20 Απριλίου 2025

Πάντα οι άλλοι θα είμαστε...και όσο δεν το αποδεχόμαστε,τόσο η συλλογική μας οδύνη θα βαθαίνει .

Του Βασίλη Λαμπόγλου 

Χθες το βράδυ, καθόμουν σε ένα εστιατόριο της γειτονιάς. Κρατούσα ακόμη το πιρούνι στο χέρι όταν την είδα να περνάει. Μια μεσήλικη γυναίκα, αδύνατη, μαυροντυμένη, με εκείνο το βλέμμα που έχει εγκαταλείψει από καιρό την ελπίδα, αλλά όχι την αξιοπρέπεια. Στάθηκε διστακτικά, σαν να ζύγιζε αν θα απευθυνθεί σε κάποιο τραπέζι. Πριν προλάβω να βάλω το χέρι στην τσέπη, η κυρία στο διπλανό τραπέζι γλίστρησε τον ψίθυρό της μέσα στο αυτί μου: «Μην της δίνετε. Δεν έχει ανάγκη. Αν της δώσετε, θα έρχεται συνέχεια. Το έχει ξανακάνει. Ζητάει και φαγητά…»

Και εγώ δεν έδωσα.

Ένα μικρό, σχεδόν ανεπαίσθητο “όχι” – όχι με το στόμα, αλλά με το χέρι που έμεινε μέσα στην τσέπη, με το βλέμμα που αποσύρθηκε, με την καρδιά που σκλήρυνε για μια στιγμή – αλλά αρκετό για να γείρει το ζύγι της ζωής λίγο προς τον θάνατο.

Το πρωί, έβλεπα έναν μοναχό μακρυά από την μονή της μετανοίας του, σε μια σύναξη της πόλης, αποτυπωμένη  βέβαια στο YouTube, με σταθερή φωνή να λέει : «Οι περισσότεροι που γυρνούν στο δρόμο έτσι ξέρουμε δεν έχουν ανάγκη πραγματική. Ζουν από αυτό. Είναι συνήθεια». 
Και αναπαύτηκα. Σαν να επιβεβαιώθηκε η επιλογή μου, ο μικρός ενδοιασμός να πάρει την ετικέτα του “ορθολογικού διακρίσεως”.

Και τώρα, το απόγευμα, καθώς επιστρέφω από τα τελευταία ψώνια για το πασχαλινό τραπέζι, τη βλέπω. Ξαπλωμένη στο πεζοδρόμιο. Νεκρή. Από πάνω της δυο άνθρωποι, σκυμμένοι, βεβαιώνουν τον θάνατο.

Δεν πρόλαβα να ρωτήσω το όνομά της. Δεν πρόλαβα να της πω: “Δεν ξέρω αν έχεις ανάγκη, αλλά εγώ έχω την ανάγκη να σου δώσω κάτι.”
Δεν πρόλαβα να την κοιτάξω καλά, να διακρίνω αν έμοιαζε περισσότερο με εμένα ή με κάποια μορφή του Χριστού. Ίσως γιατί μοιάζει τόσο η μια με την άλλη.

Και τώρα τι να κάνω απόψε; Πάω στην Ανάσταση; Κοινωνώ ε;
Μπορεί ο Χριστός να έχει περάσει από το ίδιο εκείνο τραπέζι, να έστρεψε τα μάτια Του σ’ εμένα, και εγώ –προς χάριν της τάξεως, της ασφάλειας, της “διάκρισης”– Τον προσπέρασα. Όχι γιατί δεν τον αναγνώρισα, αλλά γιατί μια φωνή δίπλα μου ήταν πιο εύκολα πιστευτή από την εντολή Του: «Πεινώντα εἴδες, καὶ ἐνέθαλψας;»

Σε μια πόλη όπου η φτώχεια διαγωνίζεται με την αδιαφορία, το ερώτημα δεν είναι αν έχει ανάγκη εκείνη, αλλά αν έχουμε ανάγκη εμείς να ξαναγίνουμε άνθρωποι.

Σε έναν κόσμο όπου ο άστεγος θεωρείται ενόχληση, και όχι προεικόνιση της ίδιας μας της πτώσης, το ερώτημα είναι πόσες φορές θα ξανασταυρώσουμε Εκείνον που «ούτε την κεφαλήν έχει που κλίνει».

Σε μια κοινωνία που προστατεύει τα μαγαζιά της από τους πεινασμένους, αλλά όχι τους πεινασμένους από την πείνα, το ερώτημα δεν είναι ποιοι πεθαίνουν, αλλά ποιοι ήδη νεκρώθηκαν μέσα μας.

Σήμερα το βράδυ, στην Ανάσταση, να την θυμηθώ.
Όχι σαν φάντασμα ενοχής, αλλά σαν πρόσωπο με όνομα που δεν γνώρισα,
που με δίδαξε χωρίς να πει κουβέντα:
ότι το Ευαγγέλιο δεν είναι λέξεις
αλλά η στιγμή που βγάζεις το χέρι απ’ την τσέπη.

Ή που δεν το βγάζεις.

Ανάσταση δεν είναι η τελετή. Είναι η ευκαιρία να ξανασυναντήσεις εκείνη που πέθανε και να της πεις:
«Συγχώρεσέ με. Το σώμα και το αίμα που πήρα απόψε, το χρωστάω σ’ εσένα.»

Καλή Ανάσταση!

Υ.Γ. Κι αν η Γη μοιάζει τόσο μικρή δίπλα στον K2-18b, αν όντως υπάρχουν άλλοι κόσμοι, άλλες ζωές, άλλες ιστορίες,
εδώ —στη δική μας στρογγυλή μοναξιά— μια γυναίκα πέθανε σιωπηλά, και κανείς πλανήτης, όσο μαγικός κι αν είναι,
δεν θα μπορέσει ποτέ να εξιλεώσει τη δική μας απουσία.

Μόνο αν μάθουμε να βλέπουμε τους κόσμους που περνούν δίπλα μας,
πριν χαθούν από το οπτικό μας πεδίο —
ίσως τότε αξίζει να σηκώσουμε το βλέμμα προς τα αστέρια.



Ο Manos Lambrakis  μας θέτει το καίριο ερώτημα..."αν έχουμε ανάγκη εμείς να ξαναγίνουμε άνθρωποι".
Αντέχουμε την ερώτηση?
Αντέχουμε την αλήθεια?
Πάντα οι άλλοι θα είμαστε...και όσο δεν το αποδεχόμαστε,τόσο η συλλογική μας οδύνη θα βαθαίνει .
Καλή Ανάσταση (μας)...
ΠΗΓΗ: https://www.facebook.com/share/p/18qnTpzvFn/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.