30 Ιουνίου 2025

Στον Θεό που εμπιστεύεσαι




*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Τον Κύριο να εμπιστεύεσαι με όλη σου την καρδιά
και στην δική σου σύνεση να μην στηρίζεσαι.

ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ 3:5

Κάποτε στην Αθήνα γνώρισα τον Γκάμπριελ, έναν Αιθίοπα φοιτητή της Ιατρικής. «Όταν τελειώσω», έλεγε, «θα γυρίσω στην χώρα μου να βοηθήσω τους συμπατριώτες μου που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Υπάρχει πολλή δυστυχία εκεί κάτω». Αυτό ήταν τ’ όνειρό του.

Κάναμε συχνά παρέα και μιλούσαμε για πράγματα που μιλιούνται δύσκολα. Κι αν μιληθούν, δεν απαντιούνται εύκολα.

Ήμουν οργισμένο νειάτο, πνεύμα σπινθηροβόλο κι ετοιμοπόλεμο. Ήθελα να γίνω η άμμος κι όχι το λάδι στα γρανάζια του συστήματος. Ήξερα, βέβαια, πως το σύστημα είναι πολυπρόσωπο και πολυδαίδαλο –η μυθική Λερναία Ύδρα: ένα κεφάλι κόβεις, δύο φυτρώνουν στο διηνεκές– κι έχει εκπαιδεύσει τον καθένα μας να το υπηρετεί, όπως φέρνει το σκυλάκι τις παντόφλες στον αφέντη του. Είμαστε ελεύθεροι να επιλέγουμε τον αφέντη που θα μας σκλαβώσει και νομίζουμε την σκλαβιά μας για ελευθερία. Και το χειρότερο; Το γνωρίζουμε αυτό, αλλά δεν πιστεύουμε πως είναι αλήθεια. Γιατί το σύστημα –το λέει και η λέξη– έχει σύστημα, που δουλεύει εμφανώς και υπογείως –με ακρίβεια μηχανισμού ελβετικού ρολογιού– ενώ εμείς είμαστε σκορποχώρι. Κι ο σκοπός του συστήματος είναι ακριβώς αυτός: να παραμείνουμε σκορποχώρι.

Οδηγοί μου τα διαβάσματά μου.

Ξεκίνησα με Καζαντζάκη. Ξετίναξα το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» του Νίτσε και το «Άκου ανθρωπάκο» του Βίλχελμ Ράιχ. Συνέχισα με «Τα κατά συνθήκην ψεύδη» του Μαξ Νορντάου, με Μπακούνιν και Μαρξ. Καταβρόχθισα τους Μπρεχτ, Όργουελ, Καστοριάδη, Καμύ. Ξεκοκάλισα «Παλαιά», «Καινή Διαθήκη», «Κοράνι» κι εντρύφησα στην «Θιβετιανή» κι «Αιγυπτιακή Βίβλο των Νεκρών». Ξεψάχνισα Βούδα και Προσωκρατικούς. Ρούφηξα τα θεολογικά βιβλία του αδερφού μου μέχρι ενός και συναρπάστηκα απ’ τα συγγράμματα του αείμνηστου Κωνστ. Ε. Παπαπέτρου: «Η ορθόδοξη απολογητική εις την εποχήν μας», «Περί το πρόβλημα του αγαθού και του κακού εκ της απόψεως του όλου», «Η ουσία της θεολογίας», «Είναι η θεολογία επιστήμη;», «Ο μηδενισμός – η γένεσις και η υπέρβασίς του».

Με τέτοια διαβάσματα, έκανα σκόνη τον Γκάμπριελ, ο οποίος προσπαθούσε να με αντιπαλέψει με κάτι βιβλικές περικοπές, σαν ένα κουνούπι που επιχειρεί να καταρρίψει ελικόπτερο.

«Δεν είμαι θρήσκος», του έλεγα «– ακριβώς το αντίθετο! Τριβελίζουν το μυαλό μου υποψίες φριχτές: Αν οι Γραφές λεν αλήθεια, κι ο Θεός έφτιαξε τον Αδάμ και την Εύα, κι αυτοί με την σειρά τους γέννησαν τον Κάιν και τον Άβελ, τότε πώς συνεχίστηκε το ανθρώπινο είδος; Ή τα παιδιά κοιμήθηκαν με την μητέρα τους ή με τις αδερφές τους, που αργότερα θα έκανε ενδεχομένως η Εύα. Άρα, και στις δύο περιπτώσεις, ο κόσμος είναι απόρροια αιμομιξίας, την οποία η εκκλησία… αντιμάχεται!

»Και να ’ταν μόνον αυτό! Αν ο Θεός είναι αγάπη, τότε γιατί έκανε τον Κατακλυσμό του Νώε και κατέστρεψε την ανθρωπότητα; “Γιατί ήταν αμαρτωλή”, θα μου πεις. Ε, και; Μήπως τώρα δεν είναι; Κι αν ο Θεός λογαριάζεται πάνσοφος, όπως λένε, δεν ήξερε τι θα συμβεί; Κι αν το ήξερε, γιατί δεν το εμπόδισε; “Γιατί σέβεται την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου”, θα πεις. Αν την σέβεται, τότε γιατί δεν σεβάστηκε και την ελεύθερη βούληση των ανθρώπων να αμαρτήσουν και τους έπνιξε σαν γατσούλια στον Κατακλυσμό, όπως τους αφάνισε σαν σκνίπες στα Σόδομα και στο Γόμορρα;

»Και καλά, ας πούμε πως η ελεύθερη βούλησή μου είναι να ξαναγίνω τίποτα, μηδέν, αγέννητος όπως ήμουν, μπορώ; Ε, όχι! Ή θα είμαι μαζί του ή με τον Εξαποδώ. Αν κι ο Θεός κι ο Εξαποδώ δεν μου φαίνονται και πολύ… έξω από δω!

»Το σύστημα έφτιαξε την θρησκεία, φίλε μου, δικλίδα ασφαλείας της… έντρομης τάξης των συνταγμάτων και των νόμων, ώστε να μην ξεφεύγει η ανθρωπότητα απ’ τον αόρατο κλοιό που την μάντρωσαν. Χρήσιμο το «αόρατο», αλλά εξόφθαλμα ορατό: ανθρωπομηχανή, που κάνει το κρέας κιμά ψιλοκομμένο για κεφτέδες.

»Τυχαία, λες, η εξουσία και η θρησκεία πάνε μαζί; Το ίδιο το Σύνταγμα ξεκινά με την φράση: «Εις το Όνομα της Αγίας Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος», μα στ’ Όνομά Της ξεσπιτώνουν τον κόσμο και τον πετούν σαν σκουπίδι στον δρόμο, δίχως ένας παπάς να βρεθεί να σταματήσει τα ΜΑΤ. Πολλοί, όμως, βρίσκονται παπάδες να κάψουν τα σινεμά που προβάλλουν τον Τελευταίο Πειρασμό και ν’ απαιτήσουν τον αφορισμό του Καζαντζάκη. Μωρέ, εφαρμοσμένος χριστιανισμός! Συγκινήθηκα τώρα, σαν εικόνα που δακρύζει και μάλιστα χωρίς σωληνάκια…»

Όπως καζάνι που βράζει στον πάτο της κόλασης, εξαπέλυα τους κεραυνούς μου –όμοιους με του Δία πατέρα, που δεν διέφερε πολύ απ’ τον θυμωμένο Γιαχβέ– επιστρατεύοντας επιχειρήματα υπέρ των λόγων μου από τα ίδια τα κείμενα της εκκλησίας που κατά καιρούς επικαλούνταν ο Γκάμπριελ:

«Κάθε άνθρωπος ας υποτάσσεται εις τας ανωτέρας εξουσίας της πολιτείας, τους άρχοντας δηλαδή, που είναι φορείς αυτής της εξουσίας, διότι δεν υπάρχει εξουσία μέσα εις την κοινωνίαν, που να μην απορρέει από τον Θεόν· οι άρχοντες, που ασκούν σήμερον τας εξουσίας, έχουν ταχθεί από τον Θεόν. Ώστε εκείνος που αντιτάσσεται εις την εξουσίαν, αντιτίθεται εις την διαταγήν του Θεού· δι’ αυτό δε και όσοι αντιτάσσονται θα επισύρουν επάνω τους την τιμωρίαν που τους πρέπει».

Φτωχέ μου Γκάμπριελ! Σαν αρνί που βοσκάει σε ουράνια λιβάδια με κοίταζες όταν σου έλεγα:

«Προς Ρωμαίους Επιστολή Παύλου, 13, 1-2. Κατάλαβες τώρα; Εξουσία και θρησκεία πάνε μαζί, χέρι-χέρι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν!

»Βεβαίως, θα μου πεις, πως φτάνει να ρίξω γύρω μου μια ματιά και θα δω παντού το θαύμα της ζωής: στο πολύπλοκο μάτι της πεταλούδας, που είναι ικανό να συντρίψει έναν άθεο ή στους ουρανούς, που διηγούνται δόξαν Θεού. Ακόμα και μέσα μου να κοιτάξω: στον οργανισμό μου, που λειτουργεί σαν τον τελειότερο υπολογιστή, θα το διαπιστώσω. Και θα μου πεις, και πάλι, πως χρειάζεται πολλή πίστη για να είναι κανένας άθεος.

»Σκέψου, όμως, αν όλο αυτό μέσα μας και γύρω μας είναι τόσο τέλειο, που θα ήταν αδύνατον να υπάρξει από μόνο του, πόσο πιο αδύνατον θα ήταν να υπάρξει από μόνος του, αγέννητος και αδημιούργητος, ο ίδιος ο κατασκευαστής αυτής της τελειότητας; Έλα τώρα, σιγά που δεν το έχεις σκεφτεί!»

«Ναι, αλλά το Ευαγγέλιο…» μου τσαμπούναγε αυτός.

«Ποιο Ευαγγέλιο; Αντίγραφα αντιγράφων και αντιγράφων αντίγραφα! Κι όπου συνέφερε αποκρύφτηκαν ή περικόπηκαν ή αποκηρύχτηκαν. Σκέψου πως η ανάσταση του Λαζάρου –ένα κορυφαίο γεγονός– περιγράφεται μόνον στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, κεφάλαιο 11, στίχοι 1-45. Ο κάθε ευαγγελιστής προσαρμόζεται στις απαιτήσεις του κοινού του, όπως ακριβώς κι ένας σύγχρονος συγγραφέας. Ο ένας φρόντιζε ν’ αρέσει στους Ρωμαίους, ο άλλος στους Εβραίους ή στους Έλληνες, προσθέτοντας ανάλογες εκφράσεις, συμβάντα ή θαύματα. Κι ενώ λέει ο Ιησούς πως δεν ήρθε να καταργήσει τις Γραφές αλλά να τις εκπληρώσει και πως ούτε ένα ιώτα δεν θ’ άλλαζε απ’ αυτές –δηλαδή ούτε ένα σημείο στίξης στα εβραϊκά, μια άνω τελεία, ας πούμε– στην ουσία καταργεί ή συμπληρώνει μεγάλο μέρος της “Παλαιάς” με την “Καινή Διαθήκη”. Οι αντιγραφείς πάλι, έκαναν την ανάλογη κοπτική-ραπτική. Όταν επικαλείσαι τα Ευαγγέλια –ή οποιοδήποτε άλλο θρησκευτικό ή πολιτικό μανιφέστο για να υποστηρίξεις την πίστη σου, είναι σαν να επικαλείσαι την προπαγάνδα μιας επιχείρησης, την διαφημιστική της καμπάνια, για ν’ αποδείξεις πως είναι καλύτερη από μιαν άλλη!»

Ο Γκάμπριελ μειδιούσε ως συνήθως και μου έσπαγε τα νεύρα, λες κι ήξερε κάτι που εγώ αγνοούσα, ενώ αγνοούσε όσα εγώ ήξερα. «Είναι μεγάλη νεύρωση η θρησκεία», το είχε διαπιστώσει ο Φρόυντ. Είναι «το όπιο του λαού», το είχε διατυπώσει ο Μαρξ. Ένα εκτροφείο προβάτων, πριν καταλήξουν στον χασάπη – νομίζοντας πως τ’ αρμέγει, πως τους κόβει το μαλλί και πως τα σφάζει απ’ αγάπη! Αμνοί αμέριμνοι που βοσκολογάνε το χορταράκι τους και μασουλάνε τον σανουλάκο τους, εθισμένοι στην ντοπαμίνη της άγνοιάς τους. Α, ρε έρμοι ελπιδολάτρες και παραδεισολιγούρηδες θεολάγνοι! Απ’ την μια σατανοφοβούμενοι κι απ’ την άλλη διαολοκαβαλημένοι!

Αυτά κι άλλα πολλά δεν με άφησαν ποτέ να θρησκέψω. Πάντα, όμως, ένιωθα μέρος του προαιώνιου μυστικού, αριθμός μιας μαθηματικής σχέσης, βάσει της διδασκαλίας των Πυθαγορείων πως τα στοιχεία των αριθμών είναι στοιχεία όλων των όντων. Κάτι εκπληκτικό συμβαίνει εδώ μέσα –στο σώμα μου– κι εκεί έξω – στο σύμπαν. Κάτι τόσο ασύλληπτο, που ακόμα και η πιο ευφάνταστη σκέψη, μπροστά του θα έμοιαζε απλοϊκή. Κι απολάμβανα την ανεξήγητη αυτήν μαγεία, μη κλείνοντάς την στο καλούπι μιας οποιασδήποτε πίστης τεμαχισμένης, αλλά δημιουργώντας της άπειρο χώρο για να υπάρξει μέσα μου ολόκληρη. Μόνον τα παιδιά κι οι ερωτευμένοι καταλαβαίνουν το άπειρο –ίσως γιατί χρειάζεται και απειρία: «η πείρα μού ξέμαθε τον κόσμο», όπως λέει ο Ελύτης– κι ίσως-ίσως κι οι ποιητές, όταν είναι αγνοί σαν τα παιδιά και αθώοι σαν τους ερωτευμένους.

Ο Γκάμπριελ μ’ εκνεύριζε αφάνταστα όταν μειδιούσε αντί να επιχειρηματολογεί και μου τίναζε κυριολεκτικά τα μυαλά στον αέρα όταν σιωπούσε…

Κάποτε παραλίγο να πάθω έμφραγμα με την διαβολεμένη πραότητά του κι άρχισα να ωρύομαι σαν λύκος στο φεγγαρόφωτο! Θυμάμαι μόνον την τελευταία, επαναλαμβανόμενη, λες και κόλλαγε η βελόνα, φράση μου:

«Δεν πιστεύω, δεν πιστεύω, δεν πιστεύω!»

Τότε αυτός έριξε το βλέμμα σ’ ένα τρύπιο νόμισμα που είχα κρεμάσει στα κλειδιά μου και ζήτησε να το δει από κοντά.

«Ξέρεις τι γράφει εδώ;» με ρώτησε.

Σιγά μην ήξερα!

Ο Γκάμπριελ το κοίταξε προσεκτικά και είπε:

«Τα γράμματα μοιάζουν αραβικά, αλλά δεν είναι!»

Κατόπιν ξαναρώτησε:

«Πού το βρήκες;»

Δεν θυμόμουν. Υπέθεσα πως κάποιος ναυτικός θα το έφερε μαζί του από ένα ταξίδι κι ίσως το ζήλεψα και μου το χάρισε, τότε που ήμουν ακόμα στο νησί.

«Λοιπόν…» είπε ο Γκάμπριελ, «το νόμισμα έχει άλλη γνώμη για σένα, την αντίθετη απ’ αυτήν που έχεις εσύ για τον εαυτό σου!»

Μιλούσε σαν την Πυθία και άρχισα να εκνευρίζομαι.

Το κατάλαβε και συντόμευσε:

«Τα γράμματα σημαίνουν: “Στον Θεό που εμπιστεύεσαι”! Κατάλαβες, άπιστε Θωμά; Δεν πιστεύεις, αλλά εμπιστεύεσαι!»

«Και ποια η διαφορά μεταξύ “πιστεύω” και “εμπιστεύομαι”;» απόρησα.

«Είναι σαν να κρέμεσαι στον γκρεμό», είπε. «Κάποιος απλώνει το χέρι του. Δεν ξέρεις ποιος είναι, αλλά τον εμπιστεύεσαι και το πιάνεις, χωρίς να καλοεξετάσεις τις προσθέσεις του. Τι άλλο μπορείς να κάνεις εξάλλου, αφού πέφτεις…»

Τον κοίταγα σαν ηλίθιος, ενώ άρχισε να απομακρύνεται μειδιώντας και πάλι.

Προχώρησε λίγα μέτρα κι ύστερα γύρισε και με κοίταξε:

«Πώς με λένε εμένα;» ρώτησε.

«Γκάμπριελ», απάντησα.

«Για σκέψου», είπε. «Γκάμπριελ, δηλαδή Γαβριήλ. Και τι σημαίνει Γαβριήλ; Ξέρεις, έξυπνε;» ξαναρώτησε.

«Τι σημαίνει;» φώναξα δυνατά για να μ’ ακούσει, καθώς απομακρύνονταν πιο γρήγορα τώρα.

Ο Γκάμπριελ έφτασε στο ασανσέρ, πάτησε το κουμπί κι εκείνο σταμάτησε. Μπήκε μέσα. Κι όταν οι πόρτες άρχισαν να κλείνουν –λίγο πριν κλείσουν– είπε κοιτώντας με κατάματα:

«Γαβριήλ σημαίνει: ο άνθρωπος του Θεού!»

Και μ’ άφησε μόνο, απέναντι απ’ την κλειστές πόρτες του ασανσέρ, λες κι ήμουν έξω απ’ τον παράδεισο και μέσα στην αδυναμία μου να πιστέψω.

Την άλλη μέρα χτύπησα την πόρτα του δωματίου του. Μου άνοιξε ένας… Κινέζος!

«Ο Γκάμπριελ;» ρώτησα.

«Ντεν ξέρει!»

Και μ’ άφησε μόνο, έξω απ’ την κλειστή πόρτα του δωματίου –όπως χτες ο Γκάμπριελ έξω απ’ τις κλειστές πόρτες του ασανσέρ– να κοιτάζω το νούμερο 252, το ταμπελάκι που όντως ανήκε στο δωμάτιο του φίλου μου. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως ο φοιτητής απ’ την Αιθιοπία προτιμούσε… τους Κινέζους, μα δεν τον είχα για τοιούτο!

Τον έψαξα στην σχολή του. Πουθενά δεν τον βρήκα.

Είπα τ’ όνομά του. Κανείς δεν τον ήξερε…

Τηλεφώνησα στην μάνα μου:

«Όταν με πήγατε στην μάγισσα να με ξορκίσει για την «ατυχιά», ναι, τότε που ήμουνα μωρό κι έκλαιγα σαν να μου έβανε κάποιος το μαχαίρι στον λαιμό και μ’ έσφαζε, έγινα καλά ή όχι;»

«…..»

«Άσε γιατί τα ψάχνω! Εσύ απάντησέ μου σ’ ό,τι σε ρωτάω».

«……»

«Εξακολουθούσα να κλαίω και με πήγατε στον γιατρό στην Πρέβεζα».

«……»

«Ναι, στον Κυπριωτέλη! Ξέρω, είχα τα εντερικά μου γι’ αυτό έκλαιγα. Τίποτ’ άλλο είχα; Μήπως έβλεπα οράματα, έπαιζα με φανταστικούς φίλους και τέτοια;»

«……»

«Α, ήμουν αλαφροΐσκιωτος! Και μετά πού με πήγατε;»

«……»

«Στον παπά; Να με ξορκίσει;»

Έκλεισα το τηλέφωνο κι έκατσα στο παγκάκι έξω απ’ την Εστία. Ένα ασθενοφόρο στην Ούλωφ Πάλμε ούρλιαζε δαιμονισμένα. Μέσα στην σιδερένια κοιλιά του κάποιος θα πέθαινε, ίσως κιόλας να ’χε πεθάνει. Ξάφνου… ο Γκάμπριελ! Μπροστά μου, ολοζώντανος! Ανέβηκε τα σκαλιά κι έκατσε δίπλα μου. Η σειρήνα του ασθενοφόρου έπαψε ξαφνικά, σαν να κόπηκε στην μέση από σπαθί.

«Πού ήσουν; Σ’ έψαχνα όλη μέρα!» είπα φωνάζοντας.

«Είναι πολλοί που με ψάχνουν», απάντησε, «μα όποιος ψάχνει, βρίσκει».

Μιλούσε ξανά με γρίφους και νευρίασα.

«Πήγα στο δωμάτιό σου κι έμενε ένας Κινέζος και στην σχολή δεν σε ήξερε κανείς!»

«Πήρες τηλέφωνο και την μάνα σου;» ρώτησε ήρεμα.

Τον κοίταξα έκπληκτος. Κι εκείνος χαμογέλασε μυστηριωδώς, όπως πάντα.

«Πού… πού το ξέρεις;» ψέλλισα.

«Ξέρεις πού το ξέρω, απλώς δεν θέλεις να το παραδεχτείς», είπε.

«Τίποτα δεν ξέρω, μ’ ακούς;» ούρλιαξα μες στ’ αυτί του. «Και… να σου πω; Γιατί στην σχολή δεν σε γνώριζε κανείς;»

«Ποιος γνωρίζει σήμερα τους αγγέλους!» απάντησε. Και το μελαψό του πρόσωπο φωτίστηκε άξαφνα, λες κι έπεσε πάνω του ένας προβολέας.

«Ποιος… ποιος είσαι;» ψιθύρισα.

«Πάλι τα ίδια να λέμε;» είπε μελαγχολικά και σηκώθηκε.

Πετάχτηκα κι εγώ πάνω.

«Μια στιγμή! Περίμενε… Εσύ τώρα είσαι άγγελος ή ένας φανταστικός φίλος μου;»

Ακούμπησε το χέρι στον ώμο μου.

«Ένας πραγματικός φίλος, είναι πάντα και λίγο άγγελος!»

«Αλλά πάντα… φανταστικός;»

«Κι οι άλλοι φανταστικούς φίλους έχουν».

«Ναι, αλλά η πραγματικότητα…»

«Η πραγματικότητα δεν υπάρχει, έτσι όπως εσύ τουλάχιστον την φαντάζεσαι…»

«Δεν υπάρχει;»

Άρχισε ν’ απομακρύνεται…

Τον ακολούθησα όπως ένας υπνωτισμένος.

Στάθηκε. Πάλι έξω απ’ την πόρτα του ασανσέρ.

«Ποιος είσαι;» τον ξαναρώτησα.

«Γαβριήλ σημαίνει: ο άνθρωπος του Θεού!» απάντησε. Και πάτησε το κουμπί. Το ασανσέρ σταμάτησε. Οι πόρτες άνοιξαν. Κι εκείνος χύμηξε μέσα λες και τον κυνηγούσαν.

«Δεν ξέρω πια σε τι να πιστέψω!» μονολόγησα.

Κι όταν οι πόρτες άρχισαν να κλείνουν –λίγο πριν κλείσουν– είπε, κοιτώντας τα κλειδιά που κράταγα:

«Στον Θεό που εμπιστεύεσαι!»

Και μ’ άφησε μόνο, απέναντι απ’ την κλειστές πόρτες του ασανσέρ –λες κι ήμουν έξω απ’ τον παράδεισο και μέσα στην αδυναμία μου να πιστέψω– να κοιτάζω το νόμισμα στα κλειδιά μου.

Την ίδια μέρα συνάντησα έναν Άραβα φοιτητή, που παίζαμε μαζί καμιά φορά μπάλα στο γήπεδο.

«Τι γράφει εδώ;» τον ρώτησα, δείχνοντάς του το νόμισμα.

Το κοίταξε κάμποσο.

«Μοιάζουν αραβικά, αλλά δεν είναι. Μάλλον προς εβραϊκά φέρνουν. Να μην σου πω προς αραμαϊκά!»

«Αραμαϊκά;» απόρησα.

«Η αραμαϊκή ήταν η γλώσσα που μιλούσαν οι Ιουδαίοι της εποχής του Χριστού», είπε ο φοιτητής.

Κοιτώντας τον ν’ απομακρύνεται, δεν είχα ιδέα αν όντως τον έβλεπα ή τον φανταζόμουν, όπως τον Γκάμπριελ, αν όντως παίζαμε μπάλα μαζί καμιά φορά ή πώς τον έλεγαν. Φαντάζεστε να τον ρώταγα και να μου έλεγε κανένα παράξενο όνομα, που σήμαινε «ο άγγελος της ειρήνης» ή «του Τάγματος των Θρόνων»;

Βρισκόμουν επί της Ούλωφ Πάλμε –πρώην Ισσού– όταν έβγαλα το νόμισμα απ’ τα κλειδιά μου και το κράτησα στο χέρι. Το ζύγισα μια στιγμή στην απαλάμη κι ύστερα το πέταξα στο πεζοδρόμιο, ακριβώς όπως ο Χορν στην «Κάλπικη Λίρα», κατόπιν της τυχαίας συναντήσεώς του με την Λαμπέτη στο τέλος της ταινίας. Στ’ αυτιά μου ηχούσε κιόλας η φωνή του αφηγητή –Δημήτρη Μυράτ– που έκλεινε το πλάνο: «Αν και κάλπικη δεν είναι η λίρα σ’ αυτήν την ιστορία, κάλπικο είναι γενικά το χρήμα!»

«Κάλπικη είναι γενικά η σκέψη μας, η φαντασία μας, η ίδια η πραγματικότητα!» συμπληρώνω. Κι αυτό –«στον Θεό που εμπιστεύεσαι»– είναι το μόνο αληθινό.

*

«Κατάλαβες τώρα, Άμπαν;» ρώτησε ο φοιτητής, κλείνοντας το τετράδιο που διάβαζε κι αποθέτοντάς το στα γόνατά της.

Η Περσίδα φίλη του γούρλωσε τα μάτια.

«Το βρήκες όντως εδώ μέσα;»

«Ε, ναι! Τι σου λέω; Ήταν ξεχασμένο στην βιβλιοθήκη. Τυχαία το βρήκα, χθες που έκανα γενική καθαριότητα».

«Δηλαδή αυτός που το έγραψε έμενε κάποτε εδώ;»

«Ναι! Ίσως έμενε πριν από μένα στην Φοιτητική Εστία. Μπορεί να έμενε και κάποιος άλλος ενδιάμεσα, αλλά να μην ήταν τόσο τακτικός ώστε να σκουπίσει κι εκεί που το βρήκα».

«Λες να υπάρχει ακόμα φοιτητής Γκάμπριελ στην Ιατρική;»

«Μα δεν άκουσες τι διάβασα; Ο Γκάμπριελ δεν υπήρξε ποτέ, ήταν μια φαντασία!»

«Το νόμισμα λες να υπήρξε;»

«Ίσως όλα να είναι ψεύτικα! Μια ιστορία που έγραψε κάποιος φοιτητής, ένα λογοτέχνημα».

«Το βρίσκεις πιθανό αυτό;»

«Φυσικά! Αν και…»

«Αν και, τι;»

«Είναι το μόνο κείμενο του τετραδίου. Αν ήταν φανταστικό, αν ο φοιτητής ήταν επίδοξος συγγραφέας, δεν θα έγραφε κι άλλα; Γιατί ένα; Γιατί ανυπόγραφο; Γιατί παραπεταμένο; Σαν το νόμισμα κι αυτό. Παραπεταμένο ώστε… κάποιος να το βρει;»

«Τώρα, μου φαίνεται, πως ο επίδοξος συγγραφέας είσαι εσύ, Πέτρο», είπε χαμογελώντας το κορίτσι, «και μάλιστα συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας!»

«Τι λες, Άμπαν; Το παίζουμε ντετέκτιβ; Ψάχνουμε να βρούμε την αλήθεια;»

«Δηλαδή να πάμε κόντρα στο κείμενο; Ξέχασες τι λέει; “Κάλπικη είναι γενικά η σκέψη μας, η φαντασία μας, η ίδια η πραγματικότητα!” Οπότε τι να βρούμε;»

«Ναι, αλλά το κείμενο δεν τελειώνει έτσι», αποφάνθηκε ο Πέτρος, «κλείνει με την φράση “στον Θεό που εμπιστεύεσαι” και καταλήγει στο συμπέρασμα πως αυτό “είναι το μόνο αληθινό”. Θυμάσαι;»

«Θυμάμαι!»

«Λοιπόν; Ψήνεσαι;»

«Μμμ… Ψήνομαι!»

«Τότε ας ξεκινήσουμε απ’ την αρχή. Ας βρούμε ποιοι έμεναν σ’ αυτό το δωμάτιο πριν από μας τα τελευταία χρόνια κι αν όντως υπήρχε φοιτητής της Ιατρικής απ’ την Αιθιοπία με το όνομα Γκάμπριελ και πού βρίσκεται τώρα».

Την επόμενη μέρα ο Πέτρος και η Άμπαν συναντήθηκαν στην GUSTOSA PIZZA στα Άνω Ιλίσια. Μαράτου Ιάσωνος 48 ήταν το μαγαζί.

«Λοιπόν; Βρήκες τίποτα στην σχολή;» ρώτησε ο Πέτρος.

«Υπήρχε κάποιος φοιτητής μ’ αυτό το όνομα, αλλά δεν γύρισε στην Αιθιοπία. Δουλεύει εδώ, σ’ ένα νοσοκομείο. Εσύ βρήκες ποιοι έμεναν στο δωμάτιο;»




«Κάτι βρήκα, αλλά δεν ξέρω αν ωφελεί. Ψάχνουμε ψύλλους στ’ άχυρα!»

«Πάμε αύριο να δούμε τον γιατρό;»

«Και δεν πάμε;»

Το άλλο πρωί, στο μικρό γραφείο του Αιθίοπα γιατρού, παίχτηκε η τελευταία πράξη του έργου – ή μήπως όχι;

«Παιδιά, δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάτε! Βεβαίως, ως φοιτητής, είχα Έλληνες φίλους, κάναμε πάρτι, εκδρομές, συζητήσεις, αλλά δεν θυμάμαι κάποιον που να μιλούσαμε για θέματα θρησκευτικού περιεχομένου. Κι οπωσδήποτε δεν φέρνω στον νου μου κανένα νόμισμα σαν αυτό που μου περιγράψατε. Αν και…»

«Αν και;» επανέλαβε ο Πέτρος.

Ο Αιθίοπας γιατρός βυθίστηκε στην πολυθρόνα του κι έπιασε με τα χέρια του το κεφάλι.

«Αν και υπήρχε ένα παιδί που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση τότε. Καθόταν πάντα σ’ ένα παγκάκι μονάχο του και σχεδόν πάντα κάτι έγραφε σ’ ένα τετράδιο».

«Θυμάσαι πώς τον έλεγαν;» ρώτησε με αγωνία η Άμπαν.

«Όχι! Θυμάμαι, όμως, πώς πέθανε!»

«Πέθανε;» επανέλαβαν με απογοήτευση οι φοιτητές.

«Ναι, και μάλιστα στην Εστία. Πάτησε το κουμπί του ασανσέρ και μόλις άνοιξαν οι πόρτες χύμηξε μέσα λες και τον κυνηγούσαν. Όμως ο κλωβός ήταν χαλασμένος. Πίσω απ’ τις πόρτες υπήρχε μόνο το κενό. Σκοτώθηκε ακαριαία. Ήταν κι άλλοι εκεί και τον είδαν!»




«Ώωωω! Λες να ήταν αυτός που ψάχνουμε;»

«Δεν ξέρω, τι να πω;»

«Το ασανσέρ, πάντως, υπάρχει στην διήγηση του τετραδίου», παρατήρησε ο Πέτρος. «Κι αυτό που είπες υπάρχει, πως χύμηξε μέσα λες και τον κυνηγούσαν. Ή, λέω εγώ, σαν κάποιον να ήθελε να προλάβει…»

«Εννοείς… εμένα;»

«Όχι εσένα!» διευκρίνισε ο Πέτρος. «Τον άλλον, τον Γκάμπριελ της φαντασίας του».

Σιωπήσαμε όλοι, λες κι ακούγαμε αόρατες πόρτες – του ασανσέρ, που άνοιγαν για να γκρεμιστεί ένας άνθρωπος.

Οι δύο φοιτητές ανέβαιναν την Ούλωφ Πάλμε όταν η κοπέλα σταμάτησε.

«Τι έγινε;» ρώτησε ο Πέτρος.

Η Άμπαν έσκυψε. Κι από μια ρωγμή του πεζοδρομίου κάτι σήκωσε. Το έφερε μπροστά στα μάτια της και ψέλλισε:

«Ένα… νόμισμα!»

Ο Πέτρος το άρπαξε απ’ το χέρι της και οι κόρες του διαστάλθηκαν.

«Τα γράμματα μοιάζαν αραβικά», είπε. «Θα μπορούσε…»

Κοιτάχτηκαν με νόημα και τάχυναν το βήμα. Χτυπούσαν σε λίγο την πόρτα ενός Άραβα συμφοιτητή τους.

«Τι έγινε, ρε παιδιά;» απόρησε αυτός με την απρόσμενη επίσκεψή τους.

«Τι γράφει εδώ;» τον ρώτησαν χωρίς περιστροφές, δείχνοντάς του το νόμισμα.

Το κοίταξε κάμποσο.

«Μοιάζουν αραβικά, αλλά δεν είναι. Μάλλον προς εβραϊκά φέρνουν. Να μην σας πω προς αραμαϊκά!»

«Αραμαϊκά;» αναφώνησαν αυτοί.

«Ναι, αραμαϊκά! Ήταν η γλώσσα που μιλούσαν οι Ιουδαίοι της εποχής του Χριστού», είπε ο Άραβας φοιτητής.

Ο Πέτρος και η Άμπαν τον άφησαν σύξυλο, καθώς έφευγαν πετώντας του στον αέρα ένα «γεια». Ούτε πώς τον έλεγαν δεν ήξεραν. Φαντάζεστε να τον ρώταγαν και να τους έλεγε κανένα παράξενο όνομα, που σήμαινε «ο άγγελος της ειρήνης» ή «του Τάγματος των Θρόνων»;




«Κατάλαβες τι έγινε τώρα, Άμπαν;»

«Όχι, τι έγινε;»

«Αυτό, που πήγαμε στον Άραβα συμφοιτητή μας να διαβάσει το νόμισμα…»

«Ε, τι;»

«Κάναμε ακριβώς ότι κι ο συγγραφέας του τετραδίου στην ιστορία του. Κι ακούσαμε ό,τι άκουσε κι εκείνος απ’ τον δικό του Άραβα συμφοιτητή και μάλιστα ακριβώς με τα ίδια λόγια!»

«Πέτρο, ξέρεις τι σκέφτομαι; Να κάνουμε ακριβώς ό,τι έκανε ο συγγραφέας και με το νόμισμα – να το πετάξουμε!»

«Έλα, μην είσαι κουτή!»

«Πέτρο, φοβάμαι!» είπε η κοπέλα.

«Όποιος φοβάται, τι κάνει;» ρώτησε αυτός.

«Τι κάνει;»

«Πάει στην αστυνομία!» είπε απρόσμενα ο Πέτρος. «Πάμε τώρα! Θα μάθουμε από κει το όνομα του φοιτητή που έπεσε στο κενό του ασανσέρ. Αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψουμε! Ύστερα βλέπουμε…»

Ο αξιωματικός υπηρεσίας τους κόζαρε πατόκορφα.

«Και γιατί ενδιαφέρεστε για τέτοια πράγματα εσείς; Δημοσιογράφοι είστε;»

Η ερώτηση τους ήρθε κουτί.

«Ναι, δημοσιογράφοι», απάντησε ο Πέτρος, «αλλά όχι ακριβώς. Δηλαδή φοιτητές είμαστε, αλλά συνεργαζόμαστε με την εφημερίδα της Εστίας και γράφουμε μια στήλη με παλιές ιστορίες. Θα μας εξυπηρετήσετε πολύ αν μας δώσετε κάποια στοιχεία. Όχι πολλά: το όνομα του σκοτωμένου και την χρονολογία του συμβάντος».




Ο αστυνομικός δίσταζε. Μα ένα αποκαλυπτικό σταυροπόδι της Άμπαν, που άφησε να φανούν δυο μελαμψές γάμπες, σαν σκαλισμένες σε μαύρο γρανίτη ή σε γυαλιστερό οψιδιανό, τον έπεισαν αμετάκλητα.

Έκανε φύλλο και φτερό τα αρχεία ο αστυνομικός, ρώτησε παλιούς συναδέλφους του, και στο τέλος κατέληξε:

«Κανείς φοιτητής δεν σκοτώθηκε πέφτοντας στο κενό του ασανσέρ! Ή σκοτώθηκε και δεν επιλήφθηκε το τμήμα μας – πράγμα αδύνατον!»

Τα παιδιά, αναστατωμένα, τηλεφώνησαν στο νοσοκομείο που δούλευε ο Γκάμπριελ. Το σήκωσε μια νοσοκόμα:

«Κανένας γιατρός με αυτό το όνομα δεν δουλεύει εδώ!» απάντησε κι έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο.

Γύρισαν στην Εστία και κάθισαν σ’ ένα παγκάκι δίπλα στο άλσος.

«Μα, τι… τι συνέβη;» διερωτώνταν ο Πέτρος.

«Πρέπει να επισκεφθούμε επειγόντως ψυχίατρο!» μουρμούρισε η Άμπαν.

«Για δώσε μου το νόμισμα!» ξαναμίλησε ο φοιτητής.

Εκείνη έχωσε το χέρι στην τσάντα και… πάνιασε!

«Δεν… δεν το βρίσκω!» ψέλλισε.

Ο Πέτρος άρπαξε την τσάντα και την αναποδογύρισε στο παγκάκι. Το νόμισμα άφαντο!

«Βάλε τα πράγματα μέσα και πάμε στο δωμάτιο!» είπε ο Πέτρος. «Πάμε να κάψουμε το καταραμένο τετράδιο!»

Κι ανέβηκε τα σκαλιά, μπήκε στην Εστία, έφτασε στο ασανσέρ, πάτησε το κουμπί και, μόλις οι πόρτες άνοιξαν, χύμηξε μέσα λες και τον κυνηγούσαν.




Ή Άμπαν τον ακολουθούσε τρέχοντας. Μα έμεινε στον τόπο, όταν ακούστηκε η ανατριχιαστική φωνή τρόμου και φρίκης απ’ το στόμα του Πέτρου, καθώς έπεφτε στο κενό…

Πέρασε μια βδομάδα απ’ τον τραγικό θάνατο του φοιτητή. Οι εφημερίδες έγραφαν για την άθλια κατάσταση που βρίσκεται πλέον η Εστία, με αποκορύφωμα την βλάβη στον κλωβό του ασανσέρ, που στοίχισε μια ανθρώπινη ζωή.

Η Άμπαν μαυροφόρεσε κι έκλαψε πικρά τον θάνατο του συντρόφου της. Μα μόλις έμαθε πως θ’ άδειαζαν το δωμάτιο 252 για να μείνει άλλος φοιτητής, με το κλειδί που της είχε δώσει ο Πέτρος πήγε το βράδυ να πάρει το τετράδιο. Έψαξε παντού, δεν το βρήκε πουθενά! Είχε κι άλλος κλειδί και μπήξε κρυφά και το πήρε; εντελώς τυχαία, ψάχνοντας τα πράγματα του νεκρού ή τετράδιο δεν υπήρχε; όπως δεν υπήρχε και νόμισμα πλέον στην τσάντα της και γιατρός Γκάμπριελ στο νοσοκομείο;

«Κάλπικη είναι γενικά η σκέψη μας, η φαντασία μας, η ίδια η πραγματικότητα!» σκέφτηκε. Κι αυτό –«στον Θεό που εμπιστεύεσαι»– είναι το μόνο αληθινό.

*

«Κατάλαβες τώρα, Εύα;» ρώτησε ο φοιτητής, κλείνοντας το τετράδιο που διάβαζε κι αποθέτοντάς το στα γόνατά της.

Εκείνη γούρλωσε τα μάτια.

«Το βρήκες όντως εδώ μέσα;»

«Ε, ναι! Τι σου λέω; Ήταν ξεχασμένο στην βιβλιοθήκη. Τυχαία το βρήκα, χθες που έκανα γενική καθαριότητα».

«Δηλαδή αυτός που το έγραψε έμενε κάποτε εδώ;»

«Δεν ξέρω! Ίσως έμενε εδώ αυτός που το έκλεψε απ’ το 252».

«Εγώ νομίζω πως πρόκειται για δύο σπονδυλωτές ιστορίες», αποφάνθηκε η κοπέλα, «που δίνουν την εντύπωση ότι είναι αληθινές, αλλά όταν τελειώνουν καταλαβαίνει κανείς πως πρόκειται για ένα και μόνον διήγημα. Θα ξέραμε αν οι συγγραφείς είναι δύο απ’ τον γραφικό χαρακτήρα, αλλά τα γράμματα χτυπήθηκαν με γραφομηχανή στις σελίδες και ύστερα δέθηκαν με σπιράλ μαζί με άλλες, λευκές, γιατί άραγε;»




«Λες να σκόπευε να συνεχίσει την ιστορία χειρόγραφα;» είπε ο φοιτητής.

«Κανείς δεν ξέρει πώς σκέφτεται ένας συγγραφέας!» απάντησε η κοπέλα.

«Δηλαδή, αποκλείεις, Εύα, να υπάρχει και κάτι αληθινό εδώ μέσα;»

«Λες;»

« Εντάξει, αυτό με το νόμισμα είναι παρατραβηγμένο!»

«Πώς το κατάλαβες;»

«Τα αραβικά δεν μοιάζουν καθόλου με τα εβραϊκά. Και ο Αιθίοπας και ο Άραβας λένε στον φοιτητή ότι… μοιάζουν με αραβικά αλλά δεν είναι! Αυτό μάλλον αποτελεί συγγραφικό σφάλμα, μπορεί όμως ο συγγραφέας να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, προκειμένου να υποψιαστεί το επινοημένο της ιστορίας!»

«Πω, πω! Είσαι διάνοια!» θαύμασε η κοπέλα.

Εκείνος, κολακευμένος, συνέχισε:

«Τώρα, ο Αιθίοπας φοιτητής που έγινε γιατρός σε κάποιο νοσοκομείο, υπάρχει μια πιθανότητα να μην είναι ψέμα. Ακόμα και το όνομα Γκάμπριελ, που εξυπηρετεί την ιστορία, είναι αρκετά κοινό. Όσο για το αν ο φοιτητής έπεσε στο κενό του ασανσέρ και σκοτώθηκε, μπορεί κάλλιστα να επαληθευτεί ή να διαψευστεί απ’ την αστυνομία. Η δεύτερη ιστορία, του Πέτρου και της Άμπαν, είναι σίγουρα επινοημένη».

«Πώς είσαι τόσο σίγουρος;» είπε η Εύα.

«Κοίτα, Πέτρος ήταν ο δύσπιστος μαθητής του Χριστού. Ταιριάζει με την ψυχοσύνθεση του συνονόματού του φοιτητή, γι’ αυτό χρησιμοποιείται αυτό το όνομα. Άμπαν λέγεται ένας θηλυκός άγγελος στον Ζωροαστρισμό».




«Πώς το ξέρεις;»

«Έλεος, Εύα! Θεολογία σπουδάζω!»

«Α, έχεις δίκιο, το ξέχασα!»

«Το όνομα υπονοεί πως η κοπέλα ήταν καλή σαν άγγελος. Ως Περσίδα θα μπορούσε να ονομάζεται έτσι, αλλά το βρίσκω κάπως τραβηγμένο. Στην ιστορία ακολουθείται το μοτίβο της «Κάλπικης Λίρας». Μόνον που εδώ αντί για λίρα, έχουμε ένα εβραϊκό νόμισμα κι ένα τετράδιο που, εν είδει κινηματογραφικού φιλμ, αποτυπώνει την υποτιθέμενη συνέχεια της ιστορίας».

«Θες να πεις πως το τετράδιο δεν βρέθηκε ποτέ στο 252, αλλά κατευθείαν εδώ; Κι επίτηδες το έκρυψε ο συγγραφέας στην βιβλιοθήκη, για να νομίσει εκείνος που θα το βρει πως το γεγονός επαναλαμβάνεται;»

«Εύα, είσαι διάνοια! Αυτό ακριβώς συμβαίνει!»

«Δηλαδή, δεν μένει παρά να βρούμε ποιος έμενε εδώ πριν από μας και θα έχουμε το όνομα του συγγραφέα;»

«Δεν νομίζω! Μπορεί να το έγραψε ο προ-προηγούμενος ή κάποιος παλαιότερος φοιτητής. Μην ξεχνάς πως οι εντοιχισμένες βιβλιοθήκες της Εστίας δεν μετακινούνται. Οπότε το τετράδιο μπορεί να βρίσκεται εδώ πολλά χρόνια πριν».

«Α, δεν θα μάθουμε τελικά…» μελαγχόλησε η κοπέλα.

«Όχι, δεν θα μάθουμε. Αλλά δεν… θέλουμε και να μάθουμε, σωστά;»

«Και γιατί δεν θέλουμε, παρακαλώ;» πείσμωσε η Εύα.

«Να σου πω! Αν οι δύο ιστορίες είναι αληθινές, λέμε τώρα… Υπάρχει ένα είδος κατάρας γι’ αυτόν που ψάχνει. Υπάρχει μια αλυσίδα. Κι ο καθένας που διαβάζει την ιστορία και γυρεύει την άκρη της, γίνεται ένας ακόμα κρίκος της. Τι λες; Σπάμε την αλυσίδα;»




«Δεν ξέρω! Ό,τι κι αν λες εσύ, η περιέργειά μου παραμένει».

«Μα δεν χρειάζεται περιέργεια, αλλά εμπιστοσύνη!»

«Εμπιστοσύνη σε ποιον;»

«Μα στον άγνωστο συγγραφέα, φυσικά! Σκέψου λίγο: πώς σε λένε εσένα;»

«Εύα!»

«Όπως την πρώτη γυναίκα της Δημιουργίας, έτσι;»

«Μα πού το πας;»

«Δεν το πάω πουθενά, μόνο του πάει! Η Εύα δεν εμπιστεύθηκε τον Θεό, αλλά παρέσυρε και τον Αδάμ κι έφαγαν απ’ το δέντρο της Γνώσεως του καλού και του κακού. Την γνώση του καλού και του κακού δεν μπορεί να την αντέξει ο άνθρωπος – αυτό μας λέει η ιστορία!»

«Και γιατί δεν μπορεί;» απόρησε η Εύα.

«Γιατί η εντολή του Θεού έχει και συνέχεια: “Απ’ όλα τα δέντρα του κήπου μπορείς να τρως. Από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, όμως, να μην φας. Γιατί την ίδια μέρα που θα φας απ’ αυτό, εξάπαντος θα πεθάνεις”. Γένεση 2:16-17».

«Και γιατί θα έπρεπε να πεθάνει ο άνθρωπος αν έτρωγε απ’ αυτό;»

«Γιατί θα έχανε πλέον την αθωότητά του και θα είχε την γνώση πως υπάρχει θάνατος. Γι’ αυτό λένε πως τα ζώα δεν θα πάνε στον παράδεισο: επειδή δεν απώλεσαν την αθωότητά τους και δεν έχουν την επίγνωση του θανάτου τους, βρίσκονται ήδη εκεί!»




Η Εύα σιώπησε… Λες κι άκουγε στ’ αυτιά της την φωνή του Θεού που έδιωχνε αυτήν την ίδια απ’ την Εδέμ. Κι ήταν δειλινό, όπως τώρα, που τα σύννεφα ταξίδευαν στον ορίζοντα πουπουλένια, σαν τις φτερούγες των αγγέλων που σκούπιζαν τον παράδεισο απ’ την ανομία της.

«Εντάξει!» συμφώνησε. «Ας σπάσουμε την αλυσίδα του κακού εμείς! Αλλά τι θα ’λεγες να… δημοσιεύαμε την ιστορία στα Φοιτητικά Νέα;»

«Αυτό μάλιστα!» συμφώνησε ο… Αδάμ!

Τότε, κοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια, και για πρώτη φορά συνειδητοποίησαν τόσο απόλυτα τον συμβολισμό των ονομάτων τους.

Ο Αδάμ την φίλησε με πάθος –δαγκώνοντας τα κόκκινα σαν μήλο χείλη της– και πήγε να φτιάξει καφέ και για τους δυο τους.

Η Εύα άνοιξε την τηλεόραση, για να ξεφύγει από όλες αυτές τις σκέψεις το μυαλό της.

Ξάφνου, έμπηξε τις φωνές, λες κι αντίκρισε των ίδιο τον Πειρασμό μέσα στο γυαλί μεταμορφωμένο σε φίδι!

«Αδάμ, Αδάμ, τρέξε! Τρέξε…»

Με το κουτάκι του καφέ στο χέρι, έφτασε ο φοιτητής της Θεολογίας μπροστά στην τηλεόραση και είδε: την ζύγισε μια στιγμή στην απαλάμη κι ύστερα την πέταξε στο πεζοδρόμιο, ήταν ο Χορν στην «Κάλπικη Λίρα», κατόπιν της τυχαίας συναντήσεώς του με την Λαμπέτη στο τέλος της ταινίας. Ηχούσε κιόλας η φωνή του αφηγητή –Δημήτρη Μυράτ– που έκλεινε το πλάνο: «Αν και κάλπικη δεν είναι η λίρα σ’ αυτήν την ιστορία, κάλπικο είναι γενικά το χρήμα!»




Ο Αδάμ χαμογέλασε στην Εύα, που τον κοίταζε έκπληκτη. Και πριν γυρίσει την πλάτη –όπως θα έπρεπε να κάνει ο βιβλικός Αδάμ στην βιβλική Εύα όταν του πρόσφερε το μήλο– για να πάει να φτιάξει επιτέλους εκείνους τους καφέδες, της είπε με νόημα:

«Κάλπικη είναι γενικά η σκέψη μας, η φαντασία μας, η ίδια η πραγματικότητα! Κι αυτό –“στον Θεό που εμπιστεύεσαι”– είναι το μόνο αληθινό».

«Όχι το μόνο!» είπε ανασηκώνοντας το φρύδι εκείνη.

«Ε, και τι άλλο;» απόρησε ο φοιτητής.

«Η αγάπη μας!»

Και παραλλάσσοντας τα λόγια της Λαμπέτη στον Χορν, συνέχισε:

«Μπορεί η ιστορία να ήταν ψεύτικη, η αγάπη μας, όμως είναι αληθινή!»

Και ο Αδάμ, παραλλάσσοντας τα λόγια του συγγραφέα, συμπλήρωσε:

«Κι αυτό –“στον Θεό που εμπιστεύεσαι”– είναι το μόνο αληθινό».

///

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύθηκε υπογεγραμμένη με τα αρχικά Α.Ε. (Αδάμ, Εύα;) στα Φοιτητικά Νέα (α.φ. 252). Ο αριθμός φύλλου της εφημερίδας συμπίπτει –τυχαία τάχα;– με τον αριθμό του φοιτητικού δωματίου της ιστορίας. Απ’ το άθροισμα των τριών αριθμών 2+5+2 προκύπτει ο αριθμός 9, ο οποίος συνδέεται συμβολικά με την ολοκλήρωση, την υλοποίηση, το τέλος ενός κύκλου και την έναρξη ενός νέου, όπως ακριβώς οι αλληλένδετες ιστορίες του διηγήματος. Επίσης, αν πολλαπλασιαστεί ένας οποιοσδήποτε αριθμός με το 9, το άθροισμα των ψηφίων του αριθμού που προκύπτει είναι πάντα 9, όπως οι ιστορίες που διαβάσαμε έχουν παρόμοια κατάληξη. Τέλος, το ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου είναι το θ, που συνδέεται με την λέξη Θεός και τα παράγωγά του. Τυχαία τάχα ή «τύχη είναι το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Θεού»;



ΠΗΓΗ:https://neoplanodion.gr/2025/06/29/ston-theo-pou-empisteuesai/
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.