Το Πριγκιπάτο του Μοριά και η Καλαμάτα (α' μέρος)
Του καθηγητή Πέτρου Θέμελη
Στα χρόνια της 4ης Σταυροφορίας, πριν από την άλωση της Πόλης το 1204, ντόπιες οικογένειες του Μοριά όριζαν μεγάλες εκτάσεις γης που τις διοικούσαν ως ανεξάρτητοι τοπικοί τύραννοι. Μεγάλο μέρος της Μεσσηνίας ανήκε τότε στις οικογένειες των Βρανάδων και των Καντακουζηνών. Ο ιστορικός Νικήτας Ακομινάτος ή Χωνιάτης, αδελφός του λόγιου μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Ακομινάτου (1140-1220), σημειώνει γενικά ότι οι άρχοντες αυτοί -με παράδειγμα προς αποφυγήν τον αυθέντη της Ναυπλίας Λέοντα Σγουρό- ήταν υπεύθυνοι για τα δεινά των κατοίκων και την υποταγή στους Φράγκους.
Η Μεθώνη υπήρξε κατά καιρούς άντρο πειρατών. Η Κορώνη φημιζόταν για τη μεγάλη ποσότητα λαδιού που έβγαζε. Οι Μανιάτες (ο λαός της Μάινας) δεν είχαν καθόλου καλή φήμη, ενώ η Καλαμάτα θεωρείτο ανέκαθεν πόλη με εύφορη ενδοχώρα αλλά αδύναμο κάστρο. Με το όνομα Καλαμάτα και Καλο(μ)μάτα γνώρισαν την αρχαία πόλη των Φαρών οι Φράγκοι κατακτητές του Μοριά το 1209.
Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1204 και τη συνθήκη της μοιρασιάς που ακολούθησε, οι Βενετσιάνοι κατάφεραν μεταξύ άλλων να κρατήσουν το μερίδιό τους στην Πελοπόννησο, δηλαδή την επαρχία της Λακεδαιμονίας, τα Καλάβρυτα, τις περιοχές της Πάτρας και Μεθώνης με τις ιδιοκτησίες των οικογενειών Βρανά και Καντακουζηνού. Ο Μπάλντουιν (Baldwin), κόμης της Φλάνδρας, έγινε αυτοκράτορας της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, ενώ οι σταυροφόροι με αρχηγό τον Βονιφάτιο (Boniface), μαρκήσιο του Μομφεράτου, πήραν ως μερίδιο το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, τις ελληνικές επαρχίες της Ανατολής και «το νησί της Ελλάδος», δηλαδή την Πελοπόννησο.
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΩΝ
Ο Βονιφάτιος ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1204 να καταλάβει τις ελληνικές κτήσεις του, συνοδευόμενος από ομάδες σταυροφόρων διαφόρων εθνικοτήτων, που προσδοκούσαν την κατοχή τιμαρίων. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο Γκιγιόμ ντε Σαμπλίτ (Guillaume de Champlitte), υποκόμης της Ντιζόν, καταγόμενος από το χωριό Σαμπλίτ της Φρανς-Κοντέ στη Βουργουνδία, επονομαζόμενος και Καμπανίτης (Le Champenois) από τον παππού του κόμη της Καμπανίας. Τονίζουμε τη σχέση του Σαμπλίτ με την Καμπανία, γιατί την περίοδο της ρωμαιοκρατίας η ελίτ της αρχαίας Μεσσήνης -ιδιαίτερα η πανίσχυρη οικονομικά μεσσηνιακή οικογένεια των Σαιθιδών- είχε κτήσεις στην Καμπανία· μάλιστα ένας γόνος της οικογένειας, ο Τιβέριος Κλαύδιος Φροντίνος Nικήρατος επονομαζόταν Καμπανός.
Οι υπόλοιποι σταυροφόροι ήταν ο Βουργούνδιος Οθων ντε λα Ρος (Otho de la Roche), ο Φλαμανδός Ιάκωβος ντ’ Αβέν (Jacques d’ Avesnes) και τα ανίψια του Ιάκωβος και Νικόλαος ντε Σεντ-Oμέρ (Jacues, Nicolas de Saint-Omer, ο Μπέρτολντ φον Κατσενελεμπόγκεν (Berthold von Katzenellenbogen) από τη Ρηνανία, ο μαρκήσιος Γουλιέλμος Παλαβιτσίνο (Guglielmo Pallavicino) από τα περίχωρα της Πάρμας, ο Θωμάς ντ' Οτρεμανκούρ (Thomas d' Autremencourt) και ο Ραμπάνο ντάλε Κάρτσερι (Ravano dalle Carceri) από τη Βερόνα.
Ο Βονιφάτιος του Μομφεράτου ανέθεσε στον Γκιγιόμ ντε Σαμπλίτ την κατάληψη της Πελοποννήσου, γιατί ο ίδιος ήταν αναγκασμένος να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να υπερασπιστεί τα βόρεια σύνορά της ενάντια στους Βουλγάρους. Σε μια καίρια μάχη κρίθηκε η τύχη ολόκληρης της Πελοποννήσου:
Οι Βυζαντινοί με επικεφαλής τον Μιχαήλ Δούκα Κομνηνό, ιδρυτή αργότερα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, παρέταξαν ενάντια στους Φράγκους κατοίκους από τα χωριά του Λάκκου στρατιωτικές δυνάμεις από το Νίκλι (Τεγέα), τη Βελιγοστή και τη Σπάρτη, καθώς και τους Σλάβους του Πενταδάκτυλου. Παρασύρθηκαν από τους Φράγκους στην ανοιχτή πεδιάδα της Μεσσηνίας, όπου αναγκάστηκαν να δώσουν την αποφασιστική μάχη και ηττήθηκαν κατά κράτος. Σύμφωνα με το «Χρονικό του Μορέως», η μάχη δόθηκε στους «Κηπησκιάνους, όπου το κράζουν όνομα στον Κούντουραν ελαιώνα» (στ. 1723-1724).
(Δεν γνωρίζω πού ακριβώς βρίσκονται οι «Κηπησιάνοι» και ο ελαιώνας στον Κούντουρα. Παρακαλώ τους γνώστες της μεσσηνιακής τοπογραφίας και των τοπωνυμίων να με ενημερώσουν, ει δυνατόν).
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ, ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ
Τα κάστρα της Καλαμάτας και -κυρίως- της Αρκαδιάς, της σημερινής δηλαδή Κυπαρισσίας, σε αντίθεση με όλα τα άλλα της Πελοποννήσου άντεξαν αρκετό καιρό πριν πέσουν στα χέρια του Γκιγιόμ ντε Σαμπλίτ και του συμμάχου του Γοδεφρείδου Βιλεαρδουίνου (Geoffroy de Ville-hardouin) που καταγόταν και αυτός από χωριό της Καμπανίας, συγκεκριμένα το Αρντουέν (Hardouin), ευρισκόμενο μεταξύ Βαρ και Αρκίς-σιρ-Ομπ. Ο Γοδεφρείδος είχε προσορμιστεί στη Μεθώνη της Πελοποννήσου ερχόμενος από την Παλαιστίνη, όπου είχε μεταβεί για προσκύνημα τον Μάιο του 1203. Ηταν ανιψιός του ομώνυμου χρονικογράφου και στρατάρχη της Καμπανίας Γοδεφρείδου Βιλεαρδουίνου, ο οποίος είχε συμβάλει αποφασιστικά στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204· για τον λόγο αυτό ο ανιψιός είχε γίνει ασμένως δεκτός στο στρατόπεδο του Βονιφάτιου στη Ναυπλία, το Φεβρουάριο του 1205.
Στην πολιορκία της Κορίνθου, ο σκληρός τύραννος Λέων Σγουρός αντιστάθηκε και κράτησε το κάστρο του Ακροκόρινθου ως το 1208, όταν ευρισκόμενος σε απόγνωση γκρεμίστηκε έφιππος από το μεγαλόπρεπα τείχη. Ενας μόνο πολεμιστής αντιστάθηκε με θαυμαστή γενναιότητα, κατά την παράδοση, στο μικρό κάστρο του Αράκλοβου. Αυτός ήταν ο Δοξαπατρής Βουτσαράς, ο ηρωισμός του οποίου εξυμνήθηκε στο μεσαιωνικό έμμετρο χρονικό, γνωστό ως «Χρονικό του Μορέως», και πήρε μυθικές διαστάσεις. Η κόρη του, Μαρία Δοξαπατρή, προτίμησε να αυτοκτονήσει πέφτοντας από το κάστρο, παρά να μετατραπεί σε παλλακίδα του κατακτητή - όπως έπραξαν αργότερα οι Σουλιώτισσες. Εγινε μάλιστα ηρωίδα μιας νεοελληνικής τραγωδίας που συνέγραψε ο Δημήτριος Βερναρδάκης το 1859.
Η ΚΑΛΑΜΑΤΑ ΚΕΝΤΡΟ ΓΑΛΛΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Tο 1209 ο ντε Σαμπλίτ αναγκάστηκε να αναχωρήσει για τη Γαλλία προκειμένου να διεκδικήσει τη βουργουνδική κληρονομιά του, μετά το θάνατο του αδελφού του Λουδοβίκου (Louis). Παραχώρησε την Καλαμάτα και την Αρκαδιά (Κυπαρισσία) στον Γοδεφρείδο Bιλεαρδουίνο και όρισε τον ανιψιό του Ούγκο (Hughes de Champlite) βάιλο του νεοσύστατου πριγκιπάτου της Αχαΐας. Διασχίζοντας την Απουλία στο ταξίδι του για τη Γαλλία αρρώστησε και πέθανε. Την ίδια χρονιά απεβίωσε και ο ανιψιός του Ούγκο.
“Βάιλος της Aχαΐας και Ηγεμόνας” αυτοδιορίστηκε τελικά ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος. Πρωτεύουσα της βαρονίας του ήταν η Aνδραβίδα (Andreville), όμως ο ηγεμόνας έμενε συχνότερα στην Kαλαμάτα. Η μικρή αυτή παραλιακή πόλη ασκούσε ιδιαίτερη γοητεία σε όλους γενικά τους Βιλεαρδουίνους, οι οποίοι τη θεωρούσαν κοιτίδα και γενέτειρά τους.
Η Καλαμάτα αναδείχτηκε σταδιακά σε κέντρο Γάλλων διανοούμενων και σε γαλλική παροικία αριστοκρατικών οίκων που συμπεριφέρονταν με ιπποτικούς τρόπους. Ολόκληρη η ελληνογαλλική κοινωνία της πόλης είχε αναπτυχθεί οικονομικά και πνευματικά, με παράλληλη χρήση και των δύο γλωσσών. Η Γαλλική εξακολουθεί να διδάσκεται με επιτυχία στη σύγχρονη πόλη, χάρη σε φωτισμένους δασκάλους και κυρίως δασκάλες.
Η αγάπη των Φράγκων ιπποτών για την Καλαμάτα εκδηλώνεται και μέσα από τους στίχους του «Χρονικού του Μορέως»:
Αφ᾽ ότου εκερδήσασι την Καλαμάταν οι Φράγκοι
και είδον τον τόπον έμνοστον, απλόν, χαριτωμένον.
τους κάμπους γαρ και τα νερά, το πλήθος των λιβαδίων
(στ. 1739-41).
ΤΟ ΑΔΥΝΑΜΟ ΚΑΣΤΡΟ
Ο Γοδεφρείδος Α´ επιδίωξε και κατάφερε, μεταξύ άλλων, να ενισχύσει την οχύρωση της Καλαμάτας με έναν εσωτερικό και έναν εξωτερικό περίβολο και να κτίσει την κατοικία του στη θέση ενός παλαιού βυζαντινού μοναστηριού. Ενσωματωμένα στον κεντρικό πύργο της οχύρωσης σώζονται κατάλοιπα του καθολικού του μοναστηριού, προγενέστερου του 13ου αιώνα, που φαίνεται ότι είχε τη μορφή σταυροειδούς ναού με τρούλο και με νάρθηκα στη δυτική πλευρά. Σώζονται τμήματα τραπεζοειδούς αψίδας στη βορειοανατολική γωνία, καθώς και ίχνη από καμάρες και τόξα στο μέσο του βόρειου, του νότιου και του δυτικού τοίχου.
Η Καλαμάτα παρέμενε ωστόσο ένα πόλισμα με αδύναμο σχετικά κάστρο, που δεν κατάφερε στη μακραίωνη ιστορική πορεία του να προβάλει σθεναρή αντίσταση στους πολιορκητές του. Το βραχώδες ύψωμα πάνω στο οποίο αρχικά οικοδομήθηκε δεν ήταν αρκετά ευρύ και ψηλό, ώστε να δεσπόζει στη γύρω περιοχή και να παρέχει στους ενοίκους του πλήρη ασφάλεια, καθώς και τη δυνατότητα να αντέχουν σε μακροχρόνιες πολιορκίες. Γι' αυτόν άλλωστε το λόγο δεν ανακαινίστηκε ποτέ ριζικά, σύμφωνα με τους νέους κανόνες της αμυντικής τεχνικής, ώστε να αντέχει στις οβίδες του πυροβολικού: Οι Βενετσιάνοι κατεδάφισαν τις πύλες, τους προμαχώνες και τα παραπέτα το 1685, άλλαξαν εντούτοις γρήγορα γνώμη και ξαναέκτισαν τον εξωτερικό περίβολο γύρω στο 1700· κατασκεύασαν μάλιστα και νέα αψιδωτή είσοδο που σώζεται ακόμη σήμερα, με ανάγλυφο που εικονίζει το Λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, σύμβολο της Bενετίας, πάνω από την καμάρα της.
Η «ΜΕΓΑΛΗ ΚΟΥΡΤΗ» ΚΑΙ ΟΙ 12 ΒΑΡΟΝΙΕΣ
Ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος κατένειμε το πριγκιπάτο της Αχαΐας σε 12 βαρονίες, οι βαρόνοι των οποίων συγκροτούσαν την «Μεγάλη Κούρτην» (Haute Courte), με άλλα λόγια την Αυλή, όπως ονομαζόταν το ανώτατο συμβούλιο της Ηγεμονίας του Μοριά, δηλαδή του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Οι βαρονίες, στις οποίες υπάγονταν 120 περίπου ιπποτικά φέουδα (τιμάρια), ήταν οι εξής:
1) Της Ακοβας (αλλιώς Ματαγκριφόν), κοντά στη Δημητσάνα, 2) της Λακεδαιμονίας με το κάστρο του Πασσαβά κοντά στο Γύθειο, 3) της Βοστίτσας στο Αίγιο, 4) των Καλαβρύτων, 5) της Καρύταινας, 6) της Χαλανδρίτσας, νότια των Πατρών, 7) της Βελιγοστής, κοντά στη Μεγαλόπολη, 8) του Νικλίου στην Τεγέα, 9) του Γερακίου, δυτικά του Πάρνωνα, 10) των Πατρών, 11) της Καλαμάτας και της Αρκαδιάς στην Κυπαρισσία, φέουδα των Βιλεαρδουίνων, και 12) της Γρίτσενας, στις χαράδρες της ορεινής χώρας γύρω από την Καλαμάτα, που τη φύλαγε ο βαρόνος Λουκάς του «Ντετζεπρουντέ» στην περιοχή Λάκκων της Μεσσηνίας. Το επίθετό του αποδίδει πιθανότατα στα ελληνικά το φράγκικο επώνυμο «de Charpigny».
Ορίστηκαν επίσης τότε 6 εκκλησιαστικοί βαρόνοι με βάση την ελληνική εκκλησιαστική τάξη: της Ωλένης με έδρα την Ανδραβίδα, της Μεθώνης, της Κορώνης, της Βελιγοστής (Μεγαλόπολης), των Αμυκλών (Νυκλίου) και της Λακεδαιμονίας (La Cremonie) - στους οποίους δόθηκαν από 4 τιμάρια. Eπικεφαλής είχαν τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο της Πάτρας και έξαρχο της Αχαΐας Αντελμο του Κλινί (Antelme de Cluny), ο οποίος κατείχε 8 ιπποτικά τιμάρια. Ο ίδιος ο Γοδεφρείδος κράτησε για τον εαυτό του την ενδέκατη βαρονία, στην οποία ανήκαν, όπως σημειώσαμε, τα τιμάρια της Καλαμάτας και της Αρκαδιάς (Kυπαρισσίας).
ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΣΑΠΙΕΝΤΖΑΣ ΚΑΙ ΚΙΣΤΕΡΚΙΑΝΕΣ ΜΟΝΕΣ
Τον Ιούνιο του 1209, ο Δόγης Πιέτρο Τζιάνι (Pietro Ziani) έστειλε τον νέο διοικητή της Μεθώνης Ραφαέλε Γκόρο (Raffaele Goro) στο νησί της Σαπιέντζας, όπου υπήρχε ένα σημαντικό μοναστήρι του Τάγματος των Βενεδικτίνων -κατά την άποψη του Ανδρέα Νανέττι-, για να λύσουν τις εδαφικές διαφορές τους με τον Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο. Εκεί υπογράφηκε η γνωστή «Συνθήκη της Σαπιέντζας», παρουσία του πρωτοβεστιάριου της αυτοκρατορικής αυλής Cοnon di Béthune και του Guy d’ Henruel που εκπροσωπούσε τον ίδιο τον Λατίνο αυτοκράτορα της Ρωμανίας στην Κωνσταντινούπολη, Ερρίκο ντ' Ενό (Enri d’ Hainaut, 1206-1216).
Σύμφωνα με την συνθήκη, οι Ενετοί κρατούσαν τη Μεθώνη με τη Σαπιέντζα, καθώς και την Κορώνη με τα διοικητικά τους διαμερίσματα, ενώ ο Βιλεαρδουίνος παρέμενε ηγεμόνας ολόκληρης της Πελοποννήσου. Εδωσε όρκο αιώνιας πίστης στον δόγη της Βενετίας και τους διαδόχους του και ανέλαβε την υποχρέωση να στέλνει κάθε χρόνο 3 μεταξωτά χρυσοκέντητα παραπετάσματα, δύο για την εκκλησία του Αγίου Μάρκου της Βενετίας και ένα για το παλάτι του δόγη.
Παραδίδεται επίσης ότι ο Γοδεφρείδος, όπως και ορισμένοι βαρόνοι της Αχαΐας, πήραν υπό την κατοχή τους τη γη των εκκλησιών και εξανάγκασαν τους κληρικούς να πληρώνουν ετήσιο φόρο. Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ´ (1198-12160) δυσαρεστήθηκε σφόδρα όταν πληροφορήθηκε το γεγονός. Ο Γοδεφρείδος, προκειμένου να βελτιώσει τις σχέσεις του με τον πάπα, του πρότεινε το 1210 να χτίσει στην Πάτρα μοναστήρι θυγατρικό του κιστερκιανού Μοναστηριού της Οτκόμπ (Hautecombe) της Σαβοΐας. Δεν είναι γνωστό αν χτίστηκε το μοναστήρι, κάποιος μοναχός πάντως της Οτκόμπ ήταν το 1212 ηγούμενος μοναστηριού στην Ελλάδα.
Ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος της Πάτρας Αντελμος ενθάρρυνε οπωσδήποτε την εγκατάσταση Γάλλων μοναχών στην Πελοπόννησο, συμπεριλαμβανομένων και μοναχών από τη Μονή Hautecombe. Το Τάγμα των Κιστερκιανών είχε ιδρυθεί το 1098 στο Σιτό (Citeaux) της Γαλλίας από τον Ρομπέρ ντε Μολέμ (Robert de Molesme) και εικοσιέναν μοναχούς ερημίτες.
ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΝΕΤΟ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟ ΗΓΕΜΟΝΑ
Ο Γοδεφρείδος νυμφεύθηκε την Ελισάβετ ντε Σαπ (de Chappes) και απέκτησε μαζί της μια κόρη, την Αλίκη, και δύο γιους, τον Γοδεφρείδο Β' και τον Γουλιέλμο. Το 1217 ο Γοδεφρείδος Β΄, ο μεγαλύτερος γιος του Γοδεφρείδου Α´, παντρεύτηκε την Αγνή, κόρη του Πέτρου ντε Κουρτενέ (de Courtenay) και της Γιολάντας της Οσέρ (Auxerre). Ο Ροβέρτος ντε Κουρτενέ, αδελφός της Αγνής και διάδοχος του αποθανόντος αυτοκράτορα Πέτρου, αναγνώρισε την ίδια χρονιά και επίσημα τον Γοδεφρείδο ως ηγεμόνα της Αχαΐας, όταν πια ο τελευταίος βρισκόταν στη δύση του βίου του.
Ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος πέθανε το 1228 - και τότε μέγας θρήνος ξέσπασε ανάμεσα τους Ελληνες του Μοριά, γιατί ήταν συνετός και δίκαιος αφέντης, τον θεωρούσαν όλοι δικό τους πατέρα. Εκτός από την πολεμική δεινότητα που διέθετε, ήταν άνθρωπος με κάποια μόρφωση και είχε ευαισθησίες. Εγραψε μάλιστα και στίχους ποιημάτων που σώθηκαν. Είχε προφανώς κληρονομήσει ορισμένες από τις αρετές του θείου του Γοδεφρείδου, στρατηγού της Ρωμανίας και χρονικογράφου της 4ης Σταυροφορίας.
Ενταφιάστηκε στην αγαπημένη του παραθαλάσσια πόλη Καλαμάτα.
Του καθηγητή Πέτρου Θέμελη
Στα χρόνια της 4ης Σταυροφορίας, πριν από την άλωση της Πόλης το 1204, ντόπιες οικογένειες του Μοριά όριζαν μεγάλες εκτάσεις γης που τις διοικούσαν ως ανεξάρτητοι τοπικοί τύραννοι. Μεγάλο μέρος της Μεσσηνίας ανήκε τότε στις οικογένειες των Βρανάδων και των Καντακουζηνών. Ο ιστορικός Νικήτας Ακομινάτος ή Χωνιάτης, αδελφός του λόγιου μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Ακομινάτου (1140-1220), σημειώνει γενικά ότι οι άρχοντες αυτοί -με παράδειγμα προς αποφυγήν τον αυθέντη της Ναυπλίας Λέοντα Σγουρό- ήταν υπεύθυνοι για τα δεινά των κατοίκων και την υποταγή στους Φράγκους.
Η Μεθώνη υπήρξε κατά καιρούς άντρο πειρατών. Η Κορώνη φημιζόταν για τη μεγάλη ποσότητα λαδιού που έβγαζε. Οι Μανιάτες (ο λαός της Μάινας) δεν είχαν καθόλου καλή φήμη, ενώ η Καλαμάτα θεωρείτο ανέκαθεν πόλη με εύφορη ενδοχώρα αλλά αδύναμο κάστρο. Με το όνομα Καλαμάτα και Καλο(μ)μάτα γνώρισαν την αρχαία πόλη των Φαρών οι Φράγκοι κατακτητές του Μοριά το 1209.
Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1204 και τη συνθήκη της μοιρασιάς που ακολούθησε, οι Βενετσιάνοι κατάφεραν μεταξύ άλλων να κρατήσουν το μερίδιό τους στην Πελοπόννησο, δηλαδή την επαρχία της Λακεδαιμονίας, τα Καλάβρυτα, τις περιοχές της Πάτρας και Μεθώνης με τις ιδιοκτησίες των οικογενειών Βρανά και Καντακουζηνού. Ο Μπάλντουιν (Baldwin), κόμης της Φλάνδρας, έγινε αυτοκράτορας της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, ενώ οι σταυροφόροι με αρχηγό τον Βονιφάτιο (Boniface), μαρκήσιο του Μομφεράτου, πήραν ως μερίδιο το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, τις ελληνικές επαρχίες της Ανατολής και «το νησί της Ελλάδος», δηλαδή την Πελοπόννησο.
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΩΝ
Ο Βονιφάτιος ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1204 να καταλάβει τις ελληνικές κτήσεις του, συνοδευόμενος από ομάδες σταυροφόρων διαφόρων εθνικοτήτων, που προσδοκούσαν την κατοχή τιμαρίων. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο Γκιγιόμ ντε Σαμπλίτ (Guillaume de Champlitte), υποκόμης της Ντιζόν, καταγόμενος από το χωριό Σαμπλίτ της Φρανς-Κοντέ στη Βουργουνδία, επονομαζόμενος και Καμπανίτης (Le Champenois) από τον παππού του κόμη της Καμπανίας. Τονίζουμε τη σχέση του Σαμπλίτ με την Καμπανία, γιατί την περίοδο της ρωμαιοκρατίας η ελίτ της αρχαίας Μεσσήνης -ιδιαίτερα η πανίσχυρη οικονομικά μεσσηνιακή οικογένεια των Σαιθιδών- είχε κτήσεις στην Καμπανία· μάλιστα ένας γόνος της οικογένειας, ο Τιβέριος Κλαύδιος Φροντίνος Nικήρατος επονομαζόταν Καμπανός.
Οι υπόλοιποι σταυροφόροι ήταν ο Βουργούνδιος Οθων ντε λα Ρος (Otho de la Roche), ο Φλαμανδός Ιάκωβος ντ’ Αβέν (Jacques d’ Avesnes) και τα ανίψια του Ιάκωβος και Νικόλαος ντε Σεντ-Oμέρ (Jacues, Nicolas de Saint-Omer, ο Μπέρτολντ φον Κατσενελεμπόγκεν (Berthold von Katzenellenbogen) από τη Ρηνανία, ο μαρκήσιος Γουλιέλμος Παλαβιτσίνο (Guglielmo Pallavicino) από τα περίχωρα της Πάρμας, ο Θωμάς ντ' Οτρεμανκούρ (Thomas d' Autremencourt) και ο Ραμπάνο ντάλε Κάρτσερι (Ravano dalle Carceri) από τη Βερόνα.
Ο Βονιφάτιος του Μομφεράτου ανέθεσε στον Γκιγιόμ ντε Σαμπλίτ την κατάληψη της Πελοποννήσου, γιατί ο ίδιος ήταν αναγκασμένος να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να υπερασπιστεί τα βόρεια σύνορά της ενάντια στους Βουλγάρους. Σε μια καίρια μάχη κρίθηκε η τύχη ολόκληρης της Πελοποννήσου:
Οι Βυζαντινοί με επικεφαλής τον Μιχαήλ Δούκα Κομνηνό, ιδρυτή αργότερα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, παρέταξαν ενάντια στους Φράγκους κατοίκους από τα χωριά του Λάκκου στρατιωτικές δυνάμεις από το Νίκλι (Τεγέα), τη Βελιγοστή και τη Σπάρτη, καθώς και τους Σλάβους του Πενταδάκτυλου. Παρασύρθηκαν από τους Φράγκους στην ανοιχτή πεδιάδα της Μεσσηνίας, όπου αναγκάστηκαν να δώσουν την αποφασιστική μάχη και ηττήθηκαν κατά κράτος. Σύμφωνα με το «Χρονικό του Μορέως», η μάχη δόθηκε στους «Κηπησκιάνους, όπου το κράζουν όνομα στον Κούντουραν ελαιώνα» (στ. 1723-1724).
(Δεν γνωρίζω πού ακριβώς βρίσκονται οι «Κηπησιάνοι» και ο ελαιώνας στον Κούντουρα. Παρακαλώ τους γνώστες της μεσσηνιακής τοπογραφίας και των τοπωνυμίων να με ενημερώσουν, ει δυνατόν).
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ, ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ
Τα κάστρα της Καλαμάτας και -κυρίως- της Αρκαδιάς, της σημερινής δηλαδή Κυπαρισσίας, σε αντίθεση με όλα τα άλλα της Πελοποννήσου άντεξαν αρκετό καιρό πριν πέσουν στα χέρια του Γκιγιόμ ντε Σαμπλίτ και του συμμάχου του Γοδεφρείδου Βιλεαρδουίνου (Geoffroy de Ville-hardouin) που καταγόταν και αυτός από χωριό της Καμπανίας, συγκεκριμένα το Αρντουέν (Hardouin), ευρισκόμενο μεταξύ Βαρ και Αρκίς-σιρ-Ομπ. Ο Γοδεφρείδος είχε προσορμιστεί στη Μεθώνη της Πελοποννήσου ερχόμενος από την Παλαιστίνη, όπου είχε μεταβεί για προσκύνημα τον Μάιο του 1203. Ηταν ανιψιός του ομώνυμου χρονικογράφου και στρατάρχη της Καμπανίας Γοδεφρείδου Βιλεαρδουίνου, ο οποίος είχε συμβάλει αποφασιστικά στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204· για τον λόγο αυτό ο ανιψιός είχε γίνει ασμένως δεκτός στο στρατόπεδο του Βονιφάτιου στη Ναυπλία, το Φεβρουάριο του 1205.
Στην πολιορκία της Κορίνθου, ο σκληρός τύραννος Λέων Σγουρός αντιστάθηκε και κράτησε το κάστρο του Ακροκόρινθου ως το 1208, όταν ευρισκόμενος σε απόγνωση γκρεμίστηκε έφιππος από το μεγαλόπρεπα τείχη. Ενας μόνο πολεμιστής αντιστάθηκε με θαυμαστή γενναιότητα, κατά την παράδοση, στο μικρό κάστρο του Αράκλοβου. Αυτός ήταν ο Δοξαπατρής Βουτσαράς, ο ηρωισμός του οποίου εξυμνήθηκε στο μεσαιωνικό έμμετρο χρονικό, γνωστό ως «Χρονικό του Μορέως», και πήρε μυθικές διαστάσεις. Η κόρη του, Μαρία Δοξαπατρή, προτίμησε να αυτοκτονήσει πέφτοντας από το κάστρο, παρά να μετατραπεί σε παλλακίδα του κατακτητή - όπως έπραξαν αργότερα οι Σουλιώτισσες. Εγινε μάλιστα ηρωίδα μιας νεοελληνικής τραγωδίας που συνέγραψε ο Δημήτριος Βερναρδάκης το 1859.
Η ΚΑΛΑΜΑΤΑ ΚΕΝΤΡΟ ΓΑΛΛΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Tο 1209 ο ντε Σαμπλίτ αναγκάστηκε να αναχωρήσει για τη Γαλλία προκειμένου να διεκδικήσει τη βουργουνδική κληρονομιά του, μετά το θάνατο του αδελφού του Λουδοβίκου (Louis). Παραχώρησε την Καλαμάτα και την Αρκαδιά (Κυπαρισσία) στον Γοδεφρείδο Bιλεαρδουίνο και όρισε τον ανιψιό του Ούγκο (Hughes de Champlite) βάιλο του νεοσύστατου πριγκιπάτου της Αχαΐας. Διασχίζοντας την Απουλία στο ταξίδι του για τη Γαλλία αρρώστησε και πέθανε. Την ίδια χρονιά απεβίωσε και ο ανιψιός του Ούγκο.
“Βάιλος της Aχαΐας και Ηγεμόνας” αυτοδιορίστηκε τελικά ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος. Πρωτεύουσα της βαρονίας του ήταν η Aνδραβίδα (Andreville), όμως ο ηγεμόνας έμενε συχνότερα στην Kαλαμάτα. Η μικρή αυτή παραλιακή πόλη ασκούσε ιδιαίτερη γοητεία σε όλους γενικά τους Βιλεαρδουίνους, οι οποίοι τη θεωρούσαν κοιτίδα και γενέτειρά τους.
Η Καλαμάτα αναδείχτηκε σταδιακά σε κέντρο Γάλλων διανοούμενων και σε γαλλική παροικία αριστοκρατικών οίκων που συμπεριφέρονταν με ιπποτικούς τρόπους. Ολόκληρη η ελληνογαλλική κοινωνία της πόλης είχε αναπτυχθεί οικονομικά και πνευματικά, με παράλληλη χρήση και των δύο γλωσσών. Η Γαλλική εξακολουθεί να διδάσκεται με επιτυχία στη σύγχρονη πόλη, χάρη σε φωτισμένους δασκάλους και κυρίως δασκάλες.
Η αγάπη των Φράγκων ιπποτών για την Καλαμάτα εκδηλώνεται και μέσα από τους στίχους του «Χρονικού του Μορέως»:
Αφ᾽ ότου εκερδήσασι την Καλαμάταν οι Φράγκοι
και είδον τον τόπον έμνοστον, απλόν, χαριτωμένον.
τους κάμπους γαρ και τα νερά, το πλήθος των λιβαδίων
(στ. 1739-41).
ΤΟ ΑΔΥΝΑΜΟ ΚΑΣΤΡΟ
Ο Γοδεφρείδος Α´ επιδίωξε και κατάφερε, μεταξύ άλλων, να ενισχύσει την οχύρωση της Καλαμάτας με έναν εσωτερικό και έναν εξωτερικό περίβολο και να κτίσει την κατοικία του στη θέση ενός παλαιού βυζαντινού μοναστηριού. Ενσωματωμένα στον κεντρικό πύργο της οχύρωσης σώζονται κατάλοιπα του καθολικού του μοναστηριού, προγενέστερου του 13ου αιώνα, που φαίνεται ότι είχε τη μορφή σταυροειδούς ναού με τρούλο και με νάρθηκα στη δυτική πλευρά. Σώζονται τμήματα τραπεζοειδούς αψίδας στη βορειοανατολική γωνία, καθώς και ίχνη από καμάρες και τόξα στο μέσο του βόρειου, του νότιου και του δυτικού τοίχου.
Η Καλαμάτα παρέμενε ωστόσο ένα πόλισμα με αδύναμο σχετικά κάστρο, που δεν κατάφερε στη μακραίωνη ιστορική πορεία του να προβάλει σθεναρή αντίσταση στους πολιορκητές του. Το βραχώδες ύψωμα πάνω στο οποίο αρχικά οικοδομήθηκε δεν ήταν αρκετά ευρύ και ψηλό, ώστε να δεσπόζει στη γύρω περιοχή και να παρέχει στους ενοίκους του πλήρη ασφάλεια, καθώς και τη δυνατότητα να αντέχουν σε μακροχρόνιες πολιορκίες. Γι' αυτόν άλλωστε το λόγο δεν ανακαινίστηκε ποτέ ριζικά, σύμφωνα με τους νέους κανόνες της αμυντικής τεχνικής, ώστε να αντέχει στις οβίδες του πυροβολικού: Οι Βενετσιάνοι κατεδάφισαν τις πύλες, τους προμαχώνες και τα παραπέτα το 1685, άλλαξαν εντούτοις γρήγορα γνώμη και ξαναέκτισαν τον εξωτερικό περίβολο γύρω στο 1700· κατασκεύασαν μάλιστα και νέα αψιδωτή είσοδο που σώζεται ακόμη σήμερα, με ανάγλυφο που εικονίζει το Λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, σύμβολο της Bενετίας, πάνω από την καμάρα της.
Η «ΜΕΓΑΛΗ ΚΟΥΡΤΗ» ΚΑΙ ΟΙ 12 ΒΑΡΟΝΙΕΣ
Ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος κατένειμε το πριγκιπάτο της Αχαΐας σε 12 βαρονίες, οι βαρόνοι των οποίων συγκροτούσαν την «Μεγάλη Κούρτην» (Haute Courte), με άλλα λόγια την Αυλή, όπως ονομαζόταν το ανώτατο συμβούλιο της Ηγεμονίας του Μοριά, δηλαδή του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Οι βαρονίες, στις οποίες υπάγονταν 120 περίπου ιπποτικά φέουδα (τιμάρια), ήταν οι εξής:
1) Της Ακοβας (αλλιώς Ματαγκριφόν), κοντά στη Δημητσάνα, 2) της Λακεδαιμονίας με το κάστρο του Πασσαβά κοντά στο Γύθειο, 3) της Βοστίτσας στο Αίγιο, 4) των Καλαβρύτων, 5) της Καρύταινας, 6) της Χαλανδρίτσας, νότια των Πατρών, 7) της Βελιγοστής, κοντά στη Μεγαλόπολη, 8) του Νικλίου στην Τεγέα, 9) του Γερακίου, δυτικά του Πάρνωνα, 10) των Πατρών, 11) της Καλαμάτας και της Αρκαδιάς στην Κυπαρισσία, φέουδα των Βιλεαρδουίνων, και 12) της Γρίτσενας, στις χαράδρες της ορεινής χώρας γύρω από την Καλαμάτα, που τη φύλαγε ο βαρόνος Λουκάς του «Ντετζεπρουντέ» στην περιοχή Λάκκων της Μεσσηνίας. Το επίθετό του αποδίδει πιθανότατα στα ελληνικά το φράγκικο επώνυμο «de Charpigny».
Ορίστηκαν επίσης τότε 6 εκκλησιαστικοί βαρόνοι με βάση την ελληνική εκκλησιαστική τάξη: της Ωλένης με έδρα την Ανδραβίδα, της Μεθώνης, της Κορώνης, της Βελιγοστής (Μεγαλόπολης), των Αμυκλών (Νυκλίου) και της Λακεδαιμονίας (La Cremonie) - στους οποίους δόθηκαν από 4 τιμάρια. Eπικεφαλής είχαν τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο της Πάτρας και έξαρχο της Αχαΐας Αντελμο του Κλινί (Antelme de Cluny), ο οποίος κατείχε 8 ιπποτικά τιμάρια. Ο ίδιος ο Γοδεφρείδος κράτησε για τον εαυτό του την ενδέκατη βαρονία, στην οποία ανήκαν, όπως σημειώσαμε, τα τιμάρια της Καλαμάτας και της Αρκαδιάς (Kυπαρισσίας).
ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΣΑΠΙΕΝΤΖΑΣ ΚΑΙ ΚΙΣΤΕΡΚΙΑΝΕΣ ΜΟΝΕΣ
Τον Ιούνιο του 1209, ο Δόγης Πιέτρο Τζιάνι (Pietro Ziani) έστειλε τον νέο διοικητή της Μεθώνης Ραφαέλε Γκόρο (Raffaele Goro) στο νησί της Σαπιέντζας, όπου υπήρχε ένα σημαντικό μοναστήρι του Τάγματος των Βενεδικτίνων -κατά την άποψη του Ανδρέα Νανέττι-, για να λύσουν τις εδαφικές διαφορές τους με τον Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο. Εκεί υπογράφηκε η γνωστή «Συνθήκη της Σαπιέντζας», παρουσία του πρωτοβεστιάριου της αυτοκρατορικής αυλής Cοnon di Béthune και του Guy d’ Henruel που εκπροσωπούσε τον ίδιο τον Λατίνο αυτοκράτορα της Ρωμανίας στην Κωνσταντινούπολη, Ερρίκο ντ' Ενό (Enri d’ Hainaut, 1206-1216).
Σύμφωνα με την συνθήκη, οι Ενετοί κρατούσαν τη Μεθώνη με τη Σαπιέντζα, καθώς και την Κορώνη με τα διοικητικά τους διαμερίσματα, ενώ ο Βιλεαρδουίνος παρέμενε ηγεμόνας ολόκληρης της Πελοποννήσου. Εδωσε όρκο αιώνιας πίστης στον δόγη της Βενετίας και τους διαδόχους του και ανέλαβε την υποχρέωση να στέλνει κάθε χρόνο 3 μεταξωτά χρυσοκέντητα παραπετάσματα, δύο για την εκκλησία του Αγίου Μάρκου της Βενετίας και ένα για το παλάτι του δόγη.
Παραδίδεται επίσης ότι ο Γοδεφρείδος, όπως και ορισμένοι βαρόνοι της Αχαΐας, πήραν υπό την κατοχή τους τη γη των εκκλησιών και εξανάγκασαν τους κληρικούς να πληρώνουν ετήσιο φόρο. Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ´ (1198-12160) δυσαρεστήθηκε σφόδρα όταν πληροφορήθηκε το γεγονός. Ο Γοδεφρείδος, προκειμένου να βελτιώσει τις σχέσεις του με τον πάπα, του πρότεινε το 1210 να χτίσει στην Πάτρα μοναστήρι θυγατρικό του κιστερκιανού Μοναστηριού της Οτκόμπ (Hautecombe) της Σαβοΐας. Δεν είναι γνωστό αν χτίστηκε το μοναστήρι, κάποιος μοναχός πάντως της Οτκόμπ ήταν το 1212 ηγούμενος μοναστηριού στην Ελλάδα.
Ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος της Πάτρας Αντελμος ενθάρρυνε οπωσδήποτε την εγκατάσταση Γάλλων μοναχών στην Πελοπόννησο, συμπεριλαμβανομένων και μοναχών από τη Μονή Hautecombe. Το Τάγμα των Κιστερκιανών είχε ιδρυθεί το 1098 στο Σιτό (Citeaux) της Γαλλίας από τον Ρομπέρ ντε Μολέμ (Robert de Molesme) και εικοσιέναν μοναχούς ερημίτες.
ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΝΕΤΟ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟ ΗΓΕΜΟΝΑ
Ο Γοδεφρείδος νυμφεύθηκε την Ελισάβετ ντε Σαπ (de Chappes) και απέκτησε μαζί της μια κόρη, την Αλίκη, και δύο γιους, τον Γοδεφρείδο Β' και τον Γουλιέλμο. Το 1217 ο Γοδεφρείδος Β΄, ο μεγαλύτερος γιος του Γοδεφρείδου Α´, παντρεύτηκε την Αγνή, κόρη του Πέτρου ντε Κουρτενέ (de Courtenay) και της Γιολάντας της Οσέρ (Auxerre). Ο Ροβέρτος ντε Κουρτενέ, αδελφός της Αγνής και διάδοχος του αποθανόντος αυτοκράτορα Πέτρου, αναγνώρισε την ίδια χρονιά και επίσημα τον Γοδεφρείδο ως ηγεμόνα της Αχαΐας, όταν πια ο τελευταίος βρισκόταν στη δύση του βίου του.
Ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος πέθανε το 1228 - και τότε μέγας θρήνος ξέσπασε ανάμεσα τους Ελληνες του Μοριά, γιατί ήταν συνετός και δίκαιος αφέντης, τον θεωρούσαν όλοι δικό τους πατέρα. Εκτός από την πολεμική δεινότητα που διέθετε, ήταν άνθρωπος με κάποια μόρφωση και είχε ευαισθησίες. Εγραψε μάλιστα και στίχους ποιημάτων που σώθηκαν. Είχε προφανώς κληρονομήσει ορισμένες από τις αρετές του θείου του Γοδεφρείδου, στρατηγού της Ρωμανίας και χρονικογράφου της 4ης Σταυροφορίας.
Ενταφιάστηκε στην αγαπημένη του παραθαλάσσια πόλη Καλαμάτα.
Το Πριγκιπάτο του Μοριά και η Καλαμάτα (β΄μέρος)
Του καθηγητη Πέτρου Θέμελη
Τον Γοδεφρείδο Α΄ τον διαδέχτηκε αμέσως το 1228 ο μεγαλύτερος γιος του Γοδεφρείδος Β΄ που όριζε μεγάλη επικράτεια και πλούτη. Στην αυλή του διατηρούσε 80 ιππότες με χρυσά σπιρούνια, που έρχονταν από την Καμπανία κυρίως, αλλά και από την Βουργουνδία και τη Γαλλία, για να του προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, να ξεπληρώσουν τα χρέη τους, να ξεφύγουν από διώξεις ή να διασκεδάσουν.
Μόνο με τον λατινικό κλήρο είχε προβλήματα ο νέος ηγεμόνας, γιατί δεν εκπλήρωνε τις στρατιωτικές υποχρεώσεις που όριζε ο «Αχαϊκός Καταστατικός Χάρτης» ή αλλιώς «Χάρτα της Ηγεμονίας» που είχε συμφωνηθεί στη Συνέλευση (το Παρλαμέντο) της Ανδραβίδας το 1209 με πρωτοβουλία του πατέρα του.
Ο νέος ηγεμόνας αναγκάστηκε για αυτόν το λόγο να προχωρήσει σε κατάσχεση ορισμένων τιμαρίων που είχαν παραχωρηθεί στους εκκλησιαστικούς βαρόνους και να διαθέσει τα χρήματα στην ανοικοδόμηση του μεγάλου κάστρου της Γλαρέντζας, που είχε τον έλεγχο του σημαντικού λιμανιού της Κυλλήνης και λειτουργούσε ως επίνειο του βασικού στεριανού κάστρου στο Χλουμούτζι. Κατάφερε μάλιστα να εξασφαλίσει και την συγκατάθεση του πάπα Ονώριου Γ΄ (1216-1227), να υπογράψει συμφωνία (κονκορδάτο) με την εκκλησία το 1223 και να διευθετήσει τη διένεξη, αποκαθιστώντας την τάξη, χωρίς να αφήσει έξω από τη συμφωνία τους ορθόδοξους Ελληνες παπάδες των πόλεων και της υπαίθρου.
Το 1225 ζήτησε από τη συνέλευση των Κιστερκιανών να στείλει ομάδα μοναχών για να ιδρύσουν μοναστήρι στην Αχαΐα, όπως είχε πράξει και ο πατέρας του. Η συνέλευση ανέθεσε στον ηγούμενο της μονής Morimod της Σαβοΐας να επιληφθεί της υπόθεσης ίδρυσης του μοναστηριού.
Στη Γλαρέντζα διατηρούνται σήμερα μόνο πενιχρά ερείπια του οικισμού και της οχύρωσης, καθώς και τα λείψανα μιας μεγάλης γοτθικής βασιλικής (43Χ15 μ.) που ο Antoine Bon ταύτισε με τον ναό της μονής του Αγίου Φραγκίσκου, όπου είχαν λάβει χώρα συνελεύσεις των αρχόντων του πριγκιπάτου.
ΠΡΟΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Ο Ροβέρτος ντε Κουρτενέ, αδελφός της γυναίκας του Γοδεφρείδου Β´ Αγνής και Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, πέθανε το 1228. Ο Γοδεφρείδος αισθάνθηκε τότε την υποχρέωση να ενισχύσει την άμυνα της πρωτεύουσας, στέλνοντας 22.000 υπέρπυρα το χρόνο στο νέο αυτοκράτορα Μπαλντουίν Β΄ ντε Κουρτενέ. Κατάφερε επίσης με έξι πλοία να διασπάσει τις γραμμές των Ελλήνων και να εισέλθει στο λιμάνι της Πόλης. Υστερα από πρόσκληση του πάπα, ο Γοδεφρείδος έστειλε δέκα γαλέρες, σπεύδοντας για δεύτερη φορά σε ενίσχυση της Πόλης.
Αργότερα, το 1244 ο πάπας Ιννοκέντιος Δ΄ (1243-1254) του επέτρεψε να κρατήσει τα έσοδα της Πελοποννησιακής Εκκλησίας, ώστε να συντηρεί ένα σώμα εκατό τοξοτών. Με αυτό τον τρόπο είχε καταφέρει ο Γοδεφρείδος να αναδειχθεί στον ισχυρότερο Φράγκο ηγεμόνα της εποχής - σε βαθμό που ο δεσπότης της Ηπείρου Μανουήλ και ο κόμης Κεφαλλονιάς και Ζακύνθου να γίνουν οικειοθελώς υποτελείς του.
Σύμφωνα με το «Χρονικό του Μορέως», όταν ο άτεκνος Γοδεφρείδος Β΄ κατάλαβε ότι πλησιάζει το τέλος του το 1245, ζήτησε από τον αδελφό του Γουλιέλμο της Καλαμάτας να χτίσει στην πρωτεύουσά του Ανδραβίδα, δίπλα στον αυλικό ναό της Αγίας Σοφίας που αποτελούσε και την έδρα του Λατίνου επισκόπου της Ωλένης, μιαν ακόμη εκκλησία στο όνομα του Αγίου Ιακώβου, όπου θα αναπαυόταν το σώμα του μαζί με εκείνο του πατέρα τους που θα μετέφερε από την Καλαμάτα. Στο Μαυσωλείο του Αγίου Ιακώβου της Ανδραβίδας, του οποίου τα αρχιτεκτονικά λείψανα δεν έχουν εντοπισθεί, ενταφιάστηκε αργότερα και ο Γουλιέλμος Βιλεαρδουίνος, ο οποίος ανέλαβε τα ηνία της ηγεμονίας το 1246 μετά το θάνατο του αδελφού του.
Στο αραγωνέζικο Χρονικό του Μωρέως αναφέρεται και τρίτη εκκλησία, ο Άγιος Στέφανος, από την οποία δεν σώζονται ίχνη.
Ανασκαφική έρευνα στην περιοχή της Αγίας Σοφίας Ανδραβίδας αναφέρεται από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο. Ανασκαφή πραγματοποίησαν επίσης στο χώρο της εκκλησίας ο C. Sheppard το 1982/3 και ο Δημήτρης Αθανασούλης το 1997 και το 2001. Το ναό της Αγίας Σοφίας τον είχε χτίσει το τάγμα των Δομινικανών μοναχών που είχε κοιτίδα του την περιοχή της Τουλούζης και όφειλε το όνομά του στον ιδρυτή του Αγιο Δομίνικο. Ηταν μια τρίκλιτη βασιλική με τετράγωνη την αψίδα του ιερού και πλευρικά παρεκκλήσια. Τα κλίτη δεν σώζονται σήμερα, εκτός από ορισμένα ίχνη των βάσεων για τους κίονες που χώριζαν τα κλίτη. Τα διαμερίσματα του ιερού στεγάζονται με σταυροθόλια με νευρώσεις χωρίς εγκάρσιο τόξο.
ΕΝΑΣ ΓΑΛΛΟΣ «ΟΔΥΣΣΕΑΣ» ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Ο Γουλιέλμος, που κυβέρνησε το πριγκιπάτο της Αχαΐας επί τριάντα ολόκληρα χρόνια, αναδείχτηκε σε δεσπόζουσα φυσιογνωμία της περιόδου με σημαίνοντα ρόλο στις ιστορικές εξελίξεις, ξεπερνώντας τον αδελφό του Γοδεφρείδο Β´ σε κατορθώματα και φήμη. Δικαιολογημένα θεωρήθηκε ως ο πλέον τολμηρός και ιπποτικός άνδρας της φραγκοκρατούμενης Ελλάδας, ο οποίος «συνδύαζε το ιπποτικό πνεύμα της Γαλλίας με το πονηρό πνεύμα του ομηρικού Οδυσσέα», όπως επιτυχημένα τον χαρακτηρίζει ο ιστορικός Γουίλιαμ Μίλερ.
Είχε γεννηθεί στο οικογενειακό κάστρο της Καλαμάτας και μιλούσε τα ελληνικά ως μητρική του γλώσσα. Ενα από τα δόντια του προεξείχε ελαφρά από τα χείλη του, προσθέτοντας μια χαριτωμένη πινελιά στη φυσιογνωμία του. Αυτός είναι ο βασικός ήρωας του Χρονικού του Μορέως, όπου αποκαλείται συχνά «Γυλιάμος ο Καλομάτας» και επαινείται με τους παρακάτω στίχους:
Τον δεύτερον εκράζασιν Γυλιάμον τον ελέγαν / ελέγασιν το επίκλιν του Γυλιάμο ντε Καλομάτα / αφέντην γαρ τον άφηκεν κάστρου της Καλομάτας / μετά της άλλης περιοχής του καστελλανικίου. (στ. 2448-51)
Ενταύθα γαρ οι αρχιερείς και οι φλαμουριάροι όλοι / εστέψασιν δια πρίγκιπα εκείνον τον Γυλιάμο, / τον αδελφόν του πρίγκιπος εκείνου του Ντζεφρόη, / όστις και γαρ εξέβηκεν άνθρωπος επιδέξιος, / φρόνιμος και κοπιαστής είς όλους τους ανθρώπους, / όπου να εγεννήθησαν εις μέρη Ρωμανίας. (στ. 2759-61)
Ο Γουλιέλμος ανακαίνισε πλήρως την οχύρωση του Κάστρου της Καλαμάτας και προετοιμάστηκε τάχιστα για την πολιορκία και την κατάληψη του τελευταίου οχυρού των Ελλήνων στο βράχο της Μονεμβασίας (συχνά παραβάλλεται με το Γιβραλτάρ), που κυβερνιόταν από τρεις άρχοντες, τον Μαμωνά, το (Ευ)δαιμονογιάννη και τον Σοφιανό. Κάλεσε σε βοήθεια τους υποτελείς του, τον Γκυ Α΄ της Αθήνας και ταυτόχρονα του Αργους και της Ναυπλίας, τους τρεις βαρόνους της Εύβοιας, τον δούκα της Νάξου Αγγελο Σανούδο (1227-1262) και τον κόμητα Ματέο Ορσίνι της Κεφαλλονιάς, ενώ ζήτησε και τέσσερις γαλέρες από τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας. Μετά από μακρά πολιορκία οι τρεις άρχοντες του «Γιβραλτάρ του Αιγαίου» του παρέδωσαν τα κλειδιά του κάστρου με όρους τους οποίους σεβάστηκε απόλυτα ο Γουλιέλμος. Τους παραχώρησε τιμάρια στα Βάτικα, κοντά στον Καβομαλιά. Εγκατέστησε φρουρά στο κάστρο, καθώς και Λατίνο επίσκοπο.
ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ, ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΙΠΠΟΤΙΣΜΟΥ
Ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης Μπαλντουίν παραχώρησε το 1248 το δουκάτο του Αρχιπελάγους (εκτός από τη Μυτιλήνη, τη Σάμο, τη Χίο και την Κω), την επικράτεια δηλαδή του δεύτερου δούκα του Αρχιπελάγους, Αγγέλου Σανούδου (1227-1262), καθώς και την Εύβοια, στον ηγεμόνα της Αχαΐας, Γουλιέλμο. Ο Γουλιέλμος έγινε τότε και επικυρίαρχος της Βοδονίτσας, τιμάριου της αυτοκρατορικής οικογένειας των Κουρτενέ.
Οι ανυπότακτοι Τσάκωνες του Μαλεβού, θορυβημένοι από τις επιτυχίες του, δήλωσαν τότε υποταγή. Με βάση έναν ορθό στρατηγικό σχεδιασμό, ο Γουλιέλμος έχτισε τότε τα δυνατά κάστρα του Μυστρά ή Μυτζηθρά, της παλιάς Μάινας στο Ταίναρο και του Λεύτρου (Baeufort), αναγκάζοντας έτσι και τους ανυπότακτους Σλάβους Μελιγγούς του Ταϋγέτου να του δηλώσουν υποταγή, με μόνη υποχρέωση να υπηρετούν στο στρατό του. Τα κάστρα αυτά παίζουν σημαντικό ρόλο στις περαιτέρω εξελίξεις.
Ολόκληρος ο Μοριάς, με εξαίρεση τα βενετσιάνικα κάστρα Κορώνης και Μεθώνης, αναγνώριζε τώρα την εξουσία του Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου. Η αυλή του στη Λακεδαιμονία (Σπάρτη) όπου είχε μεταφερθεί, αλλά και στην Καλαμάτα, θεωρούνταν ως η λαμπρότερη σχολή ιπποτισμού της εποχής.
Γιγαντόκορμοι ιππότες καβαλάρηδες, 700 ως και 1.000 σε αριθμό, ακολουθούσαν πάντοτε τον έφιππο ηγεμόνα της Αχαΐας, ο οποίος ήταν σε θέση να εξοπλίσει στόλο από 24 πλοία που μετέφεραν 400 ιππότες. Με αυτά έλαβε μέρος το 1249 στην έβδομη Σταυροφορία που είχε οργανώσει ο βασιλιάς της Γαλλίας, Λουδοβίκος ΙΧ (1226-1270), κατά της Αιγύπτου. Ακολούθησε τις δυνάμεις του δούκα ΙV της Βουργουνδίας και έλαβε μέρος σε μάχες στη Ρόδο, τη Λεμεσό της Κύπρου και στη Δαμιέττα, πριν επιστρέψει στο Μοριά.
Τορνέσια, γκρόσια, σολδία και δουκάτα
Το εμπόριο που ανθούσε στα όρια του Πριγκιπάτου του Μοριά απαιτούσε την κοπή τοπικού νομίσματος. To κεντρικό νομισματοκοπείο του ηγεμόνα άρχισε να κόβει τορνέσια (tournois) με την έγκριση του βασιλιά της Γαλλίας, Λουδοβίκου ΙΧ, το 1250. Ηταν εγκατεστημένο μάλλον στο Κάστρο Χλουμούτζι (αλλιώς Χλεμούτσι) ή Κλερμόντ, που ονομαζόταν και Castel Tornese από τα τορνέσια. Χτισμένο μεταξύ 1221 και 1223 επί Γοδεφρείδου Β΄, αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα αμιγώς φράγκικα κάστρα με κάποιες βυζαντινές επιδράσεις στη δόμηση. Το εσωτερικό φρούριο, στο υψηλότερο σημείο του εξωτερικού τειχισμένου περιβόλου, έχει σχήμα επίμηκες εξαγωνικό. Ο γνωστός βυζαντινολόγος Δ. Αθανασούλης στέγασε στο κάστρο Χλεμούτσι ένα σημαντικό Μουσείο με αντικείμενα της ανασκαφής του στην περιοχή της Γλαρέντζας.
Το Χλεμούτσι με το επίνειό του, τη Γλαρέντζα, λειτουργούσε ως εμπορικό κέντρο ολόκληρης της ηγεμονίας του Μοριά. Τα νομίσματα φέρουν στον εμπροσθότυπο σταυρό με την επιγραφή PRINCEPS G(ULIEMUS) γύρω του, ενώ στον οπισθότυπο έχουν ως σύμβολο την εκκλησία του Αγίου Μαρτίνου της Tours και την επιγραφή DE CLΑRENTIA, που ενδέχεται να αποτελεί συγκεκομμένη μορφή του DE(NARIUS) CLΑRENTIA(NUS).
Την περίοδο αυτή, φαίνεται ότι λειτούργησε, για σύντομο χρονικό διάστημα στην πόλη της Καλαμάτας ένα δεύτερο τοπικό νομισματοκοπείο, σύμφωνα με την άποψη του αείμνηστου νομισματολόγου Αναστάσιου Τζαμαλή.
Το τορνέσιο ήταν νόμισμα μικρής αγοραστικής δύναμης· για το λόγο αυτό οι σοβαρές εμπορικές συναλλαγές γίνονταν με ξένα νομίσματα, όπως τα ασημένια γαλλικά τορνέσια-δηνάρια, τα ασημένια γκρόσια, τα σολδία και τα χρυσά δουκάτα της Βενετίας. Η Γλαρέντζα διέκοψε την κοπή τορνέσιων στα χρόνια του Ροβέρτου του Τάραντα (1346-1364) ως ηγεμόνα της Αχαΐας, λόγω παρακμής του πριγκιπάτου και της γενικευμένης χρήσης των βενετσιάνικων τορνεζέλι.
Το Πριγκιπάτο του Μοριά (μέρος γ')
Η πρώτη γυναίκα του Γουλιέλμου της Καλαμάτας, η κόρη του Narjaud de Toucy, απεβίωσε πρόωρα. Ο ηγεμόνας παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Καριντάνα (Carintana), κόρη του Ριχάρδου Ντάλλε Κάρτσερι της Εύβοιας, βαρονέσα του βόρειου τρίτου του νησιού. Μετά και τον δικό της αδόκητο θάνατο, το 1255, ο Γουλιέλμος διεκδίκησε τη βαρονία της βόρεια Εύβοιας, σπεύδοντας μάλιστα να εκδώσει μια σειρά νομισμάτων του με την επιγραφή «Τριτημόριος του Νεγρεπόντε». Οι δύο άλλοι τριτημόριοι της Εύβοιας, θορυβημένοι από τις κατακτητικές διαθέσεις του ηγεμόνα, συμμάχησαν με τον Βενετό βάιλο Πάολο Γραδενίγο. Ο Γουλιέλμος όμως κατάφερε να τους αιχμαλωτίσει με δόλο και να τους κλείσει στο κάστρο της Κούπας (La Cuppa), κοντά στο Αυλονάρι. Οι Βενετσιάνοι αντέδρασαν άμεσα και μετά από πολιορκία κυρίεψαν τη Χαλκίδα, νικώντας σε μάχη το ιππικό του Μοριά.
Ο πόλεμος επεκτάθηκε τάχιστα στο Μοριά και την ηπειρωτική Ελλάδα. Μια διευρυμένη συμμαχία βαρόνων σχηματίστηκε γύρω από τους Βενετούς ενάντια στον ηγεμόνα, ο οποίος κατάφερε να εξασφαλίσει μόνο τη βοήθεια των Γενοβέζων, δηλωμένων εχθρών και ανταγωνιστών των Βενετών. Το 1258 τα στρατεύματά του ηγεμόνα του Μοριά συγκρούστηκαν με εκείνα του Γκυ (Guy) Α΄, ηγεμόνα της Αθήνας (που είχε τεθεί επί κεφαλής των αντιπάλων του) στο στενό του βουνού Καρύδι, κοντά στην Κακιά Σκάλα και τα έτρεψαν σε φυγή προς τη Θήβα. Ο Γουλιέλμος νίκησε στη συνέχεια και το στρατό των Βενετσιάνων στους Ωρεούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να ζητήσουν την υπογραφή συμφωνίας για ειρήνη. Ο ηγεμόνας της Αχαΐας έβγαινε προς το παρόν κερδισμένος από το ριψοκίνδυνο παιχνίδι του.
Το 1255, όταν πέθανε η Καριντάνα (Carintana dalle Carceri), η δεύτερη γυναίκα του Γουλιέλμου, ο ηγεμόνας έστρεψε το ενδιαφέρον του προς την ωραία Ελληνίδα Αννα, κόρη του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Κομνηνού, την οποία και παντρεύτηκε. Φιλοδοξούσε να αναστήσει το βασίλειο της Θεσσαλονίκης και να γίνει κυρίαρχος ολόκληρης της Ελλάδας από τη Μακεδονία ως το Ταίναρο. Ομως τα πράγματα πήραν αυτή τη φορά άλλη τροπή. Ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Μιχαήλ Παλαιολόγος, επιθυμώντας να καταλύσει τη Λατινική αυτοκρατορία της Ρωμανίας και να βασιλέψει στο Βυζάντιο έστειλε τον αδελφό του Ιωάννη με στρατό ενάντια στον Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β'. Αυτός δεν δέχτηκε την ειρήνη που του πρότειναν οι απεσταλμένοι, αλλά ζήτησε, το 1257, τη βοήθεια των δύο γαμπρών του, του Μάνφρεντ Χοενστάουφεν (Hohenstaufen), βασιλιά των δύο Σικελιών και του Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου της Αχαΐας. Ο Μάνφρεντ έστειλε σε βοήθεια του πεθερού του τετρακόσιους πάνοπλους Γερμανούς ιππότες. Ο ατρόμητος Γουλιέλμος έφτασε αυτοπροσώπως στην Ηπειρο, οδηγώντας μεγάλη στρατιωτική δύναμη από Φράγκους και Έλληνες του Μοριά. Γύρω του συντάχθηκαν και στρατεύματα της Εύβοιας και του Αιγαίου, καθώς επίσης ο Ριχάρδος της Κεφαλλονιάς, ο Θωμάς Β΄ Ωτρεμενκούρ (Autremencourt) κύριος των Σαλόνων και ο Ουμπερτίνο της Βοδονίτσας.
Η σύγκρουση με τις δυνάμεις του αυτοκράτορα, που είχαν επικεφαλής τον αδελφό του Ιωάννη και αποτελούνταν από ξένους κυρίως μισθοφόρους (Γερμανούς, Σέρβους, Ούγγρους, Βούλγαρους, Τούρκους και Κομάνους), έλαβε χώρα το 1259 στην πεδιάδα της Πελαγονίας, κοντά στην Καστοριά της Δυτικής Μακεδονίας. Ο νόθος γιος του δεσπότη της Ηπείρου, Ιωάννης, εγκατέλειψε ξαφνικά, λόγω προσωπικής παρεξήγησης με τον Γουλιέλμο, και τάχθηκε με το μέρος του εχθρού παίρνοντας μαζί το στρατό του, αποτελούμενο κυρίως από σκληροτράχηλους Βλάχους της Θεσσαλίας. Μετά την προδοτική αυτή ενέργεια, ο ίδιος ο Δεσπότης Μανουήλ εγκατέλειψε νύχτα το στρατόπεδο του Γουλιέλμου και έφυγε για τη Λευκάδα, αφήνοντας μόνους τους Φράγκους της Αχαΐας. Στην αμφίρροπη αρχικά και σκληρή μάχη που ακολούθησε, η πλάστιγγα έγειρε τελικά προς το μέρος των αυτοκρατορικών στρατευμάτων, όταν ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος, στρατηγός του Ιωάννη, βλέποντας τους Γερμανούς του να θερίζονται από τους Φράγκους, έδωσε εντολή στους Ούγγρους και τους Κομάνους τοξότες να στοχεύουν τα άλογα των Φράγκων ιπποτών. Αυτά χτυπημένα από τα βέλη άρχισαν να σωριάζονται στο έδαφος μαζί με τους καβαλάρηδες.
Ο Γοδεφρείδος ντε Μπρυγιέρ (Geoffrey I de Briel ή de Bruyere), ανιψιός του Γουλιέλμου και ηγεμόνας της Καρύταινας, καθώς και ο ίδιος ο Γουλιέλμος που έσπευσε να τον βοηθήσει σε μια δύσκολη στιγμή της μάχης, πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ελάχιστοι σώθηκαν από το στρατό των Φράγκων και κατάφεραν να γυρίσουν σε άθλια κατάσταση στο Μοριά.
Ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος συνέχισε την νικηφόρο πορεία του προς Νότον καταλαμβάνοντας την Ηπειρο, τη Θεσσαλία και τη Θήβα. Στη Θήβα τον εγκατέλειψε ο προδότης νόθος γιος του δεσπότη της Ηπείρου, Ιωάννης, και ενώθηκε με τον φυγά πατέρα του, ο οποίος ένα μόνο χρόνο μετά την καταστροφική μάχη της Πελαγονίας είχε καταφέρει να συνέλθει, ενισχυμένος με στρατό από τον γαμπρό του Μάνφρεντ Χόενσταουφεν. Εστειλε το γιο του Νικηφόρο ενάντια στον αυτοκρατορικό στρατό, τον οποίο κατατρόπωσε, συλλαμβάνοντας μάλιστα αιχμάλωτο τον Στρατηγόπουλο.
Ακολούθησε σύντομη ανακωχή με ανταλλαγή αιχμαλώτων και νέα νικηφόρος επίθεση του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ, ο οποίος αιχμαλώτισε αυτή τη φορά τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Το 1263, ωστόσο, ο αδελφός του αυτοκράτορα, Ιωάννης, νίκησε τον Μιχαήλ Β΄ της Ηπείρου υποχρεώνοντάς τον στην υπογραφή συνθήκης ειρήνης. Την περίοδο αυτή, ο Μιχαήλ έχτισε με παρακίνηση της γυναίκας του Θεοδώρας και με αρχιμάστορα τον Νικολό Καρούλη το Γαλαξείδι, σύμφωνα με το Χρονικό του Γαλαξιδίου (φ.5-φ.6).
Ο ηγεμόνας του Μοριά και οι άλλοι επιφανείς αιχμάλωτοι της δραματικής μάχης στην Πελαγονία μεταφέρθηκαν στη Λάμψακο και από κει στον αυτοκράτορα Μιχαήλ, ο οποίος πρόσφερε στον Γουλιέλμο χρήματα για αγορά κτημάτων στη Γαλλία με αντάλλαγμα τον Μοριά και την ελευθερία του. Η άρνηση του περήφανου Γουλιέλμου είχε ως συνέπεια να φυλακιστεί μαζί με αρκετούς βαρόνους συντρόφους του και να μείνει στην Πόλη για τρία ολόκληρα χρόνια. Η πριγκηπέσσα Αννα Κομνηνή της Ηπείρου, σύζυγος του Γουλιέλμου, και οι Φράγκοι του Μοριά, ανήσυχοι από τις δυσάρεστες εξελίξεις και φοβούμενοι εξέγερση των Ελλήνων στην Πελοπόννησο, πρόσφεραν στον δούκα της Αθήνας Γκυ Α΄ τη θέση του βάιλου της Αχαΐας. Αυτός την αποδέχτηκε και προχώρησε αμέσως σε απελευθέρωση των δύο τριτημόριων της Εύβοιας, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση της χώρας.
Η Κωνσταντινούπολη στο διάστημα αυτό είχε ανακτηθεί από τους Ελληνες του «νέου Κωνσταντίνου», όπως αποκαλούσαν τώρα τον αυτοκράτορα Μανουήλ Η΄ Παλαιολόγο. Η λατινική αυτοκρατορία της Ρωμανίας είχε οριστικά καταλυθεί. Ο τελευταίος Λατίνος αυτοκράτορας Μπάλντουιν (Baldwin) Β΄ έφτασε φυγάς στο Νεγρεπόντε (τη Χαλκίδα), από κει πορεύτηκε προς τη Θήβα και σταμάτησε για λίγο στην Αθήνα για να αποχαιρετήσει τον δούκα Γκυ Α΄ και τους υπόλοιπους Φράγκους πρώην υπηκόους του, που είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Αναχώρησε τελικά με πλοίο από τον Πειραιά για την Ευρώπη με ενδιάμεσο μόνο σταθμό τη Μονεμβασία.
Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ ήλθε σε νέα συνεννόηση με τον σκληροτράχηλο φυλακισμένο Γουλιέλμο Βιλεαρδουίνο και κατάφερε αυτή τη φορά να του αποσπάσει την υπόσχεση παραχώρησης των κάστρων της Μονεμβασίας, του Μυστρά και της Μάινας, προσφέροντάς του σε αντάλλαγμα την ελευθερία του και τον τίτλο του Μεγάλου Δομέστικου. Ο Γκυ Α΄, δούκας της Αθήνας και βάιλος τώρα της Αχαΐας, συγκάλεσε αμέσως τη Μεγάλη Κούρτη στο Νίκλι (την Τεγέα) για να αποφασίσει το μέλλον της ηγεμονίας μετά την υποχώρηση του Γουλιέλμου και τη συγκατάθεσή του να παραδώσει τα τρία κάστρα στον αυτοκράτορα. Στην Κούρτη συγκεντρώθηκαν κυρίως οι χήρες και οι γυναίκες των βαρόνων που είχαν πέσει ηρωικά ή αιχμαλωτιστεί στη μάχη της Πελαγονίας, με εξαίρεση τον Λογοθέτη (καγκελλάριο) της Αχαΐας Λεονάρδο de Veroli του Λατίου και τον Πέτρο de Vaux.
Χάρη στην ψήφο των γυναικών αποφασίστηκε σε αυτή την «Κούρτη των Κυράδων», όπως ονομάστηκε, να παραδοθούν τα τρία κάστρα που είχε υποσχεθεί ο Γουλιέλμος στον αυτοκράτορα και να σταλούν ως όμηροι στην Πόλη η Μαργαρίτα, κόρη του Ζαν ντε Νεϊγύ, πρωτοστράτορα (στρατηγού) της Αχαΐας, καθώς και η αδελφή του Ζαν ντε Σωντερόν, μεγάλου κοντόσταβλου της Αχαΐας και ανεψιού του αιχμάλωτου ηγεμόνα.
Ο Γουλιέλμος, ελεύθερος πια, επέστρεψε στο Μοριά και έγινε δεκτός με τιμές στο Νεγρεπόντε από τον πρώην αντίπαλό του, Γκυ Α', δούκα της Αθήνας. Στη Θήβα, στο σπίτι του Φράγκου αρχιεπισκόπου Ερρίκου κλείστηκε συνθήκη μεταξύ του ηγεμόνα της Αχαΐας, των Βενετών και των τριτημόριων της Εύβοιας, με την οποία τα πράγματα γύριζαν στο προηγούμενο status quo ως προς την κατανομή των εδαφών και τη διοίκησή τους. Εκλεισαν εύκολα τις διαφορές τους οι Φράγκοι, γιατί είχαν να αντιμετωπίσουν την ισχυρή νεοσύστατη Βυζαντινή αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Οι Βενετοί υποχώρησαν περισσότερο από φόβο προς τους εχθρούς τους Γενοβέζους, οι οποίοι με τη συνθήκη του Νυμφαίου της Λυδίας που είχαν κλείσει με τον αυτοκράτορα το 1261 ένα χρόνο πριν από την πτώση της Πόλης, είχαν αναδειχθεί σε υπολογίσιμη δύναμη στο χώρο του ανατολικού εμπορίου, απειλώντας με εκτοπισμό του Βενετούς.
Το 1262 εγκαταστάθηκε στον Μυστρά αυτοκρατορικός αντιπρόσωπος με τον τίτλο «Κεφαλή της κατά την Πελοπόννησον χώρας και των κάστρων της Βασιλείας» με αυλή Βυζαντινών αξιωματούχων γύρω του, ενώ καθιερώθηκε ως αρχή και ο στρατηγός (πρωτοστράτορας). Οι Ελληνες ορθόδοξοι κάτοικοι της Πελοποννήσου αναθάρρησαν μετά την παράδοση των κάστρων της Μονεμβασίας του Μυστρά και της Μαΐνης και άρχισαν να γίνονται επιθετικοί. Τα λατινικά μοναστήρια, που έτυχε να βρίσκονται απροστάτευτα μακριά από τις οχυρωμένες πόλεις, λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν. Οι καλόγριες του Κιστερκιανού τάγματος που είχαν εγκατασταθεί στο μοναστήρι Santa Maria de Verge στη Μεθώνη διώχτηκαν και κατέφυγαν το 1267 στο Μπρίντεζι.
Ο Γουλιέλμος δεν ήταν δυνατόν να μείνει αδρανής. Την ίδια χρονιά (1262) οργάνωσε μια υπεροπτική επίδειξη δύναμης, διασχίζοντας έφιππος με εντυπωσιακή ακολουθία την κοιλάδα του Ευρώτα μπροστά στα έκπληκτα μάτια των φρουρών του Μυστρά, που θορυβημένοι κάλεσαν τους Μελιγγούς του Ταϋγέτου σε βοήθεια και έστειλαν αγγελιοφόρο στον αυτοκρατορικό διοικητή της Μονεμβασίας. Εκείνος με τη σειρά του ενημέρωσε τον ίδιο τον αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη για μονομερή παραβίαση της ειρήνης εκ μέρους των Φράγκων. Ο αυτοκράτορας έστειλε αμέσως στρατό από 1500 Τούρκους και αρκετούς σκληροτράχηλους Ελληνες της Μικράς Ασίας με επικεφαλής τον αδελφό του, Κωνσταντίνο, και τους αξιωματούχους Φιλή και Μακρηνό. Στόλος με ναύαρχο τον Φιλανθρωπηνό και πληρώματα από Τσάκωνες και Γασμούλους επιτέθηκε στα φραγκοκρατούμενα νησιά του Αιγαίου και τις νότιες ακτές της Πελοποννήσου με τη σύμπραξη των Γενοβέζων. Ο Γουλιέλμος ενισχύθηκε μόνο από τον Γουλιέλμο ντα Βερόνα, τριτημόριο βαρόνο της Εύβοιας και από μικρό σώμα αθηναϊκού στρατού. Ο Γοδεφρείδος ντε Μπρυγέρ, βαρόνος της Καρύταινας, «το ωραιότερο λουλούδι της αχαϊκής ιπποσύνης», που θέριζε τους εχθρούς «όπως τη χλόη στο λιβάδι», σύμφωνα με το Χρονικό του Μορέως, παρά την πρόσκληση του θείου του ηγεμόνα της Αχαΐας, δεν προσήλθε, γιατί έλειπε για προσωπική του υπόθεση στην Απουλία.
Ο αυτοκράτορας έστειλε ενισχύσεις στον αδελφό του, Ιωάννη, και τους στρατηγούς του στο Μοριά, συνοδευόμενες από τον ικανότατο στρατιωτικό Μιχαήλ Καντακουζηνό, που καταγόταν από παλιά οικογένεια της Μεσσηνίας. Στόχος των Βυζαντινών ήταν η Ανδραβίδα, η πρωτεύουσα των Φράγκων στο Μοριά. Στην πορεία τους προς τα εκεί πυρπόλησαν το Λατινικό μοναστήρι της Παναγίας της Ισοβας στην κοιλάδα του Αλφειού και στρατοπέδευσαν στην Πρινίτσα, κοντά στην Ολυμπία. Εκεί συγκρούστηκαν με μικρό σώμα 312 Φράγκων με διοικητή τον Ζαν ντε Κουταβάς, ο οποίος υπέφερε από χρόνια ρευματοπάθεια. Με τη σύζυγο του Κουταβάς περιδιάβαζε στην Ιταλία ο εραστής της ντε Μπρυγιέρ. Παρά τους ρευματικούς πόνους του, ο ντε Κουταβάς όρμησε έφιππος και ασπροντυμένος στη σκηνή του Κωνσταντίνου και οδήγησε τελικά τους Φράγκους στη νίκη. Oι έντρομοι Ελληνες το έβαλαν στα πόδια γιατί πέρασαν για τον ίδιο τον Αϊ-Γιώργη τον ασπροντυμένο δρακοντοκτόνο καβαλάρη. Ο Κωνσταντίνος Καντακουζηνός κατάφερε να ξεφύγει καβάλα σ’ ένα γρήγορο τουρκικό άτι και μέσα από πλάγια μονοπάτια να φτάσει στο Μυστρά, ενώ οι σαστισμένοι στρατιώτες του έτρεχαν να σωθούν στα γύρω δάση.
ΠΗΓΗ: https://www.eleftheriaonline.gr
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.