*
του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ
Ο Χρήστος, ένας παλιός φίλος, έλεγε πως μόνον η αγάπη μπορεί να ακυρώσει τον κίνδυνο της οριστικής εκμηδένισης και του οριστικού αποχωρισμού που επιφέρει ο θάνατος.Αγιογράφος στο επάγγελμα διατηρούσε ένα μικρό εργαστήριο χωμένο σ’ ένα δρομάκι της λιμενικής ζώνης. Γνωριστήκαμε τυχαία σε μια έκθεση ζωγραφικής– ό,τι κι αν σημαίνει αυτό το «τυχαία». Είχα μπει στον χώρο της έκθεσης ένα βράδυ κυνηγημένος από τη μοναξιά και τα προβλήματά μου. Με είχε δει που στεκόμουν μπροστά σε έναν πίνακα του Χριστού – μια καλλιτεχνική απεικόνιση, όχι αυστηρά αγιογραφική. «Τι πιστεύεις;» με ρώτησε χαλαρά λες και γνωριζόμασταν χρόνια. «Τον Υιό τον εκτιμώ, με τον Πατέρα έχω πρόβλημα» απάντησα. Χαμογέλασε συγκρατημένα. Συστηθήκαμε και με προσκάλεσε στο εργαστήριό του.
Βρισκόμασταν δυο τρεις φορές την εβδομάδα. Πίναμε καφέ και μιλούσαμε με τις ώρες. Εκείνα τα χρόνια ήταν ο μοναδικός άνθρωπος με τον οποίον μπορούσα να κάνω μια κουβέντα πέρα από τα καθιερωμένα, να μιλήσω για λογοτεχνία και για τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής και του θανάτου. Όποια και αν ήταν η αφετηρία των συζητήσεων μας, καταλήγαμε να μιλάμε για το μυστήριο της ανθρώπινης παρουσίας μέσα στον κόσμο, για την προέλευση και τον σκοπό της, για το ίδιο το κοσμικό αίνιγμα, καθώς και για τις μεταφυσικές και ηθικές διαστάσεις του θανάτου. Πάντα σχεδόν ο Χρήστος οδηγούσε την κουβέντα στο θέμα του τέλους. Λίγο πριν γνωριστούμε είχε χάσει τη γυναίκα του. Παθιασμένος με την τέχνη του και ακούραστος αναγνώστης, προσπαθούσε με τη δημιουργία και τον στοχασμό να διαχειριστεί τον πρόωρο θάνατο της.
«Αυτοί που αγαπήθηκαν αληθινά θα ξαναβρεθούν» έλεγε. Στο ισχνό, ασκητικό του πρόσωπο έβλεπα το πάθος ενός ανθρώπου που ήταν σίγουρος για την ιδέα του αλλά και την ελπίδα που γεννά η απώλεια και το πένθος.
Ο Χρήστος έψαχνε και διάβαζε με πάθος. Σε μια γωνιά του εργαστηρίου υπήρχε ένα τραπεζάκι φορτωμένο με βιβλία, αποκόμματα εφημερίδων και εκτυπώσεις κειμένων που έβρισκε στο διαδίκτυο. Ανάμεσά τους υπήρχαν πρόσφατες μελέτες για τη σχέση του ανθρώπινου εγκεφάλου με τη συνείδηση την ώρα του θανάτου. Ο Χρήστος μιλούσε με ενθουσιασμό για τα αποτελέσματα των ερευνών από σοβαρούς και αξιόπιστους επιστήμονες – ήταν και αυτός ένας τρόπος να πιαστεί από κάπου.
«Πολλές έρευνες δείχνουν ότι ασθενείς που ήταν κλινικά νεκροί μετά από ανακοπή καρδιάς και με κάποιον τρόπο επανήλθαν, περιέγραφαν με λεπτομέρειες όσα γίνονταν γύρω τους, τις συνομιλίες των γιατρών και γενικά ότι είχαν επίγνωση του περιβάλλοντος όση ώρα ήταν νεκροί. Πρόκειται για συγκλονιστικό εύρημα, για μια επιστημονική απόδειξη ότι η συνείδηση είναι ξεχωριστή από τον εγκέφαλο και ότι συνεχίζει να λειτουργεί και μετά τον θάνατο».
Μέχρι τότε αγνοούσα αυτές τις μελέτες. Με αφορμή τις πληροφορίες του Χρήστου άρχισα να ψάχνω. Ανακάλυψα ότι πολλές έρευνες στον τομέα των επιθανάτιων εμπειριών συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η σχέση του εγκεφάλου με τη συνείδηση είναι κάτι παραπάνω από βιολογική και ότι υπάρχει κάποιος άγνωστος παράγοντας που δεν μπορεί να εξηγηθεί από τις καθιερωμένες υλιστικές και βιολογικές θεωρίες – στοιχείο που δημιουργεί ενδείξεις και ελπίδες ότι δεν τελειώνουν όλα με την παύση και τον αφανισμό του σώματος.
Η γνωριμία μου με τον Χρήστο κράτησε λίγους μήνες. Έχω να τον δω χρόνια, δεν ξέρω τι απέγινε. Στην τελευταία μας συνάντηση μου είχε πει ότι σχεδίαζε ένα ταξίδι στο Άγιο Όρος. «Όχι για να βρω λύτρωση ή παρηγοριά αλλά για να βρω το θάρρος που μου λείπει» είπε.
Δεν έδωσα συνέχεια αλλά ήξερα τι εννοούσε. Είχαμε μιλήσει κατά καιρούς για την αυτοκτονία ως δυνατότητα απελευθέρωσης από τη ματαιότητα και την αγωνία της ανθρώπινης μοίρας. Παραδεχόταν ότι δεν τον απασχολούσε μόνο θεωρητικά. Άφησε μάλιστα να εννοηθεί ότι τελευταία, οδηγώντας τη μηχανή του, είχε φτάσει πολύ κοντά στην τελική χειρονομία. Ομολογούσε ότι ο θάνατος της γυναίκας του είχε κάνει ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη του να βρει απαντήσεις και την επιθυμία του να συναντήσει ξανά τη γυναίκα που σύμφωνα με μια δήλωσή του «ήταν μια ευλογημένη ύπαρξη που ήξερε να χαίρεται την κάθε μοναδική και ευλογημένη στιγμούλα».
Ήταν η τελευταία μας συζήτηση. Από τότε έχασα τα ίχνη του. Οι συναντήσεις μας, οι κουβέντες μας και τα λόγια του είναι φυλαγμένα στη μνήμη μου. Η φιλία μας ήταν σύντομη αλλά ανεκτίμητη. Στη βιβλιοθήκη μου έχω ένα βιβλίο που μου χάρισε, Το θάρρος της Υπάρξεως του Πάουλ Τίλλιχ.
Κάθε φορά που σκέφτομαι πρόσωπα αγαπημένα που έχουν πεθάνει, η μορφή του Χρήστου αναδύεται στη σκέψη μου. Τότε που βρισκόμασταν, ορισμένες ιδέες του μου φαίνονταν υπερβολικές. Όχι πια. Μέσα σε τόσο μυστήριο καμιά ιδέα δεν είναι περίεργη ή υπερβολική. Για να τα βγάλουμε πέρα με το παράλογο και το μάταιο επιστρατεύουμε όλα μας τα όπλα: λογική, πίστη, φαντασία, τρέλα, βαθύ στοχασμό ή ρηχή φλυαρία. Δεν είναι εύκολο να πιστέψουμε ότι όλα τελειώνουν στον τάφο και ότι η επίγεια ζωή μας δεν έχει κανένα σκοπό και κανένα νόημα.
~~~
Την εποχή που έχασα την επαφή με τον Χρήστο, άρχισαν τα σοβαρά προβλήματα υγείας της μάνας μου. Στην αρχή υποθέσαμε ότι ήταν ένας αθώος πόνος στη μέση λόγω ηλικίας. Αποδείχτηκε πως ήταν καρκίνος στο πάγκρεας με μετάσταση στο συκώτι και σε άλλα όργανα. Της έδωσαν έξι μήνες ζωή. Τελικά άντεξε σχεδόν τρία χρόνια. Πέθανε μέσα στα χέρια μας. Ήταν εβδομήντα πέντε ετών.
Σε αντίθεση με τον πατέρα μου που για να τα βγάλει πέρα με τα βάσανα βρήκε καταφύγιο στο αλκοόλ και στην κραιπάλη, η μάνα μου αντιμετώπισε τη δική της οδύνη με την πίστη της στον Θεό και με μια υποδειγματική αφοσίωση στα παιδιά της. Ήταν τελείως διαφορετικοί άνθρωποι: η μάνα μου προσευχόταν στον Θεό, ο πατέρας μου στο ποτό. Μοναδικό σημείο επαφής: μια συμπόνια διακριτική, αθόρυβη αλλά ουσιαστική. Ο πατέρας μου, όσο καταστροφικός ήταν με τον εαυτό του, άλλο τόσο τρυφερός ήταν μαζί μας. Δεν σήκωσε ποτέ χέρι πάνω μας και τα πικρά λόγια που έβγαιναν κάποιες φορές από τα χείλη του ήταν αποτέλεσμα του ποτού και της παραζάλης. Τόσο ο ίδιος όσο και η μάνα μου σε πρακτικά θέματα ήταν τελείως αφελείς, θύματα μια ζωή, λες και μέσα τους είχε απενεργοποιηθεί ο μηχανισμός του προσωπικού συμφέροντος ακόμα και σε υποθέσεις που είχαν κάθε δικαίωμα να απαιτήσουν και να πάρουν. Όπως και τόσοι άλλοι, πέθαναν πικραμένοι και αδικαίωτοι.
Τους πρώτους μήνες μετά τον θάνατό της, η απουσία της μάνας μου ήταν πικρή, συμπαγής, αδιάλειπτη. Σταδιακά ξεθώριασε, έδωσε τη θέση της σε ερωτήματα και στοχασμούς, σε μονολόγους μπροστά στη φωτογραφία της (θα ξαναβρεθούμε Αννούλα μου, θα ξαναβρεθούμε), σε παρακλήσεις να φανερωθεί στα όνειρά μου – κάτι που έγινε μερικές φορές και μετά τίποτα.
Στο νεκροταφείο πήγαινα καθημερινά μετά την κηδεία, ύστερα σταμάτησα. Η εσωτερική μου κατάσταση ήταν αντιφατική. Από τη μια, δεν άντεχα: ενώπιον του τάφου ένοιωθα ανυπεράσπιστος, ανήμπορος να βρω στήριγμα σε οποιαδήποτε σκέψη – ακόμα και κείνες οι παρήγορες ιδέες και πληροφορίες του παλιού μου φίλου του Χρήστου έχαναν τη δραστικότητά τους. Από την άλλη διαπίστωνα ότι κάτι μέσα μου παρέμενε ακατανόητα απρόσβλητο όχι μόνο απ’ το γεγονός ότι η μάνα μου σάπιζε θαμμένη και άφαντη κάτω απ’ τα μάρμαρα αλλά και από την εικόνα του δικού μου μελλοντικού πτώματος που κάποτε θα θαβόταν για πάντα στο χώμα. Δεν ήξερα ποια ήταν η πηγή αυτής της αταραξίας, έκανα απλώς υποθέσεις. Ίσως να πρόκειται για μηχανισμό της συνείδησης που μας προφυλάσσει από την τρέλα και την τέλεια απόγνωση. Ή, ίσως, στα απλησίαστα και μοναχικά βάθη του εαυτού μας να γνωρίζουμε αλήθειες που δεν μπορούν να εκφραστούν με τις λέξεις.
Συνέχισα έτσι να συνυπάρχω μαζί της σε ένα άλλο επίπεδο, χωρίς σταθερά συναισθήματα, διατηρώντας την ελπίδα ότι εκείνη η γυναίκα, η μάνα μου, δεν ήταν δυνατόν να είχε χαθεί ολοκληρωτικά, ότι υπήρχε κάπου, σε μια άλλη διάσταση, κρυμμένη πίσω απ’ τα φαινόμενα πάνω στα οποία σταματούσαν τα κουρασμένα και φτωχά σε αντιληπτική ικανότητα μάτια μου – παρηγορούσα τον εαυτό μου με τη σκέψη ότι το ανθρώπινο μάτι πιάνει μια πολύ μικρή περιοχή συχνοτήτων τη στιγμή που γύρω μας υπάρχουν συχνότητες ασύλληπτες στην όρασή μας.
Στη φωτογραφία της άγγιζα και φιλούσα τα χέρια της – χέρια ακούραστα, πολύτιμα, αγαπημένα. Σε αυτά τα χέρια είχα δει την επίμονη και άδολη αγάπη που προσφέρεται χωρίς να περιμένει ανταπόδοση, την πίστη ότι ο μόνος τρόπος για να νικηθεί ο παραλογισμός της ζωής και του θανάτου είναι η καρτερικότητα και η συμπόνια.
Τη στιγμή που άφηνε την τελευταία της πνοή ήμουν δίπλα της, συγκλονισμένος με τη σκέψη ότι θα έχανα για πάντα το προνόμιο να νοιώθω την δύναμη και την θαλπωρή των χεριών της, καταδικασμένος να τα βλέπω και να τα αγγίζω μόνο σε φωτογραφίες. Το σώμα της, ασάλευτο και άπνοο, ήταν ακόμα εκεί, στο κρεβάτι της, αλλά σε λίγες ώρες έπρεπε να φύγει για πάντα από τον οίκο της και τη ζωή μας. Και ήταν αυτή ακριβώς η σκέψη που μου είχε φανεί απάνθρωπη, εξωφρενική, αδιανόητη και με είχε κάνει να καρφώσω το βλέμμα μου πολύ σκληρά στα εικονίσματα που κρέμονταν πάνω από το προσκέφαλο της.
~~~
Η πιο μεγάλη φρίκη στη ζωή είναι να βλέπεις να πεθαίνουν αυτοί που αγαπάς. Και η πιο μεγάλη απόγνωση είναι να νοιώθεις πως δεν υπάρχει τίποτα να σε παρηγορήσει και να σου δώσει μια βάσιμη ελπίδα ότι κάποτε θα τους ξαναδείς.
Έχουν περάσει ήδη πέντε χρόνια αλλά νοιώθω ακόμα στα σπλάχνα μου την απόγνωση των τελευταίων ωρών της μάνας μου. Θυμάμαι όμως και πόσο αφοσιωμένη ήταν στον Θεό μέχρι την τελευταία της ανάσα. Σακατεμένη απ’ τη ζωή προσευχόταν στον Θεό χωρίς παράπονο, χωρίς να χάσει την πίστη της, χωρίς να ζητήσει εξηγήσεις. «Τα παιδιά μου Θεέ μου, τα παιδιά μου» ήταν τα τελευταία της λόγια, η τελευταία της προσευχή.
Είχαν προηγηθεί τρία χρόνια αγώνα με διαρκείς εναλλαγές απόγνωσης και ελπίδας. Ταλαιπωρήθηκε με τρόπο παράλογο και δυσανάλογο σε σχέση με την ενάρετη ζωή της. Πάντα έτσι γίνεται. Καθάρματα ή άγιοι χτυπιόμαστε το ίδιο ανελέητα από τις τυφλές δυνάμεις της ζωής λες και οι πράξεις μας δεν έχουν καμιά σημασία μέσα στην κλίμακα του κενού και του χρόνου.
Μετά την έξοδο της από το νοσοκομείο από μια ακόμα περίοδο νοσηλείας, πέρασε τις τελευταίες μέρες της στο σπίτι όπου είχε ζήσει μια ολόκληρη ζωή. Η αρρώστια έφτασε μέχρι το κεφάλι. Κατά περίεργο τρόπο οι πόνοι είχαν υποχωρήσει αλλά τα πλήγματα στην αντίληψή της ήταν απανωτά. Τις τελευταίες εβδομάδες δυσκολευόταν να αναγνωρίσει το περιβάλλον και τα πρόσωπα. Άρχισαν οι παραισθήσεις. Έβλεπε βρύσες να τρέχουν μέσα στο υπνοδωμάτιο, έβλεπε παιδιά να παίζουν πάνω στον τοίχο, έβλεπε εργάτες να χτίζουν μεγάλα ανύπαρκτα σπίτια, άπλωνε το χέρι σε αόρατα πρόσωπα, φώναζε γνωστά και άγνωστα ονόματα, φώναζε ονόματα αγίων.
Το τελευταίο βράδυ, αν και καλοκαίρι, μας ζήτησε να την σκεπάσουμε με μια κουβέρτα γιατί κρύωνε και είχε ρίγη. Μέσα σ’ ένα διαρκές τρέμουλο άρχισε να μιλά ακατάπαυστα – ένας μονόλογος σαν παραμιλητό, ένας απολογισμός της ζωής της γεμάτος με αναμνήσεις και πληροφορίες που δεν είχα ξανακούσει. Μου φάνηκε ότι μέσα σε έναν απρόσμενο παροξυσμό διαύγειας η μνήμη της απέκτησε ξαφνικά συνοχή, σαν κάποιος εσωτερικός προβολέας να φώτισε το σκηνικό των αναμνήσεών της.
Μιλούσε, μιλούσε, μιλούσε. Για συγγενείς από την Αμερική, για έναν θείο που τον αγαπούσε και την αγαπούσε, για λεφτά που προορίζονταν για την ίδια αλλά τα είχαν κλέψει κάποιοι συγγενείς. Μιλούσε για τον πατέρα και για την βλακεία του που δεν τον άφησε να κοιτάξει όπως έπρεπε τα παιδιά του. Μιλούσε για τον αδελφό του πατέρα που ήταν ζήτημα αν τον είχαμε δει μια δυο φορές να περνάει το κατώφλι του σπιτιού αλλά που στο παρασκήνιο είχε εκμεταλλευθεί τον πατέρα σε κάποια περιουσιακά θέματα που δεν είχαν πέσει ποτέ στην αντίληψή μου. Μιλούσε για ανθρώπους του χωριού που είχαν πεθάνει και που κάποιος απ’ αυτούς ήταν ο πρώτος νεανικός της έρωτας. Μιλούσε για τις γάτες που φρόντισε στη διάρκεια της ζωής της. Μιλούσε για μας, μας έδινε συμβουλές και ζητούσε τη συγχώρεσή μας που δεν μπόρεσε να μας αφήσει τίποτα. Ακόμα και κείνη την ύστατη ώρα ζήτησε να της πάρουμε να συμπληρώσει ένα δελτίο τζόκερ όπως έκανε χρόνια ολόκληρα με την ελπίδα να κερδίσει ένα μεγάλο ποσό και να μας βοηθήσει.
Σιωπηλός μπροστά στο μαρτύριο της μάνας μου έβλεπα τον αδελφό μου να μπαινοβγαίνει στο δωμάτιο κλαίγοντας ήσυχα, ψιθυρίζοντας λόγια απόγνωσης, ανήμπορος να πιστέψει ότι είχε φτάσει το τέλος της. Την αγαπούσε και την φρόντιζε με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο έχοντας την ελπίδα ότι θα το ξεπερνούσε ή ότι θα έπαιρνε μια παράταση. Την ίδια ελπίδα είχαν και οι αδελφές μου. Ο τρόπος με τον οποίον φρόντιζαν τη μάνα τους μέχρι την τελευταία της στιγμή, όλες εκείνες οι χειρονομίες ανακούφισης και τρυφερότητας, μου έχουν μείνει αλησμόνητες.
Το τελευταίο βράδυ οι παραισθήσεις τη βασάνισαν ανελέητα. Λίγες στιγμές πριν την τελική μετάβαση ανασηκώθηκε, πνιγόταν, έκανε εμετό. Ένας μαύρος πίδακας από ένα πηχτό γλοιώδες υλικό τινάχτηκε από μέσα της και απλώθηκε πάνω στα σκεπάσματα, στο μαξιλάρι, και στα αποσβολωμένα χέρια μας – λες και την ύστατη ώρα έφτυνε όλες τις πίκρες της ζωής που είχαν κολλήσει σαν φαρμάκι στα κουρασμένα σπλάχνα της. Και αμέσως μετά ένας μορφασμός απορημένης φρίκης σάρωσε το καταπονημένο της πρόσωπο, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, εκστατικά, τα χέρια της έσφιξαν με τρομερή ένταση τα χέρια μας σαν να προσπαθούσε να γαντζωθεί από κάπου βλέποντας αυτό που ανοιγόταν μπροστά της, βαθιά και πέρα από τον τοίχο του δωματίου όπου όλες τις προηγούμενες μέρες έβλεπε οράματα και αγίους. Ήταν η στιγμή που στο βλέμμα της αντίκρισα το βλέμμα του θανάτου και την άκουσα να λέει με πνιγμένη φωνή «τα παιδιά μου Θεέ μου, τα παιδιά μου» ενώ λίγες στιγμές αργότερα φίλησα τα χέρια της που ήταν νεκρά κι ασάλευτα μέσα στα δικά μου.
~~~
Χρειάζεται να περάσει καιρός, και κάποιες φορές μια ολόκληρη ζωή, για να εκτιμήσεις σωστά κάποιους ανθρώπους που συνάντησες στη διάρκεια της ζωής σου. Παρά το γεγονός ότι τα παιδικά μου χρόνια ήταν σκοτεινά και ταραγμένα, νοιώθω τυχερός που εκείνοι οι άνθρωποι ήταν οι γονείς μου. Από υλικής πλευράς δεν είχαν πετύχει τίποτα στη ζωή τους, τίποτα από όλα όσα θεωρούνται σημαντικά και πολύτιμα. Όμως, παρά τα βάσανα και τις πληγές τους, εκείνοι οι άνθρωποι δεν είχαν κάνει ποτέ κακό σε κανέναν, δεν είχαν προκαλέσει πόνο ή θάνατο, δεν είχαν εκμεταλλευθεί ή ταπεινώσει άλλους ανθρώπους – κι αυτό ήταν αρκετό ώστε η μεταθανάτια σχέση μου μαζί τους να είναι μια σχέση νοσταλγίας και ευγνωμοσύνης.
Η τελευταία προσευχή της μάνας μου έμεινε για πάντα μέσα μου σαν δείγμα γραφής μιας γυναίκας που ακόμα και την ύστατη ώρα σκεφτόταν και αγωνιούσε για τα παιδιά της. Όσο για τον αποδέκτη της προσευχής της – σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου μάταια προσπαθούσα να εντοπίσω ενδείξεις της παρουσίας του. Μπορεί να είχε φανερωθεί με τρόπους συμβολικούς αλλά το μικρό μου μυαλό ίσως να μην είχε την ικανότητα να διαβάσει τα σημάδια και του οιωνούς. Κατά καιρούς ένοιωθα την ανάγκη να πιστέψω αλλά δεν μπορούσα. Οι ενστάσεις μου για την υπερβολική ανθρώπινη δυστυχία ήταν και παραμένουν ανυπέρβλητες. Και το ίδιο αξεπέραστη είναι και η αδυναμία μου να πιστέψω στην αγαθότητα ενός Θεού που επιτρέπει τόση αδικία, πόνο και θάνατο. Κατέληξα έτσι να ζω μετέωρος ανάμεσα σε πρόσκαιρες ελπίδες και σε μια μόνιμη εντύπωση ότι η πίστη δεν προσφέρει λύτρωση και ότι έρχεται πάντα η στιγμή που τα σκληρά δεδομένα της ζωής αποδεικνύουν πως και η πίστη είναι το ίδιο ευάλωτη και μάταιη όσο και τα άλλα καθιερωμένα στηρίγματα.
Η περίπτωση της μάνας μου με απασχολεί ακόμα ως μάθημα και ως ερώτημα. Δεν ξέρω τι γινόταν μέσα της αλλά ποτέ δεν την άκουσα να τα βάζει με τον Θεό. Συλλογιζόμενος τα βάσανα της – τη φτώχεια, την αρρώστια, τα νοσοκομεία, τα πάθη του άντρα της, τις ατέλειωτες παγερές νύχτες, τις διαψεύσεις των προσευχών και των ελπίδων της – αναρωτιόμουν που βρισκόταν η πηγή της αφοσίωσής της στον Θεό και πώς έβρισκε τη δύναμη να διατηρεί τέτοια πίστη ενώ σε όλη τη διάρκεια της ζωής της δεν είχε δει καμιά λύτρωση και καμιά ανακούφιση.
«Μας δοκιμάζει παιδί μου ο Θεός, μας δοκιμάζει» έλεγε συχνά. Στενοχωριόταν που δεν συμφωνούσα. Ποτέ δεν μπόρεσα να δεχτώ την άποψη ότι ένας πανάγαθος Θεός μπορεί να δοκιμάζει τα ανθρώπινα πλάσματα. Ούτε πιστεύω στις θεωρίες περί του εξαγνιστικού χαρακτήρα του πόνου – τις θεωρώ ύποπτες όπως και άλλες θρησκευτικές ή φιλοσοφικές ερμηνείες. Στη δική μου αντίληψη, η ζωή είναι μια δοκιμασία υπερβολικά σκληρή για τα ανθρώπινα μέτρα. Μπορεί κάποιες ώρες να φαίνεται όμορφη, ότι έχει κάποιο νόημα, ότι η ευτυχία είναι εφικτή αλλά επί της ουσίας ολόκληρο το διάστημα από τη σύλληψη μέχρι τον τάφο είναι μια τρομερή και ανεξήγητη εμπειρία. Η τρομαχτική σε μέγεθος και μυστήριο Δημιουργία δεν αποδεικνύει αγαθές προθέσεις. Οι φυσικοί και βιολογικοί νόμοι είναι απάνθρωποι. Τίποτα σ’ αυτή τη ζωή δεν μπορεί να προσφέρει παρηγοριά τις ώρες που ο άνθρωπος στέκεται αβοήθητος μπροστά στην απουσία νοήματος, τη μοναξιά και τον θάνατο.
Παρότι η στάση ζωής της μάνας μου υπήρξε υποδειγματική, δεν μπόρεσα ποτέ να υιοθετήσω τη θρησκευτική της αντίληψη. Εκπροσωπούσε ένα είδος πίστης που ήταν ξένο και αταίριαστο με τη δική μου ιδιοσυγκρασία. Αυτό που κυριαρχεί μέσα μου από νωρίς στη ζωή μου είναι μια βαθιά αίσθηση εγκατάλειψης που δεν μπορώ να καταλάβω το περιεχόμενο της και που κατά καιρούς εκφράζεται με διαμαρτυρίες ή βρισιές ενάντια σε «κάτι» ή σε «κάποιον» που δεν έχει ούτε μορφή ούτε παρουσία, μια βασανιστική πιθανότητα, μια σκοτεινή και αφηρημένη νοσταλγία, ένα φάντασμα που για ανθρώπους τσακισμένους σαν τη μάνα μου ήταν η μοναδική παρηγοριά μέσα στην ατέλειωτη νύχτα της ζωής τους και που ακόμα και τη στιγμή του θανάτου τους προσεύχονταν και ζητούσαν ικετευτικά τη βοήθειά του – μια τελευταία προσευχή την ώρα που είχαν τελειώσει όλες οι άλλες.
ΠΗΓΗ:https://neoplanodion.gr/2025/04/05/teleutaia-proseuche/?fbclid=IwY2xjawJfzelleHRuA2FlbQIxMQABHtvGwocSyMUKUwUZ5ByZ4h5fa9-yHfc0Q9Ql5gO--43tmiuuOIlG8rm1D7zg_aem_Xy6wy8V5_3kgQXjGtjEy1w
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.