγόνους τους. Γιὰ παράδειγμα φέρνω τοὺς δυὸ ἀρχηγούς, τῆς Ἀνατολικῆς καὶ τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης, τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα καὶ τὸν Πάπα Παῦλο, ποὺ συναντηθήκανε στὴν Ἱερουσαλήμ. Κυττάξετε τὶς φωτογραφίες, καὶ θὰ δεῖτε πῶς δὲν μοιάζουνε σὲ τίποτα αὐτοὶ οἱ δυὸ ἄνθρωποι, μ᾿ ὅλο ποὺ λένε πῶς εἶναι ἀρχιερεῖς τῆς ἴδιας θρησκείας. Τὸ πόσο εἶναι αὐτὸ ἀλήθεια φαίνεται ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό τους: Ὁ ἕνας, ὁ Πατριάρχης, ἔχει ἱερατικὴ ὄψη, μὲ γένεια καὶ μὲ μαλλιά, ὅπως εἶχε ὁ Χριστός, φορᾶ ἕνα ράσο φαρδύ, ἀνατολίτικο, σὰν καὶ κεῖνα τὰ φορέματα ποὺ φορούσανε, ἀπάνω κάτω, στοὺς τόπους ποὺ φανερώθηκε ὁ Χριστός, ἐνῷ ὁ Πάπας εἶναι ξουρισμένος σὰν τοὺς Ρωμαίους, καὶ φορᾶ ἕνα σκουφάκι μία σταλιά, καὶ τὰ ροῦχα του εἶναι αὐτοσχεδιασμένα, μ᾿ ἕναν λόγο, τίποτα ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό του δὲν εἶναι τέτοιο, ὥστε, βλέποντάς τον, νὰ θυμηθεῖς τὸν Χριστὸ ἢ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους. καὶ μ᾿ ὅλα ταῦτα, αὐτοὶ οἱ δυὸ ἱερωμένοι λένε πῶς εἶναι ἀρχιερεῖς τῆς ἴδιας θρησκείας. Ἐνῷ, ἂν ἤτανε μωχαμετάνοι, κι ἂς ἤτανε ὁ ἕνας ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο κι ὁ ἄλλος ἀπὸ τὸν Καύκασο, θὰ ἤτανε ὅμοιοι στὸ ἐξωτερικό τους, μὲ τὸ πρόσωπο σὰν τοῦ προφήτη τους, μὲ τὸ σαρίκι, μὲ τὸ καφτάνι, μὲ τὴν ἴδια ἔκφραση ποὺ ἔχουνε οἱ μουσουλμάνοι. Γιατί, ὅσοι ἀγαποῦν ἕναν πνευματικὸ ὁδηγό, ἔχουνε, ἐπιθυμία νὰ μοιάζουνε καὶ στὸ ἐξωτερικό με αὐτόν, πολὺ περισσότερο οἱ ἱερωμένοι, ποὺ ἀφωσιώσανε τὴν ψυχή τους καὶ τὴ ζωή τους στὸν ἀρχηγὸ τῆς θρησκείας τους.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι πῶς πάθαμε πολλὰ ἀπὸ τοὺς μωχαμετάνους, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, προπάντων ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Κι αὐτὸ ἔγινε, γιατὶ κι αὐτουνῶν ἡ θρησκεία παραμορφώθηκε ἀπὸ τὰ φυλετικὰ πάθη, μ᾿ ὅλο ποὺ ὁ Μωάμεθ μὲ τὸν πόλεμο ἄρχισε νὰ ξαπλώνει τὸ Κοράνιο. Σημείωσε πῶς οἱ Ἄραβες, οἱ πατριῶτες τοῦ Μωχάμετ, τοὺς Τούρκους, ποὺ πήρανε τὴ θρησκεία ἀπ᾿ αὐτούς, δὲν τοὺς παραδέχουνται γιὰ γνήσιους μωχαμετάνους, καὶ δὲν τοὺς συμπαθοῦν. Κι οἱ ἴδιοι οἱ Ἄραβες παραμόρφωσανε σὲ πολλὰ τὸ Κοράνιο, ὅπως γίνεται, πάντα ἀπὸ τὴν περιωρισμένη ἀντίληψη τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ὅμως δὲν ἔχασε τὸν χαρακτήρα τῆς θρησκείας, ὅπως θὰ τὸν ἔχανε μὲ νεωτερισμοὺς κοσμικούς, ἂν εἶχε ὁ μωαμεθανισμὸς ὀπαδοὺς καὶ πιστοὺς στὴ Δύση. Δὲ μποροῦμε ν᾿ ἀρνηθοῦμε πῶς κι ἡ Ὀρθοδοξία στὸ Βυζάντιο ἔπαθε κάμποση παραμόρφωση ἀπὸ τὴν πολιτικὴ καὶ ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία, σὲ πολλὰ μάλιστα πολὺ χυδαία κι ἀποκρουστική. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ τὴν ἔσωσε, εἶναι πῶς δὲν ἀλλάξανε τὰ θεμέλιά της, ὅπως ἔγινε στὸν Παπισμό, παρὰ στάθηκε ἀπαραμόρφωτη στὰ δόγματα, στὴ λατρεία, στὴ λειτουργικὴ ἀντίληψη τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, καὶ γιὰ τοῦτο οἱ τελετουργίες, οἱ ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, ἡ ἐξωτερικὴ ὄψη τῶν κληρικῶν, ἀπόμειναν μὲ τὸν λειτουργικὸν χαρακτήρα τους, ποὺ διατηρήθηκε, σὰν ἀπὸ κάποια θαυμαστὴ οἰκονομία, κατὰ τὸν σκληρὸν καιρὸ τῆς τουρκοκρατίας, καὶ διατηρεῖται ἀκόμα ὡς τὰ σήμερα.
Ὁ Μωάμεθ, ποὺ στάθηκε ὁ ἱδρυτὴς τῆς νέας θρησκείας στὴν Ἀνατολή, ἤτανε ἕνας ἀγράμματος καμηλιέρης. Στὰ χρόνια του, ὅπως καὶ στὰ περασμένα, ἡ πατρίδα του ἡ Ἀραβία εἶχε γιὰ θρησκεία ἕνα μάζωμα ἀπὸ εἰδωλολατρικὲς δεισιδαιμονίες γύρω ἀπὸ μία μεγάλη μαύρη πέτρα ποὺ τὴ λέγανε Καάβα καὶ ποὺ τὴν προσκυνοῦσαν καὶ τὴν προσκυνοῦνε ὡς τὰ τώρα οἱ πατριῶτες τοῦ Μωάμεθ.
Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ στὴν Ἀραβία κυριαρχοῦσαν οἱ ἔμποροι Ἑβραῖοι. Μὰ καὶ χριστιανοὶ ὑπῆρχαν μέσα στὴν ἴδια τη Μέκκα. Ὁ Μωάμεθ κατάλαβε πῶς ἡ φυλή του βρισκότανε πολὺ κάτω ἀπὸ τὶς δυὸ αὐτὲς θρησκεῖες, τὴν Ἑβραϊκὴ καὶ τὴ Χριστιανική, κι ἤθελε νὰ τὴ βοηθήσει, νὰ ἀνοίξει τὰ μάτια της. Γιατὶ, ἂν καὶ ἤτανε ἀγράμματος κι ἀπελέκητος, ἤτανε ὅμως ἔξυπνος.
Μεγάλη ἐντύπωση τοῦ ἔκανε ἡ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν, προπάντων στὰ μοναστήρια, θαύμαζε τοὺς καλόγερους ποὺ ἤτανε ἀφωσιωμένοι στὸν θεὸ καὶ δὲν φροντίζανε γιὰ τὰ μάταια τοῦ κόσμου καὶ παρεχτὸς ἀπὸ τὴν ἀκτημοσύνη τους, γιὰ τὶς νηστεῖες, γιὰ τὶς προσευχές, γιὰ τὴ φιλοξενία τους καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ εἴχανε γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Γιὰ τοῦτο εἶχε δέσει πολλὲς σχέσεις μὲ χριστιανοὺς μοναχούς.
Στενὴ γνωριμία ἔδεσε καὶ μὲ μία Ἑβραία πολὺ πλούσια, τὴ Χατιτζέ, ποὺ τὴν πῆρε στὸ τέλος γυναίκα. Αὐτὴ ἡ Χατιτζὲ γνώριζε καὶ κάμποσα γράμματα. Στὴ συντροφιά της εἶχε ὅλο διαβασμένους ἀνθρώπους, κι ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς ἤτανε κι ἕνας σοφὸς ἀστρολόγος Βαρακᾶς, ποὺ εἶχε βαφτισθεῖ χριστιανὸς κι εἶχε μεταφράσει στὰ ἀραβικὰ κάμποσα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ὁ Μωάμεθ ὠφελήθηκε πολὺ ἀπὸ τὴ γυναίκα του, γιατὶ μαζί της συζητοῦσε συχνὰ ἀπάνω σὲ ὅσα εἶχε μάθει γιὰ τὴ θρησκευτικὴ κατάσταση τῆς Ἀνατολῆς κατὰ τὰ ταξίδια ποὺ ἔκανε ἀπὸ τὴ Μέκκα ὡς τὴ Δαμασκό, ποὺ τὸ παίρνανε γιὰ ὁδηγὸ στὰ καραβάνια. Τ᾿ ὄνομά του κι ἡ γνώση του ξακούσθηκε στὴ Μέκκα καὶ στὴν ἄλλη Ἀραβία. Μ᾿ ὅλο τὸν θαυμασμὸ ποὺ εἶχε γιὰ τοὺς χριστιανούς, ὡστόσο ἔβλεπε πῶς τοὺς χωρίζανε οἱ αἱρέσεις καὶ τοὺς ἀδυνατίζανε. Κοντὰ σ᾿ αὐτά, καταλάβαινε πῶς ἡ ἀδυναμία τῆς χριστιανικῆς θρησκείας ἤτανε τὸ ὅτι αὐτὴ δίδασκε τὴν ἀγαμία ἤ, τὸ πολύ, τὴ μονογαμία, ἐνῷ κεῖνες οἱ φυλὲς ἤτανε ἀπὸ κτίσεως κόσμου συνηθισμένες στὴν πολυγαμία.
Ἀφοῦ λοιπὸν τὰ μελέτησε ὅλα αὐτά, σὲ ἡλικία σαράντα χρονῶν παρουσιάσθηκε σὰν Προφήτης θεόσταλτος, λέγοντας πὼς ἔβλεπε τὸν Ἄγγελο Γαβριήλ, ποὺ τοῦ ἔλεγε τὰ θελήματα τοῦ θεοῦ, γιὰ νὰ τὰ κηρύξει στὸν κόσμο. Λίγα ἀπ᾿ αὐτὰ ἔβαλε καὶ τἄγραψε στὸ Κοράνιο.
Στὴν πατρίδα του τὸ Χεντζᾶ, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴν Ἐρυθρὴ θάλασσα, οἱ ἄνθρωποι βρισκόντανε σὲ μισοάγρια κατάσταση. Χριστιανοὶ ἐκεῖ δὲν ὑπῆρχαν. Μὲ τὸ κήρυγμά του δὲν μπόρεσε νὰ τραβήξει παραπάνω ἀπὸ λίγους πιστοὺς ὀπαδούς. Μὰ σὰν ξεσήκωσε τοὺς Ἄραβες σὲ ἱερὸ πόλεμο, γιὰ νὰ διαδώσει τάχα τὸ Κοράνιο, οἱ πατριῶτες του τὸν ἀκούσανε καὶ τὸν ἀκολουθήσανε μὲ φανατισμὸ κι ἔτσι ἅπλωσε ἡ νέα θρησκεία, μά, ὅπως θὰ δοῦμε, στὴ διάδοση τῆς συντελέσανε λιγώτερο οἱ Ἄραβες, καὶ πιὸ πολὺ οἱ ἄλλοι λαοὶ τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ ἤτανε περισσότερο ξυπνημένοι, οἱ Ἕλληνες, οἱ Αἰγύπτιοι, οἱ Σύροι, οἱ Πέρσες καὶ ἄλλοι.
Τὸ περισσότερο μέρος ἀπὸ τὸ Κοράνιο γράφηκε ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Μωάμεθ, ποὺ δὲν ἤξερε μήτε νὰ γράφει μήτε νὰ διαβάζει. Τὸ γράψανε ἄλλοι περισσότερο μορφωμένοι, ποὺ ἴσως δὲν ἤτανε ἀπὸ τὴν ἀραβικὴ φυλή.
Τὸ Κοράνιο παραδέχεται τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ παρουσιάζεται σὰν συμπλήρωσή τους. Ὁ Μωάμεθ κι οἱ ἄλλοι ποὺ συμπληρώσανε τὸ Κοράνιο, στηριχθήκανε στὴ χριστιανικὴ θρησκεία κι ὁ θαυμασμός τους γι᾿ αὐτὴ δὲν κρύβεται. Μὰ τὸ ἱερὸ βιβλίο τοὺς εἶναι γεμάτο ἀπὸ ἀχώνευτα καὶ χοντροκομμένα στοιχεῖα τῆς Παλαιᾶς καὶ Νέας Διαθήκης, καὶ γιὰ τοῦτο τὰ δεχθήκανε εὐκολότερα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο ἐκεῖνοι οἱ βάρβαροι λαοί.
Τὸ Κοράνιο παραδέχεται τοὺς Πατριάρχες Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, ἀλλὰ βάζει μαζί τους καὶ τὸν Ἰσμαήλ, τὸν γυιὸ τῆς Ἄγαρ, τοὺς Δικαίους καὶ τοὺς Προφῆτες, προπάντων τὸν Μωυσῆ καὶ τὸν Σολομῶντα.
Ὁ Χριστὸς κατὰ τὸ Κοράνιο εἶναι μέγας Προφήτης, δίκαιος, παντογνώστης καὶ ἰσχυρὸς κι αὐτὸς θὰ μεσιτεύσῃ στὸν θεὸ γιὰ τοὺς πιστούς, κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία. Κάθε φορὰ ποῦ ἀναφέρεται στὸ Κοράνιο τ᾿ ὄνομά του, γράφεται μὲ τὴν εὐχή; «Εἰρήνη ἐπ᾿ αὐτόν».
Τὸ Κοράνιο παραδέχεται τοὺς Ἀγγέλους, τὸ πέσιμο τοῦ Ἑωσφόρου, τὸν πόλεμο ποὺ κάνουνε οἱ δαίμονες στοὺς ἀνθρώπους. Τὰ κατώτερα πνεύματα ὀνομάζονται «τζὶν» καὶ «τακουΐν». Παραδέχεται τὴν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, τὸν Παράδεισο καὶ τὴν Κόλαση, ἀλλὰ πιὸ ὑλιστικὰ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Τὸν Χριστὸ τὸν ἀναγνωρίζει ὁ Μωάμεθ ὄχι μοναχὰ γιὰ τὸν μεγαλύτερο Προφήτη καὶ γιὰ τὸν ἁγιώτερο, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕνα πλάσμα ἀνώτερο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ὄχι ὅμως γιὰ θεό. Λέγει πῶς τὸν γέννησε ἡ Μαριάμ, κατὰ ὑπερφυσικὸν τρόπο ἀπὸ θεία ἐπισκίαση, καὶ τὴ λέγει «Παρθένον Μαρίαν». Μάλιστα χτυπᾶ τοὺς Ἑβραίους ποὺ τὴ συκοφάντησαν. Σ᾿ αὐτό, καὶ σὲ ἄλλα, ὁ Μωάμεθ φανερώνεται περισσότερο χριστιανὸς ἀπὸ κάποιους χριστιανοὺς τῆς Εὐρώπης, ποὺ παίρνουνε μάλιστα μέρος σὲ Χριστιανικὰ Συμβούλια καὶ Διασκέψεις καὶ κάθονται κοντὰ στοὺς δικούς μας προδότες τῆς Ὀρθοδοξίας. Περιγράφει τὸν Εὐαγγελισμό, σχεδὸν ὅπως εἶναι γραμμένος στὸ Εὐαγγέλιο, καὶ λέγει πῶς ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ εἶπε στὴν Παναγία: «Ὁ Θεὸς σὲ ἐξέλεξε καὶ εἶσαι καθαρὰ ἀπὸ παντὸς ρύπου. Εἶσαι ἡ ἐκλεκτὴ μεταξὺ πασῶν τῶν γυναικῶν». Γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ λέγει πῶς ἡ ζωή του στάθηκε ἁγία, σὲ καιρὸ ποὺ συχνὰ ὁ Μωάμεθ λέγει μὲ ταπείνωση γιὰ τὸν ἑαυτό του πὼς εἶναι ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος. Καὶ σ᾿ αὐτὸ εἶναι περισσότερο χριστιανὸς ἀπὸ τὸν περήφανο καὶ ἀλάθευτο Πάπα. Παραδέχεται τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸν λέγει: «Ζῶντα Λόγον τοῦ Θεοῦ», καθὼς καὶ «Πνεῦμα ἡ Ψυχὴ τοῦ Θεοῦ». Λέγει πῶς ὁ Χριστὸς μιλᾶ μὲ ἐξουσία στὸν Θεό, σὰν ἴσος μ᾿ Αὐτόν. Συχνὰ τὸν λέγει «Μεσσία», ποὺ τὸν ἔστειλε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο γιὰ τὴ σωτηρία του, κι ὅπως παραδέχεται τὴν ὑπερφυσικὴ σύλληψη καὶ γέννησή του, παραδέχεται καὶ τὴν Ἀνάληψή του. Μοναχὰ δὲν λέγει τίποτα γιὰ τὴν Ἀνάστασή του, γιατὶ ἂν τὴν παραδεχότανε κι αὐτή, θά ῾πρεπε νὰ τὸν παραδεχθεῖ γιὰ Θεό.
Ἐξυμνεῖ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, «ὅπου ἀδιακόπως μνημονεύεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ». Κι αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολική, γι᾿ αὐτὸ καὶ στὴ θρησκεία τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα «Ἰσλάμ», ποὺ θὰ πῆ «Ὀρθοδοξία» στὰ ἀραβικά.
Κοντὰ σ᾿ αὐτὰ βρίσκονται στὸ Κοράνιο καὶ τὰ πιὸ ἀνάποδα πράγματα, σὲ τρόπο ποὺ νὰ βασιλεύει σ᾿ αὐτὸ μεγάλη χασμωδία, ποὺ δὲν τὴ νοιώθανε οἱ ἁπλοϊκοὶ κι ἀπελέκητοι ὀπαδοί του. Εἶναι γεμάτο ἀπὸ ἀκατανόητα πράγματα, ἀπὸ φανταχτερὰ λόγια χωρὶς νόημα. Λέγει καὶ ξαναλέγει πολλὲς φορὲς τὰ ἴδια. Μιλᾶ ἀόριστα γιὰ προφητεῖες καὶ μὲ πρόχειρο κι ἀκατάστατον τρόπο.
Ὑπάρχουν μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ βιβλίο τὰ πιὸ ἀντίμαχα πράγματα. Ὁ Θεός, ἀλλοῦ εἶναι «εὔσπλαχνος καὶ μακρόθυμος», κι ἄλλου «σκληρὸς καὶ ἐκδικητικός». Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ ὅσα λέγει ὁ Μωάμεθ γιὰ τὸν ἑαυτό του: ἀλλοῦ ἐγκωμιάζει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν ἀνεβάζει στὸν κολοφώνα, κι ἄλλου τὸν λέγει ἁμαρτωλό. Καὶ στὴ ζωή του, ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἅγιος καὶ βλέπει Ἀγγέλους καὶ ὁράματα, ἐκεῖ παρουσιάζεται παραδομένος στὶς γυναῖκες καὶ στὶς ἡδονές.
Σὰν κατάλαβε πὼς τὸ κήρυγμά του δὲν ἔφτανε, ἅρπαξε τὸ σπαθί, ποὺ κάνει περισσότερη δουλειά. Γι᾿ αὐτὸ ἔγραψε: «Ὅσοι κηρύχνουν τὴν πίστη μου ἂς μὴ χάνουν καιρὸ μὲ τὰ κηρύγματα. Ἂς σκοτώνουν». Μόλις ἔνοιωσε τὸν ἑαυτό του δυνατόν, ἔπιασε τὸν πόλεμο καὶ τὴν αἱματοχυσία. Ἐνῷ στὴν ἀρχὴ κολάκευε τοὺς Ἑβραίους, γιὰ νὰ τὸν ὑποστηρίξουν, ὑστερώτερα, σὰν δὲν τοὺς εἶχε πιὰ ἀνάγκη, τοὺς καταδίωκε καὶ τοὺς σκότωνε. Τὸ ἴδιο ἔγινε ἀργότερα καὶ μὲ τοὺς χριστιανοὺς ἀπὸ τοὺς διάδοχούς του. Δίνει τὸν λόγο του, βάζει γιὰ ὑπογραφὴ τὴ μελανωμένη ἀπαλάμη του, μὰ ὕστερα δὲν κρατᾶ τὸν λόγο του, ὅποτε τὸ συμφέρο του τὸ καλεῖ. Γίνεται πολιτικὸς καὶ διπλωμάτης. Στὸν πόλεμο γίνεται σπουδαῖος πολέμαρχος, μὲ στρατὸ γυμνασμένον, μὲ κατάσκοπους, μὲ προπαγάνδα, μὲ πράκτορες, μὲ ὅλα: «Τὸ τέχνη τέχνη καὶ τὸ πίστη πίστη», ὅπως ἔλεγε κι ἐκεῖνος ὁ χριστιανὸς Ἀρβανίτης ποὺ ξεγύμνωνε τὶς ἐκκλησιές.
Ἡ Ἀραβία, ἡ πατρίδα τοῦ Μωάμεθ, εἶναι μὲν μία χώρα πολὺ μεγάλη, σχεδὸν ἴσαμε τὴ Ρωσία, ἀλλὰ ἔχει λίγους κι ἀνάριους ἀνθρώπους. Ἡ γῆ της εἶναι ἔρημος, ξερή, δίχως ἕνα μικρὸ ποτάμι, γι᾿ αὐτὸ τὸ μεγαλύτερο μέρος της εἶναι ἀκατοίκητο. Ἂν βγάλει κανένας τὴ Μέκκα καὶ τὴ Μεντίνα, δὲν ἔχει ἄλλες πολιτεῖες, παρὰ μόνο κάτι φτωχοχώρια, πολὺ μακρυὰ τὅνα ἀπὸ τ᾿ ἄλλο. Σημείωσε ἀκόμα πῶς ἡ Ἀραβία εἶναι ξεμοναχιασμένη, κομμένη ἀπὸ τὸν ἄλλον κόσμο, ἐπειδὴ τὴ ζώνουνε ἀπὸ παντοῦ ἐρημιές.
Λοιπόν, εἶναι δύσκολο νὰ παραδεχτεῖ κανένας πῶς ὁ λαὸς αὐτὸς ποὺ ζεῖ ἀπάνω της, ὁ περισσότερος μέσα στὰ τσαντήρια, μπόρεσε νὰ κάνει τόσα πολλὰ κατορθώματα, νὰ ξαπλώσει τὴ θρησκεία τοῦ Μωάμεθ, νὰ προκόψει στὰ γράμματα καὶ στὶς τέχνες, καὶ νὰ ἐξουσιάσει μὲ τὸν πόλεμο κάποιους τόπους πολὺ ἀπομακρυσμένους, ἀφοῦ πέρασε τὸ Γιβραλτὰρ κι ἔκανε βασίλειο πάνω στὴν Ἱσπανία!
Οἱ Ἄραβες δὲν εἴχανε μήτε γραφὴ γιὰ νὰ γράφουνε τὴ γλώσσα τους, κι ὁ ἴδιος ὁ Μωάμεθ λέγει μέσα στὸ Κοράνιο πῶς δὲν ξέρει μήτε γραφή, μήτε ἀνάγνωση. Ὡς τὰ σήμερα, οἱ κάτοικοι τῆς Ἀραβίας εἶναι σχεδὸν ὅλοι ἀγράμματοι. Πῶς λοιπόν, πρὶν ἀπὸ χίλια τρακόσια χρόνια, μπορέσανε καὶ κάνανε τὸν λεγόμενον Ἀραβικὸ πολιτισμό, τὸ Ἰσλάμ; Πῶς ἄξαφνα γινήκανε φιλόσοφοι, μαθηματικοί, ποιητές, καλλιτέχνες, ἀστρονόμοι, γεωγράφοι, ἱστορικοί, ἄνθρωποι ποῦ γυρίζανε σὰν τοὺς γύφτους μὲ τὶς καμῆλες ἀπάνω σὲ μιὰ χώρα ἔρημη; Αὐτὸ τὸ φαινόμενο δὲ μπορεῖ νὰ τὸ ἐξηγήσει κανένας μὲ ἄλλον τρόπο, παρὰ μοναχὰ ἂν παραδεχτεῖ πῶς ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιδοθήκανε στὶς ἐπιστῆμες καὶ στὶς τέχνες δὲν ἤτανε οἱ ἄνθρωποι τῆς ἄγριας Ἀραβίας, ἀλλὰ ἄνθρωποι ἀπὸ ἄλλα ἔθνη τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ εἴχανε πάρει τὴν καινούργια θρησκεία, δηλαδὴ ἀπὸ μωχαμετάνους τῆς Συρίας, τῆς Αἰγύπτου, τῆς Περσίας, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καὶ πρὸ πάντων ἀπὸ Ἕλληνες, ποὺ πρωτοστατούσανε σὲ ὅλα. Οἱ περισσότεροι μουσουλμάνοι βγήκανε ἀπὸ τὶς ἀλλαξοπιστεμένες φυλές, ὅπως εἶναι αὐτοὶ ποὺ εἴπαμε, καθὼς κι ἄλλοι, ὅπως εἶναι οἱ Τοῦρκοι, οἱ Ἀρβανίτες, οἱ Μποσνάκηδες, οἱ Τάταροι, οἱ Μογγόλοι, οἱ Νέγκροι τῆς Ἀφρικῆς, οἱ Ἰντοί, οἱ νησιῶτες τοῦ Εἰρηνικοῦ Ὠκεανοῦ καὶ ἄλλοι.
Τὸ ὅτι τὸ Ἰσλάμ, τὸ δημιουργήσανε οἱ ἀρχαῖοι λαοὶ τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ εἴχανε ἀπὸ πρὶν μία πνευματικὴ καλλιέργεια ποὺ βαστοῦσε ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Μεγ᾿ Ἀλεξάντρου, κι ὄχι ἀπὸ τοὺς Ἄραβες, τὰ ὑποστήριξε μὲ πολλὴ γνώση ἕνας Γάλλος σοφός, λεγόμενος Σ. Ριμπῶ, ποὺ ἔζησε πολλὰ χρόνια στὴν Ἀραβία καὶ στὴν ἄλλη Ἀνατολή, καὶ σπούδασε καλὰ ἀπὸ κοντὰ τοὺς Ἄραβες. Στὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου του «Ὁ Ἑλληνισμὸς κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ Ἰσλάμ», γράφει: «Φαίνεται πῶς βεβαιώνεται καὶ πῶς ἀποδείχνεται ἀπὸ τὰ γεγονότα πῶς τὰ διάφορα ἔργα ποὺ ἔκανε τὸ πνεῦμα τῆς Ἀνατολῆς κατὰ τὴν αὐγὴ τοῦ μεσαίωνα, σταθήκανε ἡ τελευταία ἀναλαμπὴ ποὺ ρίξανε οἱ ἀρχαῖοι πολιτισμοί, πρὶν τοὺς σκοτεινιάσει τὸ Ἰσλάμ… Τὰ ἔργα τῆς τέχνης καὶ τῆς σκέψης τῆς σπουδαίας ἐκείνης ἐποχῆς κατὰ τὴν ὁποία μεσουράνησε ὁ μωαμεθανισμός, εἶναι ἔργα ποὺ τὰ ἔκαναν οἱ Ἕλληνες».
Κι ἀληθινά, πῶς μπορούσανε νὰ φτάξουνε ὡς τὴν Ἱσπανία ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ὡς τὴν Περσία, τὶς Ἰνδίες, τὴ Σουμάτρα καὶ τὴ Γιάβα, κι ἀκόμα ὡς τὴν Κίνα, ἄνθρωποι σὰν τοὺς ντόπιους της Ἀραβίας, ποὺ δὲν ταξιδεύανε ποτές, καὶ ποῦ δὲν γνωρίζανε τί εἶναι ἡ θάλασσα; Κάποιοι ἄνθρωποι ἀπὸ ἄλλες φυλές, ἰδίως Ἕλληνες θαλασσινοὶ ἢ στεριανοὶ ταξιδευτὲς κι ἔμποροι, πηγαίνανε ὡς ἐκεῖνα τὰ ἀπόμακρα μέρη, κι ἀπ᾿ αὐτοὺς γραφήκανε καὶ τὰ φανταστικὰ ταξίδια σὰν τὴ Χαλιμά, ποὺ εἶναι ἡ ἀραβικὴ Ὀδύσσεια. Ὁ Σεμπὰχ ὁ θαλασσινὸς εἶναι ὁ νέος Ὀδυσσέας.
Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ βρισκόντανε σὲ ἀκμὴ τὰ γράμματα κι οἱ τέχνες στὴν Περσία, στὴ Συρία καὶ στὴν Αἴγυπτο, ἐνῷ ἡ Ἀραβία ἤτανε βουτηγμένη στὴν ἀμάθεια καὶ στὴ δεισιδαιμονία καὶ δὲν εἶχε ἰδέα ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη κι ἀπὸ τὴν Ἄλγεβρα.
Γράφει ὁ Ριμπῶ: «Ὅταν καταχτήσανε οἱ Ρωμαῖοι τη Συρία καὶ τὴν Αἴγυπτο, μείνανε πολὺ λίγο σ᾿ αὐτὲς τὶς χῶρες καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ ἐπιρροή τους στάθηκε τιποτένια. Ἡ βάση τοῦ πληθυσμοῦ στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ τὴν Αἴγυπτο ἀπόμεινε ἑλληνική. Οἱ ἐπιστῆμες, οἱ τέχνες καὶ τὸ ἐμπόριο μείνανε σίγουρα στὰ χέρια τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς».
Ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα βιβλία ποὺ ἔχουν οἱ μουσουλμάνοι, δεύτερο μετὰ τὸ Κοράνιο, εἶναι τὰ σχόλια τοῦ Κορανίου, ποὺ τἄγραψε ἕνας σοφὸς Ἒλ – Μποχάρι, ποὺ ἤτανε ἀπὸ τὴ Μπουχάρα, μιὰ χώρα ποὺ βρίσκεται πολὺ μακρυὰ ἀπὸ τὴν Ἀραβία. Ἀλλὰ κι οἱ ἄλλοι γραμματισμένοι μωχαμετανοι, ποὺ γράψανε βιβλία σπουδαία κατὰ τὸν καιρὸ ποὺ βρισκότανε σὲ ἀκμὴ τὸ Ἰσλάμ, ἤτανε σίγουρα ἢ Πέρσες ἡ Ἕλληνες ἢ Σύροι, ὅπως εἶναι ὁ Ἒλ -Μαμοῦν, ὁ Μαχμοὺτ – ἴμπν – Μουσσά, ὁ Βαζὰ ἔλ – Τεργκανί, ὁ Κεμὰλ – ἔλ – Ντίν, ποὺ ἐπιδοθήκανε στὰ μαθηματικὰ καὶ στὴ γεωμετρία, ὁ Ἒλ – Φαραμπή, ὁ Ἴμπν – Ρωχντ, ὁ Ἒλ – Γκοτζάλι, ὁ Ἴμπν – Τζάρ, ποὺ ἔπιδοθηκανε στὴ φιλολογία, ὁ Ἀμποὺ – Μπέκρ -ἔλ – Ἀνταλουζί, ὁ Ἴμπν – Σινᾶ, ὁ Ἴμπν – Ραντουᾶν, ποὺ καταγίνανε μὲ τὴ γιατρική, κι ἄλλοι πολλοὶ μωχαμετάνοι ἀπὸ διάφορες φυλές.
Τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα τὴ μιλούσανε σ᾿ ὅλη τὴν Ἀνατολή, στὴ Μικρὰ Ἀσία, Συρία, Παλαιστίνη, Αἴγυπτο, καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τ᾿ ἄλλα βιβλία τῆς χριστιανικῆς θρησκείας γραφήκανε στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Ὅταν ὅμως ἡ θρησκεία τοῦ Μωάμεθ ἅπλωσε γρήγορα παντοῦ, ἐπειδὴ ἤτανε πιὸ βολικὴ γιὰ τὸν ἀπαίδευτον ὄχλο τῆς Ἀνατολῆς, ἅπλωσε κι ἡ ἀραβικὴ γλώσσα μαζὶ μ᾿ αὐτή, καὶ γινήκανε μωχαμετάνοι καὶ πλῆθος γραμματισμένοι Ἕλληνες, Αἰγύπτιοι, Σύροι, Πέρσες κ.ἄ. Καὶ σὰν ᾔρθανε ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν Ἀσία ἕνας καινούργιος λαός, οἱ Τοῦρκοι, καὶ γινήκανε κι αὐτοὶ μουσουλμάνοι, καὶ μπορέσανε καὶ πήρανε τὴν Κωνσταντινούπολη, τότε πιὰ τὸ Ἰσλὰμ καπλάντισε τὴν Ἀνατολὴ καὶ τὰ βορεινὰ τῆς Ἀφρικῆς, χωρὶς νὰ ὑπάρχει μήτε ἕνας Ἄραβας μέσα στὶς μυριάδες μωχαμετάνους ποὺ πολεμοῦσαν κάτω ἀπὸ τὴν πράσινη σημαία τοῦ Μωάμεθ.
Ὅλοι αὐτοὶ εἴχανε γίνει μουσουλμάνοι τόσο γρήγορα, ἐπειδὴ τὸ Κοράνιο λέγει πῶς κάθε ἄνθρωπος εἶναι δεχτὸς στὴ θρησκεία τοῦ Μωάμεθ, ἀπὸ ὅποια φυλὴ κι ἂν εἶναι, φτάνει νὰ παραδεχτεῖ τὴν πίστη καὶ τὶς συνήθειες ποὺ ἔχουνε οἱ Ἄραβες. Στὴν ἱστορία εἶναι γραμμένοι μουσουλμάνοι στρατιωτικοὶ πασάδες ἀπὸ κάθε ἔθνος, ἀκόμα καὶ Εὐρωπαῖοι. Κάποιοι ἀλλαξοπιστεμένοι Φραντσέζοι γινήκανε καὶ σουλτάνοι ἀκόμα, ἀφήνω τοὺς στρατηγοὺς καὶ τοὺς ναύαρχους. Τοὺς τέτοιους ἐξωμότες τοὺς καλοπιάνουνε οἱ μωχαμετάνοι, τὸ ἕνα γιατὶ ἔχουνε ἀνάγκη ἀπὸ τὶς γνώσεις τους, καὶ τὸ ἄλλο γιατὶ τὸ θεωροῦνε γιὰ τιμὴ τῆς θρησκείας τους νὰ ἔρχουνται σ᾿ αὐτὴ τέτοιοι ἄνθρωποι σπουδαῖοι. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστικὸ ποὺ ἐξηγᾶ γιατὶ αὐτὴ ἡ θρησκεία ἅπλωσε τόσο πολὺ καὶ τόσο γρήγορα καὶ γιατὶ ἡ ἀραβικὴ φυλὴ δοξάστηκε.
Σ᾿ ὅλη τὴν Ἀφρικὴ τὸ Ἰσλὰμ ἅπλωσε κι ἁπλώνει ὁλοένα περισσότερο. Φυλὲς ποὺ προσκυνούσανε πρωτήτερα τὰ εἴδωλα, γίνουνται μωχαμετάνοι κι ὄχι χριστιανοί, ἀφοῦ καὶ κάποιοι Ἀφρικανοὶ ποὺ εἴχανε βαφτισθεῖ χριστιανοί, ἀσπασθήκανε τὸν μωαμεθανισμό. Γιατὶ, ὅπως εἴπαμε, ἡ θρησκεία τοῦ Μωάμεθ εἶναι χοντροκομμένη καὶ βολική, ἐπειδὴ δὲν ἔχει μέσα της πολὺ πνευματικὰ νοήματα, ὅπως ὁ Χριστιανισμός. Ὁ μουσουλμάνος μπορεῖ νὰ πάρει πολλὲς γυναῖκες, νὰ ἔχει χαρέμια, κι ὄχι μοναχά σε τούτη τὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ στὴν ἄλλη, ἀφοῦ στὸν Παράδεισο ὑπάρχουνε τὰ «οὐρί», καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὰ τρῶνε καὶ πίνουνε καὶ γλεντοῦνε οἱ πιστοὶ τοῦ Ἰσλάμ, ἅμα πεθάνουνε.
Ἡ Ἀραβία ἔχει μεγάλη ἔκταση, ὅπως εἴπαμε, ἀλλὰ λίγους ἀνθρώπους. Καὶ μάλιστα, στὸν καιρὸ τοῦ Μωάμεθ εἶχε ἀκόμα λιγώτερους. Πῶς λοιπὸν αὐτοὶ οἱ λίγοι πολεμιστές, μέσα σε 80 χρονιά, περπατήξανε σὲ τόσες ἀπέραντες χῶρες καὶ τὶς ἐξουσιάσανε μὲ τὸ σπαθί τους; Πῶς μπορέσανε καὶ περάσανε τὴν Ἰταλία, τὴν Ἱσπανία καὶ φτάξανε ὡς τὰ σύνορά της Γαλλίας, στὴν Εὐρώπη, τὴν Αἴγυπτο, Τρίπολη, Τούνεζι, Ἀλγέρι καὶ Μαρόκο, στὴν Ἀφρική, κι ἀπὸ τ᾿ ἄλλο μέρος τῆς σφαίρας φτάξανε ὡς τὴν Περσία, Μπουχάρα, Ἴντια κλπ.
Οἱ πολεμιστὲς τοῦ Ἰσλὰμ ἤτανε χριστιανοὶ ἀλλαξοπιστεμένοι, ἀπὸ τὶς ξεπεσμένες φυλὲς τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ τὶς τραβοῦσε ἡ νέα θρησκεία μὲ τὶς εὔκολες ἐντολές της, μὲ τὰ χαρέμια καὶ τὶς ἄλλες ὑλικὲς ἀπολαύσεις ποὺ ἔταζε στοὺς πιστούς της. Οἱ Ἕλληνες ποὺ γινήκανε μωχαμετάνοι, μάθανε γρήγορα τὴν ἀραβικὴ γλώσσα, καὶ μάλιστα, τὴν καλλιεργήσανε περισσότερο, κι ἔτσι ἡ Ἀνατολή, ποὺ ἤτανε ἑλληνική, ἔγινε μουσουλμανική, ἤγουν ἀραβική, χωρὶς νὰ δουλέψουν γι᾿ αὐτὸ οἱ ντόπιοι Ἄραβες τῆς Ἀραβίας.
Οἱ πιὸ σπουδαῖοι καλίφες εἴχανε στὶς φλέβες τους ἣ λίγο ἢ δὲν εἴχανε καθόλου ἀραβικὸ αἷμα. Ὁ πιὸ δοξασμένος στάθηκε ὁ Χαροῦν – ἄλ – Ρασίντ, ποὺ βασίλεψε στὸ Μπαγντὰτ στὰ 800 μΧ.. Τὸ παλάτι του ἤτανε γεμάτο ἀπὸ σοφούς, ποιητές, ἱστορικοὺς καὶ κάθε λογῆς γραμματισμένους. Στὸν καιρὸ του γράφηκε κι ἡ «Χαλιμά», μὲ τὸν τίτλο «Χίλιες καὶ μία νύχτες».
Ὁ Ριμπῶ γράφει στὸ βιβλίο του: «Κατάντησε συνήθεια νὰ ὀνομάζουν μωαμεθανικοὺς λαούς, Ἕλληνες, Λατίνους κι ἄλλους, μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἄραβα, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ τοὺς ἐξουσιάσανε οἱ Ἄραβες καὶ πήρανε τὴν θρησκεία τους, ὅπως ἔγινε καὶ μὲ ὅσους σοφοὺς καὶ ποιητὲς γράψανε στὴν ἀραβικὴ γλώσσα. Ἀλλὰ τότε ἄλλο τόσο μποροῦμε νὰ ὀνομάσουμε Σπανιόλους ἢ Ἰταλιάνους ὅλους τοὺς Κατόλικους, Ρώσους τοὺς Ὀρθόδοξους, Ἰνδοὺς τοὺς βουδδιστές».
Εικόνα: theahmadireligion.org
ΠΗΓΗ:https://cognoscoteam.gr/archives/42388
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.