Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024

Η πολιτειακή τυπολόγηση της Εκλόγιμης Μοναρχίας ως Φιλελεύθερης και Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας – Η απάτη της νεοτερικότητας



Ανακοίνωση του Πολυχρόνη Καρσαμπά στο πλαίσιο του 2ου Επιστημονικού Συμποσίου της «Ακαδημίας Κοσμοσυστημικής Γνωσιολογίας» που διεξήχθη 9-10 Δεκεμβρίου 2022 στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασός»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ – Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΙΚΗΤΕΣ


Η ιστορία γράφεται από τους νικητές είχε πει ο Ναπολέων Βοναπάρτης, ο θεμελιωτής της σύγχρονης Γαλλίας, αλλά και της σύγχρονης Ευρώπης, και είχε δίκιο.

Σε μία πολεμική σύρραξη, καθένα από τα συγκρουόμενα μέρη έχει το δικό του αφήγημα, το δικό του πολιτισμικό «κεκτημένο». Οι νικητές στο τέλος, επιβάλλουν κατά κάποιο τρόπο το δικό τους, μιας και οι νικημένοι έχουν κατακτηθεί.

Στην περίπτωση της Ρωμαϊκής και της Οθωμανικής κατάκτησης του Ελληνικού Κόσμου/Ανθρωποκεντρικού Κοσμοσυστήματος, που αναπτύχθηκε, εξαπλώθηκε και κυριάρχησε στην λεκάνη της Μεσογείου, οι κατακτητές ηγεμόνευσαν-επικάθισαν στο κατακτημένο Κοσμοσύστημα, χωρίς να το καταστρέψουν.

Η Γερμανοσκανδιναβική Δυτική Ευρώπη, που ήδη από το 1204 με την 1η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους έδειξε τις δηωτικές και λεηλατικές διαθέσεις της, κατακτώντας τον 19ο αιώνα την ηγεμονία του Ελληνικού /Ανθρωποκεντρικού Κοσμοσυστήματος, επιδόθηκε σε μία εργώδη προσπάθεια να «υποσκάψει τα θεμέλια του», να το «κατεβάσει» στα δεσποτικά της μέτρα και εν τέλει να το καταλύσει. Και τούτο διότι «δεν υδήνατο, ως εκ της φύσεώς της, να το οικειοποιηθεί, ούτε καν να το καταλάβει», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης.

Άλλωστε, η αποικιοκρατία στην οποία επιδόθηκε η Δυτική Ευρώπη, κατέστη δυνατή, στο μέτρο και στους χώρους,που πέτυχε ο πολιτιστικός της ιμπεριαλισμός να καταστρέψει τις εγχώριες πολιτιστικές δομές. Τέτοιος υπήρξε και ο γεωπολιτικός χώρος του Ελληνικού Κοσμοσυστήματος, ο χώρος της Ανατολικής Μεσογείου, στον οποίο κατόρθωσε να διεισδύσει και να τον μελετήσει δια των «περιηγητών» της, και εν τέλει να τον διασπάσει και να τον διαλύσει με την άσκηση βίας.

Στους πολιτισμούς που δεν κατόρθωσε τελικώς να διεισδύσει ο Δυτικός πολιτισμικός Ιμπεριαλισμός, δεν κατόρθωσε να τους καταστρέψει, με αποτέλεσμα η Ασία, να αποτελεί σήμερα τον αντίπαλο πόλο στην διαμόρφωση της Διεθνούς πολιτικής.

Δυστυχώς το δημιουργηθέν νεοελληνικό κράτος θα αποτελέσει ένα κράτος-εργαστήριο του εφαρμοσμένου πολιτισμικού ιμπεριαλισμού της Εσπερίας.


 Χαρακτηριστική η περίπτωση του θεμελιωτή του νεοελληνικού κράτους Αδαμάντιου Κοραή που απέβλεπε στην «δημιουργία»ενός έθνους «γραικογάλλων» και ο οποίος στο έργο του “Διάλογος δύο Γραικών”ἔγραφε: “Ἕνα ἀπὸτὰ δύο λοιπὸν ταῦτα (Ἕλληνας ἢ Γραικὸς) εἶναι τὸ ἀληθινό τοῦ ἔθνους ὄνομα. Ἐπρόκρινα τὸ Γραικός, ἐπειδὴ οὕτω μᾶς ὀνομάζουσι καὶ ὅλα τα φωτισμένα ἔθνη τῆς Εὐρωπης“[1].Εξ’ού και το νεοελληνικό κράτος ονομάσθηκε στις διεθνείς του σχέσεις «Greece» και όχι «Ελλάς».

Έτσι ο νεοτερικός Ευρωπαίος, αν και «αναγνώρισε» ως αρχή του πολιτισμού του το Ελληνικό Ανθρωποκεντρικό Κοσμοσύστημα ως αρχαίο Ελληνορωμαϊκό Κόσμο, μέσα στην επιθετική του ιδεολογία περί «ανόδου» και Καθόδου» των πολιτισμών και τον συνακόλουθο «πολιτισμικό του ιμπεριαλισμό»[2], έκανε το μοιραίο λάθος να νομίσει ότι ο πολιτισμός δεν έχει σχέση με τον κοσμοσυστημικό χώρο και τις κοινωνικό-πολιτισμικές συνθήκες και λειτουργίες που τον γέννησαν και τον εξέθρεψαν, και αυτός είναι ο λόγος που στερήθηκε την πολιτισμική του ώσμωση και επικοινωνία με την μήτρα του ανθρωποκεντρικού συστήματος. Έτσι, στο πλαίσιο της λεηλατικής του αντίληψης και κοσμοθεωρίας, ο νεοτερικός «Γερμανοσκανδιναβός» θεώρησε ότι το να υφαρπάσει ολόκληρους ναούς (Πέργαμος), τα γλυπτά του παρθενώνα ή αρχαία κείμενα από τα μοναστήρια, να τα μεταφέρει στο Βερολίνο, το Λονδίνο ή το Παρίσι ιδρύοντας εκεί έδρες αισθητικής και φιλοσοφίας είναι αρκετό για την πολιτισμική του «επικοινωνία» με τον χώρο που γέννησε τον συγκεκριμένο πολιτισμό, αγνοώντας τις λειτουργίες, τις δράσεις και την κοινωνική φιλοσοφία που κληροδότησε τους ναούς, τα γλυπτά και τα κείμενα που υφάρπασε δίκην πολιτισμικών λαφύρων. Ο «νεοτερικός «Ευρωπαίος» θεωρεί και διακηρύσσει ότι έκλεψε «τα μάρμαρα», και όχι τα γλυπτά του Παρθενώνα.

Αυτός είναι και ο λόγος που η Ευρώπη αδυνατεί να εξελιχθεί στην ανθρωποκεντρική εξελικτική κλίμακα και να δημιουργήσει έναν ενιαίο πολιτισμικό – μετακρατοκεντρικό – οικουμενικό χώρο, όπως πέτυχε το Ελληνικό Κοσμοσύστημα στην Ελληνιστική, τη Ρωμαική και τη Βυζάντινή περίοδό του, ενώ αρκείται μέχρι σήμερα στην υποστασιοποίησή της 

α) ως ένωση κρατών, που προσομοιάζει στην συμπολιτεία και 

β) ως πολιτικό σύστημα χωρίς κράτος, το οποίο μάλιστα υπολείπεται της εποχή μας , δηλαδή του πολιτικού συστήματος των κρατών μελών , αφού τα θεσμικά της όργανα δεν διαθέτουν καν εκλογική νομιμοποίηση.

2.Τον θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε ο Ελληνικός κόσμος από την Καισαρο-παπική Εσπερία είχαν διαγνώσει (και επιβεβαιώθηκαν), τόσο οι Βυζαντινοί, όσο και οι Έλληνες Επαναστάτες του 1821.

Ο Ανώνυμος Έλληνας, στην «Ελληνική Νομαρχία» του, που κυκλοφόρησε το 1806 στο Λιβόρνο ανέφερε επί λέξει :
«Το Οθωμανικόν κράτος, πάλιν σας το ξαναλέγω, πρέπει να πέσει εξ αποφάσεως, ή ούτως, ή ούτως. Αλοίμονον λοιπόν εις το γένος μας, αν κυριευθεί από ετερογενές βασίλειον. Τότε οι Έλληνες δεν θέλουν μείνει πλέον Έλληνες, αλλά ολίγον κατ’ ολίγον θέλουν διαφθαρεί τα ήθη των, και θέλουμεν μείνει πάλι δούλοι, και δούλοι ίσως αλευθέρωτοι δια πολλούς αιώνας….».


Ο δε Αλέξανδρος Υψηλάντης στην από 08/10/1820 «Προκήρυξη προς του Αρχιερείς, Άρχοντες και Προεστώτες, προύχοντες του Γένους, απανταχού εις τας νήσους του αρχιπελάγους διατρίβοντες» έγραφε προφητικά :
«Έχετε πάντοτε προ οφθαλμών, ότι ποτέ ξένος δεν βοηθείξένον χωρίς μεγαλώτατα κέρδη. Το αίμα, το οποίον θέλουσι χύσει οι ξένοι δι’ ημάς, θέλομεν το πληρώσει ακριβότατα. Και ουαί εις την Ελλάδα, όταν συστηματική δεσποτεία ενθρονιστεί εις σπλάχνα της».

3.Το βασικό οικονομικό κέντρο της φυσικής Ευρώπης είναι η Μαύρη Θάλασσα, η οποία μέσω των μεγάλων ποτάμιων «οδών» που την διασχίζουν, συνδέει την Βόρεια Θάλασσα με την Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή, ενώ στην Μαύρη Θάλασσα καταλήγει επίσης και ο φυσικός οικονομικός οργανισμός του Δούναβη, που συνδέει τα Βαλκάνια με την Μαύρη Θάλασσα και την Κεντρική Ευρώπη.

Η διασύνδεσή, συνεξάρτηση και συλλειτουργία των χώρων αυτών επί 3.500 χρόνια αποτέλεσε την εδραία γεωφυσική και γεωπολιτική βάση της δημιουργίας και ανάπτυξης των οκτώ (8) συνεχόμενων Ελληνικών/Ανρωποκεντρικών πολιτισμών[3], καθώς και της Αρχαίας, Κλασσικής, Ελληνιστικής, Ρωμαϊκής, Βυζαντινής και Οθωμανικής Ιστορίας, που αφορούν στην ιστορική πορεία της μήτρας του Ελληνικού Κοσμοσυστημικού χώρου της Μεσογειακής λεκάνης.

Η καταστροφή, η λεηλασία και η διάλυση του φυσικού αυτού κέντρου, της μήτρας του Ελληνικού Κόσμου από την ηγεμονεύουσα τον 19ο αιώνα Δυτική Ευρώπη, αποτελεί αυτό που η Διαφωτισμένη νεοτερικότητα αποκάλεσε «Ανατολικό Ζήτημα».

4.Μέσω της «επίλυσης» του Ανατολικού Ζητήματος, δηλαδή μέσω της διάλυσης και διαμοιρασμού του Ελληνικού/ Ανθρωποκεντρικού Κοσμοσυστημικού χώρου της λεκάνης της Αν. Μεσογείου και των Βαλκανίων, με σημειακό γεγονός τον Κριμαϊκό πόλεμο, η Γερμανοσκανδιναβική Εσπερία επιτυγχάνει: αφενός μεν ο συσσωρευμένος φυσικός πλούτος της περιοχής να μεταφερθεί δια της Μεσογείου στην Εσπερία, αφετέρου δε, δια της αποδόμησης των υφιστάμενων πολιτισμικών-πολιτικών δομών και λειτουργιών και της κατάτμησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε κράτη-έθνη-οικόπεδα, να δομηθούν μηχανισμοί και λειτουργίες που αποτρέπουν κάθε νέα συσσώρευση κεφαλαίου, στην φυσική αυτή κοίτη συσσώρευσης του παγκόσμιου εμπορευματικού χρήματος.

Διόλου τυχαίο δεν είναι άλλωστε ότι το χώρο αυτό διάλεξαν οι Αρχαίοι Έλληνες και οι κατοπινοί Ρωμαίοι και Βυζαντινοί, ενώ είχαν την δυνατότητα να εγκατασταθούν οπουδήποτε στα Μεσογειακά παράλια.

5.Στην κοσμογονικής σημασίας φάση της μετάβασης του Ανθρωποκεντρικού Κοσμοσυστήματος, από την μικρή κλίμακα των πόλεων-κρατών, στην μεγάλη των εθνών-κρατών, η οποία συνδυάστηκε με την βιομηχανική Επανάσταση και την ανάγκη για μεγαλύτερη και ενιαία αγορά, ανάγκη που δεν επέτρεπε πλέον την κατάτμηση σε συντεχνίες και κοινότητες, δύο δυνάμεις διεκδίκησαν την ηγεσία της μετάβασης αυτής, η Δυτική Ευρώπη (Εσπερία), η οποία βρισκόταν υπό κρατική δεσποτεία στην κορύφωση της απολυταρχικής φάσης της εξόδου της από τον Μεσαίωνα και διαφαινόταν η οριστική νίκη της επί της Δεσποτείας και η είσοδος της στο Ανθρωποκεντρικό Κοσμοσύστημα, ενώο δρόμος της εκκινούσε από την μηδενική αφετηρία της εξελικτικής βιολογίας του Ανθρωποκεντρικού Συστήματος, που αντιστοιχούσε στην προ-Σολώνεια εποχή[4], και ο Ελληνικός Κόσμος, ο οποίος ήταν υπό κατοχή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και είχε να διαχειριστεί σωρρευτικά :

α) τις συνθήκες της κατάκτησης,

β) την ηγεσία του ζωτικού του χώρου,

γ) την σχέση του με το ανασυγκροτούμενο ανθρωποκεντρικό σύστημα στην βάση της μεγάλης κλίμακας, που συντελείται με αφετηρία την Εσπερία και

δ) την προοπτική της παλιγγενεσίας, με στόχο την επαναστατική υποκατάσταση από τον Ελληνικό Κόσμο (Γένος των Ελλήνων) της ηγεμονεύουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ανασύσταση του Βυζαντίου, ενώ ο δρόμος του διατηρούσε το εξελικτικό ανθρωποκεντρικό κεκτημένο της Βυζαντινής Κοσμοπολιτείας.

6.Έτσι, ενώ κατά τη φάση της μετάβασης του Ανθρωποκεντρικού Κοσμοσυστήματος στην μεγάλη κλίμακα,ο Ελληνικός δρόμος, παρά την Οθωμανική επικάθιση, συγκρατεί το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο της μικρής κλίμακας μεθαρμοσμένο στην μεγάλη και βρίσκεται στο εξελικτικό στάδιο της ωριμότητας, ο Δυτικός δρόμος, μόλις εξερχόμενος από την Δεσποτεία, θα λάβει σαν σημείο εκκίνησης της την μηδενική αφετηρία, η οποία από την άποψη της εξελικτικής βιολογίας του ανθρωποκεντρικού συστήματος αντιστοιχεί στην βρεφική του ηλικία (πρώιμη κρατοκεντρική φάση-προ Σολώνεια εποχή).

7.Για τον Δυτικό δρόμο, γνωσιολογικά, τα στάδια της ανθρωποκεντρικής ωριμότητας της κρατοκεντρικής φάσης και της μετακρατοκεντρικής Οικουμένης αποτελούν αχαρτογράφητα νερά.

Η Δυτική Ευρώπη κατά την μετάβαση αυτή, ούτε ήθελε, ούτε μπορούσε να στοχαστεί το κεκτημένο της ανθρωποκεντρικής Οικουμένης (Βυζάντιο), λόγω του εξελικτικού σταδίου το οποίο διένυε η ίδια, ενώ οι προτεραιότητες της ήταν:

α) Υπέρβαση της φεουδαρχίας

β) Η νομιμοποίηση του πρωτοανθρωποκεντρικού συστήματος

γ) Η εδραίωση της Δυτικής ηγεμονίας, που περνούσε μέσα από το Ανατολικό Ζήτημα και τον Ελληνισμό.

8. Η αποτυχία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 θα λειτουργήσει ως 3η Άλωση του Ελληνικού Κόσμου, ενώ η Δύση θα εγκαταστήσει «συστηματική Δεσποτεία» στην μήτρα του Ελληνικού Κοσμοσυστήματος και σταδιακά θα επιτύχει την αποδόμηση του Μείζονος Ελληνισμού και την επίλυση του Ανατολικού Ζητήματος προς όφελος της.

9.Έτσι, η ηγεμονεύουσα πλέον Γερμανοσκανδιναβική Ευρώπη, θα ανακτήσει το Ρωμαϊκό Imperium και ως νικήτρια θα “γράψει” την Ιστορία στα μέτρα της, καταλήγοντας μετά από την γραμμική ανάγνωσή της, στο δογματικό δεδομένο της ανωτερότητας του νεοτερικού κόσμου από κάθε άλλον στην ιστορία και στην ερμηνεία του παρελθόντος υπό το πρίσμα του παρόντος, με γνώμονα την πρωτοτυπική διάθλαση του εαυτού της.

Για να επιτύχει δε την νομιμοποίησή της στην ανάκτηση του Ρωμαϊκού Imperium, που το κατείχαν οι Βυζαντινοί Έλληνες, δίκην καταπιστευματικής μεταβίβασης από τους Ρωμαίους, το διεκδικούσαν οι Οθωμανοί, δια της κατακτήσεως του Βυζαντίου[5] , αλλά και οι Ρώσοι, με το μεσσιανικό αφήγημα της 3ης Ρώμης[6], η Εσπέρια θα πραγματοποιήσει δύο (2) μείζονες ρήξεις με την κοσμοσυστημική μήτρα της, τον Ελληνικό κόσμο:

Αφενός θα υφαρπάξει την ιστορία του[7], αποκόπτοντάς τον από την αρχαιότητα, προκειμένου να τοποθετηθεί η ίδια, ως γέφυρα του αρχαίου Ελληνισμού με την νεοτερικότητα, και αφετέρου θα μεθαρμόσει τις έννοιες, προκειμένου να προικιστεί με δημοκρατική νομιμοποίηση το καθεστώς της, και να εμφανιστεί αυτό, αν και μοναρχικό, ως αντιπροσωπευτικό,παρά το γεγονός ότι δεν υφίσταται σχέση εντολέα και εντολοδόχου με τους εκλεγόμενους αντιπροσώπους και ως δημοκρατικό ταυτόχρονα, αν και η κοινωνία δεν κατέχει το πολιτικό σύστημα, αλλά αποτελεί εξωθεσμικό παράγοντα στην πολιτική διαδικασία, δίκην ιδιώτη, ενώ ο πολίτης έχει μόνο ατομική ελευθερία, δίκην υπηκόου – ατελούς πολίτη, και όχι πολιτική και κοινωνική που τον καθιστούν πλήρη πολίτη («μάλιστα πολίτη» κατά τον Αριστοτέλη) και τον διαφοροποιούν από τον υπήκοο.

Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΝΤΟΛΗ ΚΑΙ Η «ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΕΣΠΩΝ»


Μετά από μήνυση δύο πολιτώνγια την διάπραξη των αδικημάτων της εσχάτης προδοσίας (άρθ. 134 του Ποινικού Κώδικα) και κατάχρησης εξουσίας (άρθ. 239 του Ποινικού Κώδικα),εναντίον όλων των επανεκλεγέντων βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, που είχαν κυρώσει στις 25 Ιανουαρίου του 2019 στη Βουλήτη Συμφωνία των Πρεσπών και συγκεκριμένα εναντίον του πρώην πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, του πρώην Υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Κατρούγκαλου και πενήντα δύο εν ενεργεία βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, ο αρμόδιος εισαγγελέας, όπως όφειλε να πράξει σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 86 του Συντάγματος, διαβίβασε την υπόθεση στην Βουλή, αφού σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 86 του Συντάγματος, όπου ορίζεται ότι: «δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για την διάπραξη ποινικών αδικημάτων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται, χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής, η οποία λαμβάνεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου».

Η υπόθεση εισήλθε προς συζήτηση και λήψη απόφασης κατά την συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής της 27ης Μαΐου 2020[8].

Οι εν λόγω αιτήσεις άρσης της βουλευτικής ασυλίας απορρίφθηκαν κατά πλειοψηφία και με 207 ψήφους στην Ολομέλεια της Βουλής[9], και συγκεκριμένα με τις ψήφους των βουλευτών από ΝΔ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ και ΜεΡΑ25. Ειδικότερα, σε σύνολο 219 παρόντων βουλευτών, κατά της άρσης ασυλίας ψήφισαν 207 βουλευτές, ενώ 11 βουλευτές τάχθηκαν υπέρ και ένας δήλωσε «παρών».

Όλα τα κόμματα, πλην της Ελληνικής Λύσης, συμφώνησαν επίσης, κατά παράβαση των ορισμών του άρθρου 86 του Συντάγματος,ότι η εισαγγελία του Αρείου Πάγου δεν έπρεπε να στείλει στη Βουλή τη δικογραφία, αλλά να τη θέσει στο αρχείο, καθώς το θέμα είναι πολιτικό και όχι νομικό και αφορά την ελεύθερη γνώμη, έκφραση και ψήφο του βουλευτή, όπως προσδιορίζεται από το άρθρο 61 του Συντάγματοςπου φέρει τον τίτλο «Ανεύθυνο των Βουλευτών».

Κατά την συνεδρίαση αυτή ο Πρόεδρος της Βουλής Κ. Τασούλας, επί της διαβιβάσεως της υποθέσεως στη Βουλή δήλωσε τα εξής :
«Έπρεπε η μήνυση να μην έρθει στην Ολομέλεια. Όχι γιατί έπρεπε να το λύσει η επιτροπή Δεοντολογίας, αλλά όφειλε να το λύσει η Δικαιοσύνη. Υπάρχει μια φράση στο Σύνταγμα που λέει ότι ο Άρειος Πάγος πριν διαβιβάσει τον φάκελο επιτελεί ένα είδος ελέγχου. Ο έλεγχος αυτός προφανώς δεν είναι επί της καλλιγραφίας των μηνύσεων. Είναι στοιχειώδης έλεγχος με τα νομικά επιχειρήματα που ευλόγως ακούστηκαν για το απαράδεκτο της εγκλήσεως. Αυτό έπρεπε να γίνει σε προγενέστερο στάδιο από την εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Πρέπει να σας πω ότι είμαστε στο ξεκίνημα της συζητήσεως για την αξιοποίηση του ελέγχου αυτού».


Επίσης η απόφαση περί απόρριψης των αιτήσεων άρσης ασυλίας των 54 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ , βασίστηκε στο άρθρο 61 §§1,2 του Συντάγματος, που φέρει το τίτλο «Ανεύθυνο των βουλευτών», στο οποίο ορίζεται ότι:

1. O βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων.

2. O βουλευτής διώκεται μόνο για συκοφαντική δυσφήμηση, κατά το νόμο, ύστερα από άδεια της Bουλής. Aρμόδιο για την εκδίκαση είναι το Eφετείο. H άδεια θεωρείται ότι οριστικά δε δόθηκε, αν η Bουλή δεν αποφανθεί μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες αφότου η έγκληση περιήλθε στον Πρόεδρο της Bουλής. Aν η Bουλή αρνηθεί να δώσει την άδεια ή αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, η πράξη θεωρείται ανέγκλητη».

Εν προκειμένω ο Πρόεδρος της Βουλής Κ. Τασούλας[10], επί της απόρριψης των αιτήσεων άρσης της Βουλευτικής ασυλίας των 54 βουλευτών και του είδους της εντολής που λαμβάνουν οι βουλευτές εκλεγόμενοι δήλωσε τα εξής :
«Η εντολή που λαμβάνουν οι βουλευτές δεν είναι επιτακτική από τους ψηφοφόρους. Είναι ελεύθερη εντολή. Αυτό σημαίνει ότι δεν παίρνει ο ψηφοφόρος το πρόγραμμα ενός κόμματος και λέξη προς λέξη του λέει να το υλοποιήσει. Εμπιστεύεται όχι μόνο το πρόγραμμα αλλά και την κρίση του προσώπου. Αυτή την τεράστια κρίση μην την βλέπετε με την έννοια του μαρτυρίου, αλλά της γοητείας, που προϋποθέτει βάσανο για το τι θα ψηφίσουμε. Αν το κατανοήσουμε τότε θα αποφύγουμε τις μηνύσεις . Δεν λύνονται με μηνύσεις τα πολιτικά ζητήματα. Λύνονται πολιτικά με πολιτικό κριτή τον ελληνικό λαό».

Η πρακτική αυτή της ελεύθερης – μη δεσμευτικής εντολής προς τους αντιπροσώπους και της μεθάρμοσης της έννοιας της αντιπροσώπευσης θα εφευρεθεί από τους Ευρωπαίους απολυτάρχες(κοσμικούς και εκκλησιαστικούς)τον 13ο αιώνα, ενώ η σύμπασα η Ευρώπη βρίσκεται υπό δεσποτικό καθεστώς, είτε ιδιωτικής, είτε κρατικής δεσποτείας,προκειμένου να υποσκάψουν και αλλοιώσουν την έννοια της αντιπροσώπευσης και να αποδεσμευθούν από την ανάγκη έγκρισης της κρατικής πολιτικής και φορολογίας από τις αναδυθείσες αυτόνομες πόλεις/κράτη-Δήμουςκαι τις αποφάσεις των συνελεύσεώντους που λαμβάνονταν δημοκρατικά. Η απολυταρχική αυτή «εφεύρεση»,που έμελε να αποτελέσει ένα από τα ουσιώδη θεμέλια του νεοτερικού πολιτεύματος, βασιζόταν στην αρχή που είχε διακηρύξει το 227 μ.Χ. ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος εν σχέσει με την αντιπροσώπευση, ότι δηλαδή εάν στην σχέση αντιπροσώπευσης ο αντιπρόσωπος είχε λάβει πλήρη αντιπροσωπευτική εντολή (plenampotestasagendi), αποδεσμευόταν από την σχέση εντολέως-εντολοδοχου και την δεσμευτικότητα της εντολής του εντολέας του, καθόριζε ο ίδιος το περιεχόμενο της εντολής καθιστάμενος ο ίδιος εντολέας και εντολοδόχος ταυτόχρονα και ως εκ τούτου δεν έφερε καμία ευθύνη για την διαχείριση της εντολής, ακόμα και εάν αυτή ήταν επιβλαβής για τον εντολέα!

Την πλήρη αντιπροσωπευτική εντολή (plenampotestasagendi) θα καθιερώσουν σταδιακά και τμηματικά οι απολυτάρχες μετά τον 13ο αιώνα, ενώ αυτή θα απογειωθεί στο κοινοβουλευτικό σύστημα της Αγγλίας,όπου οι κοινοβουλευτικοί αντιπρόσωποι είχαν το ελεύθερο να νομοθετούν κατά το δοκούν, ενώ οι εκλογείς, μετά το πέρας της θητείας τους, έπρεπε να αποφασίσουν εάν θα τους επανεκλέξουν!! Αυτή είναι η Βρετανική «κοινοβουλευτική» κληρονομιά στο νεοτερικό πολίτευμα.

Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότιτο δικαίωμα της κοινωνίας να εκλέγει ανά τετραετία τους «αντιπροσώπους» της,με ελεύθερη – μη δεσμευτική εντολή, θεωρείται από τους συνταγματιστές – πολιτειολόγους της νεοτερικότητας, ως η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δημοκρατικών και μη δημοκρατικών πολιτευμάτων.

Τι είδους Αντιπροσώπευσηόμως είναι αυτή που επαγγέλλεται το νεοτερικό πολίτευμα , όταν η κοινωνία δίνει «ελεύθερη» εντολή προς τους αντιπροσώπους της, οι οποίοι καθορίζουν οι ίδιοι το περιεχόμενο της εντολής και τους οποίους ο εντολέας δεν έχει την εξουσία ούτε να ελέγξει, ούτε να ανακαλέσει, πολλώ δε μάλλον να οδηγήσει στην δικαιοσύνη και να τους τιμωρήσει, ακόμα και όταν βλάπτουν τους εντολείς τους;

Και τι είδους «Δημοκρατία» είναι αυτή που επαγγέλλεται το νεοτερικό πολίτευμα, όταν ο πολίτης είναι υπήκοος, όταν η κοινωνία είναι θεσμικά εκτός πολιτικού συστήματος και δεν μετέχει σ’ αυτό, κατέχοντας της θέση του «ιδιώτη», , η οποία (κοινωνία) καλείται ανά τετραετία να εκλέξει τον «μονάρχη» της, είτε ως πρόεδρο, είτε ως πρωθυπουργό, και το συμβούλιό του-κοινοβούλιο, παρέχοντάς τους «ελεύθερη» εντολή»;

Τι είδους Δημοκρατία είναι αυτή, όταν ο εκλεγμένος μονάρχης ασκεί, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, και τις τρεις εξουσίες, την νομοθετική, διαθέτοντας την πλειοψηφία του κοινοβουλίου, την εκτελεστική συγκροτώντας την κυβέρνηση, και την δικαστική, καθορίζοντας την νομοθεσία και διορίζοντας την ηγεσία της δικαιοσύνης;

Τέλος , τί είδους Δημοκρατία είναι αυτή όταν ο εκλεγμένος μονάρχης, αποτελεί τον κάτοχο του πολιτικού συστήματος, μέσω της κατοχής του νομικού πλάσματος, που αποκαλείται κράτος;

Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ «ΠΕΡΙ ΕΥΘΥΝΗΣ» ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΣΤΟ ΝΕΩΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ


Η ειδική ρύθμιση περί «Ευθύνης Υπουργών» αποτελεί συνταγματική πρόβλεψη όλων ανεξαιρέτως των Ελληνικών Συνταγμάτων από το 1844 έως σήμερα και σε πρώιμη μορφή από το 1822 έως το 1844, με την ίδια πάνω – κάτω νομοτυπική μορφή.

Στόχος (ratio) της ειδικής αυτής Συνταγματικής πρόβλεψης και του ειδικού καθεστώτος που θεσπίστηκε για την περίοδο άσκησης υπουργικών καθηκόντων, κατά παράβαση της αρχής της ισότητάς και του κράτους δικαίου, φέρεται να είναι η προστασίας της υπουργικής λειτουργίας, από την υπαγωγή στην κοινή ποινική δικαιοδοσία, ώστε να αφεθούν απερίσπαστοι οι υπουργοί, κατά την διάρκεια της θητείας τους, να ασκούν τα καθήκοντά τους και να μην κινδυνεύουν να βρίσκονται διαρκώς κατηγορούμενοι και να εγκαταλείπουν τα υπουργικά τους καθήκοντα (ή να διστάζουν να τα ασκήσουν),παρουσιαζόμενοι ως κατηγορούμενοι στις ανακριτικές διαδικασίες και στα κοινά ποινικά δικαστήρια, προκειμένου να αμυνθούν κατά των ποινικών διαδικασιών, που εκκρεμούν εις βάρους τους.

Αφετέρου, δια της ειδικής αυτής συνταγματικής πρόβλεψης, αποτρέπεται ο κίνδυνος της εργαλειοποίησης της ποινικής διαδικασίας από την εκάστοτε αντιπολίτευση σε βάρος του κυβερνώντος κόμματος για επίτευξη των πολιτικών της στόχων και την αποδόμηση – απονομιμοποίηση, τόσο του κυβερνώντος κόμματος, όσο και του ίδιου του πολιτικού συστήματος.

Στο πλαίσιο της επίτευξης των ανωτέρω στόχων μάλιστα το εύρος των πράξεων που περιλαμβάνει το ειδικό καθεστώς περί «Ευθύνης Υπουργών», δεν περιορίζεται μόνο στις πράξεις, που συνδέονται με την άσκηση των καθηκόντων του Υπουργού, αλλά διευρύνθηκε, ώστε να καταλαμβάνει κάθε πράξη, υπαγόμενη ή μη στην υπουργική λειτουργία,που διαπράχθηκε στην χρονική περίοδο της άσκησης των υπουργικών καθηκόντων.

Έτσι,υπάγονται στο ειδικό καθεστώς, ακόμα και ποινικά κολάσιμες πράξεις που διαπράχθηκαν από Υπουργούςεπ’ ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων τους, όπως η παθητική δωροδοκία υπουργού προκειμένου να χορηγηθεί μια διοικητική άδεια, η πλαστογραφία εκ μέρους του προκειμένου να αφαιρέσει από κατάλογο προσώπων που έπρεπε να διαβιβάσει στον εισαγγελέα συγγενικό του πρόσωποκαι η παράβαση καθήκοντος, όταν σκόπιμα παραβιάζει έναν νόμο προκειμένου να ευνοήσει κάποιον ή κάποια ομάδα οργανωμένων συμφερόντων.

Το ειδικό αυτό καθεστώς «Υπουργικής Ασυλίας» έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά:

1. Την συντομότατη παραγραφή της ποινικά κολάσιμης πράξης, της οποίας η διάρκεια μπορεί να περιοριστεί, περιοριζόμενη από «τυχαία γεγονότα» και σε μερικές εβδομάδες, γεγονός το οποίο έχει οδηγήσει ακόμα και σε πρόωρη διάλυση της Βουλής, με επίκληση ανύπαρκτων «Εθνικών Θεμάτων» και επανάληψη εκλογών, προκειμένου το «Υπουργικό Έργο» της προηγούμενης κοινοβουλευτικής περιόδου να υποπέσει σε παραγραφή.

2. Την άσκηση της ποινικής δίωξης, από πολιτικό όργανο, την Βουλή, και όχι από εισαγγελέα δικαστικό λειτουργό, η δε απόφαση της Βουλής να μην ασκήσει δίωξη, δεν υπόκειται σε έλεγχο από Ελληνικό δικαστήριο.

3. Η διάγνωση της ενοχής του κατηγορουμένου και η τιμωρία του έχουν ανατεθεί σε Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτείται αμιγώς από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς.

Τέλος με την Συνταγματική αναθεώρηση του 2001η σχετική ρύθμιση του Συντάγματος του 1975 έγινε από πολλές πλευρές αυστηρότερη.

Διπλασιάστηκε ο χρόνος μέσα στον οποίο μπορεί να επιληφθεί η Βουλή. Μέχρι το 2001 ο χρόνος αυτός ήταν η πρώτη σύνοδος της κοινοβουλευτικής περιόδου που ακολουθεί την τέλεση της πράξης. Τώρα ο χρόνος αυτός εκτείνεται μέχρι το τέλος της Β΄ τακτικής συνόδου.

Η Βουλή περιορίζεται τώρα στη διενέργεια προκαταρτικής εξέτασης, ενώ η ανάκριση και κυρίως η παραπομπή στο ακροατήριο ανατίθεται σε πενταμελές δικαστικό συμβούλιο, ενώ έως το 2001 αυτό γίνονταν με από προανακριτική επιτροπή της Βουλής και με απόφαση της Βουλής αντίστοιχα.

Ρυθμίστηκε η μεταχείριση των συμμέτοχων, έτσι ώστε αυτοί να μην μπορούν να διαφύγουν από τη δικαιοδοσία της κοινής ποινικής δικαιοσύνης.

Καταργήθηκαν οι κατήγοροι βουλευτές και η εισαγγελική αρμοδιότητα ανατέθηκε σε μέλος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου που κληρώνεται.

Όλα αυτά υπερψηφίστηκαν το 2001 από τους 268 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Όταν όμως δύο χρόνια αργότερα ήλθε ο εκτελεστικός νόμος «Περί ευθύνης υπουργών» (νόμος 3126/2003) με εισήγηση του τότε υπουργού Δικαιοσύνης και νυν Προέδρου της Βουλής Φίλιππου Πετσάλνικου, αυτός υπερψηφίστηκε από τους βουλευτές και του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ.

Η λειτουργία του «Υπουργοδικείου» στο νεώτεροΕλληνικό κράτος είχε σαν αποτέλεσμα την κίνηση της διαδικασίας σε δεκαεπτά (17) συνολικά περιπτώσεις, εκ των οποίωνοδηγήθηκαν σε εκδίκαση μόλις πέντε (5) υποθέσειςσε διάρκεια 200 χρόνων.

(Από Jo Di Graphics – https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=40884170).

Η ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΤΥΠΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (ΤΟ Δ’ ΑΙΡΕΤΑΣ ΟΛΙΓΑΡΧΙΚΟΝ)


Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του (1281 α-β, 1302 α και 1317 α-β) προσδιορίζει ως κριτήριο της διάκρισης των πολιτευμάτων την σχέση κοινωνίας και πολιτικής, τι και ποιος ή ποιοι έχουν στα χέρια τους την πολιτική κυριαρχία[11].

Επίσης, ο Αριστοτέλης,κατά την τυπολόγηση των πολιτευμάτων,διακρίνει μεταξύ «ορθών» και «ημαρτημένων» πολιτειών, με γνώμονα τον σκοπό τους, ορίζοντας ότι οι μεν πρώτες (ορθές) αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση του κοινού συμφέροντος, ενώ οι δεύτερες (ημαρτημένες) αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση του ιδίου συμφέροντος (προσωπικού ή ταξικού) των κατόχων τους.

Με βάση αυτά τα κριτήρια ο Αριστοτέλης, κατατάσσει στις ορθές πολιτείες και χαρακτηρίζει ως Βασιλεία (Μοναρχία), το πολίτευμα στο οποίο η πολιτική κυριαρχία ανήκει σε ένα πρόσωπο, ως Αριστοκρατία(Ολιγαρχία), το πολίτευμα στο οποίο η πολιτική κυριαρχία ανήκει σε ορισμένο αριθμό προσώπων και ως Πολιτεία(Μέση ή Μετριοπαθή Δημοκρατία)[12], το πολίτευμα στο οποίο η πολιτική κυριαρχία ανήκει στους πολλούς, στον Δήμο συγκροτημένο σε θεσμό της κοινωνίας, στο οποίο οι κοινωνικοί αντίπαλοι συναντώνται στο μέσον της Πολιτείας.

Με βάση τα ίδια κριτήρια κατατάσσει στις «ημαρτημένες» πολιτείες την Τυραννίδα, ως παρέκβαση της Μοναρχίας , την τηνΟλιγαρχίαως παρέκβαση της Αριστοκρατίας και την Δημοκρατία(Ριζοσπαστική-Θητική)ως παρέκβαση της Πολιτείας (Δημοκρατίας).

Όμως ο Αριστοτέλης, ακόμα και μεταξύ των ορθών πολιτειών, αποκλείει από τις επιλογές του την Μοναρχία και την Αριστοκρατία, θεωρώντας ότι ανήκουν στο παρελθόν του εξελικτικού γίγνεσθαι και ότι το πολίτευμα που αρμόζει στην εποχή του είναι η Πολιτεία – Μετριοπαθής Δημοκρατία.

Οι αρχές της Πολιτείας – Μετριοπαθούς Δημοκρατίας που υιοθετεί ο Αριστοτέλης είναι η Δημοκρατική Αρχή και η Μεσότης, ως μέτρο για την κοινωνική εμπραγμάτωση της πόλης, και ως μέτρο για την συγκρότηση του πολιτικού συστήματος.

Η αξιωματική «αρχή της δημοκρατίας», που υιοθετεί ο Αριστοτέλης για την Πολιτεία του απορρίπτει εξ ορισμού τη συγκρότηση της πολιτικής, με μέτρο την αυτόνομη πολιτική εξουσία (το ανήκειν του πολιτικού συστήματος στο νομικό πλάσμα του κράτους, που αποδίδει η αρχή της πολιτικής κυριαρχίας) δεδομένου ότι η πολιτική ελευθερία διασφαλίζεται μόνον εάν η κοινωνία των πολιτών μεταλλαχθεί σε πολιτική κοινωνία και ενδυθεί την κυρία αρμοδιότητα της πολιτείας (δήμος).

Η «αρχή της μεσότητοςως μέτρο για την κοινωνικο-οικονομική στρωμάτωση της πόλης» . που υιοθετείται από τον Αριστοτέλη για την Πολιτεία του, συνεκτιμά αφενός τις παραγωγικές προτεραιότητες, (με έμφαση στην αγροτική και, ιδίως, στη γεωργική οικονομία) και αφετέρου την κατανομή του πλούτου, που πρέπει να κατατείνει προς μια σύγκλιση στο μέσον, και όχι στην υπερβολή της ανισότητας.

Τέλος η «αρχή της μεσότητοςως μέτρο για τη συγκρότηση του πολιτικού συστήματος», ήτοι για την κατανομή των αρχών/αξιωμάτων («τίνα τρόπον νενέμηνται»)που υιοθετείται από τον Αριστοτέλη για την Πολιτεία του, τάσσεται υπέρ ενός συστήματος, που οδηγεί στη συνάντηση των κοινωνικών αντιπάλων, στο μέσον της πολιτείας, με την ρυθμιστική λειτουργία της μεσαίας τάξης και την εγκατάσταση της κοινωνικο-οικονομικής ισορροπίας στην πόλη, γεγονότα που αποτρέπουν την ριζοσπαστικοποίηση της Δημοκρατίας, που επέρχεται λόγω της ολικής επικράτησης της θητικής τάξης (δημοτικής τάξης), και συνεπιφέρει την εξώθηση της τάξης των πλουσίων (τάξη των γνωρίμων) στην ανατροπή της για την διασφάλιση των συμφερόντων της.

Τέλος, η προτίμηση του Αριστοτέλη στην Δημοκρατία ως πολιτεύματος ανακύπτει από την ανάδειξη του «αθροιστικού επιχειρήματος» ως απάντηση στο ερώτημα ποιος είναι καλύτερα να αποφασίζει για τα συμφέροντα της πόλης, όπου ο ίδιος θα απαντήσει οι πολλοί, διότι η γνώση των πολλών δεν αποδίδει την άποψη ενός εκάστου, η οποία πιθανόν να είναι κατώτερη εκείνης του επαΐοντος, ούτε το άθροισμα της γνώμης των μελών της εν δήμω κοινωνίας, αλλά το καταστάλαγμα της σοφίας όλου του δήμου, που απορρέει από τη διαβουλευτική διαδικασία.

Στην Πολιτεία (Δημοκρατία) του Αριστοτέλη όλοι οι πολίτες είναι άρχοντες και αρχόμενοι, οι οποίοι εναλλάσσονται στα αξιώματα, όλοι δηλαδή οι πολίτες περνάνε από όλα τα αξιώματα, αλλά δεν κατέχουν κανένα δια βίου, ούτε και τα ασκούν κατ’ επάγγελμα.

Ειδικότερα στα Πολιτικά του (Α 1252 α, 15-16) ο Αριστοτέλης αναφέρει «κατά μέρος άρχων και αρχώμενος, πολιτικόν» (δηλ. το να υπάρχει ο πολίτης εκ περιτροπής, ακών την εξουσία και εξουσιαζόμενους, είναι χαρακτηριστικό πολιτικό) καθώς επίσης αναφέρει (Ζ, 1317 β, 2-3) ότι «Ελευθερίας εν τω μέρει άρχειν και άρχεσθαι» (δηλ. ένα χαρακτηριστικό της ελευθερίας είναι το να άρχει και να άρχεται ο πολίτης με την σειρά του).
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη τέλος, το κύριο γνώρισμα και η ειδοποιός διαφορά της Πολιτείας (Δημοκρατίας) έναντι των άλλων πολιτευμάτων, είναι ότι σ ’αυτήν οι Άρχοντες αναδεικνύονται με κλήρωση και όχι με εκλογή, αναφέροντας επί λέξει (Πολιτικά Δ, 1294β, 8-9) : «Λέγω δ’ οίον δοκεί δημοκρατικόν μεν το κληρωτάς είναι τας αρχάς, το δ’ αιρετάςολιγαρχικόν».


Η κλήρωση είναι αυτή που διασφαλίζει ότι δεν θα παγιωθεί ο διαχωρισμός ανάμεσα σε άρχοντες και αρχόμενους (όπως συμβαίνει στα νεωτερικά καθεστώτα).

Εκτιμάται ότι την εποχή της ακμής της Αθηναϊκής Δημοκρατίας το 97% των κρατικών αξιωμάτων καλύπτονταν με κλήρωση, ενώ το υπόλοιπο ελάχιστο ποσοστό, που αφορούσε αξιώματα με εξειδιασμένες γνώσεις και εμπειρία, (π.χ. Στρατηγός), αλλά ακόμα και αυτοί οι ελάχιστοι, στους οποίους ανατίθονταν αξιώματα χωρίς κλήρωση, δεν ήταν ανεξέλεγκτοι, αλλά ενεργούσαν στο πλαίσιο δεσμευτικής εντολής, και υπόκεινταν στηνεξουσία του ελέγχειν, ευθύνειν και ανακαλείν του Δήμου, αποκλείοντας την αυθαιρεσία, την διαφθορά και την αρχομανία.

Επίσης ο Ηρόδοτος[13] στον διάλογο μεταξύ του Μεγάβυζου (υποστηριχτή της Ολιγαρχίας), του Δαρείου (υποστηριχτή της Μοναρχίας) και του Οτάνη (υποστηριχτής της Δημοκρατίας) προσδιορίζει τα τρία (3) θεμελιώδη στοιχεία της Δημοκρατίας ως εξής:

1) «Πάλω εν αρχής άρχει» (δηλ. με κλήρο καθορίζονται οι Αρχές)

2) «υπεύθυνον δε αρχήν έχει» (δηλ. ο καθένας που ασκεί εξουσία υπόκειται σε λογοδοσία για την άσκηση των αρμοδιοτήτων που του ανατέθηκαν) και

3) «Βουλεύματα δε πάντα ες το κοινόν αναφέρει» (δηλ. οι αποφάσεις λαμβάνονται στην συνέλευση του Δήμου).

Η ΤΥΠΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΤΕΡΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ

Η ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΡΗΓΑ

Το 1890, ο καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών στο Παρίσι Αιμίλιος Λεγκράντ, μετά από δεκαετή έρευνα στα Υπουργεία Εσωτερικών και εξωτερικών της Αυστρίας, ανακαλύπτει τα επίσημα ανακριτικά έγγραφα από την σύλληψη και έκδοση του Ρήγα και των συντρόφων του.

Ανάμεσα στα έγγραφα αυτά περιέχονται και οι απολογητικές καταθέσεις των Ελλήνων επαναστατών στα ανακριτικά όργανα.

Έτσι ο σύντροφος του Ρήγα Παναγιώτης Εμμανουήλ ερωτώμενος κατά την ανάκριση μετ’ επιτάσεως , όπως και ο Ρήγας και οι λοιποί συλληφθέντες, για την σχέση τους με το Γαλλικό πολίτευμα απαντά ότι:
«εκφράστηκε ευνοϊκά για την ελευθερία των Γάλλων για τον λόγο κάθε Έλληνας που γνωρίζει τα πολιτεύματα της αρχαίας Ελλάδος διάκειται σήμερα ευμενώς υπέρ του υφιστάμενου σήμερα πολιτεύματος στην Γαλλία, αφού αυτό κατά το μεγαλύτερο μέρος του είναι ειλημμένο από το πολίτευμα του Σόλωνα».


Ο ίδιος ο Ρήγας κατά την απολογία του καταθέτει :
«μόνον τον τύπο θέλει να παραλάβει από το Γαλλικό πολίτευμα, και ότι θα συντάξει άλλο κατά το ελληνικό πνεύμα και θα τυπώσει 70.000 αντίτυπα αυτού..»!

Τι προέβλεπε το σύνταγμα της «ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ» του Ρήγα: Την ανασύσταση της οικουμενικής κοσμόπολης. Δηλαδή την ανασύσταση του κράτους των Ελλήνων, το οποίο επικράτησε μετά τον Αλέξανδρο και που το γνωρίζουμε με καθαρό τρόπο στην περίοδο του Βυζαντίου.
Θεμέλιο της Κοσμόπολης αποτελούν τα Κοινά των Ελλήνων, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι πόλεις-κράτη της αρχαιότητας, όπως μεθαρμόστηκαν και προσαρμόστηκαν στην επόμενη περίοδο, τα οποία είναι το ζωντανό κύτταρο των κοινωνιών του ελληνισμού, οι οποίες είναι συγχρόνως και δημοκρατικά συντεταγμένες (δηλαδή με όρους αυτοκυβέρνησης). Αυτό αποτελεί το επαναστατικό πρόταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας του Ρήγα, ο οποίος δεν έχει, όπως οι Ιακωβίνοι, ένα επαναστατικό σχέδιο ανατροπής της φεουδαρχίας των δουλοπαροίκων για να δημιουργήσει πολίτες. Έχει μπροστά του πολίτες που αυτοκυβερνιωνται για χιλιετίες, με όρους δημοκρατίας.

Σε τι διαφέρει όμως η «Ελληνική Δημοκρατία», αυτή η δημοκρατική κοσμόπολη, από το ιστορικό παρελθόν της Βυζαντινής Κοσμόπολης; Έχει δύο μεγάλες διαφορές: Ότι θέλει σε όλες τις πόλεις-κοινά να εφαρμόζεται η δημοκρατία και όχι το πολίτευμα να καθορίζεται σε κάθε πόλη κατά τους εσωτερικούς συσχετισμούς.
και, από την άλλη μεριά, η κεντρική πολιτεία να μη συγκροτείται από τη μητρόπολη (Κωνσταντινούπολη στην περίοδο του Βυζαντίου), αλλά από το σύνολο των πολιτών της επικράτειας.

Έτσι, στο πολιτικό επίπεδο , η βουλή και η κυβέρνηση είναι νομοπαρασκευαστικά όργανα σε μια νομοθετική διαδικασία στην οποία αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό – ο λαός, ο οποίος έχει και την νομοθετική πρωτοβουλία -.

Η πολιτική κυριαρχία ανήκει στον αυτοκράτορα λαό!

Επίσης, στο επίπεδο της οικονομίας, προτείνει ένα συμβιβαστικό σημείο σεισάχθειας, που, κατατείνει, με την απελευθέρωση των υπερχρεωμένων πολιτών, στο να διαγράψει οτιδήποτε έχει να κάνει με δάνεια ατόμων ή κοινών, που έχουν υπερβεί σε επίπεδο τόκων το ίσο μέρος του κεφαλαίου κι αυτό, για να δώσει μία νέα εκκίνηση στην οικονομία. Όπως επίσης δέχεται την εταιρική οικονομία κι όχι την ιδιοκτησία του συστήματος από αυτόν που κατέχει το κεφάλαιο. Το εταιρικό οικονομικό σύστημα, που επικράτησε από τους ελληνιστικούς χρόνους και έγινε καθεστώς ιδίως στην περίοδο του Βυζαντίου έγινε η αιτία να καταργηθεί , δυνάμει αυτού, η δουλεία, στην Ελληνική Οικουμενική Κοσμόπολη.

Σέ τούτη τη νέα συλλογική οργάνωση η λαϊκή κυριαρχία δεν αποτελεί μόνο μία αφηρημένη διάταξη συνταγματικής θεμελίωσης του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά κατοπτρίζει στο επίπεδο της θεωρίας την πεποίθηση, ότι η ουσιαστική προϋπόθεση της δημοκρατίας είναι ή καθολική συμμετοχή των πολιτών, οι όποιοι έχουν το φυσικό δικαίωμα να συμβάλλουν στη διαμόρφωση της απόφασης.

Στην αυτοθεσμιζόμενη κοινωνία που ιχνογραφείται στην Νέα Πολιτική Διοίκηση, η μορφή πολιτικής έκφρασης της αδιαμεσολάβητης δημοκρατίας προϋποθέτειαφενός την ύπαρξη πολιτών και αφετέρου ένα υψηλό επίπεδο πολιτικής συνείδησης, το οποίο οι Έλληνες βίωναν επί χιλιετίες στα κοινά τους , τόσο στην κρατοκεντρική περίοδο, όσο και στην μετακρατοκεντρική τοιαύτη.

ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΗΣ ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ


Το Επαναστατικό Σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας, όπως αυτό αποτυπώνεται στα καταρτισθένταΣχέδια από την 16μελή Αρχή της στην Συνέλευση του Ισμαηλίου το 1820, και συγκεκριμένα στο «Σχέδιο Γενικόν» και στο «ΣχέδιονΜερικόν ή περί Κωνσταντινουπόλεως» κατέτεινε στην επαναστατική υποκατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τον Ελληνικό Κόσμο και την ανασύσταση της Βυζαντινής Οικουμενικής Μετακρατοκεντρικής Κοσμοπολιτείας με Κοσμόπολη την Κωνσταντινούπολη και πολίτευμα την «Ελληνική Δημοκρατία» του Ρήγα Βελεστινλή.

Ειδικότερα τα σχέδια αυτά προέβλεπαν:

α) ΣχέδιονΓενικόν : Έναρξη Επανάστασης από τις Ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας (bufferzone-Συνθήκη Βουκουρεστίου 1812) , ξεσηκωμός κατά Σουλτάνου των Σέρβων, των Βλάχων και των Βουλγάρων, επέκταση στην Πελοπόννησο και στις υπόλοιπες περιοχές ,

β) ΣχέδιονΜερικόνή Περί Κωνσταντινουπόλεως Σχέδιο: δολοφονία Σουλτάνου, δηλητηρίαση πόσιμου νερού των ανακτόρων, συστηματικοί εμπρησμοί στην Κων/πολη για πρόκληση χάους, πυρπόληση στόλου και κατάληψη μεγάλων σκαφών της αρμάδας από τα ελληνικά πληρώματα που υπηρετούσαν σ’ αυτά.

Ο Δ. Θέμελης σε γράμμα του, στις 3 Ιανουαρίου 1821, υπερθεματίζει για την ανάγκη πλήγματος του «θηρίου» στην κεφαλή του, σύμφωνα με το νέο αυτό σχέδιο: «το θηρίονκτυπούμενον εις την ουράν ή και εις τους πόδας, θέλει ξεράσει το θανατηφόρον φαρμάκι του […]της κεφαλής του όμως κατατραυματισθείσης, νεκρωθείσης, το λοιπόν σώμα, όσον να κατασπαράξη, είναι πάντοτε με νεκράν και άνεργον κεφαλήν και δένεται ραδιώτατα. Όθεν ας διενεργηθή το σταλθένσχέδιον, […] και ας μη παραβλεφθή και αμεληθή, διότι έπονται εμπόδια».

Η ΤΥΠΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΤΕΡΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΤΟΥ 1821 – Η ΥΠΟΝΟΜΗ ΜΟΝΑΡΧΙΑ


Οι Έλληνες Επαναστάτες, μετά την αποτυχία του Ελληνικού Επαναστατικού Εγχειρήματος για την ανατροπή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την υποκατάστασή της από τον Οικουμενικό Ελληνισμό, και την κατά μικρόν ευδοκίμησή της στην Πελοπόννησο-Στερεά, ώστε να καταστεί αποσχιστικό κίνημα,έχοντας συνείδηση της αποτυχίας, τυπολογούν πολιτειακά τον Δυτικό Δρόμο και το πολίτευμα της Νεωτερικότητας ως εξής:

Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας σε δύο (2) επιστολές προς τον Μαυροκορδάτο το 1823:
«Πολιτείαν[14] να συστήσετε δεν το βλέπω πιθανόν…..διότι δεν το δέχονται αι δυνάμεις της Ευρώπης ως σύστημα καθ’ αυτό εναντίον εις τα πολιτικά σχέδια και τέλη των…».

«Η Ευρώπη είναι διηρημένη εις δύο φατρίας · η πρώτη κλίνει εις την ολιγαρχίαν και θέλει την απόλυτονμοναρχίαν. Η Δευτέρα, ζητεί την υπό νόμους βασιλείακαι ωνομάσθηφιλελευθέρα.


Σαφέστατα λοιπόν, τυπολογείται το νεοτερικό πολίτευμα ως «υπόνομη μοναρχία», που αποκαλείται «φιλελεύθερο».

ΑΠΟΛΥΤΗ ΜΟΝΑΡΧΙΑ – ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΜΟΝΑΡΧΙΑ – ΕΚΛΟΓΙΜΗ ΜΟΝΑΡΧΙΑ ΤΡΕΙΣ ΑΙΩΝΕΣ ΔΡΟΜΟΣ


Η θεσμική αφετηρία του σύγχρονου νεωτερικού συνταγματικού κράτους υπήρξε η μοναρχία, δηλ. το πολίτευμα όπου ανώτατο όργανο είναι ένα φυσικό πρόσωπο, ο μονάρχης η ο βασιλέας. Είναι η αρχέγονη πολιτευματική μορφή κοινωνικής οργάνωσης που εξελίχθηκε ως τις μέρες μας και ήταν στα αρχικά της στάδια κυρίως Κληρονομική, ενώ υπήρξαν και περιπτώσεις αιρετής μοναρχίας, όπως συνέβη με την γερμανική μοναρχία ως το 1871.

Το μοναρχικό πολίτευμα εξελίχθηκε με αφετηρία την Απόλυτη Μοναρχία, στην Περιορισμένη ή Συνταγματική Μοναρχία, στην Κοινοβουλευτική Μοναρχία, Βασιλευόμενη ή μή(ιδιαίτερη μορφή της Συνταγματικής Μοναρχίας) και στην σημερινή Εκλόγιμη Μοναρχία, που αυτοαποκαλείται Φιλελεύθερη Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, Προεδρικού η Πρωθυπουργικού τύπου.

Τα στάδια εξέλιξης του μοναρχικού πολιτεύματος ως τις μέρες μας αναλύονται ως εξής:

α) Απόλυτη Μοναρχία είναι η μορφή του πολιτεύματος, στο οποίο το πολιτικό σύστημα κατέχεται από τον Μονάρχη, ο οποίος δεν δεσμεύεται από κανόνες δικαίου (L’État, c’estmoi – Το κράτος είμαι εγώ), εκτός από εκείνους που θέτει ο ίδιος ο Μονάρχης, που είναι το κυρίαρχο όργανο της πολιτείας.

Στην ιστορική της διαδρομή η Απόλυτη Μοναρχία έλαβε διάφορες θεωρητικές θεμελιώσεις νομιμοποίηση της απόλυτης (απεριόριστης) εξουσίας του Μονάρχη επί του πολιτικού συστήματος, με αρχική την θεμελίωσή της ως άσκηση θείας εξουσίας (ελεώ Θεού-Θεοκρατία), και στην συνέχεια με θεμελίωσή της ως άσκηση εξουσίας εκπορευόμενη από την μεταβιβασθείσα στον Μονάρχη λαϊκή θέληση ή εντολή.

Τέτοια νομιμοποίηση έχουμε ήδη από την αρχαία Ρώμη, όπου είχε επανειλημμένως γίνει προσπάθεια θεμελίωσης της μοναρχικής εξουσίας στην λαϊκή θέληση, όπου ο ρωμαϊκός λαός (populusromanus) μεταβιβάζει στον βασιλέα την πολιτική κυριαρχία και τον αποδεσμεύει έτσι από τους νόμους (legibussolutus).

Στην ίδια θεμελίωση, δηλαδή σαν προσωποποίηση του Έθνους, λειτούργησε και η Γαλλική μοναρχία την εποχή του Λουδοβίκου του ‘Δ.

Η ίδια θεμελίωση διατυπώνεται τον 13ο αιώνα στην θεωρία του Θωμά Ακινάτη περί της συμβάσεως υποταγής (pactumsubjectionis) με την οποία εκχωρείται η εξουσία από τον λαό στον Μονάρχη.

Το πολίτευμα αυτό εμφύτευσε η νικήτρια Εσπερία στο νεοπαγές Ελληνικό κράτος από το 1833 ως το 1843, δια των τριών προστάτιδών δυνάμεων (κρατικών δεσποτειών), με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου του 1830, ως τίμημα για την αναγνώριση της Ελληνικής «Ανεξαρτησίας» εγκαθιστάμενη για πρώτη φορά στην μήτρα του Ελληνικού Κόσμου και διασφαλίζοντας την εξυπηρέτηση των δικών τους εσωτερικών και διεθνών συμφερόντων και κυρίως τον έλεγχο του και την αποδόμηση του Μείζονος Ελληνισμού.

Δυστυχώς επιβεβαιώθηκε η πρόβλεψη του ανωνύμου συγγραφέα της «Ανώνυμης Νομαρχίας όταν έλεγε : Αλοίμονον λοιπόν εις το γένος μας, αν κυριευθεί από ετερογενές βασίλειον. Τότε οι Έλληνες δεν θέλουν μείνει πλέον Έλληνες, αλλά ολίγον κατ’ ολίγον θέλουν διαφθαρεί τα ήθη των, και θέλουμεν μείνει πάλι δούλοι, και δούλοι ίσως αλευθέρωτοι δια πολλούς αιώνας….».

β) Συνταγματική ή περιορισμένη Μοναρχία είναι η μορφή του μοναρχικού πολιτεύματος, όπου η κυριαρχία του Μονάρχη επί του πολιτεύματος περιορίζεται από ένα Σύνταγμα, δηλαδή από κανόνες δικαίου που δεν μπορεί μόνος του ο Μονάρχης να καταργήσει ή τροποποιήσει.

Περιπτώσεις περιορισμένης Μοναρχίας εντοπίζονται ήδη στην Φεουδαρχία του Μεσαίωνα, όταν τα φέουδα βαθμιαία επέβαλαν τον περιορισμό της μοναρχικής εξουσίας, στην ψήφιση ορισμένων νόμων (κυρίως φορολογικών), στην άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας μέσω «υπουργών» που ήταν ποινικά υπεύθυνοι για της πράξεις τους και στην απονομή της δικαιοσύνης.

Η Συνταγματική Μοναρχία επεβλήθη σταδιακά σε πολλά Ευρωπαϊκά κράτη, ενώ η Γερμανία την διατήρησε έως το 1919. Βασική αρχή του συγκεκριμένου πολιτεύματος είναι η Μοναρχική, όπου ο Μονάρχης δεν ασκεί μόνο τις αρμοδιότητες που του παρέχει ρητά το Σύνταγμα, αλλά και όλες εκείνες για τις οποίες δεν ορίζεται ρητά η αρμοδιότητα, ενώ η εξουσία αναθεώρησης του Συντάγματος ανήκει και στον Μονάρχη.

Στο Ελλαδικό νεοπαγές κρατίδιο και εργαστήρι της νεοτερικότητας, η Συνταγματική Μοναρχία εγκαθιδρύθηκε μόλις το 1843 με την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 από τους Δ. Καλλέργη και Ι. Μακρυγιάννη, με το Σύνταγμα που ψήφισε η «της 3ης Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευση και το οποίο:

i. Κατοχύρωνε την μοναρχική αρχή (ήτοι το τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ του μονάρχη, που ήταν πηγή και φορέας της εξουσίας).

ii. η Βουλή συνέπραττε (εν είδη συνέργειας) με την νομοθετική εξουσία του μονάρχη.

iii. Οι διοριζόμενοι υπουργοί είχαν ποινική ευθύνη για της πράξεις του μονάρχη, ενώ ο ίδιος ήταν ανεύθυνος

iv. Η δικαστική εξουσία ασκείτο στο όνομα του μονάρχη

v. Ο μονάρχης ήταν πρόσωπο «ιερό και απαραβίαστο» που ασκούσε την εκτελεστική εξουσία δια των διοριζόμενων υπ’ αυτού υπουργών, τους οποίους διόριζε και ανακαλούσε ελεύθερα και ανεξέλεγκτα.

Τέλος, με το νόμο της 18 Μαρτίου 1844 παρασχέθηκε καθολικό δικαίωμα ψήφου στους άρρενες κάτι που στην υπόλοιπη Δύση καθυστέρησε πολύ.

γ) Κοινοβουλευτική Μοναρχία είναι μια ιδιαίτερη μορφή της Συνταγματικής Μοναρχίας, η οποία διαφέρει από αυτήν κατά το ότι, ο διορισμός και η ανάκληση των υπουργών παραμένει στην αρμοδιότητα του Μονάρχη, αλλά για την διατήρηση του αξιώματος τους χρειάζονται την εμπιστοσύνη της Βουλής.

Ο μετασχηματισμός των κλασικών Συνταγματικών Μοναρχιών σε κοινοβουλευτικές Μοναρχίες εμφανίζεται στον Ευρωπαϊκό χώρο προς το τέλος του 19ου αιώνα, ενώ ο μετασχηματισμός αυτός συμπίπτει με την διεκδίκηση και την καθιέρωση της καθολικότητας της ψήφου και αποτελεί τον τελευταίο ιστορικό σταθμό της μετεξέλιξης του Μοναρχικού Πολιτεύματος στην Βασιλευόμενη «Δημοκρατία» και ……….. επέκεινα στην σύγχρονη «Φιλελεύθερη Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία» (Αβασίλευτη) προεδρικού ή πρωθυπουργικού τύπου.

δ) Βασιλευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατίαείναι μία κοινοβουλευτική δημοκρατία ακριβώς σαν τις άλλες, με μόνη διαφορά ότι ο αρχηγός του Κράτους δεν εκλέγεται, αλλά είναι κληρονομικός – δηλαδή και ισόβιος. (Δεν ισχύει ο παραλληλισμός όταν πρόκειται για προεδρικό σύστημα.)

Η διαφοροποίηση της βασιλευόμενης δημοκρατίας έγκειται στο γεγονός ότι ο βασιλέας , ως μη αιρετό πρόσωπο, φέρεται να ενσαρκώνει καλύτερα από ένα αιρετό πρόσωπο την υπόσταση, την ιστορική συνέχεια και την ενότητα του κράτους και κατ’ επέκταση του έθνους. Αυτή η υπεροχή φέρεται να εξηγείται προπαντός από τη διάρκεια που εξασφαλίζει η ισοβιότητα, σε αντίθεση με τις περιορισμένες σε χρόνο και αριθμό προεδρικές θητείες, των αιρετών προέδρων.

ε) Φιλελεύθερη Αντιπροσωπευτική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία είναι η ιστορική κατάληξη της μετεξέλιξης της Απόλυτης Μοναρχίας, που κυριάρχησε κατά την μετάβαση του Ανθρωποκεντρικού Κοσμοσυστήματος,από την μικρή κλίμακα της πόλης-κράτους στην μεγάλη κλίμακα του έθνους-κράτους, υπό την ηγεσία της Δυτικής Ευρώπης και επεκτάθηκε σταδιακά σε ολόκληρο τον πλανήτη. Όπως πολύ επιτυχημένα αναλύει και ο Ουίλιαμ Μπλάκστοουν (WilliamBlackstone)στο έργο του “Commentaries on the Laws of England”που κυκλοφόρησε το 1768, η ειρωνίαστην περίπτωση της Αγγλίας, στην οποία γεννήθηκε το νεοτερικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα, είναι ότι η μοναρχική εξουσία ήταν εκείνη που έδωσε την ώθηση για την απομάκρυνση από την κλασική δημοκρατία του ανθρωποκεντρικού συστήματος και ως εκ τούτου το νεοτερικόπολίτευμα εμπεριέχει ένα απολυταρχικό στοιχείο, ενώ επισημαίνει ότι το κοινοβούλιο, που έγινε κυρίαρχο μετά το 1688, είχε απόλυτη δεσποτική εξουσία.

Η τυπολόγηση του νεοτερικού πολιτεύματοςως εκλόγιμη μοναρχία, θα αναφερθεί παρακάτω στο κεφάλαιοIX του παρόντος.

Τέλος θα πρέπει να επισημανθεί ότι η σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία προέρχεται από το Σύστημα Γουεστμίνστερ, το οποίο είναι κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης που διαμορφώθηκε από το Βρετανικό σύστημα, όπως λειτουργεί στο παλάτι του Γουεστμίνστερ, την έδρα του Κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίοχρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά, στα εθνικά νομοθετικά σώματα ή στα τοπικά νομοθετικά σώματα των περισσότερων (νυν ή πρώην) εθνών της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, αλλά και από το πολίτευμα των Ιακωβίνων [15], το οποίο προέτασσε την βίαιη κατάλυση των πυλώνων του φεουδαλικού καθεστώτος και την άμεση εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτικού πολιτικού συστήματος, δηλαδή η άμεση πολιτειακή μετάβαση από την κληρονομική απόλυτη μοναρχία στην εκλόγιμη τοιαύτη.

Η ΜΕΘΑΡΜΟΣΗ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ ΤΗΣ ΜΟΝΑΡΧΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΜΗ ΜΟΡΦΗΤΗΣ

ΤΟ ΟΜΟΡΦΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΟΥ ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΗΚΕ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ


Οι Συνταγματιστές, οι πολιτικοί φιλόσοφοι και οι πολιτειολόγοι του νεοτερικού πολιτεύματος, προβαίνοντας στην γραμμική ανάγνωση της κοσμοΐστορίας και εμφορούμενοι από την υπαρξιακή αγωνία της Εσπερίας για την ανάκτηση του ΡωμαϊκούImperiumαπό τους νόμιμους κατόχους του Βυζαντινούς Έλληνες, βάφτισαν «πρώιμη ή προ-νεοτερικήΔημοκρατία» την Αρχαιοελληνική κρατοκεντρική Δημοκρατίατων πόλεων-κρατών και Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία το νεοτερικόκοινοβουλευτικό πολίτευμα των εθνών-κρατών, ερμήνευσαν ως τέλος της αρχαιότητας την Ρωμαική κατάκτηση του Ελληνικού Κόσμου, εξαφάνισαν ένδεκα (11) αιώνες ανθρωποκεντρικής εξέλιξης της Βυζαντινής μετακρατοκεντρικής Οικουμενικής Κοσμοπολιτείαςδιερμηνεύοντάς την ως Μεσαιωνική Θεοκρατία βαθέως σκότους κατά πρωτοτυπικήδιάθλαση και προβολή του Κρατικο- Δεσποτικού εαυτού της νεοτερικότητας, τοποθέτησαν την Εσπερία ως γέφυρα μεταξύ αρχαιότητας και νεοτερικότητας,καθιστώντας την νεοτερικότητα άμεσο κληρονόμο της αρχαίας Ελληνικής Δημοκρατίαςκαι ταύτισαν την αρχαιοελληνική «πρώιμη – προνεοτερικήΔημοκρατία» με τις συμβουλιακές παραδόσεις των Γερμανικών φύλων, που κατέλαβαν την Ευρώπη με την πτώση της Ρώμης.

Η ανωτέρω είναι η κυρίαρχη νεοτερική σχολή, η Ρομανική, η οποία θεωρεί ως βάση του νεοτερικού πολιτεύματος την Αρχαία Ελλάδα και την Ρώμη, των οποίων άμεση συνέχεια αποτελεί η νεοτερικότητα.

Υπάρχει όμως και μία άλλη νεοτερική σχολή , η Γερμανική, η οποία θεωρεί ότι η «πρώιμη – προνεοτερική Δημοκρατία»ξεκίνησε από τις παραδόσεις των Γερμανικών φύλων που κατέλαβαν την Ευρώπη με την πτώση της Ρώμης. Η θεωρία αυτή άντλησε έμπνευση από τον Τάκιτο και το έργο του “Germania”, τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο καιτους «Γερμανικούς Πολέμους» του, τις περιγραφές του Ιουλίου Καίσαρα στο “De belloGallico” και τον Μοντεσκιέ που παρατήρησε ότι «το όμορφο σύστημα ανακαλύφθηκε στο δάσος».

Η προαναφερθείσα «Γερμανική» θεώρηση της γέννεσης της «πρώιμης δημοκρατίας» βασιζόταν στην παραδοχή ότι στα Γερμανικά φύλλα οι βασιλείς δεν κληρονομούσαν την θέση τους, αλλά επιλέγονταν από όσους είχαν ευγενική καταγωγή, και ότι οι εκλέκτορες συμμετείχαν σε συνελεύσεις,όπου συζητούνταν σημαντικά ζητήματα, και στις οποίες η διαφωνία εκδηλωνόταν με φωνές αποδοκιμασίας, ενώ η αποδοχή εκφραζόταν με την κλαγγή των όπλων.Στην παλαιοσκανδιναβική η λέξη «vapnatak» δηλώνει μια συλλογική συνάθροιση όπου οι άνθρωποι κραδαίνουν τα όπλα τους για να δηλώσουν τη συμφωνία τους με τις προτάσεις που συζητούνται κατά τη διάρκεια μιας συνέλευσης, ενώ στις ίδιες συμβουλιακές συνελεύσεις αναφέρονται ο Τάκιτος στη Γερμανία του και ο Ιούλιος Καίσαρας στα απομνημονεύματά του για τους Γαλάτες. Τα πρώτα σκανδιναβικά βασίλεια είχαν μια ισχυρή παράδοση συνελεύσεων που αποκαλούνταν Ting ή «Thing» με τη σύγχρονη ορολογία.

Μέσω της εισαγωγής ενός συνδυασμού καρολίγγειων και σκανδιναβικών στοιχείων, η αγγλοσαξονική Αγγλία στην προσπάθεια οικοδόμησης κρατικής γραφειοκρατίας απέκτησε ένα σύστημα τοπικής διακυβέρνησης, ενώ το κύριο όργανο κεντρικής διακυβέρνησης ήταν μια συνέλευση που αποκαλούνταν witenagemot, το οποίο σημαίνει απλά συνέλευση των σοφών. Ο όρος witan δήλωνε τότε τους σοφούς . Στην Ολλανδική Δημοκρατία τα δημοτικά συμβούλια έγιναν γνωστά ως vroedschap, το οποίο σημαίνει επίσης μια συνάντηση των σοφών. Οι συνελεύσεις αυτές ήταν συμβουλιακού χαρακτήρα, με περιορισμένη συμμετοχή, εν είδη συμβουλίων σοφών του Βασιλιά, όπου οι συμμετέχοντες ήταν σοφότεροι …από τους μη συμμετέσχοντες.

Οι νεοτερικοίσυνταγματιστές εκλαμβάνουν το προπεριγραφένσύστημα των συμβουλιακών αποφάσεων ως δείγμα της ύπαρξης «πρώιμης δημοκρατίας» και στα γερμανικά φύλλακαι στην συνέχεια εκλαμβάνουν το ίδιο σύστημασυμβουλιακών αποφάσεων ως απόδειξη της ύπαρξης μιας απροσδόκητα προηγμένης μορφής πολιτικής αντιπροσώπευσης ήδη από τον 8οαιώνα, δηλαδή περίπου 4 αιώνες νωρίτερα από τότε που πιστεύεται ότι αναπτύχθηκε η πρακτική αυτή από τους Μεσαιωνικούς Ευρωπαίους, βασιζόμενοι σε ένα κείμενο του πρώιμου Μεσαίωνα με τον τίτλο «Η παλιά ζωή του Λεβουϊνου» και την περιγραφόμενη σ’ αυτό «Συνέλευση του Μάρκλο».
Q.O.T. (QUOT OMNES TANGIT)

Στις 13 Οκτωβρίου του 1295, ο Βασιλιάς της Αγγλίας Εδουάρδος ο Α’ εξέδωσε διαταγή για την σύγκληση του κοινοβουλίου στις 13 Νοεμβρίου του ίδιου έτους κάνοντας χρήση μιας μεθαρμοσμένης αρχής του Ρωμαϊκού δικαίου, προκειμένου να αποσπάσει την συναίνεση των συμμετεχόντων.

Στην διαταγή αυτή αναφερόταν ως δικαιολόγηση η αρχή : «αυτό που επηρεάζει όλους, θα εγκριθεί από όλους» (Quodomnewtangit, ab omnibustractarietapprobaridebet).

Παρά το γεγονός ότι στον Ιουστινιανό κώδικα ησυγκεκριμένη αρχή (Q.U.T.) ρύθμιζε και αφορούσε στις ιδιωτικές υποθέσεις[16], η υιοθέτησή της από τον Εδουάρδο στην δημόσια σφαίρα, μεταμόρφωσε ένα «απλό νομικό αξίωμα» του Ιδιωτικού δικαίου σε μία συνταγματική αρχή του Δημοσίου δικαίου, με λειτουργική αποστολή την απόσπαση συναίνεσης και νομιμοποίησης του καθεστώτος της κρατικής Δεσποτείας.

Η αρχή αυτή υιοθετήθηκε και καθιερώθηκε από κοσμικούς και θρησκευτικούς ηγέτες επειδή χρειάζονταν χρήματα και δεν είχαν τρόπο να τα εισπράξουν χωρίς να έχουν εξασφαλίσει την συναίνεση των κυβερνημένων.

COMMUNAL MOVEMENT


Η λειτουργία αντιπροσωπευτικών συνελεύσεων για την απόσπαση της συναίνεσης των υπηκόων δεν εφαρμόστηκε μόνο «από πάνω προς τα κάτω» με την εφαρμογή της Q.U.T., αλλά στηρίχθηκε και στην ύπαρξη μιας «συνθήκης από κάτω προς τα επάνω» που ήταν η δημοκρατική παράδοση και λειτουργία των αναδυόμενων πόλεων-κρατών, που οι Εσπεριανοί ονόμασαν «κοινοτιστικό κίνημα» (communalmovement) και εμφανίστηκαν σε περιοχές της Β. Ιταλίας, εξαπλώθηκαν προς βορρά στις Κάτω Χώρες και δυτικά στην Νότια Γαλλία.

Καθώς οι Ευρωπαϊκοί Μονάρχες της κρατικής Δεσποτείας δυσκολεύονταν να αντλήσουν έσοδα από τους υπηκόους τους, επιδίωξαν να αντλήσουν πρόσβαση στον πλούτο των πόλεων αξιοποιώντας τον διοικητικό μηχανισμό των κομμούνων, αλλά και τις συμβουλιακού χαρακτήρα συνελεύσεις που συγκαλούσε ο Μονάρχης, με την μεθαρμοσμένη έννοια της αντιπροσώπευσης, σύμφωνα με την οποία ο αντιπρόσωπος ήταν εφοδιασμένος με ελεύθερη εντολή.

Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΕΙΚΟΝΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ – ΠΛΑΣΜΑ ΔΙΚΑΙΟΥ


Η εμφάνιση και η λειτουργία των αυτόνομων πόλεων-κρατών, και η δημοκρατική λειτουργία τους, αποτέλεσε ένα σοβαρό πρόβλημα στους Ευρωπαίους απολιτάρχες οι οποίοι ήδη από την εποχή των Καρολίγγεων βασιλέων είχαν καθιερώσει την πρακτική να συγκεντρώνονται στις συνελεύσεις τους οι «ισχυροί φεουδάρχες» για να λάβουν αποφάσεις για τα δημόσια πράγματα.

Η ανάδυση των αυτόνομων πόλεων δημιούργησε πρόβλημα στην αντιπροσώπευση της Βασιλικής Συνελεύσεως, καθώς προέκυψε το πρόβλημα της συμμετοχής μιας πόλης σε μια συνέλευση προσώπων.

Το πρόβλημα αυτό λύθηκε με το να καταστεί η πόλη εικονικό πρόσωπο, δηλαδή πλάσμα δικαίου και να εκπροσωπηθεί στην συνέλευση από τα φυσικά πρόσωπα – εκπροσώπους της. Πάνω σ’ αυτήν την εφεύρεση θα στηριχθεί και η νεωτερική θεωρία του κράτους, ως πλάσματος δικαίου, στο οποίο συγκεντρώνεται κάθε εξουσία και από το οποίο ασκείται κάθε εξουσία.

ΟΙ ΠΡΟΚΟΥΡΑΤΟΡΕΣ


Η επόμενη μεθάρμοση Ρωμαϊκού όρου, στον οποίο Ευρωπαίοι Μονάρχες του Μεσαίωνα έδωσαν ριζικά διαφορετικό νόημα, ήταν οι αντιπρόσωποι των πόλεων στις καταλανικέςκαι αραγωνικές συνελεύσεις, οι οποίοι αποκαλούνταν ως προκουράτορες (procuradores ή procuratores).

Ενώ στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οι προκουράτορες ήταν γραφειοκράτες διορισμένοι από την κεντρική διοίκηση και συνήθως ήταν οι κυβερνήτες των επαρχιών, στην Ιβηρική Χερσόνησο ο όρος προκουράτορεςμεθαρμόστηκε και σήμαινε τον ή τους αντιπροσώπους, που εξέλεγε η πόλη, με στόχο να δρουν προς το συμφέρον τους, τον οποίο επετύγχαναν μέσω του συστήματος των εντολών που τους έδιναν, οι οποίες ήταν αρχικά δεσμευτικές.

Η ΜΕΘΑΡΜΟΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ ΚΑΙ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗΣ


Η τελευταία μεθάρμοση που θα πραγματοποιήσουν οι Ευρωπαίου Μονάρχες στο σύστημα της αντιπροσώπευσης αφορά στο σύστημα των εντολών που έδινε η πόλη στους αντιπροσώπους της απαιτώντας την χορήγηση ελεύθερης μη δεσμευτικής εντολής προς τους αντιπροσώπους, όπως θα αναλυθεί παρακάτω στο κεφάλαιο VII του παρόντος.

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ


Το νεοτερικό πολίτευμα βασίζεται πάνω στο πρότυπο του Βασιλιά και του Συμβουλίου του.

Αρχικά το αυτονομημένο κοινοβούλιο και η κυβέρνηση θα συγκυβερνήσουν με τον Κληρονομικό Μονάρχη στο πλαίσιο της Συνταγματικής Μοναρχίας.

Στην συνέχεια , ο θεσμός του κληρονομικού μονάρχη θα καταργηθεί και την πολιτική κυριαρχία θα έχει το κοινοβούλιο και ο εκλόγιμος Μονάρχης (Πρωθυπουργός ή ο Πρόεδρος) στο πλαίσιο της Εκλόγιμης Μοναρχίας.

Το πολίτευμα που υιοθέτησε η Εσπερία στην εποχή της μετάβασης από τη δεσποτεία στον πρώιμο ανθρωποκεντρισμό, το ιακωβινικό πολίτευμα, προέκρινε την απόρριψη της ιδιοκτησιακής αντίληψης του κράτους (δηλ. της μοναρχικής απολυταρχίας / κρατικής δεσποτείας) υπέρ ενός κράτους, που συγκροτούσε αυτό καθαυτό μια νομική κατασκευή (πλάσμα δικαίου), ένα νομικό πρόσωπο, του οποίου το πολιτικό προσωπικό έμελλε να απολαμβάνει τη λαϊκή νομιμοποίηση δια της εκλογής του.

Εντούτοις, η δομή και η λογική του κράτους αυτού, δηλαδή η σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής της Μοναρχικής πολιτείας, δεν άλλαξε.

Το κράτος και συγκεκριμένα οι φορείς του συνέχισαν να κατακρατούν δίκην ιδιοκτησίας το σύνολο της εξουσίας που διέθετε προηγουμένως ο απόλυτος άρχων. Στο πλαίσιο αυτό, το κράτος ορίζει την επικράτεια της κοινωνικής συλλογικότητας. Ενσαρκώνει, όμως, ταυτόχρονα το πολιτικό σύστημα, μεγάλο μέρος της οικονομικής ιδιοκτησίας, τη Διοίκηση, τη Δικαιοσύνη, τον στρατό, την αστυνομία, όλα όσα προσήκουν στη συγκρότηση και στη λειτουργία της κοινωνίας.

Η κοινωνία, από την πλευρά της, εκλαμβάνεται ως το άθροισμα των ατόμων ιδιωτών ή υπηκόων, που ανήκουν θεσμικά στο κράτος. Εξ ου και δεν διαθέτει ιδίαν βούληση.

Στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, ως συνέχεια του παλαιού αρχετυπικού μοναρχικού καθεστώτος, τη βούλησή της κοινωνίας, τι θέλει και τι όχι, τι την συμφέρει και τι όχι, το αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό ο ηγέτης-μονάρχης. Το σύστημα αυτό εναποθέτει εντέλει τη διαμόρφωση των πολιτικών της χώρας στους συσχετισμούς δύναμης που διαμορφώνονται στο περιβάλλον της κοινωνίας, συχνά από τους φορείς της (οικονομικής) ιδιοκτησίας, δηλαδή εξωθεσμικά, όχι στο πλαίσιο της ίδιας της Πολιτείας.

Θα λέγαμε ότι ο κοινοβουλευτισμός αναπαράγει σήμερα με τόση ακρίβεια το αρχέτυπο του παλιού Μοναρχικού καθεστώτος, ώστε να θεωρεί ως αυτονόητη την τοποθέτηση της πολιτικής τάξης υπεράνω του νόμου, δηλαδή την εξαίρεσή της από την έννομη τάξη (από το λεγόμενο κράτος δικαίου), τον μη ανακλητό της χαρακτήρα, την εναντίωσή της στην κοινωνική βούληση και προφανώς την οποιαδήποτε σκέψη να ελέγχεται και να αποδίδει λογαριασμό των πεπραγμένων της. Το εξόχως μοναρχικό αυτό πολιτικό σύστημα, θα αποκληθεί από τη νεοτερικότητα ως αντιπροσωπευτικό και ταυτόχρονα δημοκρατικό, με συνέπεια η εναντίωση σ’ αυτό να χαρακτηρίζεται συλλήβδην ως αυταρχική, ακροδεξιά και ενίοτε φασιστική εκτροπή.

Η ΜΕΘΑΡΜΟΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗΣΚΑΙ Η «ΠΛΗΡΗΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ (PLENA POTESTAS AGENDI)

Η ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΗ ΕΝΤΟΛΗ – Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΡΟΝΤΡΙΓΚΟ ΝΤΕ ΤΟΡΤΕΣΙΓΙΑΣ


Υπό την επίδραση της Βυζαντινής Οικουμενικής Κοσμοπολιτείας, ως μήτρας του Ελληνικού Κοσμοσυστήματος στην Δυτική Δεσποτικήπεριφέρειά της και εξαιτίας της δημιουργίας ανθρωποκεντρικών θυλάκων σ’ αυτήν, εμφανίστηκαν, με αφετηρία την Βόρεια Ιταλία, αυτόνομες πόλεις-κράτη που κυβερνούνταν με δημοκρατικό τρόπο μέσω των συνελεύσεων των πολιτών τους.

Ήδη από την εποχή των Καρολίγγειων βασιλέων είχε καθιερωθεί ως πρακτική η σύγκληση από τον Μονάρχη συμβουλιακών συνελεύσεων στις οποίες πραγματοποιείτοσυγκέντρωση επιφανών προσώπων από κάθε βασίλειο, για να συζητήσουν για τις κοινές υποθέσεις και να λάβουν αποφάσεις.

Η εμφάνιση των αυτόνομων πόλεων που κυβερνούνταν με δημοκρατικό τρόπο αποτέλεσε μια σοβαρή πρόκλησηγια τις συνελεύσεις του βασιλέως, δεδομένης της εμφάνισης του πρακτικού προβλήματος της αδυναμίας ενσωμάτωσης μιας ολόκληρης πόλης σε μια συνέλευση προσώπων.

Η λύση που εφευρέθηκε αρχικά από την καθολική Εκκλησία και στην συνέχεια αξιοποιήθηκε από τους Μονάρχες και τα επιτελεία τους ήταν να «καταστεί» η πόλη ένα «εικονικό πρόσωπο», ένα «πρόσωπο-πλάσμα δικαίου», μη υπαρκτό μεν στον φυσικό κόσμο, αλλά εκπροσωπούμενο και εκφραζόμενο σ’ αυτόν μέσω των εκπροσώπων του.

Έτσι, στις εν λόγω συνελεύσεις του Βασιλέως, εκλέγονταν από τις τοπικές συνελεύσεις και αποστέλλονταν να συμμετάσχουν στην συνέλευση του Βασιλέως εκπρόσωποι της πόλης, οι οποίο όμως είχαν λάβει από την συνέλευση ρητές και δεσμευτικές εντολές.

Στα πλαίσια αυτά η πόλη της Σεγκόβιας το 1520 εξλέλεξε και απέστειλε ως εκπρόσωπό της στο Ισπανικό κοινοβούλιο τον Ροντριγκοντε Τορτεσίγιας έχοντας λάβει δεσμευτική εντολή για την ψήφο του. Ο Ροντρίγκοπαρεξέκλινε από την ρητή εντολή που του είχε δώσει η πόλη του, συντασσόμενος με τους νέους φόρους, που επιδίωκε το Στέμμα.

Επιστρέφοντας στην πόλη του, τα μέλη της κοινότητάς του τον δίκασαν, επειδή παραβίασε την δεσμευτική εντολή που είχε λάβει και τον τιμώρησαν, σέρνοντάς τον στους δρόμους, θανατώνοντάς τον και κρεμώντας το σώμα του ανάποδα στο μέρος που κρεμούσαν τους εγκληματίες. Θεωρώντας μάλιστα μη αρκετή την τιμωρία του ολοκλήρωσαν την διαδικασία κάνοντας στάχτη το σπίτι του.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το σύστημα των δεσμευτικών εντολών από πόλεις που έστελναν αντιπροσώπους σε συνελεύσεις ήταν ευρέως διαδεδομένο και αποτελούσε τον κανόνασε πόλεις στην Ιβηρική χερσόνησο, στην Ολλανδία και στην συνέλευση των τάξεων στην Γαλλία όταν συνεδρίαζε.

Η ΜΕΘΑΡΜΟΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΕΟΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ


Αντιμέτωποι με αντιπροσώπους που δεσμεύονταν από αυστηρές εντολές οι Ευρωπαίοι μονάρχες , έπρεπε να βρουν μια στρατηγική για να υπερσκελίσουν αυτή την δεσμευτικότητα.

Την λύση την βρήκαν σε ένα διάταγμα του Αυτοκράτορα Αλέξανδρου Σεβήρου, όπου οριζόταν ότι ο εντολοδόχος δεν έφερε καμία ευθύνη έναντι του εντολέα του, εάν είχε λάβει την plenampotestatemagenda (πλήρηεκπροσωπευτική εξουσία)

Περίπου χίλια χρόνια μετά από το διάταγμα του Αλέξανδρου Σεβήρου, οι Ευρωπαίοι Μονάρχες θα εύρισκαν νέα χρήση γι’ αυτό που αποκαλούσαν plenapotestas (Πλήρη εκπροσωπευτική εξουσία).

Έτσι το 1200 μ.Χ., όταν ο πάπας Ινοκέντιος συγκάλεσε συνέλευση , ζήτησε οι αντιπρόσωποι να διαθέτουν πλήρη εκπροσωπευτική εξουσία.

Το 1268 η φράση χρησιμοποιήθηκε για την κλήση αντιπροσώπων στο Αγγλικό Κοινοβούλιο.

Το ίδιο συνέβη επίσης με την Γενική Συνέλευση των Τάξεων της Γαλλίας το 1302 και το κοινοβούλιο της Αραγωνίας το 1307.

Κατά την διάρκεια του 13ου και 14ου αιώνα οι Άγγλοι Μονάρχες κατόρθωσαν να εδραιώσουν την πρακτική της μη δέσμευσης των αντιπροσώπων από εντολές.

Μετά το 1688, η απουσία «δεσμευτικών εντολών, θα οδηγήσει στην Αγγλία σε σε ένα εθνικό νομοθετικό σώμα με υψηλό βαθμός συνοχής και ισχύος.

Αυτό δημιούργησε ένα κοινοβούλιο και μία κυβέρνηση αυτονομημένη από την κοινωνία.

Η Αγγλία ήταν η πρώτη χώρα που διέθετε μια «Αντιπροσωπευτική Συνέλευση»- με πλήρη εξουσία χωρίς δεσμευτικές εντολές- αλλά δεν ήταν η πρώτη που εδραίωσε το νεοτερικό πολίτευμα, επειδή καθυστέρησε πολύ να επεκτείνει το δικαίωμα ψήφου.Δικαίωμα ψήφου όσοι είχαν ετήσιο εισόδημα 40 σελίνια , και ανδρικός πληθυσμός.Το Νεοτερικό πολίτευμα στην Αμερική, γεννήθηκε από τις βρετανικές ιδέες που μεταφυτεύθηκαν σε νέο περιβάλλον των αποικιών της Β. Αμερικής. Στην Αμερική θεσμοθετήθηκε ήδη από το 17ο αιώνα δικαίωμα ψήφου για τους λευκούς άνδρες (1619).Εν τέλει το νεοτερικό πολίτευμα στην Αμερική θα ολοκληρωθεί μετά από 350 ολόκληρα χρόνια από την καθιέρωση της ψήφου στους λευκούς άνδρες, όταν θα δοθεί το ίδιο δικαίωμα στους Αφροαμερικανούς.

ΤΟ ΝΕΟΤΕΡΙΚΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΤΗΣ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΕΚΛΟΓΙΜΗ ΜΟΝΑΡΧΙΑ)


Το νεοτερικό πολίτευμα, το οποίο θα ολοκληρωθεί στα μέσα του 20ου αιώνα, έχοντας διανύσει μια εξελικτική πορεία τεσσάρων αιώνων, θα τυπολογήσει τον εαυτό του, μέσα από πρωτοτυπική διάθλαση και προβολή του εαυτούτου,στο τέλος της εξελικτικής κλίμακας του Ανθρωποκεντρικού Κοσμοσυστήματος, ως φιλελεύθερη, αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, προεδρικού ή πρωθυπουργικού τύπου.

Η επιστημονική τυπολόγηση όμως του νεοτερικούπολιτεύματος, με βάση το κριτήριο της σχέσεως κοινωνίας και πολιτικήςκατατάσσει το νεοτερικό πολίτευμα στην Αιρετή Μοναρχία καθόσον:Η ιδιότητα του εντολέως (κοινωνία) ταυτίζεται με τον εντολοδόχο (πολιτικό προσωπικό) στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού ή Προέδρου της Πολιτείας.
Ο εντολοδόχος καθορίζει το περιεχόμενο της εντολής του.
Η κοινωνία αποτελεί ιδιώτη, εξωθεσμικό παράγοντα, με μοναδική θεσμική αρμοδιότητα την εκλογή – νομιμοποίηση του Μοναρχεύοντος Πρωθυπουργού η Προέδρου ανά τετραετία.
Ιδιοκτήτης του πολιτικού συστήματος είναι το νομικό πλάσμα του κράτους. Στην πραγματικότητα, όμως, το κατέχει και το διαχειρίζεται ο εκάστοτε πρωθυπουργός.
Το δικαίωμα του «εκλέγεσθαι» ιδιοποιείται από την κομματική ολιγαρχία.
Η κοινωνία δεν έχει το δικαίωμα του ελέγχου και της ανακλητότητας των αντιπροσώπων της.
Το πολιτικό προσωπικό είναι εκτός κράτους δικαίου και δεν οδηγείται στην δικαιοσύνη, παρά μόνο εάν και όποτε το επιτρέψει το πολιτικό σύστημα.
Η πολιτική πράξη δεν υποβάλλεται στον έλεγχο της δικαιοσύνης εάν ζημιώνει την κοινωνία των πολιτών, αλλά «τιμωτείται» πολιτικά , μέσω της αλλαγής «μονάρχη».
Το αόριστο Ρουσωικό «γενικό συμφέρον» ανάγεται σε καταστατική παράμετρο της πολιτικής και όχι το συμφέρον της κοινωνίας.
Οι πολίτες απολαμβάνουν Ατομική Ελευθερία και Δικαιώματα (όχι πολιτική και κοινωνική Ελευθερία).
Η Εξαρτημένη εργασία είναι το μοντέλο απασχόλησης της κοινωνίας στο οικονομικό σύστημα.
Ο πολίτης κατηγοριοποιείται ως Ατελής Πολίτης.

ΤΟ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ (ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗ)


Η επιστημονική τυπολόγηση του Αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος (του πολιτεύματος του Σόλωνα), με βάση το κριτήριο της σχέσεως κοινωνίας και πολιτικής έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

1. Το κράτος κάτοχος του Πολιτικού Συστήματος-το Πολιτικό Σύστημα εντολοδόχο.

2. Διαφοροποιείται η ιδιότητα του εντολέως (κοινωνία) από τον εντολοδόχο (πολιτικό προσωπικό).

3. Η κοινωνία συγκροτείται σε διαρκή θεσμό της πολιτείας, σε δήμο, ο οποίος βουλεύεται για τις αρμοδιότητες που προσήκουν στην ιδιότητα του εντολέα.

4. Ο εντολέας (η κοινωνία) καθορίζει το περιεχόμενο της εντολής του.

5. Το δικαίωμα του «εκλέγεσθαι» απελευθερώνεται από την ιδιοποίηση της κομματικής ολιγαρχίας.

6. Ο εντολέας έχει το δικαίωμα του ελέγχου και της ανακλητότητας των αντιπροσώπων του.

7. Τα αξιώματα έχουν συνοδικό χαρακτήρα.

8. Το πολιτικό προσωπικό εξισώνεται με τους πολίτες έναντι της δικαιοσύνης.

9. Η πολιτική πράξη υποβάλλεται στον έλεγχο της δικαιοσύνης εφόσον ζημιώνει την κοινωνία των πολιτών.

10. Το συμφέρον της κοινωνίας και όχι το αόριστο Ρουσωικό «γενικό συμφέρον» ανάγεται σε καταστατική παράμετρο της πολιτικής.

11. Ο πολίτης κατηγοριοποιείται ως Απλός Πολιτης

ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ (ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ)


Η επιστημονική τυπολόγηση του Δημοκρατικού πολιτεύματος, με βάση το κριτήριο της σχέσεως κοινωνίας και πολιτικής,έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

1.Κάτοχος του Πολιτικού Συστήματος είναι η Κοινωνία-Δήμος (Πολιτική Κοινωνία)

2. Η δημοκρατία καταργεί την αντιπροσώπευση, τη σχέση εντολέα εντολοδόχου και αποδίδει το σύνολο της πολιτείας στην κοινωνία/δήμο. Η τελευταία γίνεται αυτό που σήμερα είναι το κράτος σε σχέση με την πολιτεία. Ο αποκλειστικός της ενσαρκωτής.

3. Στη δημοκρατία, ο πολιτικός ηγέτης είναι απλώς ο κατά συνήθειαν εισηγητής, ο ρήτορας, όχι κυβερνήτης.

2. Η Κοινωνία έχει καθολική πολιτική αρμοδιότητα.

3. Ο πολίτης έχει καθολική ελευθερία (Ατομική-Κοινωνική-Πολιτική). Η ελευθερία ορίζεται ως αυτονομία, προϋποθέτει την κατάργηση κάθε “καταμερισμού” στην άσκηση του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτικού έργου, “το μη άρχεσθαι υπό μηδενός”. Άρα η δημοκρατία συγκροτεί μια διαδικασία συσσώρευσης ελευθερίας, πέραν του ατομικού, στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο.

4. Εταιρική ιδιοκτησία οικονομικού συστήματος.

5. Ο πολίτης κατηγοριοποιείται ως Πλήρης Πολίτης.

Η ΝΕΑ ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ)


Σήμερα, όπου η βιομηχανική οικονομία στο εδαφικό κράτος εξάντλησε τη δυναμική της, με τη συγκρότηση της υπηκόου κοινωνίας πολιτών και του προ-αντιπροσωπευτικού πλουραλισμού, όπου λαμβάνουν χώρα η ανατροπή της σχέσης της κοινωνίας με την οικονομία, η ολοένα αυξανόμενη απόρριψη της εργασίας και η κυριαρχία της διεθνούς των αγορών σε υπερκρατικό επίπεδο, το κυρίαρχο σε πλανητικό επίπεδο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημαβρίσκεται σε μια νέα μεταβατική φάση, σε μια μετα-νεοτερικη φάση.

Οι εκδηλώσεις της μετάβασης συνδέονται αιτιωδώς με τις θεμελιώδεις εκείνες μεταβολές που επιβάλλει η νέα, η τεχνολογική επανάσταση, η οποία σηματοδοτεί μια τομή στο πλαίσιο του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μεγάλης κλίμακας, πολύ σημαντικότερη από εκείνη της βιομηχανικής επανάστασης. Αν η βιομηχανική επανάσταση (ως πρώιμη χρηματιστική οικονομία της μεγάλης κλίμακας) εισήγαγε τις φεουδαλικές κοινωνίες στη σφαίρα του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, η τεχνολογική επανάσταση μεταστεγάζει τον νεότερο κόσμο στην περιοχή του ευφυούς ή, αλλιώς, τεχνοδικτυακού περιβάλλοντος. Πρόκειται για ένα νέο τύπο χρηματιστικής οικονομίας και επικοινωνιακού συστήματος, για ένα νέο τύπο κοινωνίας γενικότερα και, φυσικά, για ένα νέο, τυπολογικά διαφορετικό, πολιτικό σύστημα, που υπόσχεται προοπτικά την ενσωμάτωση του κοινωνικού σώματος σ’αυτό και, επέκεινα, τη σχετική αποδέσμευση του συστήματος από τον θεσμικό εξουσιαστικό εναγκαλισμό της (οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής) ιδιοκτησίας.

Διακρίνονται ήδη οι πολιτικές επιπτώσεις της τεχνολογικής επανάστασης στην οικονομία: η καλπάζουσα αναδιάρθρωση του κοινωνικού ιστού σε συνδυασμό με τη σταδιακή μετάλλαξη της εργασίας, την εισαγωγή της εργασίας-εμπορεύματος και, εντέλει, με την σχετική απόρριψη της (εξαρτημένης) εργασίας. Η τελευταία έχει τον χαρακτήρα της απόρριψης του πολίτη από τη διαδικασία της παραγωγής.

Η αύξηση της παραγωγικότητας συνοδεύεται από έναν ραγδαία αυξανόμενο περιορισμό της εργασίας, κυρίως όμως από μια μετάλλαξη της ανθρώπινης συμμετοχής στη δημιουργία της. Η νέα αυτή πραγματικότητα δεν θέτει απλώς ένα ζήτημα κοινωνικής ειρήνης, συνοχής και σταθερότητας του συστήματος. Απειλεί την ίδια τη λογική του, καθόσον η απώθηση ενός σημαντικού μέρους του κοινωνικού σώματος στο περιθώριο ανατρέπει τον οικονομικό κύκλο, ο οποίος υπονοεί όχι μόνο την παραγωγή αλλά και τη διάθεση, την κατανάλωση του παραγόμενου προϊόντος.

Είναι προφανές ότι αναδύεται ένα νέο οικονομικό σύστημα, όπου ο πολίτης πρόκειται να συναντηθεί με την οικονομία, όχι ως εργαζόμενος ή ως καταναλωτής, αλλά κυρίως στο πεδίο της πολιτικής αγοράς και, περαιτέρω, με γνώμονα την απόσχιση του συστήματος από την ιδιοκτησία. Η εξέλιξη αυτή, συνδέεται, με τη διεύρυνση των πτυχώσεων της ελευθερίας και, συγκεκριμένα, με τις αναγνώσεις του κοινωνικού και του πολιτικού βίου των πολιτών με όρους αυτονομίας.

Το πρόβλημα στις αρχές του 21ου αιώνα δεν εστιάζεται στο αν συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις μιας συνεύρεσης του πολιτικού με το κοινωνικό, αλλά στην προοπτική μιας ιδεολογικής επεξεργασίας του δημοκρατικού προτάγματος, που θα εστιάζει τη συγκρότηση του πεδίου της πολιτικής και του ενγένει πολιτικού συστήματος στο επίπεδο και «διαΜέσου» του τεχνοδικτύου. Διότι εντέλει το μέλλον της πολιτικής ελευθερίας και, κατ’επέκταση, της δημοκρατίας (και υπό μια έννοια της αντιπροσώπευσης) διέρχεται ευθέως από το νέο επικοινωνιακό σύστημα που οικοδομείται ήδη με όχημα την τεχνοδικτυακή του συνιστώσα. Κατά τούτο, το πολιτικό σύστημα της αντιπροσώπευσης και, οπωσδήποτε, της δημοκρατίας θα είναι υποχρεωτικά τεχνοδικτυακό.

Η διεθνής των αγορών,έχοντας ιππεύσει στην τεχνολογική επανάσταση της επικοινωνίας, ηγεμονεύει σε πλανητικό επίπεδο,παρόλο που ηηγεμονία της δεν είναι πρωτογενής. Το κεφάλαιο δεν ηγεμονεύει ως κεφάλαιο, αλλάδυνάμει της ιδιοκτησίας της επί του οικονομικού συστήματος και επέκεινα της ομηρίας των πολιτικών συστημάτων.

Στις ημέρες μας επικρατεί η αρχή της ενιαίας σκέψης. Μολονότι παριστάμεθα μάρτυρες κοσμογονικών εξελίξεων, προσεγγίζουμε τα πράγματα, και ιδίως το οικονομικό και πολιτικό σύστημα, με απολύτως στατικό τρόπο, ως εάν πρόκειται να παραμείνει ες αεί απαράλλακτο.

Ο μόνος τρόπος να αναιρεθεί η ηγεμονία των αγορών είναι οι κοινωνίες να πραγματοποιήσουν μια επανάσταση στο επίπεδο των εννοιών, να ανακτήσουν την ιστορική μνήμη και την ιστορική τους συνείδηση και να ορθώσουν αξίωση θεσμικής εισόδου και συμμετοχής στην πολιτεία, δηλαδή στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων.

Στον ανθρωποκεντρικό χρόνο συντρέχει ένας αλάνθαστος νόμος(νόμος της ανάγκης): όσο οι κοινωνίες περιέρχονται σε πολιτική αδυναμία επιζητούν μεγαλύτερη συμμετοχή στις υποθέσεις της πολιτείας. Στην εποχή της φεουδαλικής μετάβασης τούτο επιδιώχθηκε με παρένθετο τρόπο, δια της κομματικής νομενκλατούρας. Στη νέα περίοδο στην οποία εισήλθαμε οι κοινωνίες θα επιδιώξουν την άμεση συμμετοχή τους ως εταίροι στην πολιτεία. Η νέα αυτή πραγματικότητα αναγγέλλει τη μετάβαση από την αιρετή μοναρχία της εποχής μας στην αντιπροσώπευση και, επέκεινα, στη δημοκρατία.

[1]Αδαμάντιος Κοραής:[«Διάλογος δύο Γραικῶν», σέλ. 37].

[2]Πολιτισμικός Ιμπεριαλισμός : η συστηματική θρησκευτική, εκπαιδευτική και εν γένει πολιτισμική διείσδυση σε ξένες χώρες , ουσιαστική παράμετρος εξωτερικής πολιτικής ισχυρών κρατών, η οποία συνοδεύεται κατά κανόνα απόπροσπάθεια υπονόμευσης του εθνικού και θρησκευτικού φρονήματος των ιθαγενών πολιτισμών αλλοίωσης της πολιτισμικής τους ταυτότηταςε ή και κάποτε παραχάραξης της συλλογικής ιστορικής τους μνήμης και συνείδησης, με τελικό σκοπό την καθυπόταξή τους.

[3]Μινωικού, Μυκηναϊκού, Αρχαίου, Κλασικού, Ελληνιστικού, Ρωμαϊκού, Βυζαντινού και Νεοελληνικού-Ρωμαίικου.

[4]Στις μεγάλες στιγμές της ανθρωποκεντρικής μετάβασης στην επόμενη φάση, χρειάστηκε η συμμετοχή των απεμπλοκικών μηχανισμών της δεσποτικής περιφέρειας, που λειτουργούσε ως εμβρυουλκός, για την βιολογική της μεθάρμοση. Οσάκις η ενσωμάτωση της δεσποτικής περιφέρειας έπαιρνε την μορφή ηγεμονικής επικάθισης, επί ενός μέρους, ή επί του συνόλου του Ελληνικού Κόσμου, το ανθρωποκεντρικό του ιδίωμα οπισθοχωρούσε (Μακεδονία, Ρώμη,Εσπερία).Όπως η Μακεδονική επέμβαση είχε ως επιτίμιο την από μηδενικη αφετηρία εκκίνηση της μητρόπολιτικης πολιτείας (με τη μοναρχία αντί της δημοκρατίας που υπέσχετο η αθηναϊκή ηγεμονία), ή όπως η ρωμαική παρέμβαση οδήγησε σε μια σημαίνουσα υποχώρηση πολλών στοιχείων της ανθρωποκεντρικής ιδιοσυστασίας του ελληνισμού, έτσι και η επικράτηση του δυτικού δρόμου προς τη μεγάλη κλίμακα, είχε ως συνέπεια την απώλεια του ελληνικού κεκτημένου και την ανθρωποκεντρική επανεκκίνηση της φάσης της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας από μηδενικήαφετηρία.

Γ.Κοντογιώργης«Το Ελληνικό Κοσμοσύστημα , Τόμος Ε’ σελ.101 επ.

[5]Ο Μωάμεθ ο Β’ και οι διάδοχοί του, θεωρούσαν τους εαυτούς τους, δια της κατοχής του Βυζαντίου, αυτοκράτορες της Ρώμης και κληρονόμους των εδαφών της.

[6]Η Τρίτη Ρώμη (ρωσικά: ТретийРим), ονομασία που δίνεται στη Μόσχα μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως είναι η υποτιθέμενη διάδοχος της κληρονομιάς της αρχαίας Ρώμης (η «πρώτη Ρώμη»). Δεύτερη Ρώμη είναι η ονομασία που αναφέρεται συνήθως για την Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που ονομαζόταν επισήμως «Νέα Ρώμη» ή ένας από τους υποτιθέμενους διαδόχους της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας όπως τα Παπικά Κράτη και η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Την ονομασία “Τρίτη Ρώμη” απέκτησε η Μόσχα μετά το γάμο του Τσάρου Ιβάν Γ΄ της Ρωσίας με την ανηψιά του νεκρού Βυζαντινού αυτοκράτορα Ζωή Σοφία Παλαιολογίνα.Βικιπαίδεια.

[7]Γ.Κοντογιώργης, Σχετικά με το τέλος της “αρχαιότητας”. Μια προσημείωση για την περιοδολόγηση της κοσμοϊστορίας και την “ελληνική συνέχεια”.

[8]ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ : ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΡΜΘ΄Τετάρτη 27 Μαΐου . Link: 2020https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/a08fc2dd-61a9-4a83-b09a-09f4c564609d/es20200527mes.pdf

[9]Βλ.υποσημ.7.

[10]Ομιλία Τασούλα στην Βουλή https://www.hellenicparliament.gr/userfiles/media/synedriaseis/olomeleia-20200527-b.mp4?fbclid=IwAR13isRP6RAgE7P_yCAHCNVDev-d5148rjfgm5q5W9f6yNYzaqp8JCfoA3k

[11]Γ. Κοντογιώργης: «Ο Αριστοτέλης και η Δημοκρατία» Ανακοίνωση στο Παγκόσμιο συνέδριο για τα 2400 χρόνια από τη γέννηση του Αριστοτέλη, στη Θεσσαλονίκη (ΔΙΚΑΜ/ΑΠΘ, 23-29/5/2016)

[12]Βλ.υποσημ.8και «Aristotle and the Democracy of the City-state» στοDemetraSfendoni-Mentzou (Επιμ), Aristotle – Contemporary Perspectives on his Thought, Editions De Gruyter

[13] Ηροδότου Ιστορίες, Βιβλίο ΙΙΙ (Θάλεια) Ενότητα 8η (Τα Πολιτεύματα).

[14]Πολιτεία, κατά τον Αριστοτελικό ορισμό, είναι η Δημοκρατία (Μέση-Μετριοπαθής).

[15]Η Λέσχη των Ιακωβίνων, με παλαιότερη ονομασία «Εταιρεία Φίλων του Συντάγματος», που πήρε το όνομά της από το μοναστήρι των Ιακωβίνων της οδού Σαιντ-Ονορέ όπου εγκαταστάθηκε το 1789, ήταν το ριζοσπαστικότερο ρεύμα της Γαλλικής Επανάστασης, το οποίο προέτασσε την βίαιη κατάλυση των πυλώνων του φεουδαλικού καθεστώτος και την άμεση εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτικού πολιτικού συστήματος, δηλαδή η άμεση πολιτειακή μετάβαση από την κληρονομική απόλυτη μοναρχία στην εκλόγιμη. Η πολιτεία τους συνδέθηκε μεταξύ άλλων με την θανάτωση του βασιλέα και την τρομοκρατία υπό τον Ροβεσπιέρο, η δε πολιτική τους σκέψη αποτυπώθηκε στο Σύνταγμα του 1793, το οποίο φυσικά δεν εφαρμόστηκε. Το σύστημα αυτό παγιώθηκε στην Δύση μόλις στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.

[16] Για παράδειγμα: Όταν ένα ρέμα διέρχεται από τις ιδιοκτησίες δύο ανθρώπων, τότε έχουν και οι δύο λόγο στην απόφαση για την εκτροπή του.


Πηγή:https://cognoscoteam.gr/archives/44883?sfnsn=mo&fbclid=IwY2xjawET6x5leHRuA2FlbQIxMQABHU1QFwUcfhpPaRy-DllxN2g70AW1CHxgFFmMLfBGKB09APFkI4eeHMd22g_aem_xcdcrFDJrCynsSQqh_5PiA
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.