*
του ΤΑΚΗ ΓΕΡΑΡΔΗ
Όταν δεν υπάρχουν συγγενείς πρώτου βαθμού ή ενεργοί διαχειριστές των πνευματικών δικαιωμάτων, η διαχείριση των βιογραφικών στοιχείων καθίσταται ευάλωτη σε ανακρίβειες, λάθη και αυθαιρεσίες. Η περίπτωση της ημερομηνίας γέννησης του Μένη Κουμανταρέα θεωρώ πως εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο.
Ας σημειωθεί πως στο Google, αλλά και σε πλήθος διαδικτυακών πηγών –ελληνικών, αγγλικών και γαλλικών– καταγράφεται ως ημερομηνία γέννησης του Μένη Κουμανταρέα η 4η Ιανουαρίου 1931. Εγώ, όμως, και ο αδελφός μου Άρης, διατηρούμε ζωντανή τη μνήμη πως τα γενέθλια του μεγάλου συγγραφέα ήταν στις 17 Μαΐου – μια ημερομηνία που μας είχε αναφέρει ο ίδιος και που επιβεβαιώνεται, έστω σποραδικά, σε προσωπικά τεκμήρια και παραγνωρισμένες σημειώσεις καθώς και από αρχειακές αναφορές που δεν έχουν λάβει τη δέουσα προβολή. Το ζήτημα της γέννησης δεν είναι ποτέ απλώς ληξιαρχικό· ιδίως όταν προηγείται αοριστολογία.
Πώς όμως προέκυψε αυτή η ασυμφωνία; Πιθανότατα η πρώτη καταχώριση της λανθασμένης ημερομηνίας να έγινε από κάποια επιπόλαιη πηγή και στη συνέχεια αναπαράχθηκε μηχανικά – από ιστοσελίδα σε ιστοσελίδα, χωρίς να υποβληθεί σε έλεγχο. Σε έναν κόσμο όπου η πληροφορία διακινείται ταχύτατα και συχνά άκριτα και με βιαστικά copy paste, ένα μικρό λάθος μπορεί να παγιωθεί και να αλλοιώσει τη δημόσια εικόνα ενός σημαντικού προσώπου. Δεν πρόκειται για απλή φιλολογική λεπτομέρεια. Η ημερομηνία γέννησης έχει το δικό της ειδικό βάρος στο συνολικό αφήγημα της ζωής και της δημιουργίας του Κουμανταρέα. Μια τέτοια ανακρίβεια γεννά ερωτήματα για τη φύση των πηγών, την αξιοπιστία τους, αλλά και για την ευθύνη μας απέναντι στην πολιτισμική μας κληρονομιά. Συνέβαλε όμως και ο ίδιος σε αυτή την σύγχυση.
Θυμάμαι πολύ έντονα τον Μένη να αποφεύγει με βδελυγμία να αποκαλύψει την ακριβή ημερομηνία των γενεθλίων του. Αυτήν την πληροφορία την έμαθα μόνο όταν έγινε γνωστός ο θάνατός του. Όποτε τον ρωτούσα, απαντούσε με αόριστο, σιβυλλικό ύφος, κάποιες φορές με έναν αστεϊσμό, πάντα με μια δόση ναρκισσισμού, κι άλλαζε αμέσως θέμα. Σχεδόν σαράντα χρόνια που τον γνώριζα δεν θυμάμαι ούτε μία φορά να μας καλεί κάπου για να γιορτάσουμε τα γενέθλιά του. Από τότε υποπτευόμουν πως δεν ήθελε να μάθουμε πότε γεννήθηκε, γιατί δεν άντεχε την πιστοποίηση του γήρατος. Όπως και το όνομά του (Αριστομένης) δεν γιορτάζει ποτέ, έτσι κι εκείνος δεν είχε ποτέ γενέθλια και με αυτόν τον τρόπο ένιωθε πως ξεφεύγει από το χρόνο.
Η χριστιανική παράδοση, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, προτιμά να εορτάζει τους αγίους της όχι σύμφωνα με τη γέννησή τους αλλά με το θάνατό τους. Στη θεολογία αυτός ο προσανατολισμός αντανακλά την πεποίθηση πως η αληθινή ζωή αρχίζει μετά θάνατον. Εξαιρέσεις, όπως η γέννηση του Ιησού, της Θεοτόκου και του Ιωάννη του Προδρόμου, απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Αυτό το μοτίβο συναντάται και στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Ο Πλωτίνος (204/5–270), όπως μας πληροφορεί ο Πορφύριος στο έργο του Περί της του Πλωτίνου ζωής και της τάξεως των βιβλίων αυτού, αρνιόταν όχι μόνο να παραστεί στα γενέθλιά του, αλλά και να θυμάται την ημερομηνία. Για τον ίδιο, η γέννηση του σώματος ήταν μια «πτώση – σκλαβιά» της ψυχής στον υλικό κόσμο.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (349–407), από τους σπουδαιότερους Πατέρες της Εκκλησίας, είναι κατηγορηματικός: «Ουδείς των αγίων εόρτασε γενέθλια, πλην του Ηρώδου», ο οποίος μάλιστα φονεύει τον Ιωάννη τον Πρόδρομο ως δώρο στον εαυτό του (Ομιλία ΙΑ’ στην προς Εβραίους, PG 63, 87). Για τον Χρυσόστομο, τα γενέθλια αποτελούν ειδωλολατρικό κατάλοιπο.
Στη νεωτερικότητα, το αίσθημα αυτό δεν εξαλείφθηκε. Αντιθέτως, ο Φραντς Κάφκα ένιωθε αμηχανία στη σκέψη του εορτασμού. Σε επιστολή του προς τη Φελίτσε (Letters to Felice, Schocken, 1973) γράφει: «Δεν είμαι καλά με όλη αυτή την τελετουργία. Τι εορτάζουμε; Ότι πλησιάζει το τέλος;»
Η Έμιλυ Ντίκινσον, ποιήτρια του εσωτερικού βλέμματος, δεν αναφέρεται ποτέ με χαρά στα γενέθλιά της. Η αίσθηση μιας ζωής «εκτός χρόνου» διαποτίζει όχι μόνο τα ποιήματα, αλλά και την επιστολογραφία της (Letters of Emily Dickinson, ed. Johnson & Ward, Harvard University Press, 1958).
Ο Λούντβιχ Βίττγκενσταϊν, αυστηρός με τις συμβάσεις και τις συνήθειες, θεωρούσε τα γενέθλια κοινωνική επιτήρηση. Ο στενός του φίλος Norman Malcolm αναφέρει στη βιογραφία του: «Αποστρεφόταν κάθε προσωπική γιορτή. Τα γενέθλια τον θύμωναν, αν του τα ανέφερες.» (Memoir of Ludwig Wittgenstein, Oxford University Press, 1958).
Ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, σε μια παράγραφο στο Les Mots (1964), καταγράφει την απέχθειά του στη μνήμη των γενεθλίων: «Η ανάμνηση των γενεθλίων είναι μια παγίδα του εγώ. Έχω ήδη γεννηθεί χίλιες φορές.» Για τον ίδιο, η πρώτη γέννηση είναι σύμπτωση. Η συνείδηση είναι μια πράξη αυτογέννησης, κάθε φορά.
Η Σύλβια Πλαθ δίνει στη γέννηση μεταφυσική βαρύτητα, σχεδόν τραγική. Στο ποίημά της Birthday Present (Collected Poems), η έννοια της γιορτής αναποδογυρίζεται: «Τι δώρο είναι αυτό; Ένα φέρετρο; Ένα τέλος τυλιγμένο με φιόγκο;»
Αλλά και ο Μάρκος Αυρήλιος, αυτοκράτορας και στωικός φιλόσοφος, υπενθυμίζει πόσο κενές είναι οι χρονολογικές αφορμές ευφορίας: «Όλα όσα αγαπάς και εορτάζεις είναι ήδη σκόνη ή σκουριά…» (Τα εις εαυτόν, Βιβλίο Δ΄, 33).
Ο Τζέημς Τζόυς, αν και λογοτεχνικά αξιοποιεί γενέθλια (π.χ. στον Οδυσσέα, όπου τα γενέθλιο της Μόλλυ είναι η ημερομηνία δράσης), στην προσωπική του ζωή τα θεωρούσε ασήμαντα. Ξεχνούσε και των παιδιών του, όπως καταγράφει ο Richard Ellmann στη βιογραφία του: James Joyce: A Biography (1959).
Όσο για τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη, χωρίς να διασώζεται ρητή απόρριψη των γενεθλίων, η γενική τους στάση φαίνεται στο Φαίδων: «Ο φρόνιμος δεν δίνει σημασία στο πότε γεννήθηκε αλλά στο πώς θα ζήσει.»
Διαχρονικά, λοιπόν, συναντάμε μια φιλοσοφική και υπαρξιακή αποστασιοποίηση από τον εορτασμό της γέννησης. Από τον στωικισμό μέχρι τον υπαρξισμό, από τους Πατέρες της Εκκλησίας έως τη νεωτερική λογοτεχνία, τα γενέθλια δεν αποτελούν πάντοτε αφορμή χαράς. Αντίθετα, μοιάζουν με υπενθύμιση της θνητότητας, της απώλειας και της φθοράς. Μια υπόγεια, μα σταθερή, πειθαρχία σιωπής απλώνεται ανάμεσα σε στοχαστές, ποιητές και φιλοσόφους: η μέρα της γέννησης δεν είναι πάντα και για όλους ημέρα χαράς. Κάποιες φορές είναι απλώς μια «ημερομηνία εισόδου» στον κόσμο της φθοράς.
Ο Κουμανταρέας φαίνεται να απεχθανόταν τις γενέθλιες εορτές. Τα σπίτια του δεν είχαν κεράκια και τούρτες. Είχαν μόνο βιβλία, υπαινικτικό ημίφως, πίνακες ζωγραφικής και μουσικές. Και έναν ήχο από γραφομηχανή να ηχεί –πότε από την οδό Χέυδεν στη Βικτώρια, άλλοτε από την οδό Αιγίνης στην Κυψέλη– και να γράφει ιστορίες χωρίς ημερομηνία λήξης. Ίσως επειδή μια τέτοια περίσταση σαν τα γενέθλια θα απαιτούσε και την αποκάλυψη του έτους γέννησής του – δηλαδή να μας πει πόσο χρονών ήταν. Ο Μένης ως τα γεράματά του νεάνιζε, συναναστρεφόταν νεότερους, αντάλλασσε χειραψίες και πειράγματα, χαριεντιζόταν, ένιωθε απόλυτα οικεία στις νεανικές παρέες. Ενοχλούνταν φανερά και κρυφά να τον κοιτάς και να τον θεωρείς μεγάλο στα χρόνια. Βέβαια και η όλη του όψη βοηθούσε στη συντήρηση αυτής τη ματαιοδοξίας: πως είναι τάχα αγέραστος, μια αινιγματική και άχρονη φυσιογνωμία των παρεών και της ιστορίας. Υπήρξε ψηλός, στητός –με μια λόρδωση που τον έκανε να στέκει καμαρωτός, σαν τσολιάς– και η μαύρη και πυκνή τριχοφυΐα του ξεγελούσε τον οποιονδήποτε.
Ίσως για τον Μένη ο χρόνος να μην ήταν ποτέ γραμμικός. Δεν κυλούσε όπως στις ημερολογιακές σελίδες, με αριθμούς και ημερομηνίες που η μια μετά την άλλη πλησιάζουν επικίνδυνα τη φθορά και το τέλος. Μάλλον στη συνείδησή του ήταν κυκλικός, σαν τις ιστορίες του – που ξεκινούσαν χωρίς αρχή, γύριζαν πίσω, ξανάμπαιναν στο ξεκίνημα, και ποτέ δεν τελείωναν. Γι’ αυτό ίσως και δεν γιόρταζε γενέθλια: γιατί δεν γεννήθηκε, με την κοινή έννοια. Ήταν πάντα εδώ. Μια σταθερά της Αθήνας και των κατοίκων της. Ένα παρόν χωρίς ηλικία. Όσοι τον ξέραμε, ή έστω πιστέψαμε πως τον ξέραμε, τον είχαμε καταχωρημένο κάπου ανάμεσα στους αιώνια σαραντάρηδες, ένα διαχρονικό σύμβολο. Ακόμα κι όταν τα χέρια του έτρεμαν ελαφρώς και ένα βηχαλάκι από τα τσιγάρα και τους καφέδες τον ακολουθούσε επίμονα, κρατούσε πάντα μέσα του εκείνη την αιώνια σπιρτάδα – λες και μόλις να βγήκε από κάποια φοιτητική γκαρσονιέρα της Αθήνας. Αν ο χρόνος του ζητούσε ταυτότητα, ο Μένης θα έριχνε ένα βλέμμα. Αν επέμενε σε αριθμούς, εκείνος θα του απαντούσε με ένα διήγημα – από εκείνα που δεν έχουν καμία ημερομηνία στην κεφαλίδα, μόνο την αίσθηση ότι υπήρξαν «πάντα». Γι’ αυτό και το ερώτημα «πότε είχε γενέθλια;» ίσως δεν έχει απάντηση. Ή, για να το πω καλύτερα: ίσως να μην έχει σημασία.
Η προσωπική μου μαρτυρία, αλλά και η μνήμη του αδελφού μου, Άρη Γεράρδη, ποιητή –που για μεγάλο διάστημα γνώρισε από κοντά τον Μένη– προσδίδουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην ημερομηνία που εδώ προτείνω. Αυτή η μαρτυρία αξίζει να διερευνηθεί και να αναδειχθεί, ως μια ειλικρινής προσπάθεια να τιμήσουμε, με σεβασμό και αγάπη, το έργο και τη ζωή του Μένη Κουμανταρέα.
Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από ανέκδοτο αφήγημά μου:
«Στις 17 Μαΐου 1981 απολύθηκα από τον στρατό. Μεγάλος πια στα χρόνια, με δυο παιδιά στην πλάτη, φορτωμένος όχι τόσο με τιμές όσο με σιωπές και θραύσματα. Το ίδιο βράδυ για να γιορτάσουμε το συμβάν καθίσαμε οικογενειακώς στο σαλόνι του αδελφού μου. Η ευτυχία πως επιτέλους ο μπαμπάς του σπιτιού επέστρεψε οριστικά από τη μεθόριο ήταν έκδηλη στο πρόσωπο το δικό μου και της γυναίκας μου. Το σπίτι μοσχοβολούσε τσίκνα, το κρασί στην παρέα έρεε άφθονο, τα παιδιά τριγύριζαν σαν παιχνίδια με μπαταρίες, κι ο Μένης Κουμανταρέας, λιγομίλητος κι ακριβής, είχε γείρει στο μπράτσο της πολυθρόνας.»
Τον είχα πρωτογνωρίσει στο Βερολίνο, το 1972 – στην πόλη που μύριζε προτεσταντισμό, λήθη και ορθολογισμό, και που το κρύο μάς έσπαγε τα κόκαλα. Ήταν υπότροφος του Ιδρύματος Ford, για έξι μήνες – έξι μήνες που μύριζαν ξενύχτι, αλκοόλ, νικοτίνη, ανεμελιά και απώλεια. Τον σύστησα στους συγγενείς μου, και έκτοτε συχνά πίναμε καφέ ή κρασί παρέα τους, μα με το νου μας έξω, στους παγωμένους δρόμους – σαν να ’μασταν δυο αδέσποτα σκυλιά που κάποιοι φιλόζωοι περιέθαλπαν.
Στην Αθήνα οι ατομικές και οικογενειακές συναντήσεις συνεχίστηκαν. Ο Μένης βάφτισε τα δύο αγόρια του αδελφού μου και της Βερολινέζας γυναίκας του, της Δωροθέας – γίναμε έτσι και κουμπάροι.
Το ημερολόγιο εκείνη την Κυριακή που με ελευθέρωσε ο στρατός έγραφε: 17 Μαΐου 1981. Η πολυπληθής παρέα συζητούσε δυνατά την φανερή άνοδο του ΠΑΣΟΚ, ο αδερφός μου τον είχε πλησιάσει και του έλεγε κάποιο λογοτεχνικό σχόλιο για έναν συγγραφέα. Με το ποτήρι στο χέρι πήγα κι εγώ κοντά τους.
«Μένη εσύ τι θα ψηφίσεις σε λίγο καιρό;» τον ρωτά η γυναίκα μου.
«ΠΑΣΟΚ» της απαντά αυτός απλά.
«Μα, ΠΑΣΟΚ θα ψηφίσει και η κουτσή Μαρία…»
«Θέλω κι εγώ μια φορά στη ζωή μου να είμαι μια κουτσή Μαρία» της απάντησε ακαριαία και με στόμφο και όλοι γελάσαμε.
«Μένη, Του Παραλύτου, κινητή εορτή, γράφει το ημερολόγιο σήμερα που απολύθηκα» του λέω τραυλίζοντας.
«Του Ασώτου, Τάκη, έπρεπε να λέει, όχι του Παραλύτου», είπε ο Μένης και γέλασε – με εκείνο το στεγνό και σχεδόν κρατημένο του γέλιο και αμέσως πολύ απλά και αρκετά αποστασιοποιημένα μας ανακοίνωσε με σιγανή φωνή πως σήμερα έχει κι αυτός γενέθλια. Στις επιδοκιμασίες μας και με τα παιδιά να στριφογυρνούν και να κάνουν φασαρία το βεγγαλικό του λόγου του έσκασε χαμηλόφωνα και άφησε έναν υπόκωφο θόρυβο – σαν κάποιος που γιορτάζει τον εαυτό του χωρίς να το θέλει.
Ο Μένης πάντως που εγώ γνώρισα, μάλλον θα έβρισκε διασκεδαστικό να με βλέπει τώρα να σκαλίζω μνήμες αλλά και να αναζητώ έναν φάκελο στο σπίτι του αδερφού μου με την ένδειξη απέξω «ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ» μήπως και λύσω το μυστήριο των γενεθλίων του. Μα εκείνος, ξέρω, θα με διόρθωνε: “Στον μύθο ψάξε, Τάκη. Όχι σε φακέλους» θα μου ψιθύριζε. Άλλωστε, αν του Μένη του έδειχνες το ληξιαρχείο, θα άναβε τσιγάρο. Αν του ζητούσες ταυτότητα, θα σου έδινε μια δακτυλογραφημένη σελίδα από διήγημά του. Κι αν επέμενες στην ημερομηνία γέννησής του, θα σήκωνε αδιάφορα τους ώμους.
«Γεννιέμαι πάντα όταν με διαβάζεις» θα έλεγε και θα άλλαζε θέμα.
Στην ερώτηση τελικά πότε πρέπει να γιορτάζονται τα γενέθλιά του, του Παραλύτου ή του Ασώτου; η απάντηση είναι εύκολη. Και στις δύο. Είναι και οι δύο κινητές και ευμετάβλητες εορτές – όπως κι εκείνος. Ο Μένης ένιωθε σαν Παράλυτος μπροστά σε ευειδείς νεολαίους, ανίκανος να κινήσει τα άκρα του, αφοπλισμένος από την ομορφιά περίμενε τον Χριστό να του πει: «Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει.»
Μα ένιωθε –γιατί ήταν– και Άσωτος Υιός. Κάθε τόσο, επέστρεφε στον αστό πατέρα του. Και κάθε φορά, εκείνος αναφωνούσε: «Ο υἱός μου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε· ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη.»
Δυο άνθρωποι σ’ ένα σώμα: ο πάσχων που περιμένει την ίαση· ο εκτροχιασμένος που ζητά τη συγχώρεση.
Αυτός ήταν.
Και ο Παράλυτος, και ο Άσωτος Υιός.
Δυο ψυχές σε ένα σώμα.
ΠΗΓΗ:https://neoplanodion.gr/2025/06/13/koumantareas/?fbclid=IwY2xjawK41_hleHRuA2FlbQIxMQABHiuGYvS5kS4E-GT8U9OYyytDlkcy9dlbGa1Hejx2y95IiKOCCxtAepdxEOET_aem_I88oRFruoeXXnZn52IOxyA
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.